του Nίκου Γ. Ξυδάκη
πηγή: Καθημερινή, 11-4-2010
Ο Απρίλης δεν μας διέψευσε. Τα κυκλαδονήσια μεταμορφωμένα, ολοπράσινα, η θάλασσα βαθυγάλαζη, ηλιοφάνεια, δροσιά, τα δειλινά αβάσταχτα γλυκά, σαν ψεύτικα, ρόδιν’ ακρογιάλια, παπαδιαμαντικά.
Ο αστός ξαποσταίνει και παραμιλά με τόση ομορφιά. Από το μπαλκονάκι αγναντεύει πέλαγος και κυκλάδες νήσους, γύρω τριγύρω βραχοσυστάδες, λοφίσκοι, μαλακά βουνά, αμπάσα, κυανό και πράσινο το χρώμα τους. Στ’ ανοιχτά, φουσκώνουν πανιά σε κομψά σκάφη.
Το quai έχει μεταμορφωθεί προ πολλού σε απέραντο καφενείο· οι ομπρέλες κόβουν το βλέμμα προς τη θάλασσα. Γιώτα-χι σουλατσάρουν ασκόπως. Tα Ελληνόπουλα αναδεύουν ηδονικά τον φρέντο και κενώνουν τον νου από λογισμούς. Ξεκούραστοι, χορτασμένοι ύπνο, έχουν ντυθεί τα καλά ανοιξιάτικά τους, τα πασχαλινά, έχουν στιλβωμένη την κόμη με τζελ, γυαλιά προστατεύουν από το ηλιόφως, στο τραπεζάκι αγρυπνά το κινητό, κλειδιά, τσιγάρα, αθλητική, σήμερα και κυριακάτικη.
Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος. Η κατανυκτική αμεριμνησία στα παραλιακά καφενεία κεντρίζει τον κατηφή αστό· του γεννά ζήλεια. Ηρθε από το άστυ φουρτουνιασμένος, σκοτεινός, γεμάτος λογισμούς αδιέξοδους, με άγχος για το μέλλον. Στο νησί αντίκρισε έναν άλλο κόσμο, νωχελικό, ήρεμο, τακτοποιημένο, σχεδόν άφοβο. Αγνοια κινδύνου; Ενδεχομένως. Ομως και άλλη στάση, άλλη βιοσοφία. Μάλλον και τα δύο. Συνυπάρχουν, σε άλλοτε άλλες δόσεις, αντίρροπα ζεύγη: αμεριμνησία και οκνηρία, αφέλεια και ακηδία, χαμηλή φιλοδοξία και αστήρικτη αυτοπεποίθηση, καταναλωτισμός και ολιγάρκεια, εξωστρέφεια στην παρέα και εσωστρέφεια στην εργασία.
Τη Μεγάλη Πέμπτη ένας νεαρός φίλος, μοντέρνο παιδί, στοχαστής και μαχητής της ζωής, περιέγραφε με μελανά χρώματα τη γενιά των τριάντα-παρά-κάτι, τριάντα-και-κάτι, τη γενιά του: Στο πρώτο έτος της Νομικής είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου, είχαν ορμή, είχαν δύναμη, φιλοδοξίες· δέκα χρόνια αργότερα, τους βλέπω σκυμμένους, κρυμμένους από τη ζωή, δεν ερωτοτροπούν, δεν φλερτάρουν, δεν επιτίθενται, δεν διεκδικούν, γκρινιάζουν για τον μισθό των 1.200 ευρώ, όλο γκρινιάζουν, η κουβέντα τους περιστρέφεται γύρω από το ματς του Τσάμπιονς Λιγκ και κανά καφεδάκι· έχουν ηττηθεί χωρίς καν να ρίξουν μια τουφεκιά· μετά τα είκοσι κοιτάνε πώς θα κρυφτούν μέσω ΑΣΕΠ...
Βούιζαν στ’ αυτιά μου τα λόγια του φιλόσοφου φίλου: Πώς θα κρυφτούν απ’ τη ζωή. Αραγε το θαύμα της ευημερούσας και γλεντοκόπου και υπερηφάνου και ισχυράς Ελλάδος, ανέκαθεν, από τα βάθη της χούντας έως τη μέθη του 2004, ήταν αυτό; Πώς θα κρυφτούμε, θα λουφάξουμε, πώς θα τη βολέψουμε; Ηταν και αυτό.
Αλλά όχι μόνο αυτό. Στα χρόνια που κύλησαν, τα Ελληνόπουλα δεν διέτριψαν μόνο στον φραπέ και στο τζελ κοκοράκι. Σπούδασαν· μαζικά, μέτρια εν συνόλω, αλλά αρκετοί έκαναν και καλές σπουδές, μορφώθηκαν ουσιωδώς, συνέχισαν έξω σε απαιτητικά πεδία, πρόκοψαν. Η γνώση και οι σχετικές συζητήσεις δεν υπολείπονται σημαντικά των αντιστοίχων της Εσπερίας σε αρκετούς τομείς, οι εκδόσεις βιβλίων άνθησαν. Ο αστικός βίος, παρ’ όλες τις στρεβλώσεις, απέκτησε σχήματα, εκλεπτύνσεις, χαρακτήρες μητροπολιτικούς, η επαρχία δεν είναι τόσο ασυνάρτητη όσο το ’70-’80, οι άνθρωποι ανοίχτηκαν σ’ έναν ορισμένο κοσμοπολιτισμό· άλλωστε ο κόσμος εισέβαλε φρενήρης και αδόκητος το ’90 στο ομογενές κρατίδιο, η πολυπολιτισμικότητα επεβλήθη υπό όρους ανάγκης ή αδυναμίας. Δεν ήταν όλα λάθος εξαρχής, ούτε τώρα είναι. Κι όμως κάπου, σε κάποια αφανή πεδία, στράβωσε το πράγμα, εξ ου και τώρα βρισκόμαστε εν μέσω βαθιάς και μακράς κρίσης, αμήχανοι και απαράσκευοι. Η ανάγκη, ο πόνος, η κρίση, θα φανερώσουν τα αίτια των στρεβλώσεων· και θα ‘ναι χρήσιμη γνώση. Το κύριο όμως, τούτη την ώρα, είναι: Υπάρχουν δυνάμεις; Τα Ελληνόπουλα αυτά των είκοσι και τριάντα και σαράντα άντε και πενήντα-παρά, αυτά τα τέκνα της αμεριμνησίας και της βολής, των επιλεγμένων αψιμαχιών χωρίς ρίσκο, γενιές του ΑΣΕΠ και του αορίστου χρόνου, τα τέκνα του Εχει ο Θεός και Αύριο Μέρα Είναι, τα τρυφηλομεγαλωμένα με διά βίου χαρτζιλίκια από γονείς, παππούδες και νονούς, τα κακομαθημένα με κρατικά συσσίτια και επιδοτήσεις, αυτά τα Ελληνόπουλα, αυτός ο μαστροπός λαός και όχλος, πώς μπορεί να αντέξει τούτο το χτύπημα της ιστορίας, να αντεπεξέλθει τα δεινά της μοίρας που ο ίδιος παρασκεύασε, που ο ίδιος επέτρεψε να του παρασκευάσουν;
Μπορεί. Στο σχετικά βραχύ παρελθόν, οι προηγούμενες δυο-τρεις γενιές προσέκρουσαν σε μεγάλους πολέμους και καταστροφές, σε εκατόμβες, σε αλλεπάλληλες πτωχεύσεις, λιμούς και εμφύλιους. Και επέζησαν. Θα επιζήσουν και τα Ελληνόπουλα των απεράντων καφενείων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου