Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

Ο ΠΑΙΔΙΚΟΣ ΑΥΤΙΣΜΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΝΕΥΡΟΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ

του JACQUES HOCHMANN

Πηγή: Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Ενηλίκων

Ι) ΓΕΝΙΚΑ

Ψυχανάλυση : είναι μία επιστήμη ;

Είναι γνωστό ότι ο Freud, θιασώτης του θετικισμού με ειδικότητα στη νευρολογία, ο οποίος τη στιγμή της ανακάλυψης του νευρώνα ειδικευόταν στη νευρολογία, φιλοδοξούσε να κατασκευάσει μια επιστημονική ψυχολογία. Αυτή η φιλοδοξία του να "θετικοποιήσει" την ψυχική διάθεση, που σήμερα αντιπροσωπεύεται από τις γνωστικές επιστήμες, δε μπορούσε να επιτευχθεί, ελλείψει πειραματικών μεθόδων που να επιτρέπουν να απεικονιστούν οι μεταβολές εγκεφαλικής λειτουργίας που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια των υπό μελέτη λειτουργιών. Για να αξιολογήσει τις παρατηρήσεις που προέκυψαν από τη μέθοδο που ανακάλυψε, την ψυχανάλυση των νευρώσεων, ο Freud, όφειλε να βασιστεί σε ένα σύνολο υποθέσεων όπου, μεταξύ άλλων, προοιώνιζε την ανακάλυψη των συνάψεων και τις μεταβολές - ποικιλομορφίες των οδών διέγερσης και του χρόνου αντίδρασης των διαφόρων νευρωνικών δικτύων. Ενώ γρήγορα αναγκάστηκε να παρεκκλίνει των πρώτων φιλοδοξιών του και να ικανοποιηθεί από μια καθαρά ψυχολογική γλώσσα, δεν σταμάτησε ποτέ να ταξινομεί την "νέα του επιστήμη" στο σύνολο των φυσικών επιστημών. Αυτή η πρώτη θέση είναι η απαρχή ενός συγκεκριμένου συνόλου παρεξηγήσεων, που συσσωρεύονται ταυτόχρονα με την πρόοδο των νευροεπιστημών.

Εάν σήμερα έπρεπε να αποδεχθεί κανείς ότι η βασιζόμενη στην ψυχανάλυση ψυχολογία αναλογεί στη θέση της φυσικής επιστήμης της παρατήρησης, ανάλογης, για παράδειγμα, της προ – δαρβινικής ζωολογίας ή βοτανικής, δεν μπορεί πια, κατά τη γνώμη μας, να θεωρεί τη μεταψυχολογία σαν μια πειραματική επιστήμη, αντίστοιχης της μοντέρνας βιολογίας. Η παιδική σεξουαλικότητα και τα ίχνη της που υπάρχουν στον ενήλικα, η ύπαρξη των μηχανισμών άμυνας απέναντι στο άγχος και την ενδοψυχική σύγκρουση, τα φαινόμενα της μεταβίβασης, είναι κλινικώς αποδεδειγμένα. Είναι δεδομένα εμπειρικά, που είναι όμως οικεία, όπως όλα τα εμπειρικά δεδομένα, μόνο σε αυτούς που μπορούν να τα παρατηρήσουν και που διαθέτουν τα απαραίτητα εργαλεία – δηλαδή το αναλυτικό πλαίσιο, έτσι όπως ανακαλύφθηκε από τον Freud. Το πλαίσιο είναι το καλύτερο εργαλείο για να βγουν στην επιφάνεια αυτά τα ασυνείδητα και δυσπρόσιτα στην απλή ενδοσκόπηση φαινόμενα, Αλλά από τη στιγμή που η ψυχανάλυση υποστηρίζει ότι φωτίζει τις συνδέσεις αιτίας - αποτελέσματος και εάν, στο όνομα του ντετερμινισμού, βεβαιώνει ότι μπορεί να κάνει προβλέψεις, η μεταψυχολογία υπερβαίνει αυτές τις δυνατότητες. Εγγράφεται λοιπόν στο πλήθος των ιστορικών εξαιρέσεων που έχουν αποδοκιμαστεί από τον Karl Popper. Όπως ο ιστορικός, έτσι και ο ψυχαναλυτής δε μπορεί παρά να κάνει κατασκευές "εκ των υστέρων". Οφείλει να ικανοποιηθεί με την επανασύνδεση μεταξύ γεγονότων που, φαινομενικά, δεν έχουν αιτιολογική σχέση, με την έννοια της αιτιολογίας στη φυσική η οποία χαρακτηρίζεται από μεταβίβαση ενέργειας ή ύλης από ένα στοιχείο-αιτία σε ένα άλλο στοιχείο-αποτέλεσμα, τα οποία όμως προκύπτουν το ένα από το άλλο με ένα τρόπο διηγηματικό, στοιχεία της συνοχής μιας ιστορίας που πρέπει να επαναδομηθεί για να μπορέσει κανείς να τη διηγηθεί. Θα ήταν χρήσιμο να ξαναδιαβάσουμε αυτό που έγραφε το 1927 ο φιλόσοφος μαρξιστής Georges Politzer στο έργο του Critique des fondements de psycologie ( Κριτική της θεωρίας της ψυχολογίας ). Ο Politzer θαύμαζε βαθιά τη φροϋδική μέθοδο, την οποία θεωρούσε την πρώτη και μεγαλοφυή απόπειρα για τη δημιουργία μιας "συγκεκριμένης" ψυχολογίας, κρατώντας ίσες αποστάσεις ανάμεσα στη γενική φιλοσοφία για τη συνείδηση που βασίζεται στο δέλεαρ της ενδοσκόπησης και την πειραματική ψυχολογία που περιορίζει την ιδιαιτερότητα της ψυχικής κατάστασης. Αναγνώριζε τη σημασία της ανακάλυψης διεργασιών όπως η ταύτιση ή η οιδιποδειακή δυναμική. Παρ’ όλα αυτά επέκρινε τον Freud ότι, στην θεωρία, μένει προσκολλημένος σε σχήματα "αφηρημένα", με την έννοια ενός ψυχολογικού ρεαλισμού του οποίου κριτίκαρε την εγκυρότητα. Έτσι, υποστήριζε ουσιαστικά ο Politzer, ο Freud όταν αναλύει ένα όνειρο απαιτεί να υπάρχει ένα λανθάνον περιεχόμενο, όπως υπάρχει κάτι μέσα σε έναν φάκελο, το οποίο θα μεταμορφωθεί μηχανιστικά, εξαιτίας των μηχανισμών άμυνας, για να μπορέσει να περάσει από τον έλεγχο της συνείδησης (λογοκρισία) και να παραχθεί το έκδηλο περιεχόμενο.

Προηγούμενα του έκδηλου περιεχομένου το λανθάνον περιεχόμενο και η λογοκρισία, μέσα στη συγκρουσιακή τους αλληλεπίδραση, είναι, για τον Freud, η αιτία του έκδηλου περιεχομένου. Ή, επιχειρηματολογεί ο Politzer, από την άποψη της συγκεκριμένης ψυχολογίας ενός ατόμου, αυτό που είναι δεδομένο σε πρώτη φάση είναι το έκδηλο περιεχόμενο :η διήγηση του ονείρου. Το λανθάνον περιεχόμενο και η λογοκρισία αλλάζουν τη μορφή του ονείρου καθώς και η δευτερογενής επεξεργασία δεν είναι παρά εκ των υστέρων κατασκευές ( αυτό που ο Freud, στο τέλος της ζωής του, κατέληξε να αποδεχθεί) μια δεύτερη διήγηση που δίνει περισσότερο νόημα στην πρώτη. Ομοίως, το απωθημένο ασυνείδητο δεν προϋπάρχει αφεαυτού στη θεραπεία, είναι ένα δημιούργημα των υποθετικών διηγήσεων, από τις οποίες οι φαντασιώσεις, οι παραπραξίες ή τα συμπτώματα αποκτούν νόημα και παίρνουν τη θέση τους μέσα στη συνέχεια του συγκεκριμένου υποκειμένου. Αυτό είναι που θέτει την ανάλυση στην υπηρεσία των διεργασιών της υποκειμενικότητας. Ο Politzer αντικαθιστά το δίπολο μιας αιτιολογίας κατά την έννοια της φυσικής ή μιας αφηρημένης αιτιολογίας, με αυτό που προτείνω να ονομάσουμε, κατά τον Paul Ricoeur, αφηγηματική αιτιολογία. Αντίθετα από τις αρχικές προσδοκίες του Freud, η ψυχανάλυση εμφανίζεται όλο και περισσότερο σήμερα, τουλάχιστον σε κάποιους ανθρώπους όπως εγώ, σαν ένα σύστημα οργανωμένων μεταξύ τους μύθων το οποίο μπορεί να χρησιμεύσει ως πρότυπο για την κατασκευή ατομικών ιστοριών. Παίζει λοιπόν έναν αναντικατάστατο ρόλο εμπνέοντας τις θεραπευτικές λειτουργίες. Ο Freud ανακάλυψε, στην κλινική του πρακτική, την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου συνόλου σταθερών μύθων που τους χαρακτήρισε "αρχαϊκές φαντασιώσεις", και που αντιστοιχούν ίσως σε θεμελιώδεις δομές του ανθρώπινου πνεύματος : η φαντασίωση της πρωταρχικής σκηνής, η φαντασίωση της αποπλάνησης, η φαντασίωση του ευνουχισμού. Αποπειράθηκε να συσχετίσει το πανανθρώπινο συναίσθημα της ενοχής με την ευχή θανάτου για τον αρχαϊκό πατέρα ( το προπατορικό αμάρτημα του χριστιανισμού δεν είναι παρά μια από τις εκδοχές του). Χαρακτηρισμένος σαν απλά μια ιστορία, από έναν αμερικάνο ανθρωπολόγο, αυτός ο μύθος, αν θεωρηθεί σαν μια πραγματική ιστορία, υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να εγείρει, στους επιστημονικούς κύκλους, μια εύλογη αμφιβολία. Αν τον διατηρήσουμε ως μύθο, γίνεται ένα πρότυπο που μπορεί να δώσει μορφή σε ιδιαίτερα ψυχικά γεγονότα – ένα συναίσθημα, μια φαντασίωση, ένα όνειρο – και επιτρέπει την επεξεργασία συγκεκριμένων επαναλαμβανόμενων συμπεριφορών ή την οργάνωση σε ένα σημαντικό σύνολο των πρώτων φάσεων των αφηγήσεων σε μια θεραπεία. Μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμος στην παραγωγή διηγήσεων, χάρη στις οποίες το άτομο βρίσκει νόημα στην ύπαρξη και απαλλάσσεται από το βάρος του ακατανόητου άγχους του.

Η δυναμική ψυχοπαθολογία και η ψυχιατρική επανάσταση.

Αυτή η ιδέα της "διήγησης" συγκεκριμενοποιήθηκε 30 χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν το σύνολο των εξειδικευμένων μεθόδων που όρισαν την ψυχανάλυση γενικεύθηκε σε ένα ευρύ φάσμα της ψυχιατρικής, για να γεννηθεί η δυναμική ψυχοπαθολογία. Η φροντίδα για τους ψυχικά ασθενείς ανανεώθηκε. Πρέπει να θυμηθούμε ότι οι ψυχικά πάσχοντες, την εποχή που υπήρχαν οι καταστροφικές απόψεις, όπως αυτή του εκφυλισμού ( για την οποία ο Freud είχε διαφωνήσει από νωρίς μέσα από μια εργασία δημοσιευμένη στα γαλλικά η οποία απευθυνόταν στους συναδέλφους του, τους μαθητές του Charcot ), ήταν καταδικασμένοι , μέσα από την ιδέα της ευγονικής, να υφίστανται τη διάκριση, να τους στειρώνουν και εν τέλει να τους εξαφανίζουν Εκείνη την εποχή, οι ερμηνείες, που ήταν αποκλειστικά οργανικής φύσης και είχαν ως στόχο να διαφυλάξουν την επαγγελματική υπόσταση των ψυχιάτρων για να φανεί ότι ασκούν σοβαρή ιατρική, δεν είχαν καθόλου επιστημονική εγκυρότητα. Για να αποκτήσουν αυτήν την επιστημονικότητα, οι ερμηνείες χρειάζονταν μια ιδεολογία την οποία, στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Adolf Meyer, ιδρυτής της αμερικανικής δυναμικής ψυχιατρικής, όρισε ως "νευρολογικός πλεονασμός". Αντί να περιοριστεί στη σύνταξη ερωτηματολογίων – αυτό που αποκαλούσε ιατρικό κουιζ – για να καταλήξει σε διαγνώσεις βασισμένες σε κάποια κριτήρια, ανάλογα με αυτά του DSM IV, συμβούλευε τους μαθητές του να συλλέγουν προσεκτικά τις ιστορίες ζωής των ασθενών τους για να βρουν μέσα σε αυτές, όχι στοιχεία για μια αδιάφορη νοσολογική κατηγοριοποίηση, αλλά περισσότερο αντιδράσεις που θα μπορούσαν να κατανοηθούν μέσα στο πλαίσιο των ιδιαίτερων συνθηκών της ζωής τους. Έτσι, ενάντια σε μια κυρίαρχη θεωρία περί κληρονομικότητας, επανέφερε το ρόλο που παίζουν οι περιβαλλοντικοί παράγοντες. Λίγο αργότερα, ο Harry Stack Sullivan, ο οποίος, σε αντίθεση με τον Meyer, είχε μια ψυχαναλυτική εκπαίδευση, αλλά εμπνεόταν επίσης από τον ιδρυτή της κοινωνικής ψυχολογίας, George Herbert Mead, επέμενε στον "διαπροσωπικό" χαρακτήρα του ψυχικού πόνου και όριζε την ψυχοπαθολογία σαν μία "επιστήμη του διαλόγου". Μιλώντας για το θεμελιώδες στοιχείο της ψυχικής φροντίδας, όφειλε , με τη σειρά του, να εμπνεύσει όλα αυτά που στη συνέχεια αναπτύχθηκαν στους κόλπους της ομαδικής, οικογενειακής ή θεσμικής ψυχοθεραπείας. Η εθνολογική μελέτη της αλληλεπίδρασης μητέρας – παιδιού, η συμβολική κοινωνιολογία της αλληλεπίδρασης, που περιγράφθηκε από συγγραφείς όπως ο Goffman και ο Parsons, όπως και το σύγχρονο ρεύμα αλληλεπίδρασης της αμερικανικής ψυχανάλυσης, που προωθεί την ανάλυση αυτού που συμβαίνει εδώ και τώρα στη σχέση αναλυτή – αναλυόμενου, έχουν συμβάλλει στην προώθηση της έρευνας προς αυτήν την κατεύθυνση. Έτσι, η αναφορά στην ψυχανάλυση χρησιμοποιήθηκε από τους θεραπευτές – που δεν ήταν όλοι εκπαιδευμένοι ψυχαναλυτές, αλλά δούλευαν σε ένα ψυχαναλυτικό περιβάλλον υπό ψυχαναλυτικό πρίσμα – σαν ένα από τα βασικά στοιχεία ενός αγώνα να προασπίσουν αυτό που ο Freud είχε ορίσει ως ψυχική πραγματικότητα. Αυτή η αυτόνομη πραγματικότητα είναι πιθανότατα το ίδιον της ανθρώπινης ύπαρξης. Χαρακτηρίζεται από την συμβολοποίηση μιας εμπειρίας, η οποία αν προσδιορίζεται από βιολογικές διεργασίες, συνδεδεμένες εξίσου με τη δομή του οργανισμού αλλά και με διεργασίες που εκλύονται από την συνάντηση του δεδομένου οργανισμού με το περιβάλλον του, φυσικό και κοινωνικό, νοηματοδοτείται για ένα υποκείμενο μέσα από τη σχέση του με ένα άλλο υποκείμενο. Κάθε άνθρωπος είναι έτσι φτιαγμένος που έχει ανάγκη να νοηματοδοτεί κάθε δική του συμπεριφορά ή συμπεριφορά των άλλων. Κάθε παρατηρούμενη συμπεριφορά παραπέμπει απαραίτητα σε κάτι άλλο έξω από το άτομο, κάτι που την προκαλεί, ένα πλαίσιο απουσίας μέσα στο οποίο εγγράφεται, όπως ένα σχήμα πάνω σε ένα φόντο. Χάρη στην προσοχή που δόθηκε στην ψυχική πραγματικότητα, για την οποία η ψυχανάλυση μας έδωσε τα μέσα να εξερευνήσουμε τις ασυνείδητες διαστάσεις της, οι θεραπευτικές ομάδες, σε όλο το δυτικό κόσμο, κατάφεραν να αλλάξουν τις συνθήκες διαβίωσης και θεραπείας αλλά και τις προοπτικές των ψυχικώς πασχόντων. Αυτό που διαδραματίζεται εδώ στην Ελλάδα, ιδιαίτερα με την προτροπή του Καθηγητή Σακελλαρόπουλου και των μαθητών του, είναι ιδιαίτερα γνωστό και αναγνωρισμένο και άρα δε χρειάζεται να κάνω επιπλέον σχόλια.

Η πρόοδος των νευροεπιστημών και το ενδιαφέρον τους για τον νου ( mind )

Παρά τα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, οι νευροεπιστήμες συνέχιζαν την πρόοδό τους. Αφού έκαναν την επανάσταση με την μελέτη των ανώτερων εγκεφαλικών λειτουργιών, άρχισαν να ενδιαφέρονται για τον νου (mind), που μέχρι τότε και σύμφωνα με το μπιχεβιοριστικό μοντέλο, θεωρούταν σαν ένα μαύρο κουτί που δεν επιδεχόταν πειραματικής μελέτης. Ξεκινώντας από αυτό που ο Marc Jeannerod ονόμασε "φυσιολογία του νου", οι επιστήμονες συγκέντρωσαν τις εμπειρίες και τις γνώσεις που είχαν σχετικά με τους βασικούς μηχανισμούς των γνωστικών λειτουργιών και με τα συναισθήματα. Οι νευροεπιστήμονες στράφηκαν λοιπόν στις ψυχικές ασθένειες, τη μελέτη και την αντιμετώπιση των οποίων εδώ και μισό αιώνα την είχαν αφήσει, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, στους ψυχιάτρους, έτσι που στην πλειονότητα τους οι προσεγγίσεις των ασθενειών αυτών εξελίχθηκαν σε ψυχοδυναμικές αν όχι σε ψυχαναλυτικές. Όπως και οι ψυχολόγοι του 19ου αιώνα, Traine και Ribot στην Γαλλία, ο Bain στη Μ. Βρετανία, ο ίδιος ο Freud ήλπιζαν να καταφέρουν με μια μέθοδο που χρονολογείται από τον Claude Bernard, να κατανοήσουν τις πνευματικές λειτουργίες, παρατηρώντας τις διαταραχές ή τα ελλείμματα που προκαλούν σε αυτές οι ψυχικές ασθένειες. Κάποιοι από αυτούς που διακηρύττουν θριαμβευτικά τις προχωρημένες ιδέες τους, θέλουν να διαδώσουν ακόμα ένα μύθο : αυτόν της ολοκληρωτικής αφομοίωσης της ψυχικής στην φυσική λειτουργία, εξαλείφοντας κάθε ιδιαιτερότητα των καταστάσεων συνείδησης. Χωρίς να έχουν βάσιμες επιστημονικές αποδείξεις, διακηρύττουν ότι, στο εγγύς μέλλον, οι νευροεπιστήμες θα αντικαταστήσουν οριστικά τις ψυχαναλυτικές ή ακόμα και τις ψυχολογικές προσεγγίσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται από μια παρωχημένη γλώσσα ακόμα και από κατάλοιπα θρησκευτικού σκοταδισμού. (Σκέφτομαι εδώ, μεταξύ άλλων, τις εργασίες του Churchman, όπως και τα πολλά σχόλια που κάνει επανειλημμένως ο Jean – Pierre Changeux, ο οποίος, ακόμα πιο πρόσφατα, τηρώντας τις επιφανειακές αναλογίες ανάμεσα στα συμπτώματα εγκεφαλικών παθήσεων και κάποιων ψυχικών διαταραχών, πίστευε ότι μπορούσε να σβήσει τις διαφορές, ιδιαίτερα τα "διαπροσωπικά" στοιχεία, σε σχέση με την προσωπική ιστορία του ατόμου, και όριζε τον αυτισμό και τη σχιζοφρένεια σαν νευρολογικές ασθένειες). Ένας καινούριος υποστηρικτής εμφανίστηκε : οι χρήστες υπηρεσιών, κυρίως οι γονείς, που είναι οργανωμένοι σε δυναμικά λόμπι. Ευαισθητοποιημένα ως προς το επιστημονικό κύρος, αισθάνονται ένοχοι, αδίκως, εξαιτίας των υπερβολών των ψυχογενετικών θεωριών. Έτσι παραδίδονται άνευ όρων στις νευροεπιστήμες και συμβάλλουν καταλυτικά στην υποστήριξη της άποψης περί του απαρχαιωμένου χαρακτήρα της ψυχανάλυσης.



Η αμυντική αντίδραση – Ακραίες ψυχογενετικές απόψεις.

Οι ψυχίατροι και οι ψυχαναλυτές λοιπόν, ταγμένοι στον αγώνα για τον αποστιγματισμό των ψυχικώς πασχόντων, βίωσαν την πρόοδο των νευροεπιστημών σαν εξαπόλυση μιας πολεμικής που απειλεί την επαγγελματική τους ταυτότητα και τις επιδιώξεις τους, και που τους προκαλεί τον φόβο της επιστροφής στις απόψεις του παρελθόντος περί οργανικότητας. Ταυτόχρονα, οι δημόσιες αρχές και οι ασφαλιστικές εταιρείες, που ενδιαφέρονται να ελέγξουν τις ιατρικές δαπάνες, συμμαχούν ενάντια στην τακτική των φαρμακευτικών εταιριών που αποσκοπεί στην αύξηση συνταγογράφησης ψυχοτρόπων φαρμάκων προβάλλοντας επιχειρήματα ανθεκτικά στις διοικητικές και επιστημονικές κριτικές, θέτουν εν αμφιβόλλω τις εδώ και 30 χρόνια κατακτήσεις μιας πραγματικής ψυχιατρικής επανάστασης. Στο πλαίσιο της φαινομενολογικής ιατρικής και των πρωτοκόλλων για ομοιογενείς ομάδες αρρώστων, η πρακτική της εξατομικευμένης θεραπείας κινδυνεύει να χαθεί. Πολλοί ψυχοπαθολόγοι, οι οποίοι ως τότε, εκ των πραγμάτων, ενοχοποιούσαν τους περιβαλλοντικούς παράγοντες γιατί ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να τροποποιηθούν, εξέθεσαν μονομερώς αυτές τις απόψεις τους και αντίθετα από τον Freud ή τον Meyer, αυτοί αντιπαρατέθηκαν ιδεολογικά στην συμμετοχή των γενετικών παραγόντων, οι οποίοι δεν επιδέχονται θεραπείας και μπορούν μόνο να δημιουργήσουν νέους διαχωρισμούς και μια καινούρια ευγονική. Το "οργανικό" έγινε συνώνυμο του αθεράπευτου και του οπισθοδρομικού, το "ψυχολογικό" (έγινε) συνώνυμο του ιάσιμου και του προοδευτικού. Ο άρρωστος εμφανίζεται σαν το ισοδύναμο ενός καταπιεσμένου που έπρεπε να αμυνθεί ενάντια σε μια κοινωνική και οικογενειακή καταπίεση, η οποία για να δικαιολογηθεί χρησιμοποιούσε την βιολογία για ιδεολογικούς λόγους. Γνωστό παράδειγμα θεωριών, παράγωγα αυτών των ατόμων, αποτελεί η απεχθής θεωρία περί "σχιζοφρενογόνων γονέων" που τη χρωστάμε στον Theodor Lidz και στη Frieda Fromm Reichmann. Η έρευνα για τα πρώιμα τραύματα, μια υπόθεση που και ο Freud γρήγορα απέρριψε, αλλά που μαζί με τον Ferenczi την επανέφερε, τράβηξε την προσοχή των ψυχοπαθολόγων. Έτσι, η σεξουαλική αποπλάνηση περιπλέκεται με την λεγόμενη "ναρκισσιστική" αποπλάνηση και ένας νέος μύθος γεννιέται: αυτό του διαμέσου των γενεών του παθογενετικού αποτελέσματος που μπορεί να έχουν τα οικογενειακά μυστικά, κρυμμένα στο ασυνείδητο των γονέων. Αυτή η επανεμφάνιση του μύθου του εκφυλισμού και της μεταβίβασης της ψυχικής βλάβης προκάλεσε μια σύγχυση στην κοινή γνώμη ανάμεσα στις αυθεντικές ψυχαναλυτικές απόψεις, που είναι εδραιωμένες με κλινικές παρατηρήσεις, και σε μια αφηρημένη διανοητικοποίηση ανακατεμένη με μια αντιμεταβιβαστική ταύτιση που δε μπορεί να αποδειχθεί στα θύματα των "κακών γονιών" και των απογόνων τους.



Δυσκολίες στο διάλογο μεταξύ νευροεπιστημών – ψυχανάλυσης

Σε αυτό το πλαίσιο των έντονων αντιπαραθέσεων, συναισθηματικά φορτισμένων, μεταξύ μιας οργανικής και μιας ψυχογενετικής ιδεολογίας, ο διάλογος ανάμεσα στην ψυχανάλυση και τις νευροεπιστήμες γινόταν δύσκολος. Και οι δύο (ιδεολογίες), στόχευαν περισσότερο να διαφυλάξουν ή να επεκτείνουν τα επαγγελματικά τους εδάφη και να αποκτήσουν κύρος, παρά να προάγουν τη γνώση και την τεχνική των επιστημονικών τους πεδίων. Παρά κάποιες φιλότιμες προσπάθειες ( στις οποίες συμμετείχαμε με τον Καθηγητή Marc Jeannerod ), οι αντιπαραθέσεις εξακολουθούσαν να περιπλέκουν την κατάσταση. Αρχικά οι φιλοδοξίες να ήταν μεγάλες. Εκ των υστέρων, σήμερα, αναρωτιέμαι εάν έχει νόημα να δώσει κανείς απάντηση στο ερώτημα για το ποιά σχέση μπορεί να υπάρξει ανάμεσα, αφενός σε αυτό που συμβαίνει μέσα στον νου, έτσι όπως τη βιώνει το άτομο διαμέσου αυτού που ο Politzer ονόμαζε "προσωπικό – συγκεκριμένο δράμα", και, αφετέρου, σε αυτό που συμβαίνει στον εγκέφαλο όπως τα σύγχρονα μέσα της λειτουργικής απεικόνισης μας τα δίνουν τη στιγμή της λειτουργίας τους. Η συζήτηση κινδυνεύει να περιοριστεί σε μια ανταλλαγή κοινότοπων απόψεων, γεγονός που συμβαίνει συχνά σε ξεπερασμένα θέματα. Η αντίθεση ανάμεσα στην ψυχογένεση και την οργανογένεση δεν έχει πια πολλούς υποστηρικτές. Αν εξαιρέσουμε κάποιους φονταμενταλιστές που εξακολουθούν να πιστεύουν σε άυλη αρχή, θεϊκό δημιούργημα, όλος τουλάχιστον ο δυτικός κόσμος σήμερα αποδέχεται ότι ο άνθρωπος, όπως τα ζώα, αντιλαμβάνεται, αντιδρά, κατανοεί, χρησιμοποιώντας τον εγκέφαλό του, ένα όργανο που δημιουργήθηκε κατά την εξέλιξη των ειδών. Οι αντιπαραθέσεις για την βιολογική, κοινωνική ή ψυχολογική αιτιολογία των ψυχικών διαταραχών θα πρέπει να θεωρούνται σήμερα απαράδεκτες. Ακόμα περισσότερο άκαιρη φαντάζει η προσπάθεια απόδοσης γραμμικής αιτιολογικής σχέσης μεταξύ ψυχικών διαταραχών και παραγόντων όπως ή οργανική βλάβη, τα ασυνείδητα προβλήματα των γονέων ή η διαταραχές στις διαπροσωπικές σχέσεις των υποκειμένων. Το σώμα, η εγγραφή του μέσα σε αυτό που ονομάζεται ψυχική συσκευή και ο ενδιάμεσος ιστός που συνδέει μεταξύ τους περισσότερες ψυχές, αποτελούν ένα σύνολο που μπορούμε να διαχωρίσουμε στα τμήματα του για ερευνητικούς σκοπούς, χωρίς όμως να ξεχνάμε τον τεχνητό χαρακτήρα αυτού του διαχωρισμού. Και αν θέλουμε να επεκτείνουμε τη σκέψη μας, δεν θα ήταν πιο λογικό να ξεκινήσουμε την έρευνα από τη μελέτη των επιμέρους στοιχείων;

ΙΙ) ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ : Ο ΠΑΙΔΙΚΟΣ ΑΥΤΙΣΜΟΣ

Το πρόβλημα του παιδικού αυτισμού θα μπορούσε να είναι ένα από τα θέματα όπου ο ψυχίατρος ψυχαναλυτής θα μπορούσε, έχοντας ως βάση την εμπειρία του, να θέσει ερωτήματα σε έναν νευροεπιστήμονα, κι εκείνος αντίστοιχα να θέσει ερωτήματα στον κλινικό δίνοντάς του στοιχεία από τη γνώση του ικανά να εμπλουτίσουν ή να επαναπροσδιορίσουν αυτήν την πρακτική.

Με την προϋπόθεση ότι δε θα εμμείνουν σε περασμένες μεθοδολογίες και επιστημολογίες και ότι δε θα ενδώσουν, όπως γίνεται συχνά από ιατρική ματαιοδοξία, στον πειρασμό μιας ανακοίνωσης ή στη μεταφορά του εγχειρήματος στο εργαστήριο με ελάχιστα πειραματικά δεδομένα, συλλεγμένα μερικές φορές σε συνθήκες τόσο τεχνητές όσο μιας μαγνητικής τομογραφίας, αυτή η συνεργασία θα μπορούσε να οδηγήσει σε εξελιγμένες ερευνητικές μεθόδους και θεωρίες. Ο αυτισμός, όπως και η υστερία την εποχή του Freud, θα μπορούσε να είναι ένα παράδειγμα. Θα ήθελα να σκιαγραφήσω την έναρξη μιας συζήτησης για μια πιθανή έρευνα, οι υποθέσεις εργασίας της οποίας είναι σε εμβρυικό στάδιο.

Άρση των αμφιβολιών.

Για να αρχίσει αυτή η συζήτηση, θα πρέπει να ξεδιαλύνουμε κάποιες έννοιες και να προσδιορίσουμε το αντικείμενο της μελέτης. Οι ψυχαναλυτές, παρά τις προσπάθειές τους να κατανοήσουν τα συμπτώματα του αυτισμού και παρά τη σημαντική συμμετοχή τους στον εκσυγχρονισμό των ενδονοσοκομειακών ή εξωνοσοκομειακών δομών για τα αυτιστικά άτομα, δεν έχουν γράψει κάτι για αυτό εξαιτίας των σχετικών διαφωνιών. Η φήμη που τους έκανε να επιβάλλουν το διαχωρισμό του παιδιού από τον οικογενειακό του περίγυρο και να ενοχοποιήσουν τους γονείς, καθιστώντας τους υπεύθυνους για το πρόβλημα προγεννητικά, διατηρήθηκε από τα θορυβώδη και αμφισβητούμενα δημοσιεύματα από συγγραφείς που είχαν πρόσβαση στα ΜΜΕ, αλλά που η γνώμη τους δεν αντιπροσώπευε την άποψη της πλειοψηφίας. Σε πείσμα αυτών των δογματικών απόψεων, οι πιο πολλοί κλινικοί που εμπνέονται από τη σκέψη και τα έργα του Freud ακολούθησαν και ακολουθούν ακόμα, περισσότερο από μισό αιώνα, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ένα διακριτικό έργο και αποτελεσματικό για την φροντίδα και την εκπαίδευση, κοντά στις ανάγκες των παιδιών, σε συνεργασία με τις οικογένειες, δίχως παρ’ όλα αυτά να υποκρίνονται ότι έλυσαν το πρόβλημα της αιτιολογίας. Πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε : με κανέναν τρόπο η ψυχανάλυση δε νομιμοποιείται να ορίζει τους παράγοντες κατά τα φαινόμενα, μιας παθολογίας που αντιπροσωπεύει, πιθανόν, έναν συνολικό τρόπο αντίδρασης του παιδιού, σε διάφορες δυσλειτουργίες σε μεγάλο βαθμό οργανικές και τελικά γενετικές. Αυτό που αποκαλείται καταχρηστικά ψυχογένεση του αυτισμού (τελικά πρόκειται περισσότερο για κοινωνιο-γένεση), ότι δηλαδή το ανθρώπινο περιβάλλον να είναι αποκλειστικά υπεύθυνο, προέρχεται από μια λανθασμένη ενσωμάτωση του αυτισμού στις αναπτυξιακές διαταραχές που συνδέονται με συναισθηματικές αποστερήσεις και ανασφαλές περιβάλλον. Αυτές οι διαταραχές μπορεί να σχετίζονται με εξελικτικές ανωμαλίες του εγκεφάλου (διαταραχές ωρίμανσης του εγκεφάλου) σαν αποτέλεσμα διατροφικών ελλείψεων και διαταραχών των προσλαμβανόμενων ερεθισμάτων και έχουν μια κλινική εικόνα πολύ διαφορετική από αυτήν του αυτισμού. Στις πιο σοβαρές περιπτώσεις ξεκινούν από το μαρασμό των εγκαταλελειμμένων από τη γέννησή τους παιδιών που ζουν στα ιδρύματα, όπου δεν ενδιαφέρεται κανείς για την εγκαθίδρυση σχέσης μαζί τους, και φτάνουν στην "ανακλιτική" κατάθλιψη των παιδιών που απομακρύνθηκαν από τη μητέρα, αφού είχαν αρχικά πάρει μια ικανοποιητική φροντίδα (Spitz). Σε λιγότερο δραματικές καταστάσεις, μπορεί να εκδηλωθούν αργότερα με καθυστέρηση στην ανάπτυξη της γλωσσικής ικανότητας, διαταραχές συμπεριφοράς, μαθησιακές δυσκολίες,, και μάλιστα στην εφηβεία να εμφανιστεί τοξικομανία, εγκατάλειψη στόχων-στηριγμάτων εξαιτίας της κοινωνικής περιθωριοποίησης και καταθλιπτικών τάσεων. Σχετικά με τα καταστροφικά αποτελέσματα που υποθέτουμε ότι έχει η κατάθλιψη της μητέρας, και μάλιστα τα ασυνείδητα κίνητρα, όπως μια ευχή θανάτου ή "η ενσωμάτωση του παιδιού από τη μητέρα από τη χαρά της" (Maud Mannoni), πολλώ δε μάλλον που δεν έχουν καθοριστεί ακόμη με ακρίβεια, δε βλέπουμε ποια έρευνα θα μπορούσε να τα αναδείξει. Και ακόμα λιγότερο πως θα μπορούσαμε να διακρίνουμε αυτό που είναι ο πρωταρχικός παράγοντας, αυτό που αποτελεί αντιδραστικό σχηματισμό των γονιών στην καθημερινή, τραγική αντιπαράθεση με ένα παιδί που δεν τους κοιτά, που μοιάζει αδιάφορο ή εναντιώνεται όταν του δείχνουν την αγάπη τους, που ουρλιάζει μέρα – νύχτα, χωρίς κανείς να καταλαβαίνει γιατί, που οχυρώνεται πίσω από τις στερεοτυπίες και μερικές φορές αυτοτραυματίζεται.

Οι έρευνες των νευροεπιστημών στον τομέα του αυτισμό.

Πρόσφατα, η πρόοδος στις νευροεπιστήμες και στις γνωστικές επιστήμες επέτρεψε να προσεγγίσουμε καλύτερα τις πιθανές δυσλειτουργίες που προκαλούν τα συμπτώματα του αυτισμού. Έτσι επικαλεστήκαμε, κατά σειρά, πρόβλημα στην επεξεργασία των πληροφοριών στο εγκεφαλικό στέλεχος που οδηγεί στην υπερδιέγερση των ανώτερων εγκεφαλικών περιοχών, έλλειμμα ενός τυχαίου εγκεφαλικού σχηματισμού εμπλεκόμενου στην αντίληψη και κατανόηση νοητικών καταστάσεων του άλλου ("η κοινωνική γνώση"), έλλειμμα "ενστίκτου του κεντρικού συνεχούς" που δεν επιτρέπει στο παιδί να προσεγγίσει τον κόσμο που το περιβάλλει σφαιρικά, αλλά να κατασκευάζει αυτόν τον κόσμο αποσπασματικά, και τέλος, πιο πρόσφατα, μια "αντιληπτική υπερλειτουργία", μια ιδιαίτερη ικανότητα αντίληψης μικρών λεπτομερειών, που τεχνηέντως κατακλύζουν τις ικανότητες προσανατολισμού του παιδιού (Mottron). Αφού αναφέραμε τα αυξημένα ποσά κάποιων νευροδιαβιβαστών, όπως της σεροτονίνης, και κάποιες δομικές ανωμαλίες της παρεγκεφαλίδας, συμπεράναμε, για ορισμένες περιπτώσεις, μια αδυναμία απάντησης σε συγκεκριμένα ερεθίσματα σε ορισμένες περιοχές του εγκεφάλου, στην ανώτερη κροταφική αύλακα και στον προμετωπιαίο λοβό, που είναι υπεύθυνα για την αναγνώριση του άλλου και την οργάνωση των πράξεων (εκτελεστικές λειτουργίες ).

Οι ανακαλύψεις αυτές δεν έχουν ολοκληρωθεί, ούτε επιβεβαιωθεί ακόμη, και είναι δύσκολο να ερμηνευτούν, κυρίως λόγω της ετερογένειας των πληθυσμών στους οποίους συναντάται ο αυτισμός. Οι σύνοδες διαταραχές που μπορεί να θεωρηθούν απόδειξη για την ύπαρξη βιολογικού υπόβαθρου διαταραχής της σκέψης ή της συμπεριφοράς παρά σαν ο μηχανισμός που προκαλεί τη διαταραχή. Εξάλλου, ο αυτισμός αντιπροσωπεύει ένα φωτεινό παράδειγμα της αναγκαιότητας να διατηρηθεί μια συνδετική άποψη, διαφορετική των πειραματικών προσεγγίσεων οι οποίες απαραίτητα περιορίζουν και απομονώνουν τον μηχανισμό που μελετούν. Η ομαδοποίηση των κλινικών συμπτωμάτων, που συνοδεύεται από στατιστική ανάλυση, αποτελεί μια διεθνή συμφωνία και δεν ταιριάζει με καμιά γνωστή δομική ή μεταβολική διαταραχή. Αναμφίβολα, η επιστημονική πρόοδος θα μας επιτρέψει στο μέλλον, να απομονώσουμε, εντός του "αυτιστικού φάσματος" και με συγκεχυμένα ακόμη όρια, κάποιες κλινικές υποκατηγορίες, για τις οποίες πιθανόν θα βρεθεί μια ακριβής οργανική αντιστοιχία. Το ή τα συμπτώματα θα μπορεί ή θα μπορούν να συνδυαστούν σε κάποια γνωστική ή γνωστικο–συναισθηματική δυσλειτουργία, που θα συνδέονται συγκεκριμένη ανωμαλία νοητικών λειτουργιών, εκ γενετής ή επίκτητης, εντοπισμένη ή διάχυτη. Ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε κάποιες από αυτές τις δυσλειτουργίες, ξεκινώντας από αυτές που μαθαίνουμε από την κλινική μας εμπειρία και από τη μελέτη δημοσιευμάτων σχετικών με τη βρεφική ανάπτυξη.

Θα μπορούσε να είναι παραδείγματος χάριν, η απουσία πρώιμης αντίδρασης σε μια στενόχωρη κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από καθυστέρηση ξεσπάσματος σε κλάματα ή από ένα τονικό πρόβλημα. Επίσης, θα μπορούσε να είναι η απουσία αντίδρασης στην εικόνα της μητέρας ή στις αλλαγές των εκφράσεων του προσώπου της, η προσκόλληση στο βλέμμα της ή αντίθετα η αποφυγή του. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να σημαίνουν υπό ή αντίθετα υπερδραστηριότητα μιας αντίστοιχης εγκεφαλικής περιοχής. Επίσης, θα μπορούν να αντιστοιχούν σε μια ανωμαλία επεξεργασίας ενός νευρωνικού δικτύου που επιτρέπει, ίσως κι από τη γέννηση, να διαχωρίζονται τα έμψυχα από τα άψυχα, τα αντικείμενα από την ανθρώπινη ύπαρξη. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι το μωρό, που δε διαθέτει αυτό το δίκτυο, βρίσκεται σε ένα αδιάφορο γι’ αυτό περιβάλλον, δεν είναι προικισμένο με ενσυναίσθηση, δηλαδή, δε μπορεί να περιμένει βοήθεια ή παρηγοριά από τον άλλον και να προσαρμοστεί στην υποστήριξη του περιβάλλοντός του.







Η μετατροπή του συμπτώματος σε σύμβολο για κάποιον.

Από μια άλλη σκοπιά, αυτό το οργανικό σύμπτωμα θα εγγραφεί σε μια σχέση. Η μητρική φιγούρα το ερμηνεύει και το δέχεται σαν πρόσκληση ή, -σαν ή σαν όχι- μήνυμα. Έτσι, (το σύμπτωμα) θα πάρει συμβολική αξία μέσα σε ένα πλαίσιο επικοινωνίας (ή άρνησης της επικοινωνίας) και νόημα που δίνεται από έναν άλλον σε αυτήν την επικοινωνία ή την έλλειψη επικοινωνίας . Η ανταπόκριση της μητρικής φιγούρας στις κινητικές και τονικές δυσκολίες του μωρού, στην ανυπαρξία δακρύων, στη βλεμματική ανωμαλία, στην απουσία θετικής αντίδρασης όταν η μητέρα πάει να το αγκαλιάσει, θα καταχωρήσει αυτά τα προβλήματα σε μια ιστορία ζωής για να εξεταστεί αυτή η διαταραχή, την οποία προκαλούν αυτά τα προβλήματα, και να δημιουργηθεί μία ιστορία "από ένα δράμα", σύμφωνα με μια έκφραση του Paul Ricoeur, δανεισμένη απο τον Αριστοτέλη. Μέσα στο μυαλό της μητέρας, μέσα στην ονειροπόλησή της σύμφωνα τον Bion, από τον τρόπο που έχει να μεταδίδει τη σκέψη της (συνειδητή ή προσυνείδητη), τη διήγηση δηλαδή που επεξεργάζεται ως αντίδραση στη συμπεριφορά του μωρού, αυτό που δεν είναι παρά μια αντίδραση ή ελλειμματική κινητική αντίδραση του μωρού οργανώνεται σε μια ιστορία με νόημα, με αρχή, μέση και τέλος, όπου τα γεγονότα τίθενται σε μιά αλληλουχία και μοιάζουν να εμπλέκονται μεταξύ τους, σύμφωνα με τους αφηγηματικούς κανόνες, για να εξιστορηθεί κάτι σε κάποιο τρίτο. Η συνεχής μητρική φροντίδα δημιουργεί ένα εσωτερικό μοτίβο πάνω στο οποίο τα τυχαία συμβάντα, η διακοπή της φροντίδας, γίνονται διαρκώς για να επανενωθούν παρ’ όλα αυτά στην αφήγηση της μητέρας και να οδηγήσουν σε μια "αιτία" και έτσι σε μια ψυχικοποίηση. Αλλά εδώ, η τονικο – κινητική εξασθένηση της κινητικότητας του μωρού, η βιολογική (ίσως γενετική) αδυναμία του να αντιδράσει φυσιολογικά στο αίσθημα της πείνας ή στην έλλειψη άνεσης, και να αφεθεί στη μητρική φροντίδα (ή στη φροντίδα μίας μητρικής φιγούρας), θα μπορούν να θεωρηθούν σαν αδιαφορία και να αποδιοργανώσουν την αφηγηματική δραστηριότητα του "προσώπου φροντίδας". Αυτή εξαντλείται την ίδια ώρα που το παιδί, ανίκανο να ταυτιστεί με τον άλλον και να προσαρμοστεί στην αφηγηματική κατάσταση, δε θα καταφέρει να προσαρμοστεί ικανοποιητικά, να τροποποιήσει αποτελεσματικά το περιβάλλον του, κι έτσι να νοηματοδοτήσει τον κόσμο του και τη δράση του μέσα σ’ αυτόν. Αυτό το έλλειμμα προσαρμοστικότητας, αποτέλεσμα μιας "διαδραστικής δυσαρμονίας", κατά τον φίλο και συνεργάτη μου André Carel, θα μπορούσε να πάρει σάρκα και οστά στην εγκεφαλική ανάπτυξη και να αποδειχθεί με τα σύγχρονα ερευνητικά μέσα.

Η αυτιστική λειτουργία και η φροντίδα της.

Όσο το παιδί μεγαλώνει τόσο ο κόσμος που το περιβάλλει θα του φαίνεται παράξενος, ακατανόητος, δίχως νόημα, απρόβλεπτος και επικίνδυνος. Απέναντι σε αυτόν τον κόσμο, που είναι πηγή άγχους, το παιδί θα προστατέψει τον εαυτό του προσπαθώντας να βρει κάποια ασφάλεια και ευχαρίστηση. Έτσι θα μπορεί κανείς να καταλάβει (και να εντοπίσει στους βασικούς μηχανισμούς) τα δευτερογενή συμπτώματα : στερεοτυπίες, τελετουργίες, την προσκόλληση σε ένα μικρό αντικείμενο και στην κίνηση που το ίδιο το παιδί του προκαλεί, την αναδίπλωση μέσα στις ταλαντεύσεις, στις ψαλμωδίες και γενικά όλες τις αναζητήσεις αυτοαισθητηριακών δραστηριοτήτων με σχετική σταθερότητα. Όταν το παιδί κατακτήσει τη γλώσσα, θα του τραβήξουν το ενδιαφέρον κάποιοι πολύ συγκεκριμένοι τομείς (οι δεινόσαυροι, η αστρονομία) οι οποίοι χαρακτηρίζουν αυτό που πρότεινα να περιγραφεί ως "αυτιστική λειτουργία", η οποία απομονώνει το παιδί και επιβάλλει έναν ανελαστικό χαρακτήρα στο περιβάλλον του, ανθρώπινο και μη.

Σ’ αυτό το σημείο η ψυχανάλυση μπορεί να επέμβει. Αφενός, με την περιγραφή των μηχανισμών άμυνας που χρησιμοποιεί το παιδί στις σχέσεις του με τους άλλους, όπως η ταύτιση και η προβλητική ταύτιση, και η σχάση εαυτού και αντικειμένου, που χρησιμοποιούνται στις σχέσεις του με τους άλλους. Αφετέρου, με την προσφορά μιας ομάδας θεωριών που θα λειτουργήσουν ως μήτρα, σαν μια "μετα ανάγνωση" (Roy Schafer ), για να κατασκευαστούν νέες υποθέσεις από τις εν λόγω ιστορίες ζωής. Έτσι, τα διαφορετικά στάδια της ψυχοθεραπείας θα συνδεθούν μεταξύ τους και θα αποκτήσουν μια προοπτική. Εξάλλου, θα συνδυαστούν με τις εμπειρίες του παιδιού από το σχολείο και το κέντρο φροντίδας, καθώς και με αυτά που θα του έχει διηγηθεί η οικογένεια του για το παρελθόν, την εσωτερική ζωή και το παρόν του. Με αυτόν τον τρόπο το παιδί, βοηθούμενο απο τους θεραπευτές του, θα αποκτήσει έναν οδηγό που θα του επιτρέψει να διακρίνει μεταξύ των άλλων και να συνθέσει τα κομμάτια της ύπαρξής του, να βάλει τάξη στο χάος που το ταλανίζει, ελαττώνοντας την αγωνία που του προκαλεί το απρόβλεπτο.

Αυτή η ψυχοθεραπευτική εργασία, που μπορεί να είναι ατομική, ομαδική ή σε κοινοτικό πλαίσιο, συνεπάγεται ομάδες που να έχουν συνοχή μεταξύ τους και που τα μέλη τους θα μπορούν να επεξεργάζονται, τα δύσκολα μερικές φορές, συναισθήματα που νιώθουν από τις καταστάσεις που περνούν με τα παιδιά τους. Μπορεί να συνοδεύεται από μια δουλειά εκπαιδευτική και παιδαγωγική, πλαισιωμένη από τις θεωρίες των γνωστικών επιστημών σχετικά με τις ιδιαιτερότητες της μαθησιακής λειτουργίας και να ολοκληρώνεται από την υποστήριξη της οικογένειας καθώς και από τη βοήθεια για την αυτονόμηση του παιδιού και την κοινωνική του ένταξη. Η ψυχαναλυτική μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο της καταφυγής στη βίαιη συμπεριφορά και στην απόρριψη ή, αντίθετα, στην πλήρη αδιαφορία με το σκεπτικό ότι δε συμβαίνει τίποτα. Ο επόπτης (ή η ομάδα σε ρόλο επόπτη), παίζοντας έναν ρόλο ανάλογο με αυτόν του τρίτου προσώπου που έλκεται από τη μητρική ονειροπόληση (αυτός ο εσωτερικός συνομιλητής για τον οποίο η μητέρα διηγείται κα στον οποίο αναφέρει φανταστικά αυτά που λέει με το παιδί της) και όντας εντός του νου των μελών της ομάδας που φροντίζει και εκπαιδεύει, θα διευκολύνει την κατασκευή διηγήσεων που, αφού επικοινωνηθούν στο παιδί, θα τη βοηθήσουν να αναπτύξει τις δικές της λειτουργίες, να κάνει τη ζωή της ιστορία. Είναι πιθανόν αυτή η εξέλιξη να μπορέσει κάποτε να μεταφραστεί σε αλλαγή των συστημάτων επικοινωνίας ή της νευρωνικής λειτουργίας. Λειτουργίες που σήμερα είναι δύσκολο να κατανοηθούν και να δειχθούν.

Ο πνευματικός αυτοερωτισμός.

Απομένει ένας ακόμη συλλογισμός, θεμελιώδης για έναν ψυχαναλυτή, αλλά ακόμα αδιευκρίνιστος, φοβάμαι, για έναν νευροεπιστήμονα : η θέση του συναισθήματος της ηδονής σε όλες αυτές τις διαδικασίες. Η ονειροπόληση της μητέρας, όπως και η δουλειά των θεραπευτών, για να έχουν αποτελέσματα πρέπει να επενδύονται θετικά. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη ηδονή την οποία προτείνω να ονομάσουμε "πνευματικό αυτοερωτισμό", γιατί μοιάζει να πρόκειται γι’ αυτό που η ψυχανάλυση περιγράφει σαν οργανική ευχαρίστηση, μια ευχαρίστηση από την ίδια τη λειτουργία του ψυχικού οργάνου, παρομοιάζοντας το μεταφορικό όργανο του σώματος. Δεν είναι ευχαρίστηση εκφόρτισης, ευχαρίστηση ικανοποίησης μιας ορμής, οργασμική ηδονή. Είναι, πέρα από όλα αυτά, μια συνεχής, γνωστική ευχαρίστηση, μια ηδονή λειτουργίας, όπως έλεγε ο Kestenberg, αυτή του παιδιού που χοροπηδά ήσυχα, άσκοπα, απλά για να αισθανθεί την ευχαρίστηση, ελεύθερο και όρθιο στα δύο του πόδια. Αυτή η ευχαρίστηση είναι κοντά στην ευχαρίστηση που περιγράφει ο Lacan στο στάδιο του καθρέφτη, ή σε αυτήν του παιχνιδιού που περιγράφει ο Winnicott. Βιωμένη όπως η αισθητηριακή ηδονή, στη συνάντηση με μια "καλή" μορφή, βοηθά την προσέγγιση με τον φροντιστή, ο οποίος καθώς ξαναβρίσκει στη συμπεριφορά ή στο διάλογο του παιδιού υλικό για να κατασκευαστεί μια σχέση βάσης, που σιγά – σιγά θα προχωράει. Το παιδί δηλαδή καθώς καταλαβαίνει και επιβεβαιώνει σιγά – σιγά στοιχεία μέσα από αυτή τη σχέση, στη συνέχεια τα οικειοποιείται για να διευρύνει την πνευματική του λειτουργία. Είναι σημαντικό λοιπόν αυτή η ηδονή να παραμείνει ήπια, και να μην περάσει ένα συγκεκριμένο κατώφλι διέγερσης. Σε αντίθετη περίπτωση ο φροντιστής καταλήγει να παρέχει οργασμική ηδονή. Ο κίνδυνος αυτός παραμονεύει και στην μητρική φροντίδα.

Το αυτιστικό παιδί μοιάζει βίαια στερημένο από αυτήν την αυτοερωτική ευχαρίστηση της σκέψης. Για εκείνο, η σκέψη και, γενικά η συμβολοποίηση, είναι μόνο επίπονη δουλειά, πηγή άγχους μπροστά στο απρόβλεπτο και στο αιφνίδιο, που παραπέμπει στην οδυνηρή απουσία του συμβολικού αντικειμένου. Όντας ανίκανο να πενθήσει το αντικείμενο της επιθυμίας του, ανίκανο να κρατήσει τις αποστάσεις για να σκεφθεί, για να παίξει με τις αναπαραστάσεις μέσα σ’ ένα καταιγισμό σχέσεων, όπου, όπως τα σύννεφα στον ουρανό, δημιουργούνται, διαλύονται, χωρίζονται και αφομοιώνονται και ανίκανο, μέσα σε μια ονειροπόληση, να αφεθεί με ευχαρίστηση να κατακλειστεί από την εμπειρία της ατέλειας (R. Diatkine) το αυτιστικό παιδί, εκφράζει καταναγκαστικά τις σκέψεις του, που διακρίνονται για την ακαμψία τους, σε μια τελετουργία, σε μια κουραστική μηχανιστική εμμονή.

Έτσι, η εμπειρία απο την παροχή φροντίδας, ατομικής ή ομαδικής, είναι για εκείνο ένα αληθινό μάθημα παιχνιδιού, από την ταύτιση με την ευχαρίστηση την οποία παίρνει ο φροντιστής που ασχολείται μαζί του, παίζοντας μαζί του. Χωρίς αυτή τη διάσταση της ευχαρίστησης που μοιράζεται, χωρίς αυτό που θα μπορούσε παραδόξως να ονομαστεί αυτοερωτισμός των δύο ή περισσοτέρων, τα καλύτερα προγράμματα, οι καλύτερες μέθοδοι κινδυνεύουν να βαλτώσουν σε μια ρουτίνα που μπορεί να λειτουργεί καθησυχαστικά αλλά δε βοηθά το παιδί να εξελιχθεί στις σχέσεις του με τους άλλους και στην κατάκτηση της αυτονομίας του. Με ποιόν τρόπο αυτό το αυτοερωτικό παιχνίδι που μοιράζεται μπορεί να πάρει σχήμα και να "επισημοποιηθεί" για να γίνει με τη σειρά του αντικείμενο επιστημονικής μελέτης; Πιθανόν είναι μια μεγάλη πρόκληση για τη συνέχεια του διαλόγου μεταξύ ψυχανάλυσης και νευροεπιστημών.



ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ο αυτισμός είναι μια ιδιαίτερη κατάσταση όπου η σκέψη όσο και ο εσωτερικός διάλογος και ο διάλογος με τον άλλο τείνουν να εκλείψουν. Η ψυχανάλυση, περισσότερο ερμηνευτική προσπάθεια παρά νομοθετημένη, που αποδίδει περισσότερο την έννοια παρά τον νόμο, συμβάλλει στο να ξαναρχίσει η διήγηση από εκεί που σταμάτησε και να βρεθεί η ευχαρίστηση στο παιχνίδι με τις σκέψεις. Δεν εξηγεί ούτε την αιτία του συμπτώματος, ούτε ακόμη το σύνολο των μηχανισμών που το δημιουργούν, αλλά επιτρέπει σ’ αυτούς που ασχολούνται με το αυτιστικό παιδί, τους φροντιστές του, τους εκπαιδευτές του, τους γονείς του, να ελπίζουν ότι θα ξαναβρούν μεταξύ τους και με το παιδί το δίαυλο επικοινωνίας, ανακουφίζοντας τα βίαια άγχη που εμποδίζουν αυτήν την επικοινωνία. Στις νευροεπιστήμες θα στραφούμε κάποια μέρα για να πάρουμε απάντηση στο δύσκολο ερώτημα της αιτιολογίας και των πρώιμων μηχανισμών (του αυτισμού). Για λόγους μεθοδολογίας είναι περιορισμένες, προορισμένες να απευθύνονται σε δείγματα πληθυσμού όσο γίνεται πιο ομοιογενή, παρ’ όλα αυτά έχουν το πλεονέκτημα της εμπειρίας της καθημερινής τριβής με αυτιστικά άτομα, στο δικό τους περιβάλλον, με τις ατομικές τους διαφορές, για να αποφευχθούν γρήγορες γενικεύσεις. Όλες οι θεωρίες θέλουν να φαίνονται μοναδικές. Η διαπίστωση αυτή επαληθεύεται στην περίπτωση του αυτισμού που, κατά έναν τρόπο, είναι μεταδοτικός παρασύροντας τους συνομιλητές του παιδιού σε μια αναδίπλωσης σε θέσεις αποκλειστικές. Το αγωνιώδες ερώτημα υπάρχει από παλιά και συνεχίζει να προκαλεί πολλούς φανατισμούς. Οι ερευνητές όπως οι ψυχαναλυτές σήμερα δεν προστατεύονται, όπως στο παρελθόν, από τη συναισθηματική φόρτιση που προκαλεί το ίδιο το αντικείμενο της έρευνας. Ενδιαφέρονται και οι μεν και οι δε, να υπάρχουν ψήγματα της επιστήμης τους και στις δύο θεωρητικές προσεγγίσεις. Αυτή η σχετικότητα της γνώσης και η ευκρίνεια των γνώσεων είναι ίσως το καλύτερο φάρμακο για να μη χαθούν οι ιδέες μέσα σε μια ιδεολογία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: