της Σώτης Τριανταφύλλου
Ο χριστιανισμός – όπως ο κομμουνισμός- μοιάζουν μ’ έναν εκβιασμό. Από τη μια ο Κύριος, από την άλλη το Κόμμα, θέλουν να μας σώσουν – και μάλιστα με σκληρές και αιματηρές θυσίες.
Η ευκολία με την οποία ενωνόμαστε με το πλήθος συμμετέχοντας σε άσκεπτες ή και φανατικές εκδηλώσεις αποδίδεται, νομίζω, στο χριστιανικό πνεύμα που, στην πορεία του 20ού αιώνα, μετασχηματίστηκε στο “κουμμουνιστικό”. Οι δυο κοσμοθεωρίες έχουν κοινή βάση: την αγάπη για τον πλησίον, την αναζήτηση του Επέκεινα, την απαξίωση του παρόντος για χάρη του μέλλοντος. Επίσης, έχουν κοινό ήθος: από την πεποίθηση ότι κατέχουν την απόλυτη αλήθεια απορρέει η προθυμία τους για επίκριση και τιμωρία του “αντιφρονούντος”.
Το πνεύμα του χριστιανισμού δεν περιοριζόταν στο ότι πρόσφερε, όπως όλες οι θρησκείες, νόημα στη ζωή, αλλά έλεγε στον κάθε άνθρωπο: δεν είσαι μόνος, ο θεός είναι μαζί σου, σε κοιτάζει και σε προστατεύει. Όπως, αργότερα, το πνεύμα του κομμουνισμού: “το Κόμμα είναι μαζί σου, σε κοιτάζει και σε προστατεύει”… Kι αν παρεκκλίνεις σε περιφρονεί (χαρακτηριστική η στάση του ΚΚΕ στην είδηση του θανάτου του Λεωνίδα Κύρκου), κι αν μπορεί σε τιμωρεί. Η χριστιανική εκκλησία, μήνυμα της οποίας υποτίθεται ότι είναι η αγάπη, ενεπλάκη –όπως όλοι ξέρουμε- σε πολυαίμακτες σταυροφορίες, μαζικές δολοφονίες, Ιερά Εξέταση. Συχνά εξηγούμε αυτ∙ύς τους εκτροχιασμούς μέσω της ιστορίας: η ρωμαϊκή εκκλησία συνδέθηκε με την πολιτική εξουσία προδίδοντας τις διδασκαλίες του ευαγγελίου και μη αναγνωρίζοντας –παρά μόνον καθυστερημένα- τα λάθη της (στο Συμβούλιο του Βατικανού ΙΙ (1962-1965)). Αλλά μπορούμε να κάνουμε μιαν άλλη υπόθεση που μου φαίνεται πιο αξιόπιστη: η εκκλησία δεν πρόδωσε τα ευαγγέλια∙ τα έκανε πράξη. Ομοίως, τα κομμουνιστικά κόμματα έκαναν πράξη τις δικές τους άγιες γραφές. Όπως συμβαίνει πάντα, σε «άγιες» αναδεικνύονται οι απλούστερες, οι πιο εύληπτες από τις «γραφές» - οι υπόλοιπες αγνοούνται ή εξοστρακίζονται.
Να πώς έχουν τα γεγονότα: μόλις ο χριστιανισμός έπαψε να διώκεται χάρη στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ο οποίος τον έκανε επίσημη θρησκεία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η εκκλησία, εμπλουτισμένη με μάρτυρες, βάλθηκε με τη σειρά της να διώκει τους ειδωλολάτρες (στην αρχή) και τους Εβραίους (στη συνέχεια) –αυτούς τους «ψευδοαδελφούς» όπως έγραφε ο Αυγουστίνος. Έπειτα, τα έβαλε με όσους τής πήγαιναν κόντρα, όπως, για παράδειγμα, τους χριστιανούς που δημιουργούσαν παράλληλα δόγματα. Aυτές οι εκστρατείες πήραν διαστάσεις πολέμου και τα πογκρόμ δεν σταμάτησαν παρά μόνον μετά τη γαλλική επανάσταση, όταν δηλαδή η Ρώμη και οι άλλες εκκλησίες έχασαν τα περισσότερα από τα προνόμιά τους. Όταν το 380, με το διάταγμα του Θεοδοσίου, ο χριστιανισμός έγινε κρατική θρησκεία, την εξουσία αναλαμβάνει η “αγάπη” – και τότε αρχίζει μια μακρά περίοδος σκοταδισμού. Τα θύματα έγιναν δήμιοι: η κλασική ιστορία που επαναλαμβάνεται σε όλες τις επαναστάσεις από καταβολής κόσμου. Πολεμήστε την καταπίεση αλλά αλίμονό σας αν πέσετε στα χέρια των καταπιεσμένων!
Γίνεται συχνά λόγος για την πρωτόγονη εκκλησία των κατακομβών η ύπαρξη της οποίας έρχεται σε αντίθεση με την ευημερούσα και κυριαρχική εκκλησία μετά τον Κωνσταντίνο. Όμως η πρώτη περιέχει το σπέρμα της δεύτερης: στην αδελφότητα απαντώνται τα στοιχεία του δεσποτισμού – όπου ακούμε περί “ένωσης” με τους άλλους κάτι δεν πηγαίνει καθόλου καλά. Από τότε που ο απόστολος Παύλος δήλωσε ότι στον χριστιανικό κόσμο “δεν θα υπάρχουν πια ούτε Έλληνες, ούτε βάρβαροι, ούτε Εβραίοι, ούτε Εθνικοί, άνδρες ή γυναίκες”, επεκτείνει την αγάπη σε όλους: κανείς δεν θα ξεφύγει από την ποιμενική ράβδο της εκκλησίας – η αγάπη γίνεται θερμό όπλο. Η Ρώμη δημιούργησε ένα συλλογικό συναίσθημα πρόσφορο στον φανατισμό. Το να σκοτώνεις “από αγάπη” έγινε το συνηθισμένο έγκλημα του χριστιανισμού: έτσι εξηγείται η ατμόσφαιρα του ηθικού πόνου στην οποία εκτυλίχθηκαν τα αιματηρά επεισόδια με δράστες δημίους που, όπως οι πολιτικοί κομισάριοι του υπαρκτού σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα, δεν ήθελαν να τιμωρήσουν μόνο αλλά να διαπαιδαγωγήσουν και να αναμορφώσουν τους αντιφρονούντες. Αν όλοι οι άνθρωποι είναι αδελφοί μου εν θεώ, πρέπει να τους ενσωματώσω σ’ αυτή την οικογένεια στην οποίαν αδίκως γυρίζουν την πλάτη∙ πρέπει να τους πιέσω για το καλό τους. Είναι το περίφημο “Υποχρεώστε τους να εισέλθουν” του Λουκά –μεταφράζω πρόχειρα: οι περί της βίβλου γνώσεις μου είναι περιορισμένες- ο οποίος συγκρίνει το βασίλειο του θεού με ένα γαμήλιο συμπόσιο για το οποίο μερικοί συνδαιτυμόνες αρνούνται την πρόσκληση. Αλλά όχι: πρέπει, σώνει και καλά, να παρευρεθούν: αυτή είναι η ουσία του προσηλυτισμού την οποία ο χριστιανισμός μοιράζεται με τον κομμουνισμό.
Ο χριστιανισμός – όπως ο κομμουνισμός- μοιάζει λοιπόν μ’ έναν εκβιασμό. Από τη μια ο Κύριος, από την άλλη το Κόμμα, θέλουν να μας σώσουν – και μάλιστα με σκληρές και αιματηρές θυσίες. Η θυσία του Χριστού καθιστά απαράδεκτη την αδιαφορία όσων δεν πιστεύουν, όπως και το «λάθος» των αλλοθρήσκων: εφόσον η αποκάλυψη έγινε, πώς οι άνθρωποι επιμένουν να μη θέλουν να σωθούν; Η βία του θείου δώρου φαίνεται συντριπτική. Ο χριστιανισμός, που θέλησε να διαδώσει την καλή είδηση –το ευαγγέλιο- σε ολόκληρο τον κόσμο, ευδοκίμησε στο αίμα των μαρτύρων και στη συνέχεια στο αίμα των άλλων. Στους «άλλους» συμπεριλαμβάνονταν οι σχισματικοί, οι ορθόδοξοι, τα μέλη της σέκτας των «Καθαρών», οι προτεστάντες: έτσι, ο δυτικός πολιτισμός απέκτησε την επιθετικότητα που τον χαρακτηρίζει. Έδρα της«αληθινής» πίστης ήταν η Ρώμη, R∙ma, αναγραμματισμός του am∙r... Πρέπει να αναγκάσουμε τους ειδωλολάτρες να πιστέψουν, έλεγε ο Αυγουστίνος: με το να παριστάνουν ότι πιστεύουν θα πιστέψουν στο τέλος! Στο «Εναντίον του Φάουστ», ενέκρινε αναίσχυντα τη χρήση της βίας εναντίον των αιρετικών -στην εποχή των μαθητών του Μανιχαίου- εξηγώντας ότι πρέπει να γίνουν ευτυχείς παρά τη θέλησή τους και να οδηγηθούν στους δρόμους του θεού. Η τιμωρία των ασεβών δεν πρέπει να προκαλεί τη συμπόνοια. Το 417, σε μια επιστολή στον στρατιωτικό διοικητή Βονιφάτιο, που είχε αναλάβει την καταστολή των Δονατιστών, γράφει το εξής που θα αναχθεί σε εκκλησιαστικό δόγμα: «Υπάρχει μια άδικη δίωξη, εκείνη που κάνουν οι ασεβείς εναντίον των εκκλησιών του Χριστού [...] η εκκλησία διώκει από αγάπη ενώ οι ασεβείς διώκουν από σκληρότητα [...] Η εκκλησία διώκει τους εχθρούς της μέχρι να ηττηθούν και να απαλλαγούν από τον εγωισμό και τη ματαιοδοξία τους προς όφελος της αλήθειας [...] Η εκκλησία, με τη φιλευσπλαχνία της, εργάζεται για τους σώσει από την απώλεια και τον θάνατο.»
Η «λογική» διαμορφώνεται ως εξής: εφόσον όλοι οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα στη σωτηρία, το να τους αφήσουμε απέξω θα ήταν σφάλμα: η ανθρώπινη ψυχή πρέπει να ενοποιηθεί σε μια μοναδική οικογένεια. Καλύτερα να σκοτώσεις τον πλησίον σου παρά να τον αφήσεις σε κατάσταση θανάσιμης αμαρτίας. «Έξω από την εκκλησία δεν υπάρχει σωτηρία», απεφάνθη χίλια χρόνια αργότερα –τον καιρό της Αντιμεταρρύθμισης- το Συμβούλιο του Τρέντο. Με βάση τα γραπτά του Αυγουστίνου γινόταν λόγος για «ευσυνείδητο μίσος» που μου φαίνεται η χριστιανική εκδοχή του «ταξικού μίσους», του «δικαιολογημένου» μίσους που σε οδηγεί σε μεγαλειώδεις πράξεις: η διατύπωση, ίσως παρά τις προθέσεις του Αυγουστίνου, καλεί σε εξόντωση όλων όσοι δεν ασπάζονται την «αληθινή πίστη». Να μην επαναληφθεί το παρελθόν, να μεταμορφωθεί το σύνολο των ανθρωπίνων σχέσεων, να ποιο είναι, από την εποχή του Παύλου, το χριστιανικό μήνυμα το οποίο εξηγεί την αγριότητα της χριστιανικής θρησκείας. Ακριβώς αυτό είναι και το μήνυμα του σοσιαλισμού: να μην επαναληφθεί το παρελθόν, να μεταμορφωθεί το σύνολο των ανθρωπίνων σχέσεων, να «κτιστεί» ο «νέος άνθρωπος».
Οι ιεροεξεταστές του μεσαίωνα, εμφορούμενοι από «αίσθημα ελεημοσύνης» προς τον κατηγορούμενο είχαν την πεποίθηση ότι, με τον ανακρίνουν, εργάζονταν για τη σωτηρία του. Οι ίδιοι λόγοι που έκαναν τόσο δημοφιλή τον χριστιανισμό –η ευσέβεια, το συλλογικό πάθος, η προσδοκία ενός υπερφυσικού προορισμού- τον έκαναν παράγοντα σκοταδισμού. Η μελίρρυτη ρητορική των ιεραρχών που εμπιστεύονταν τις τιμωρίες στις πολιτικές εξουσίες υπηρετούσε μια επιθυμία ισχύος που δεν είχε καμιά σχέση με την ευσπλαχνία. Ο χριστιανισμός επινόησε το έγκλημα μέσω του αλτρουισμού που εκτυλίσσεται σε κλίμα πνευματικής εξύψωσης. Το Ισλάμ είναι πιο ειλικρινές στη βεβαιότητά του ότι κατέχει τη μοναδική αυθεντική πίστη: δεν παριστάνει ότι «αγαπάει» τους απίστους. Έτσι προκύπτει η παράλογη προτροπή του ευυαγγελίου: «Αγαπάτε τους εχθρούς σας, κάντε το καλό σε όσους σας μισούν και προσευχηθείτε για τους διώκτες σας», γράφει το κατά Ματθαίον... Εδώ ταιριάζει αυτό που λένε για τον Ρομάνο Πρόντι: «αποπνέει καλοσύνη απ’ όλα τα του τα νύχια.»
Το ότι είμαστε όλοι αδελφοί εν θεώ είναι μια σημαντική κατάκτηση του μονοθεϊσμού που υποστήριξε την ισότητα των ανθρώπων. Το ότι αυτή η αδελφοσύνη πρέπει να εκφραστεί κάτω από το ίδιο λάβαρο σηματοδοτεί τα όρια αυτού του οικουμενισμού. Η κοινότητα γίνεται υποταγή. Υπάρχουν άπειρες περιστάσεις όπου ο χωρισμός των ανθρώπων είναι προτιμότερος από τη προσκόλληση του ενός στον άλλο, όπου η θεμελιώδης ομοιότητα δεν πρέπει να κρύβει την επιθυμία τους να ζουν διαφορετικά και σε απόσταση. Και σ’ αυτή την έμμονη ιδέα της αδελφοσύνης, ο χριστιανισμός προσεγγίζει τον κομμουνισμό, μια ιδεολογία του 19oy αιώνα που βοηθάει να δούμε, μεγεθυμένα, τα κενά της λογικής που συγκροτούν τη χριστιανική θρησκεία. Οι μαρξιστικές εξουσίες καταδίωξαν, με πρωτοφανή αγριότητα, τους χριστιανούς όλων των δογμάτων αλλά δανείστηκαν απ’ αυτούς τις βασικές αρχές: έκαναν το προλεταριάτο «Χριστό», τάξη-λυτρωτή που από το τίποτα πρέπει να γίνει τα πάντα. Φαντάστηκαν μια μελλοντική κοινωνία σαν την επίγεια πραγμάτωση των υποσχέσεων του ευαγγελίου. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ παρέπεμπε στους πατέρες της εκκλησίας και έβλεπε στον κομμουνισμό την κοσμική θρησκεία των δυστυχισμένων. Και βέβαια, όπως προανέφερα κι όπως είναι γνωστό, ο χριστιανισμός και ο κομμουνισμός στηρίζονται στον προσηλυτισμό και στην ολοκληρωτική αφοσίωση που δεν αφήνει χώρο στο κριτικό πνεύμα∙ αμφότερα τα συστήματα αναφέρονται σε θεμελιώδη γραπτά, σε αείμνηστους προγόνους και προκατόχους και επιβάλλουν τη δυσπιστία έναντι οποιασδήποτε «ανορθοδοξίας». Η σύγκρουση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη είναι επίσης φανερή και στα δύο συστήματα. Εξάλλου, και στα δύο συστήματα κρίνεται αυτός ο κόσμος στο όνομα ενός επόμενου: στο όνομα της αιώνιας ζωής στην πρώτη περίπτωση, στο όνομα της αταξικής κοινωνίας στη δεύτερη. Έτσι προκύπτει η «ανάγκη» να φυλακίζονται και να εκτελούνται οι διαφωνούντες στο όνομα μιας μελλοντικής ευτυχίας που αγνοούν αλλά για την οποία πρέπει να τους πείσουμε. Η αρμονία μέσω της βίας: να τι μας τσαμπουνάνε χριστιανοί και κομμουνιστές.
Μόλις αφήσαμε πίσω μας αιματηρά καθεστώτα που προσπαθώντας να δημιουργήσουν αδελφοσύνη ανάμεσα στους λαούς εξαπέλυσαν μαζική τρομοκρατία. Για να ενώσεις τους ανθρώπους, πρέπει να αποκλείσεις μερικούς: τους δύσπιστους, τους σχισματικούς, τους εκμεταλλευτές... Και στις δύο περιπτώσεις συναντάμε την εγκληματική καλοσύνη του ιεροεξεταστή, του σταυροφόρου, του πολιτικού κομισάριου, του γνώστη της μοναδικής, «αντικειμενικής» αλήθειας. Αδελφότητα ή θάνατος: το σύνθημα είχε μεγάλη απήχηση κατά τη γαλλική επανάσταση με τα γνωστά αποτελέσματα – την τρομοκρατία του Ροβεσπιέρου. Αρχίζουμε με την επίκληση του ευαγγελίου: «Οι πρώτοι μαθητές του Σωτήρος ήταν αδελφοί, ίσοι και ελεύθεροι», έλεγε το 1791 ο αββάς Λαμουρέτ, αλλά, το 1793-4 οι μεν έστειλαν τους δε στην αγχόνη με την κατηγορία της προδοσίας. Ο κομμουνισμός στη σοβιετική, μαοϊκή, καστρική και πολποτική μορφή, εξολόθρευε τους συντρόφους και τους συνοδοιπόρους όταν παρέκκλιναν –αλλά κι όταν δεν παρέκκλιναν- από την απόλυτη πίστη στην Επανάσταση και στον Σοσιαλισμό. Το υπέροχο ιδεώδες της πίστης στον θεό ή στον Λένιν απαιτούσε την απομάκρυνση των φθοροποιών στοιχείων που εμπόδιζαν την πραγματοποίηση του παραδείσου. «Ω, εσείς που είστε αδελφοί μου μπροστά στον κοινό εχθρό,» έλεγε ο μεγάλος σταλινικός ποιητής Πολ Ελυάρ – το ότι μπορεί κανείς να είναι «μεγάλος» και «ποιητής» και «σταλινικός» αποτελεί ένα από τα παράδοξα του 20ού αιώνα... Αν αναλύσει κανείς τους λόγους των απολογητών της αδελφοσύνης, θα δει ότι είναι γεμάτοι χολή και μίσος – δεν αγαπούν κανέναν∙ αντιθέτως, ξερνούν πάνω σε ανθρώπους και θεσμούς. Τα λόγια δεν μπορούν να περιγράψουν τα εγκλήματα που εμπνέει η «αγάπη» για την ανθρωπότητα «γενικά», όταν αυτή δεν απευθύνεται στον κάθε άνθρωπο χωριστά. Οι τελευταίοι κομμουνιστές διανοούμενοι στην Ευρώπη, ο Αλαίν Μπαντιού και ο Σλάβοζ Ζίζεκ μεταξύ άλλων, παραπέμπουν στον απόστολο Παύλο, στον χριστιανισμό και στη δύναμη της αγάπης να μεταμορφώνει. Ι rest my case...
Μολονότι η ρητορική των καλών προθέσεων μοιάζει κατακουρελιασμένη, επαναλαμβάνεται διαρκώς: η δυστυχία κάποιων δεν έχει σημασία αν διευκολύνει τη βασιλεία των ουρανών ή την επανάσταση. Η εχθρότητα είναι ευκολότερη από τη συνεννόηση: ο «λαός» γίνεται εύκολα μια φανατισμένη στρατιά κατ’ εικόνα του θεού των χριστιανών, ο οποίος, παρότι «αγαπά τους πράους και τους επιεικείς», προκάλεσε τις τρομακτικές σφαγές που προκάλεσε∙ κατ’ εικόνα των «επαναστατών» ηγετών του που καταφέρονται εναντίον των «εχθρών του λαού».
Στην εποχή της νεοτερικότητας υπήρξαν δυο συστήματα τυραννίας που ξεπατίκωσαν το χριστιανικό πρότυπο: ο εθνικοσοσιαλισμός που βασίστηκε στο μίσος και ο κομμουνισμός που βασίστηκε στην αγάπη. Ο δεύτερος απορρίπτεται δυσκολότερα εξαιτίας τόσο της ευγένειας των ιδανικών του όσο και εξαιτίας των πολλαπλών του εκδοχών μερικές από τις οποίες απομακρύνονται από τον ολοκληρωτισμό. Το ναζιστικό πρόγραμμα βασιζόταν στο μίσος εναντίον των Εβραίων (και των «κατωτέρων φυλών») τους οποίους υποσχόταν να εξοντώσει∙ το κομμουνιστικό πρόγραμμα υποσχόταν τη χειραφέτηση της ανθρωπότητας μέσω του προλεταριάτου. Οι ναζί μιλούσαν τη γλώσσα του δημίου, της «ανώτερης φυλής», οι κομμουνιστές τη γλώσσα του θύματος, των ταπεινών της γης. Αλλά, για να επέλθει δικαιοσύνη στον κόσμο, ήταν απαραίτητη η εξαφάνιση πολλών κοινωνικών ομάδων που αντιτίθεντο στην κυριαρχία του προλεταριάτου και του κόμματος: αστοί, κουλάκοι, προδότες του λαού, ιμπεριαλιστές, χάρτινοι διανοούμενοι, λούμπεν... Το μεγαλείο της επιχείρησης η οποία εκτυλισσόταν στο όνομα της πάσχουσας ανθρωπότητας, νομιμοποιούσε την κτηνωδία των μεθόδων. Ο κομμουνισμός ήταν η αναπαράσταση του χριστιανισμού στην εποχή της βιομηχανικής επανάστασης. Τρεις αιώνες αργότερα παραμένει απαράλλακτος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου