του Τόνι Χόρουιτς
Πηγή: ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Σαν σήμερα, εδώ και εκατόν πενήντα χρόνια, ο πιο πετυχημένος τρομοκράτης της Αμερικής απαγχονιζόταν έξω από την κωμόπολη Σενάντοα Βάλεϊ. Πριν ανέβει στο ικρίωμα, παρέδωσε στους δημίους του ένα χειρόγραφο σημείωμα στο οποίο έγραφε: «εγώ, ο Τζον Μπράουν (John Brown) είμαι πλέον απολύτως βέβαιος πως μόνο με αίμα μπορεί πια να εξαγνισθεί αυτή η αμαρτωλή χώρα από τα εγκλήματά της».
Δεκαοκτώ μήνες αργότερα ξεσπούσε ο αμερικανικός εμφύλιος πόλεμος, και πολλοί Αμερικανοί ρίχτηκαν στη μάχη τραγουδώντας το εμβατήριο «το σώμα του Τζον Μπράουν». Και πάνω από 600,000 ανάμεσά τους πλήρωσαν με τη ζωή τους την κατάργηση της αμαρτωλής δουλείας.
Λίγοι Αμερικανοί, αν υπάρχει και κανένας, θα αμφισβητούσαν σήμερα την υπόθεση που υποστήριζε ο Τζον Μπράουν: την κατάργηση της δουλείας. Καθώς όμως το έθνος προετοιμάζεται να δικάσει το Χαλίντ Σαΐντ Μοχάμεντ (Khalid Shaikh Mohammed), που αυτοπαρουσιάζεται ως ο «αρχιτέκτονας» των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου, ίσως να άξιζε τον τρόπο να στοχαστούμε τις αναλογίες μεταξύ της επίθεσης του Τζον Μπράουν του 1859 κι εκείνης της «αλ κάιντα», το 2001.
Ο Μπράουν ήταν ένα γενειοφόρος φονταμενταλιστής που θεωρούσε πως ο Θεός του είχε αναθέσει την αποστολή να καταργήσει τη δουλεία. Ήλπιζε να πυροδοτήσει τον ιερό του πόλεμο καταλαμβάνοντας το εθνικό οπλοστάσιο των Ηνωμένων Πολιτειών στο Χάρπερς Φέρι της Δυτικής Βιρτζίνια, εξοπλίζοντας τους μαύρους και ξεκινώντας έναν απελευθερωτικό τους πόλεμο. Η επιλογή του Μπράουν σκόπευε επίσης να προκαλέσει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, καθώς διέθετε υψηλή συμβολική αξία. Το μόνο εθνικό οπλοστάσιο στο Νότο απείχε μόλις 100km από την ομοσπονδιακή πρωτεύουσα, όπου, όπως έγραφε ο Μπράουν, «ο πρόεδρός μας και οι άλλες βδέλλες υπηρετούν τους δουλεμπόρους». Το σημαντικότερο όμως ήταν πως οι πρώτοι σκλάβοι που σκόπευε να απελευθερώσει και να εξοπλίσει ο Μπράουν ανήκαν στον δισέγγονο του Τζορτζ Ουάσινγκτον (George Washington).
Η δύναμη ανδρών που διέθετε ο Μπράουν και η όλη σύλληψη της επίθεσής του παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Ηγούνταν μιας ομάδας 21 ανδρών, που όλοι πλην δύο διένυαν τη δεύτερη δεκαετία της ζωής τους, και που οι περισσότεροι είχαν ριζοσπαστικοποιηθεί στις βιαιότητες του Κάνσας, που ήταν για τους οπαδούς της κατάργησης της δουλείας το ανάλογο του Αφγανιστάν. Ο Μπράουν διέθετε επίσης την οικονομική στήριξη προσηλυτισμένων στην υπόθεσή του τραπεζιτών, που σε αυτήν την περίπτωση δεν ήταν Σαουδάραβες πετρελαιάδες, αλλά διακεκριμένοι «Γιάνκηδες», που έγιναν γνωστοί ως «μυστική επιτροπή των εξ». Χρησιμοποιώντας ψευδώνυμα και κωδικοποιημένα μηνύματα, ο Μπράουν συγκέντρωσε τους άνδρες του στο κρησφύγετό του, σε ένα βουνό κοντά στο στόχο του. Όπως όμως συνέβη και με τους τρομοκράτες της 11ης Σεπτεμβρίου, οι άνδρες του Μπράουν έδειξαν απρονοησία και αποκάλυψαν το σχέδιό τους στους συγγενείς και τις αγαπημένες τους. Μάλιστα, μια ανώνυμη επιστολή που κατήγγειλε τη συνωμοσία έφθασε τον Αύγουστο στο γραφείο του υπουργού πολέμου. Αλλά θεωρήθηκε αναξιόπιστη και το περιεχόμενό της αγνοήθηκε.
Ο Μπράουν και οι άνδρες του ήταν έτοιμοι να θυσιάσουν και τη ζωή τους -και πολλοί το έκαναν πράγματι, σε μια επιχείρηση που γρήγορα μετατράπηκε σε αποστολή αυτοκτονίας. Η ομάδα παγιδεύτηκε στο Χάρπερς Φέρι και αμυνόταν επί 24 ώρες, έως ότου ο Ρόμπερτ Λι (Robert E. Lee) διέταξε τους πεζοναύτες του να εκπορθήσουν το κτίριο όπου είχαν ταμπουρωθεί οι επιζήσαντες της ομάδας του Μπράουν. Δέκα από αυτούς, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν δύο από τους γιους του Μπράουν, σκοτώθηκαν επί τόπου και άλλοι επτά απαγχονίστηκαν. Κανείς σκλάβος δεν απελευθερώθηκε. Ο πρώτος νεκρός της επίθεσης ήταν ένας απελεύθερος μαύρος εργάτης του σιδηροδρόμου, που πυροβολήθηκε πισώπλατα καθώς προσπαθούσε να διαφύγει από τους επιδρομείς.
Αν ο Μπράουν συγκαταλεγόταν στους νεκρούς της επίθεσης ή αν είχε εκτελεστεί άμεσα, αυτό το φιάσκο θα είχε δίχως άλλο καταλήξει στις υποσημειώσεις της ιστορίας. Αλλά ο Μπράουν επέζησε και δικάστηκε υπό αυστηρά μέτρα ασφαλείας σε ένα δικαστήριο του Τσαρλς Τάουν, δίπλα στο Χάρπερς Φέρι. Όπου, αντί να προσπαθήσει να αντικρούσει τους μάρτυρες κατηγορίας ή να επιτρέψει στους δικηγόρους του να επικαλεστούν το ακαταλόγιστο των πράξεών του, χρησιμοποίησε τη δίκη ως βήμα για να μετατραπεί με τη σειρά του σε κατήγορο του Νότου. Χρησιμοποιώντας βιβλικές περικοπές όπως «μιμνήσκεσθε τῶν δεσμίων», υπερασπίστηκε με πάθος τις πράξεις του.
«Αν αποδειχθεί πως είναι αναγκαίο να θυσιάσω τη ζωή μου υπέρ της προαγωγής της δικαιοσύνης και να αναμείξω το αίμα μου με εκείνο των παιδιών μου κι εκείνο των εκατομμυρίων θυμάτων αυτής της χώρας των δούλων, της χώρας που καταπιέζει τα δικαιώματά τους με αχρείους, απάνθρωπους και άδικους νόμους, ένα έχω να δηλώσω: γέννητω!» Απαγχονίστηκε ένα μήνα αργότερα ενώπιον ενός πολυπληθούς κοινού στο οποίο παρευρισκόταν και ο μετέπειτα δολοφόνος του προέδρου 'Αμπρααμ Λίνκολν (Abraham Linkoln) Τζον Μπουθ (John Wilkes Booth), που αργότερα έγραψε για τον «τρομόφρονα» Μπράουν μερικές γραμμές γεμάτες περιφρόνηση και δέος.
Το θάρρος όμως και η ευφράδεια του Μπράουν τον μετέτρεψαν σε μάρτυρα στα μάτια πολλών οπαδών της κατάργησης της δουλείας στο Βορρά. Κι αυτή η αγιοποίησή του με τη σειρά της διόγκωσε την πολιτική σημασία της επίθεσης στο Νότο, οξύνοντας το κλίμα υπέρ της δουλοκτησίας -και κατά του Βορρά. Αν και ήταν προφανές πως ο Μπράουν τοποθετούνταν στο απώτατο και περιθωριακό άκρο του φάσματος του κινήματος κατά της δουλείας -οι «τάιμς της Νέας Υόρκης» τον είχαν αποκαλέσει «άγριο και παράλογο τέρας»- όσοι υποδαύλιζαν την απόσχιση του Νότου τον εμφάνισαν ως μέρος μιας πολύ ευρύτερης «βόρειας» συνωμοσίας. Το ήδη πολωμένο έθνος έκανε ένα αποφασιστικό βήμα προς το βίαιο διχασμό του. «Η εποχή του συμβιβασμού έληξε» παρατήρησε αργότερα ο Φρέντερικ Ντάγκλας (Frederick Douglass). «Οι ένοπλοι κάτοικοι της χώρας της ελευθερίας βρέθηκαν οι μεν απέναντι στους δε, ένθεν κακείθεν του χάσματος μιας διαρρηγμένης ένωσης, ένα βήμα πριν την ένοπλη σύγκρουση». Ότι ακριβώς δηλαδή είχε προβλέψει κι ο Μπράουν στο χειρόγραφο μήνυμά του.
Ο Χαλίντ Σαΐχ Μοχάμεντ δεν είναι ο Τζον Μπράουν. Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου προκάλεσαν μαζική, τυφλή σφαγή, για ανεξιχνίαστους λόγους. Ο Μπράουν συνέφαγε πρωινό με τους αιχμαλώτους του• οι αεροπειρατές της 11ης Σεπτεμβρίου έκοψαν τα λαρύγγια τους με σουγιάδες. Ό,τι κι αν δηλώσει ο κ. Μοχάμεντ προκειμένου να υπερασπιστεί τις πράξεις του, οι Αμερικάνοι θα το θεωρήσουν εξοργιστικό και ελάχιστα πειστικό. Όπως και να 'ναι, ο δικαστής κατά πάσα πιθανότητα δε θα του επιτρέψει καν να αναπτύξει ιδεολογικά επιχειρήματα.
Αλλά ίσως να μην τα χρειάζεται. Το 1859 ο Τζον Μπράουν δεν επιδίωκε απλά να απελευθερώσει τους δούλους της Βιρτζίνια, αλλά να τρομοκρατήσει το Νότο και να προκαλέσει μια ευρύτερη σύγκρουση. Και ως προς αυτό, θριάμβευσε! Οι πανικόβλητοι λευκοί κινητοποιήθηκαν και επιτάχυναν την πορεία προς την απόσχιση του Νότου. Ο Μπράουν δεν προκάλεσε μεν τον εμφύλιο πόλεμο, αλλά υπήρξε στα σίγουρα ένας από τους αποφασιστικούς καταλύτες του.
Ίσως να είναι πολύ νωρίς για να εκτιμηθεί αν και η 11η Σεπτεμβρίου προκάλεσε παρόμοιες υπερβολικές αντιδράσεις. Αλλά μόλις χτες το βράδυ, ο πρόεδρος Ομπάμα (Obama) ζήτησε την ένταση των προσπαθειών της Αμερικής στον πόλεμο του Αφγανιστάν, έναν από τους δύο πολέμους στους οποίους, εδώ και οκτώ χρόνια, έχουν χάσει τη ζωή τους τουλάχιστο διπλάσιοι Αμερικάνοι από ότι στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Και πέραν του άχθους της διεξαγωγής αυτών των πολέμων, η εσωτερική και διεθνής πολιτική του έθνους μας παραμένει υποθηκευμένη στα γεγονότα εκείνα.
Οπότε, με μετάδοση της δίκης τους ή χωρίς αυτήν, ορισμένες φορές οι τρομοκράτες νικούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου