Πηγή: ΣΟΛΩΝ
Μέχρι σήμερα αναπτύχθηκε ένα πολύ ευρύ φάσμα κοσμοθεωρήσεων στην ιστορία της ανθρωπότητας. Θα έλεγε κανείς ότι είμαστε αντιμέτωποι με ένα πλήθος, μια εναλλακτικότητα, έναν πλουραλισμό που δυσχεραίνει τη δυνατότητά μας, να εντοπίσουμε -στη βάση της ανάγκης μας- μια κοσμοθεωρία βιώσιμη και αποτελεσματική.
Θα διευκολυνθεί η προσπάθειά μας όμως αυτή αν επιχειρήσουμε να κατηγοριοποιήσουμε τα επιτεύγματα και να προσεγγίσουμε συστημικά, το πλαίσιο των κοσμοθεωριών και των ιδεών τους.
Μπορεί η μανία, θα έλεγε κανείς, του μοντερνισμού της σκέψης, να είναι γόνιμη και χρήσιμη αλλά δεν είναι ικανή και αποτελεσματική για το σύνολο των αναγκών μας. Παράλληλα, το σύνολο των αναγκών μας δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί από ένα μουσείο κοσμοθεωριών μέσα στο οποίο αυτές έχουν μετατραπεί σε «στατικά είδωλα». Ο ίδιος ο Πλάτωνας στους «Νόμους» του προειδοποιεί γ’ αυτό, προτρέποντας στο να μην ταυτίζει κανείς το νοούμενο και να μην το ακινητοποιεί μέσα σε μια γλωσσική μορφή χάνοντας από την όραση την ιδέα που βρίσκεται πίσω από αυτό. Η κλασική σκέψη δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια μουσειακή παράσταση.
Στην προσπάθειά μας να ενοποιήσουμε ολογραφικά το κοσμοθεωρητικό τοπίο -για να αποφύγουμε την αποσπασματική σύγχυση των βιντεοκαμερών που παρακολουθούν ένα χρυσόψαρο στο ενυδρείο του, όπως θα έλεγε ο Ντέιβιντ Μπόμ- θα επιχειρήσουμε να διακρίνουμε τις βασικές ομάδες των ιδεών από τις οποίες συνίστανται οι κοσμοθεωρίες, χρησιμοποιώντας την αναλογία, την ομοιότητα, και τους δείκτες των σχέσεων. Ακολουθώντας αυτό το δρόμο, γινόμαστε περισσότερο λειτουργικοί στην προσέγγισή τους, όπως άλλωστε προτείνει μέσα από τα λόγια του «Τίμαιου» ο Πλάτωνας για την παρακολούθηση του κοσμοειδώλου.
Η ομάδα ιδεών του ατόμου, της ολότητας, του όντος και του είναι ή της ποιότητας
Μια πρώτη από την τριγωνική ομάδα αυτών των ιδεών είναι αυτή που συνδέεται και διαμορφώνει τη διπολική ομάδα των ιδεών που συνδέονται με την ποσότητα, με το άτομο και το άθροισμα ως την ολότητα, συλλογικότητα, ή το πλήθος. Αυτές οι ιδέες έχουν ένα πεδίο εφαρμογής και έκφρασης στην απεικόνιση είτε των ανθρωπογενών είτε των κοινωνικών και οικολογικών συστημάτων, είτε των αφαιρετικών λογικών συστημάτων όπως τα μαθηματικά. Τις βλέπουμε τόσο ως λειτουργικές ιδέες και σχέσεις ιδεών στη φυσική θεωρία και επιστήμη όσο και ως λειτουργικές στις επιστήμες του ανθρώπου, από την ψυχολογία ως την πολιτική επιστήμη.
Είτε μιλάμε για το άτομο και τις σχέσεις του, είτε μιλάμε για την ολότητα και τους κανόνες της, αυτή η διπολικότητα αναδεικνύεται ως σημαντική και κυρίαρχη. Στους ιδεολογικούς προσανατολισμούς των κοσμοθεωριών βλέπουμε προτιμήσεις, διακυμάνσεις και ιστορικές εξελίξεις που άλλοτε πολώνουν τα ζητήματα δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση άλλοτε στο άτομο, άλλοτε στην ολότητα και άλλοτε με βάση την ίδια αξία ή αρχή όπως είναι η ελευθερία. Τότε, όταν η ελευθερία συστηματοποιείται δημοκρατικά ή αγοραία στην οικονομία ή όταν η ελευθερία εκφράζεται προσωπικά ή περσοναλιστικά, βιώνεται και πραγματώνεται.
Στη διπολικότητα αυτή υπάρχουν διαβαθμίσεις αλληλεγγυότητας τόσο στην θεωρητική δομή όσο και στην βιωματική πραγμάτωση. Η ελευθερία πχ δεν είναι βιώσιμη αν η αντίληψη της ιδέας της ελευθερίας περιορίζεται μόνο και κυρίως σε μια εμφατικά ανταγωνιστική ερμηνεία. Η κατανόηση της ελευθερίας δεν μπορεί να είναι βιώσιμη όταν αποκλείει τη συνεργατική, ομαδική και θεσμική όψη της.
Αντίστοιχα, το ίδιο βλέπουμε να συμβαίνει στις προσεγγίσεις των βιολογικών δομών, όπου περνώντας από το άτομο στην ολότητα, γεννιούνται συστημικές προσεγγίσεις όπως η στατιστική φυσική, η κυβερνητική θεωρία, η θεωρία της πληροφορίας, η θεωρία των πολύπλοκων συστημάτων ή η ολιστική θεωρία.
Στην προσέγγιση της αναγωγικής ή αναλυτικής εμφατικότητας, έχουμε μια προτίμηση στον συστατικό χαρακτήρα του ατόμου, ενώ στη βιολογική πιο ολιστική και κυβερνητική προσέγγιση των πραγμάτων έχουμε μια έμφαση στην ολότητα και στη διάρθρωση. Έτσι βλέπουμε ότι αναπτύσσεται, μια οντογενετική δυναμική, σε αυτή την αλληλεπίδραση ή κλίμακα σχέσης και οργάνωσης μεταξύ του ατόμου και της ολότητας. Οι προσεγγίσεις αυτές μπορούν να φτάσουν και ως το οντολογικό άνοιγμα της έννοιας του ατόμου στην ολότητα, όπου επίσης η ολότητα δεν είναι πλήθος, αλλά πρωτογενής έννοια και άλλη ποιότητα όντος, περιορίζοντας την οντολογική και λειτουργική εγκυρότητα της αναλυτικής και αναγωγικής αναφοράς.
Στο πέρασμα από την αριθμητική και ποσοτική προσέγγιση, που σε κάποιες οντολογίες της κλασικής και όχι μόνο αρχαιότητας αλλά και της ιστορίας του πολιτισμού ήταν αδιαίρετες, αναδεικνύεται μια δυναμική ποιότητας. Περνάμε δηλαδή από τις ποσοτικές έννοιες στις ποιοτικές ή τις ποιοτικές εκφράσεις, θωρήσεις, ιδέες και έννοιες του είναι. Εδώ εμφανίζεται ο τρίτος πόλος -που διαμορφώνει την σχέση αναλογίας κατ’ αντιστοιχία με αυτή τη δυαδικότητα και την τριαδικότητα που συναντάμε στον «Τίμαιο»- στις ιδέες για το είναι, όπως πχ στη σύγχρονη φυσική, συναντάμε το σωμάτιο και το κύμα που είναι συμπληρωματικά υπό τη δυαδική τους οπτική, και συνθέτουν συστατικά τον κόσμο στην κυματοσωματιδιακή θεωρία η οποία υποκαθίσταται από άλλους, από τη θεωρία των χορδών.
Η σωματιδιακή θεωρία στην οποία τα μποζόνια εκφράζουν πρωταρχικά την κυματική φύση και τα φερμιόνια εκφράζουν την σωματιδιακή φύση, υπακούει σε άλλους αξιωματικούς περιορισμούς όπως πχ στην Αρχή του Πάουλι και όμως και πάλι αυτή η συμπληρωματικότητα είναι αδιαίρετη στη σύγχρονη επιστημονική οντολογία.
Αντίστοιχη προοπτική μπορούμε να συναντήσουμε και στο πεδίο των επιστημών του ανθρώπου. Σε όλες αυτές, θα έλεγε κανείς ότι συναντάμε ως βασική αρχή τους την αλλοτροπικότητα του όντος, δηλαδή μια άλλη διάταξη, μια άλλη συστατική γεωμετρία και διαφορετικό πλέγμα σχέσεων μας προσδιορίζει με τα ίδια συστατικά μια τελείως διαφορετική δυναμική, μια τελείως διαφορετική οντότητα με ένα διαφορετικό γίγνεσθαι. Αυτό το βλέπουμε τόσο στν δομή του DNA όσο και στην οργάνωση μιας κοινωνίας με τους ίδιους ανθρώπους όπως επίσης και στην κυβερνητική θεωρία της πληροφορίας.
Ταυτόχρονα, πίσω από αυτή την αλλοτροπικότητα αναδεικνύεται η σημασία της διάστασης, του χώρου ως όψη της οντολογίας και του γίγνεσθαι, του χώρου και του χρόνου ή του χωροχρόνου. Αν δούμε τις διαστάσεις και τη συστατική, τη δομική πύκνωση ή διακύμανση μέσα σ’ αυτές - αυτό το δίκτυο του όντος ή των όντων, το πλέγμα - τότε αναδεικνύεται πίσω από αυτή την αρχή της αλλοτροπικότητας του όντος η αρχή που αναδεικνύει ως συστατικό του όντος τη διάσταση. Αυτό αναδείχθηκε πχ εν μέρει στον τομέα της σύγχρονης φυσικής και κοσμολογίας με τη γενική θεωρία της σχετικότητας. Ωστόσο δεν θα σταθούμε περαιτέρω στη λογική αυτής της επαλήθευσης, δεν θα κινηθούμε κάτω από την ανάγκη μιας επαλήθευσης αυτής της ομάδας των ιδεών στο πεδίο της σύγχρονης φυσικής επιστήμης ή των βιολογικών επιστημών όπου είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του DNA ως μιας κατά βάση τετραδικής αλλοτροπίας.
Θα πρέπει να δούμε την αναγκαιότητα μιας υπερβατικής κοσμοθεώρησης που υποδεικνύεται επίσης και ψυχολογικά, κοινωνιολογικά ανθρωπολογικά στην εποχή μας, από την ανάγκη για εναλλακτικές ή εξωτικές κουλτούρες.
Μια ανάγκη που επαναφέρει είτε κάποιες κοσμοθεωρίες που ήταν κλασικές, αλλά αποτελούν έναν αντίποδα στον ματεριαλισμό και τον μηχανικισμό της επιστημονικής θεώρησης και της τεχνολογικής εποχής, είτε κάποιες επίσης κουλτούρες που είναι εξωτικές. Είτε δηλαδή είναι κλασικές, υπερβαντολογικές όμως, είτε είναι εξωτικές που έχουν περισσότερο, θα έλεγε κανείς, αισθητικά και ποιητικά χαρακτηριστικά που διακατέχονται από έναν ψυχισμό όπως αυτός ενός Μπλέηκ ή ενός Χαίντερλιν, που διακατέχονται δηλαδή από έναν ποιητικό ή αισθητικό μυστικισμό. Είτε ακόμη και προσεγγίσεις στο πιο γενικό μοτίβο, εναλλακτική κατανόηση των εννοιών της φύσης όπως στο «Εύρηκα» του Έντγκαρ Άλλαν Πόε, ή σε πιο ειδικό πλαίσιο για το φως και την όραση από τους Γκαίτε και Φέχνερ.
Η αναγκαιότητα ενός συνολικού πλαισίου κατανόησης πέραν αυτού είναι αναγκαία και χρήσιμη, καθώς μας διευρύνει τους διαισθητικούς ορίζοντες συμβατοποίησης των αναζητήσεών μας ή μιας οργανικοποίησης στην προσέγγιση πεδίων–θεμάτων και τρόπων, και παράλληλα μειώνει την καθήλωση σε στερεότυπα στο πέρασμα από το γενικό στο ειδικό και από το έγκυρο στο νέο και διαφορετικό. Είναι γνωστό ότι αυτό το πεδίο σχέσεων πρέπει να γίνει πιο γόνιμο και πιο ανοικτό.
Η ομάδα ιδεών του τεχνολογικού και θεσμικού πολιτισμού μας
Εκείνες οι κοσμοθεωρίες που αποτέλεσαν την βαριά βιομηχανία του τεχνολογικού και θεσμικού πολιτισμού μας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι τριών κατηγοριών, και δω αναφερόμαστε σε μια δεύτερη ομάδα ή μια δεύτερη προοπτική ομαδοποίησης ιδεών.
Α.Οι θεωρίες των δομικών συστατικών
Α. Η πρώτη ομάδα είναι η «ομάδα των ιδεών» του τύπου «της υλιστικής θεωρίας του Δημόκριτου». Οι «θεωρίες των δομικών συστατικών», θα ‘λέγε κανείς, που έχουνε αναφορά στη σύσταση και την δομή, ουσιαστικά έχουν διαχυθεί στις φυσικές και στις βιολογικές επιστήμες και έχουν αποδώσει και κερδίσει χρησιμοθηρικά τη συναίνεση μέσα και από την οικονομική δομή στα τεχνολογικά παραγωγικά της αποτελέσματα.
Ωστόσο δεν αποτελούν μια πλήρη κοσμοθεωρία και πολλές φορές η έμπνευση, τα άλματα στην ιστορική ανάπτυξη αυτής της κοσμοθεώρησης προήλθαν από ιδεαλιστικές ή υπερβατολογικές προσεγγίσεις. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτός ο δυισμός παρατηρείται ακόμη και σε μεγάλες ιστορικές φυσιογνωμίες όπως του αλχημιστή και πλατωνιστή Ισαάκ Νεύτωνα ή του Κέπλερ -ο οποίος πίστευε ότι ο Θεός είχε δημιουργήσει τον κόσμο σύμφωνα με ένα μαθηματικό σχέδιο, πεποιθήσεις βασισμένες στις διδασκαλίες του Πλάτωνα και του Πυθαγόρα- οι οποίοι λειτούργησαν ως μεγάλοι ιστορικοί σταθμοί στην ανάπτυξη των επιστημονικών συστημάτων και θεωριών.
Β.Οι θεωρίες της λογικής κατηγορικής αναφοράς
Β. Η δεύτερη ομάδα ιδεών ο δεύτερος βασικός άξονας, η δεύτερη προοπτική ανάπτυξης της κοσμοθεωρητικής σκέψης βρίσκεται μέσα από τις «θεωρίες της λογικής κατηγορικής αναφοράς». Σε αυτό το πρότυπο πχ από τον Αριστοτέλη ως τον Καντ, στον πυρήνα του βρίσκεται η λογική αναφορά που είναι επίσης εγγενής στην ανάπτυξη της μαθηματικής σκέψης του ποσοτικού, αριθμητικού και γεωμετρικού συστήματος απεικόνισης.
Είναι μια προσέγγιση που βασίζεται στην παραδοχή της αντανακλαστικής σκέψης και της αναλογίας σκέψης και κόσμου, συνείδησης και αντικειμένου πραγματικότητας είτε αυτή κινείται προς την κατεύθυνση την Καρτεσιανή, γύρω από τη θεώρηση του υποκειμένου, είτε αυτή φτάνει στην πιο επιστημολογική προσέγγιση του θετικισμού ή τη θετικιστική προσέγγιση. Το βασικό αξίωμα, το μοντέλο προτάσεων είναι λογικό και κατηγορικό και βολεύει προσαρμοστικά είτε προσεγγίζουμε την ερμηνεία της εμπειρίας και της δομής του κόσμου είτε προσεγγίζουμε την αντιμετώπιση των προβλημάτων του ανθρώπου και της κοινωνίας για την παραγωγή θεσμών για να αναπτύξουμε μια θεωρία δικαίου, ένα κράτος δικαίου κλπ.
Γ.Οι θεωρίες της θρησκείας και της συμβιωτικής ηθικής και των συστημάτων οντολογικής και υπερβατολογικής αναφοράς
Γ. Στην τρίτη μεγάλη ομάδα ιδεών που υπάρχει παρά τα εμφανή προβλήματα της συνύπαρξης με τις άλλες δύο και με τις διαχειριστικές επιτυχίες τους, εμφανίζεται ως ένα σαφές αιτούμενο, πρωταρχικά εξαιτίας του ότι ο άνθρωπος έχει μια σαφή ανάγκη να βιώνει τον εαυτό του ως υποκείμενο, επέκεινα της μηχανής και της ύλης, να βιώνει τον εαυτό του ως οντότητα με χωροχρονική συνέχεια, να βιώνει τον κόσμο ως κόσμο με διαρκές νόημα, ελεύθερο από τις μηδενιστικές απολήξεις των άλλων κοσμοθεωριών, μηδενιστικές πάντα υπό την έννοια του υποκειμένου. Αυτή η θεωρία βέβαια πάντα είχε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της καταγωγής της ύλης, της καταγωγής των μορφών με έναν τρόπο που να είναι συμβατός τόσο με τη φυσική του αιτιατότητα όσο και με την ανάγκη της υποκειμενικής υπερβατικής αναφοράς.
Αυτό μάλιστα το σύστημα θα έλεγε κανείς εξυπηρετήθηκε μάλιστα και σαν αυτόνομο κοσμοθεωρητικό σύστημα και πραγματώθηκε ιστορικά στη θρησκεία και το θρησκεύεσθαι, ακόμη και στο πεδίο του προσωπικού βιώματος και μέσα απ’ αυτό προσδιόρισε και την εξέλιξη συστημάτων.
Είναι ένα πρωταρχικό πεδίο γέννησης ανθρώπινων συμπεριφορών παράλληλα με το βιολογικό υπόβαθρό τους και αυτό το συναντάμε ως στοιχείο καθοριστικό ιστορικά πχ και μέσα από τις αναλύσεις όπως αυτή του Βέμπερ για την «προτεσταντική ηθική του καπιταλισμού» στη σχέση με τις οικονομικές μορφές συμπεριφοράς που είναι πρωταρχικά συνυφασμένες με ιδεολογικούς κώδικες αλλά που ωστόσο χρειάστηκαν άλλα συστήματα για να επινοηθεί μια συμβιωτική ηθική.
Εξάλλου αυτή τη συμβιωτική ηθική τη βλέπουμε να αναπτύσσεται ανθρωπολογικά -υπό την έννοια ενός θρησκευτικού κώδικα- στους αρχέγονους πολιτισμούς, να έχει εγγενή ανιμιστικά χαρακτηριστικά που υποδηλώνουν ένα άλμα έναντι μιας βιολογικής, μιας ζωολογικής κοινής αναγωγής της συμβιωτικής σχέσης και της ανάπτυξης συμβιωτικών κανόνων ειδικά μιλώντας για τον άνθρωπο και την ανθρώπινη κοινωνία στα αρχέγονά της στάδια όπως αυτά τα συναντάμε σε ιθαγενείς της Αυστραλίας, της Νότιας Αφρικής, των Αφρικανικών αρχέγονων κοινωνιών και των κοινωνιών της Λατινικής Αμερικής.
Αυτό το πλέγμα των ιδεών, αυτή η κοσμοθεωρητική οπτική, εκφράζει την ανάγκη του ανθρώπου να ικανοποιήσει την οντολογική αναφορά του. Εκτός δηλαδή, από αυτό που θα λέγαμε, από τις κοσμοθεωρίες της συστατικής υλικής αναφοράς, εκτός από τη λογική και κατηγορική αναφορά έχουμε και την οντολογική και την υπερβατολογική αναφορά.
Φωτό:Wikimedia Σημεία συνάντησης των κοσμοθεωριών
Είναι γεγονός ότι εξακολουθεί να υπάρχει ένα ασυμβίβαστο, που σε τελική ανάλυση δεν εμποδίζει την εξέλιξη των επιστημών και την επαληθευσιμότητά τους, ή την τεχνολογική τους δικαίωση όπως πχ του πειραματικού δεδομένου που δεν έχει αφομοιωθεί οντολογικά μέσα σε κάποια επιστημονική θεωρία, παρά μόνο ως ένα παράδοξο, όπως το φαινόμενο EPR ή το φαινόμενο του κβαντικού εναγκαλισμού ή ακόμη και όταν δεν έχουμε ακόμη ένα μοντέλο ενοποίησης των πεδίων ή έχουμε αυτή την εξαιρετική εναλλακτικότητα κοσμοειδώλων στη σύγχρονη φυσική κοσμολογία.
Κατ’ αντίστοιχο και μείζονα τρόπο δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει ή να θεωρούμε ότι πρέπει να απορρίψουμε μια υπερβατολογική-οντολογική κοσμοθεωρία, ή μια αντίστοιχη ομάδα ιδεών, μόνο και μόνο επειδή εμφανίζεται ασυμβίβαστη η μη εναρμονισμένη με το κατεστημένο επιστημονικό-τεχνολογικό κοσμοείδωλο.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, αναπτύσσεται και μια κριτική δυναμική μεταξύ των ομάδων ιδεών. Βλέπουμε ας πούμε τον Λιούις Μάμφορντ να προσεγγίζει πλέον τη μηχανή ή τη δομή και κοσμοθεωρία που αναπτύσσεται μέσα στην επιστήμη και την τεχνική, ως μια μορφή μύθου. Θα έλεγε κανείς ότι αρχίζουν και εμφανίζονται κριτικά πεδία σύναψης μεταξύ των συστημάτων. Τέτοιο σημείο αποτελεί το φαινόμενο των φαρμάκων Placebo, που αναγνωρίζεται πλέον η αποτελεσματικότητά του. Τα σημεία όπως έχει ήδη μια σχετικά περιορισμένη προσθήκη ειδικά στον τομέα πχ των ψυχοφαρμάκων αλλά και σε πολύ εμφανέστερα σωματικές και λιγότερο ψυχοσωματικές καταστάσεις και έχουν ενταχθεί στα προϊόντα της φαρμακευτικής χημείας ή της χημικής μηχανικής και τεχνολογίας.
Στην περίπτωση αυτή λοιπόν δηλαδή των φαινομένων Placebo, βλέπουμε ότι ο εγκέφαλος λειτουργεί ως ένα σύστημα συνάντησης της αλληλεπίδρασης και της κριτικής σχέσης μεταξύ αυτών των κοσμοθεωρητικών προσεγγίσεων. Βλέπουμε πχ ότι η βιωματική του υποκειμένου είναι καθοριστική και ακόμη περισσότερο οι ανάγκες του τελικά ή οι ανάγκες νοηματοποίησης του κόσμου, μπορεί να υποδηλώνουν σχέσεις με το πραγματικό, καταλυτικές.
Η οντολογική ανασφάλεια πχ είτε έχει μελετηθεί μέσα στο πλαίσιο της κοσμοθεωρητικής ψυχολογίας και ψυχαναλυτικής θεωρίας του Γιουγκ πχ είτε προσεγγίζεται υπό την έννοια των κοινωνιολογικών συνεπειών του μοντερνισμού απ’ την πλευρά του Γκίντενς πάλι αναδεικνύει μια αναγκαιότητα και μετά από τις δραματικές συνέπειες αυτού του μαχητικού ολοκληρωτισμού της μαρξιστικής υλιστικής κοσμοθεώρησης θα έλεγε κανείς ότι πρέπει να παραιτηθούμε από την ανάγκη να ποδηγετήσουμε και να περιορίσουμε αυτονομίες. Να μην παραιτηθούμε όμως και από την ανάγκη να αναπτύξουμε σχέσεις.
Αυτό σημαίνει βέβαια ότι η υπερβατολογική οντολογική αναφορά και κοσμοθεωρία θα πρέπει να μπορεί να αναπτύξει σχέσεις γόνιμες, συνεργατικές με τις λογικές κατηγορικές αναφορές και με τη συστατική επιστημονική και τεχνολογική προσέγγιση των πραγμάτων. Δεν πρέπει να συγχέουμε σε κανένα από αυτά τα συστήματα, τα ίδια τα συστήματα με τις τρεχόντως κατεστημένες απόψεις σε καθένα μέσα σ΄αυτά και οι οποίες ασκούν τη δική τους μαχητική.
Πρέπει να μπούμε σε μια νέα φάση όπου να υπάρχει μια κουλτούρα σύνθεσης και ενώ πράγματι υπάρχουν εξωτικές κουλτούρες και οντολογικές προσεγγίσεις μπορούμε να βρούμε με μια διαδικασία βέβαια επιμελούς ιστορικής αναδρομής κάποιους κόμβους που έχουν μια δυναμική κιόλας βιωσιμότητας από την μεριά αυτής της τρίτης ομάδας. Αυτή η ομάδα είναι, θα έλεγε κανείς κυριαρχείται και επάξια από το έργο του Πλάτωνα. Είναι ένα γιγάντιο έργο που έχει στοιχεία διαλόγου με τα άλλα συστήματα είναι ο πρώτος στον Δυτικό Πολιτισμό που αντιμετώπισε συνθετικά όλα τα πεδία: το πεδίο του ανθρώπου της ψυχολογικής πραγματικότητας του και εξέλιξης. Αντιμετώπισε τα ζητήματα που αφορούν την πόλη και τους θεσμούς της και ταυτόχρονα αντιμετώπισε και τα ζητήματα τα κοσμοθεωρητικά, τα οντολογικά και τα γνωσιολογικά.
Είναι ένα έργο που δοκιμάστηκε ιστορικά και παρά τις κατηγορίες για την πριμοδότηση του την ιστορική θα συναντήσουμε πολύ συχνά το αντίθετο. Για παράδειγμα, η Μεσαιωνική θρησκευτική μισαλλοδοξία περισσότερο εστιάστηκε στον Πλάτωνα και στον Πλατωνισμό παρά στον Αριστοτέλη. Ο Αριστοτέλης λειτούργησε και σαν ένα εργαλείο στην οργάνωση μιας δομής θρησκευτικών ιδεών. Ενώ αντίθετα ο Πλάτωνας επειδή προσδιόριζε περιεχομενικά, προσδιόριζε το περιεχόμενο του όντος και του κόσμου εισήγαγε απευθείας ως μέθοδο το διάλογο αλλά και ως τρόπο το στοχασμό με αποτέλεσμα να εμφανίζεται σαν μήτρα μιας ελευθερίας υπερβατολογικής απέναντι στο δογματισμό και ταυτόχρονα σαν μήτρα διαφοροποιήσεων συνεπώς γι’ αυτό και η σύγκρουση ήταν διωκτική παρά το γεγονός ότι ήταν ιδιαίτερα γόνιμος για τα συστήματα των θρησκευτικών πεποιθήσεων ο ηθικός στοχασμός του, η ηθική του.
Μόνο στον βαθμό που υπήρχε αυτή η γονιμότητα συνάντησης στον Ωριγένη και στους Πρώτους Πατέρες του Χριστιανισμού, πριν ο Χριστιανισμός αποκτήσει την καθεστωτική του συνοχή, μπορούμε να δούμε αυτή την γονιμότητα των σχέσεων. Η γονιμότητα τελειώνει αρκετά δραματικά και συμβολικά με τον αποτροπιαστικό φόνο της Υπατίας και το κλείσιμο της Πλατωνικής Ακαδημίας αργότερα.
Εξάλλου η Αναγέννηση θα έρθει με την επιστροφή του Πλάτωνα είτε μιλάμε στην περίπτωση του Βυζαντίου με τον Λέοντα τον φιλόσοφο ή μαθηματικό που λειτουργεί και σαν ο πρώιμος σταθμός της και αργότερα με τον Μιχαήλ τον Ψελλό και με τους Διαφωτιστές της πτώσης του Βυζαντίου, είτε μιλάμε μέσα από τον Αραβικό Διαφωτισμό όπου βέβαια υπάρχει μια πολύ ευρεία συνύπαρξη Πλάτωνα και Αριστοτέλη είτε μιλάμε με την Ιταλική Αναγέννηση και τον Ανθρωπισμό.
Βασικά ο Πλάτωνας επιστρέφει ενώ αμφισβητείται ο σχολαστικισμός, που είναι κακή εκδοχή του Αριστοτέλη κατ’ ουσίαν, και αυτό αρχίζει από την πρώιμη φάση της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού με την περίπτωση του Ρογήρου Βάκωνα και την εποχή της πρώτης Ακαδημαϊκής άνθισης της Δύσης.
Ο Πλάτωνας, όπως όμως και στη γονιμότητα της σχολής του Πλάτωνα, αναδεικνύεται και από την ηγετική της επάρκεια της Πλατωνικής κοσμοθεωρίας και απέναντι σε άλλα συγγενή ρεύματα όπως αυτά των Στωικών και του Στωικισμού. -Εξάλλου βλέπουμε μεγάλες μορφές κοσμοθεωρητικές όπως στην περίπτωση του Ποσειδώνιου της Μέσης Στοάς- αλλά και από την Αναγέννηση και τα κύματα της Αναγέννησης και τη γονιμότητά της σε μήκος χρόνου με μεγάλους σταθμούς. Στον Πλατωνισμό αναδεικνύονται οι μεγάλες εκείνες φυσιογνωμίες όπως του Πλωτίνου και αργότερα του Πρόκλου, ενός από τους ύστατους αλλά και από τους πιο επαρκείς και διαπρεπείς σχολιαστές του Πλάτωνα.
Ο Πλατωνισμός εξάλλου έχει, θα έλεγε κανείς, και συνέχειες με φυσιογνωμίες επιστημονικές και με ώσμωση της Πλατωνικής σκέψης με σύγχρονες επιστημονικές προσωπικότητες όπως ο Νόμπερτ Βίνερ, ο Χάιζενμπεργκ κ.α. Ο Πλατωνισμός εμφανίζει χαρακτηριστικά που μας επιτρέπει να συνθέσουμε τομείς, τομείς όπως η θρησκεία, η επιστήμη, η τέχνη, η πολιτική. Είναι βαθιά ανθρωπιστικός και αυτό φαίνεται στον διάλογο και στα θέματα του και τελικά έχει περιεχόμενα που πρέπει να τα επικαιροποιήσουμε ξανά γιατί θάφτηκαν κάτω από τη σκόνη της λόγιας ή γραμματολογικής προσέγγισης του που είχε ισχνές οντολογικές βιωματικές εμπειρίες ή προσλαμβάνουσες παραστάσεις γι’ αυτό και θα έλεγε κανείς ότι τώρα πρέπει να και μπορούμε να δούμε ξανά τα ζητήματα Πλατωνικά.
Μπορούμε να ξαναβρούμε αυτές τις αρμονικές των ιδεών και του ζώντος κόσμου και μάλιστα να δούμε πόσο πραγματικά διαχρονικός είναι καθώς μπορεί να αντέξει και να αναδειχθεί και σαν ένας παράγοντας έμπνευσης διαχρονικός μακριά και από οποιαδήποτε προσωποκεντρική θεώρηση της ιστορίας βέβαια σαν διαχρονικός παράγοντας έμπνευσης των σύγχρονων ρευμάτων γονιμοποίησης των ιδεών, των ρευμάτων ιδεών στον σύγχρονο κόσμο. Τη θεωρία πχ. ότι ο κόσμος ως όλο ή μεγάλο σύνολο είναι "Ζώο" υπερβατικό που αρχίζει, που αναδεικνύεται σε προσεγγίσεις ολιστικές, οικολογικές, εναλλακτικές την συναντάμε να εμπεριέχεται στον Πλάτωνα, είναι μια πρόταση που χάθηκε στην διαδικασία μιας γενοκτονίας ιδεών μεσαιωνικής και μόνο ο βιωματικός μυστικιστικός Χριστιανισμός μπόρεσε να κρατήσει κάποια στοιχεία της.
Αυτή λοιπόν η προσέγγιση εμφανίζεται σήμερα σαν απαντητική και σαν ένα βασικό ιδεολογικό κοσμοθεωρητικό ρεύμα που έχει μια ευρύτητα φάσματος από την οριοθέτηση της αναλυτικής και αναγωγικής και μηχανοκρατικής προσέγγισης μέχρι την πλήρη αντίθεση μαζί της. Υπό μια έννοια Πλατωνικά αντιδρά ο Μπλέηκ αλλά δεν γνωρίζει ότι κατά ένα μέρος και ο Νεύτωνας πχ ή ο Ρουσσώ είναι θεμελιακά επηρεασμένος από τον Πλάτωνα.
Υπάρχουν βέβαια στοιχεία στον Πλάτωνα όπου απαιτούν πλέον εκ νέου νοηματική και εννοιακή σκαπάνη. Χρειάζονται οντολογικές ανασκαφές στο Πλατωνικό σύστημα, στην Πλατωνική σκέψη όχι για να αλλοιωθούν αλλά για να αναδειχθεί ξανά η διαλεκτική τους σε νέο τοπίο ιστορικό. Εξάλλου κάτι τέτοιο ήταν και η σταθερή έκφραση και η σταθερή αντίληψη του ίδιου και στον «Τίμαιο» και σε άλλα σημεία του έργου του.
Φυσικά δεν μπορεί πια να ξαναλειτουργήσουμε με ένα σχολαστικισμό και με μια φραστική μουσειακότητα στην αναζήτηση μιας επικαιροποιημένης διαχρονικής διαλεκτικής σε σχέση με την Πλατωνική σκέψη. Σε μια τέτοια περίπτωση τον Πλάτωνα τον πήρανε ως βάση ενός νοοκεντρικού ιδεαλισμού εύκολου, μιας Μπερκλεϊκής αυθαιρεσίας. Δεν τον πήραν οντολογικά-βιωματικά.
Ένα από τα βασικά εμπόδια που συνδέθηκαν με την μη ορθή προσέγγιση σε μήκος χρόνου στις βασικές κοσμοθεωρητικές προοπτικές συνδέεται αφενός μεν με έναν νοοκεντρικό ολοκληρωτισμό που λειτουργούσε με κριτήρια απορριπτικότητας και ενσωμάτωσης και αφετέρου μέσα από μια υποστασιακή άγνοια της συνείδησης της αυτοαναφορικότητας της συνείδησης παρά το γεγονός ότι έχουν εγερθεί προσεγγίσεις όπως αυτές του Χούρσελ ή του Ουάιτχεντ που επιχειρούν να γεφυρώσουν αυτή τη σχέση συνείδησης και πραγματικότητας υποστασιακά. Μπορεί να πει κανείς ότι αυτό είναι ένα θέμα που δεν επιλύεται παρά μόνο μέσα από τη βιωματική εξέλιξη του ανθρώπου και μόνο, και δεν αντιμετωπίζεται με συστήματα ή σχολές σκέψης.
Δυστυχώς στο πλαίσιο αυτό αντιμετωπίστηκε και ο Πλάτωνας είτε απολογητικά είτε αναιρετικά και είναι εύκολο να χρεώσει κανείς ιδέες με ιδεολογικές αποτυχίες στο ιστορικό γίγνεσθαι και όχι μόνο αποτυχίες αλλά πολλές φορές και στρεβλώσεις και εκτροπές. Σίγουρα το γεγονός ότι υπήρξαν και γεννήθηκαν αισιόδοξες σχολές σκέψης και ερμηνείας και πρότασης στην ιστορία όπως ο Μαρξισμός συνδέθηκε με το γεγονός αυτό με αντίκρουση απέναντι σε άλλες και κυρίως μακράς χρονικής διάρκειας προσεγγίσεις όπως το Πλατωνικό ρεύμα σκέψης με μια επιθετική άρνηση παρά το γεγονός ότι μπορούν να ανιχνευθούν κοινά σημεία τομής.
Προφανώς αυτά τα νέα ρεύματα που δημιουργήθηκαν στην ιστορία κι αυτό περιλαμβάνει και τις θρησκείες και τις ιδεολογίες και τον επιστημονικό κλάδο σκέψης χρειάστηκαν αυτό τον αισιόδοξο αρχικό φανατισμό ο οποίος όμως στη συνέχεια ακολουθήθηκε από τις δικές του τραγικές διαψεύσεις.
Και ξέρουμε πια και μπορούμε να τεκμηριώσουμε πολύ εύκολα την αποτυχία αυτής της αισιοδοξίας του Μαρξισμού ανθρωπολογικά. Ανθρωπολογικά υπάρχουν πλέον ιστορικά δείγματα γραφής που έδειξαν αφέλεια των κριτικά μαχητικών και των αισιόδοξων προσεγγίσεων στο επίπεδο το ανθρωπολογικό.
Κατ’ αντίστοιχο τρόπο αφέλεια καλλιεργήθηκε από επιστημονικές σχολές σκέψης όπως η ψυχανάλυση με τραγικές διαψεύσεις όπως αυτές που ξεκίνησαν και είδαν το φως της παγκόσμιας σκηνής από τις διαφημιστικές χρήσεις ψυχανάλυσης όπως αυτές του Μπερνέζ έως τις πατερναλιστικές τραγωδίες όπως αναδείχθηκαν στην πορεία και στην κατάληξη διάσημων προσώπων όπως η Μέριλιν Μονρόε ή ακόμη και απογόνων από την οικογένεια Φρόιντ.
Μπορεί να πει κανείς ότι ο ολοκληρωτισμός είναι εγγενές χαρακτηριστικό στη νοοκεντρική προσέγγιση αλλά και στην επιθυμησιακή προσέγγιση και το ζητούμενο είναι να επιδιώξουμε μια σύνθεση προσεγγίσεων με μια άμβλυνση του εσωτερικού ολοκληρωτισμού αλλά και του ολοκληρωτισμού των ορίων, των συνόρων της επικράτειας αυτής της σύνθεσης.
Στο πλαίσιο αυτό είναι χρήσιμες οι κριτικές όπως αυτές που έγιναν μέσα από τον Καρλ Πόπερ στον Πλάτωνα, κριτικές οι οποίες υπέστησαν από τον ίδιο τον Πόπερ, οδηγήθηκαν σε εξελικτικά βήματα με αναθεωρήσεις όπως αυτές που βλέπουμε πχ στη διαχρονική αναζήτηση του Καρλ Πόπερ για τη συνάφεια της Παρμενίδειας αντίληψης με το εξελικτικό γίγνεσθαι της επιστήμης της σκέψης, σε συνάφεια επίσης και με την ανάγνωση ή την επανάγνωση των πηγών αυτής της κλασικής φιλοσοφικής αντίληψης και των κλασικών κειμένων όπου περιλαμβάνεται και ο Πλάτωνας θεμελιωδώς.
Ο Πόπερ ήταν εξαιρετικά επιμελής, αρκετά διαλεκτικός και επίμονος στην προσέγγιση του στις κλασικές πηγές και στο συνδυασμό τους με το επίκαιρο γίγνεσθαι και αυτό όχι μόνο στον τομέα της πολιτικής σκέψης αλλά και στον τομέα της κοσμοθεώρησης όπως το συναντάμε δοκιμιακά. Ήταν πολυσχιδής και αναζητητής, που δεν περιφρονούσε με βάση την ιστορική συγκυρία το στοχασμό. Στο πλαίσιο αυτό μπορούμε να ξανά προσεγγίσουμε και απολογητικά και κριτικά τον Πλατωνισμό και την Πλατωνική σκέψη όχι μόνο στα κείμενα του Πλάτωνα αλλά και ευρύτερα.
Στην ιστορία ήταν πολύ εύκολη η συκοφάντηση ρευμάτων σκέψης με βάση μια αποσπασματική στρεβλωτική ενσωμάτωση όπως αυτή που έγινε στον κλασικισμό στη Γερμανία του Μεσοπολέμου με έναν τερατουργηματικό τρόπο όπου χρεώθηκαν σαν εισρέοντες στοχαστές από τον Πλάτωνα έως και τον Ρουσσώ που είναι εμφανές από πεδία κειμένων τους ότι δεν είχαν ουδεμία, ή που δεν μπορούσαν να έχουν ουδεμία συναίνεση σε μια τέτοια τερατουργηματική εκτροπή.
Φωτό:Wikimedia Μπορεί κανείς να πει λοιπόν ότι αυτή η συκοφάντηση που μπορεί να γίνει πολύ εύκολα για τους πάντες για τον Χριστιανισμό προφανώς με την Ιερά Εξέταση για τον Μαρξισμό προφανώς με τα Γκούλανγκ για τον Άνταμ Σμιθ με τα τερατουργήματα του καπιταλισμού, για όλους υπάρχει μια κηλίδα σκοτεινή στην ιστορία στον βαθμό που αυτή η σχέση ιδεών και ανθρώπινης κατάστασης είναι ατελής και στο βαθμό που ενώ και οι ίδιες οι ιδέες είναι υποχρεωμένες να είναι μια ομάδα και να βιώνονται διαλεκτικά και επιπρόσθετα βέβαια βιωματικά, αυτό δεν συμβαίνει.
Τα ίδια παθολογικά ζητήματα αφορούν και στην έγκυρη επιστήμη.
Δεν θα σταθούμε λοιπόν σ’ αυτή την μορφή συκοφάντησης του Πλάτωνα. Απ’ την άλλη μεριά πρέπει να σημειώσουμε βέβαια ότι πολλές φορές πολλοί απολογητές έχουν βλάψει με την αστοχία τους να διαβάσουν πιο διορατικά, να ξεφύγουν από την λόγια σχέση την επιφανειακή λόγια σχέση, να ξεφύγουν από την ανάγκη επίκλησης κύρους σ’ αυτούς τους κλασικούς στοχαστές, ενός κύρους που το χρησιμοποιούν για τις προσωπικές ιδεολογικές και ταξικές ταυτίσεις και την προσωπική τους φανατική απολογία για τα ελλείμματα αυτογνωσίας τους.
Αξίζει λοιπόν επίσης να σημειώσουμε ότι μια άλλη όψη επίσης προβλήματος που συναντάμε στην κλασική σκέψη είναι τα χάσματα οι ασυμβατότητες επιστημοσύνης. Τέτοιες ασυμβατότητες θα συναντήσουμε σε στοχαστές ακόμη και αμιγώς επιστημονικά συγκροτημένους και στο επίπεδο της εννοιακής αναφοράς αξιωμάτων πχ στον Ευκλείδη αλλά και σε πιο σύγχρονους στοχασμούς αν πχ διαβάσουμε την εγχειρηδιακή, την επιστημονική σκέψη του 19ου ή 18ου αιώνα και των αρχών ακόμη του 20ου.
Με αντίστοιχο τρόπο που την επιστήμη του ύστερου 20ου αιώνα ή των αρχών του 21ου και με την πορεία δεκαετιών μπορούμε να την δούμε να αναθεωρείται δραματικά όπως δραματικά αναθεωρούνται οι γνώσεις μας στον τομέα των πλανητών, της πλανητικής γεωλογίας και βιολογίας γενικότερα κοκ.
Ακόμη περισσότερο λοιπόν σε μια κοσμοθεωρητική προσέγγιση σε μια προσομοίωση δεν μπορεί και δεν πρέπει να είμαστε στείρα απαιτητικοί για «τελειότητα» για να αναγνωρίσουμε τη γονιμότητα ενός ευρύτερου ορίζοντα σκέψης. Η γονιμότητα αυτής της Πλατωνικής κοσμοθεώρησης υπό αυτή την έννοια πρέπει να προσεγγισθεί στη βάση του ανθρωπολογικού αιτήματος για το οντολογικά υπερβατικό στη βάση του αιτήματος που είναι ένα βιοψυχολογικό αίτημα στον άνθρωπο στην ίδια τη συνείδηση υπό την αναφορά που έχουμε ή και υπό την έννοια του υπαρξισμού, όπως και υπό την έννοια της φαινομενολογικής αυτό-εκπλήρωσής της κλπ.
Συνεπώς η αναγκαιότητα αυτής της συνθετικής κοσμοθεώρησης υφίσταται υπό την ευρύτητά της και όχι στείρα προσωποποιημένα ιστορικά, στη λογική των τριών προσεγγίσεων που όπως προαναφέραμε είναι θεμελιώδης. Εδώ βέβαια θα μπορούσε να ενίστατο κανείς και να επιχειρούσε σε αυτή την τοποθέτηση να έβαζε άλλες εναλλακτικές προσεγγίσεις όπως αυτή του Επίκουρου. Θα έλεγε κανείς ότι η προσέγγιση του Επίκουρου δεν τοποθετείται καταφατικά στα αιτήματα αυτά της τρίτης ζώνης, της τρίτης διάστασης και επιχειρεί να απορρίψει αυτά τα ζητήματα με έναν ανάλογο τρόπο όπως αυτός με τον οποίον ο Χίλμπερτ επιχείρησε να βγάλει τα αδιέξοδα ορισμού των Ευκλείδειων αξιωματικών εννοιών, αλλά αυτό το εγχείρημα δεν αρμόζει υπαρξιακά και φαινομενολογικά κοσμοθεωρητικά σε μια έμβια συνείδηση.
Με αντίστοιχο τρόπο το επιχείρησε και η ψυχανάλυση ή το επιχειρεί και η νεύρο-επιστήμη για τα ζητήματα της συνείδησης και έτσι παρά τις εργαλειακές επιτυχίες το υπαρξιακό αίτημα, το οντοτικό αίτημα του ανθρώπου παραμένει. Εδώ πρέπει να είμαστε σαφείς απελευθερωτικά και να αφήσουμε ανοικτό τον ορίζοντα για την αναζήτηση αυτής της υπερβατολογικής κοσμοθεώρησης.
Ένας ακόμη λόγος γι΄αυτή τη στάση υπάρχει καθώς πολύ συχνά εμφανίζονται αυτές οι καταστροφές όταν επιχειρούμε να κάνουμε ένα κλειστό πλήρες σύστημα όπως επιχείρησαν στις αρχές του 20ου αιώνα διαπρεπείς μαθηματικοί στοχαστές όπως ο Χίλμπερτ που οδηγήθηκαν αμέσως μετά σε μια τραγική διάσκεψη όπως έγινε με τα θεωρήματα του Γκαίντελ. Το ίδιο μπορούμε να το δούμε στις συγκρούσεις μεταξύ μαθηματικών όπως αυτές που οδήγησαν, πίεσαν τραγικά άλλους επιστήμονες. Και μιλάμε για επιστήμονες με ένα κύρος και αξιοπιστία, γνωρίζοντας ιστορίες όπως αυτές του Κάντορ. Γι’ αυτό λοιπόν λιγότερη βεβαιότητα στο επίπεδο και των ίδιων των εννοιών όπως και στο επίπεδο των συστημάτων. Περισσότερη βιωματικότητα, ελευθερία, διάλογος και κυρίως ας αποφύγουμε την αυτόματαίωση μιας βαθιάς ενστικτώδους συμπεριφοράς της συνείδησης απέναντι σε αυτό που η ίδια βιώνει ως, τραγικό ή μη, πλέγμα γεγονότων στη ζωή και το θάνατο, στην αυτό-αναφορικότητά της και στη σχέση της με τον κόσμο.
Ο 21ος αιώνας πρέπει να σημάνει και ένα σημαντικό πλέον γίγνεσθαι, μια σημαντική κινητοποίηση στην υπερβατική οντολογία και κοσμολογία, στην υπερβατική ανθρωπολογία η οποία θέτει κατ’ ουσίαν ξανά μερικές βασικές και θεμελιώδεις Πλατωνικές αναγνωρίσεις, Πλατωνικές και όχι μόνο. Πέρα από όποιες αποσπασματικές αποτυχημένες ή αναχρονιστικές επιμέρους απόψεις που αντίστοιχα ανάλογές τους κυοφορούνται και στη σύγχρονη επιστημονοτεχνική κατεστημένη εγκυρότητα.
14 Δεκεμβρίου 2009,
Γιάννης Ζήσης, Δημοσιογράφος – Συγγραφέας
Μέλος της Γραμματείας της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ
info@solon.org.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου