Πηγή: ΣΟΛΩΝ
Η φύση αποτελούσε για όλους τους οργανισμούς της ένα ρυθμιστικό οικολογικό όριο. Το όριο αυτό δεν ήταν απαλλαγμένο από οδύνη ή προβλήματα. Ο άνθρωπος και η κοινωνία του - η ανθρωπότητα - έσπασαν τον οικολογικό δεσμό και την απόλυτη ισχύ αυτού του ορίου. Η υπέρβαση του ορίου έγινε μόνο μερικά.
Έτσι γεννήθηκε η τεχνολογία, η οικονομία και η πολιτική διακυβέρνηση. Η υπέρβαση όμως του ορίου όχι μόνο δεν ήταν βαθιά κι ολοκληρωμένη αλλά - πέρα από το τίμημα που επέφερε - αποτέλεσε ένα πεδίο μίμησης της φύσης, των κανόνων και των επιλογών της.
Το τίμημα ήταν βαρύ: από όλες αυτές οι στρεβλώσεις του ψυχισμού μας έως την ιστορία του πολιτισμού. Νέες και τιτανικές μορφές βαρβαρότητας και κακοήθειας είδαν το φως. Ένας γιγαντιαίος κόσμος αυταπάτης πήρε μορφή ως πλανητικός ένοικος. Η εργασία μισήθηκε κι έγινε επίγεια κόλαση. Το φαντασιοκόπημα αποθεώθηκε. Τα εργαλεία έλυσαν προβλήματα και δημιούργησαν νέα. Ένας νέος τραγικός κύκλος ξεκίνησε για την ανθρώπινη φύση και το περιβάλλον.
Ταυτόχρονα είδαμε εξαιρετικές προσωπικότητες σε ήθος, συνειδητότητα και δημιουργικότητα να προβάλλουν μαζί με σημαντικούς πολιτισμούς. Ο κύκλος διερεύνησης του νοήματος της ζωής όπως και των πόρων εξέλιξης της μεγάλωσαν αρκετά. Δεν θα μείνουμε όμως άλλο στο τίμημα και το όφελος. Θα δούμε ωστόσο κάποια σημεία που υποδηλώνουν μέρος της φύσης και τον μηχανισμό της.
Η γέννηση της σύγχρονης οικονομικής θεωρίας και επιστήμης
Κεντρική θέση στην νεωτερική εξέλιξη της οικονομικής θεωρίας κατέχει η θεωρία του Γάλλου ιατροφιλοσόφου ιδρυτή της σχολής των φυσιοκρατών Φρανσουά Κενέ François Quesnay) την οποία διατύπωσε για πρώτη φορά σε ηλικία 62 ετών. Θεωρείται επίσης ότι είναι εκείνος που ανήγαγε την πολιτική οικονομία σε επιστήμη.
Ο Γερμανός φιλόσοφος Καρλ Μαρξ (Karl Heinrich Marx 1818- 1883)τον ονόμασε πατέρα της πολιτικής οικονομίας. Αυτή του η θεωρία αποτελεί τον μυητικό ερεθισμό του Σκωτσέζου οικονομολόγου και ηθικού φιλόσοφου Άνταμ Σμιθ (Adam Smith, 1723 - 1790) που τον ώθησε στο να ασχοληθεί επίπονα με την συγγραφή του διάσημου έργου του με τίτλο «έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών». Ο Φρανσουά Κενέ, προσομοίωσε τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς και του κύκλου παραγωγής και κατανάλωσης, προσφοράς και ζήτησης με την οργανική κυκλοφορία του αίματος. Στο έργο του “Οικονομικοί Πίνακες” (1758) δίνοντας προτεραιότητα και έμφαση στην εμπράγματη οικονομική δραστηριότητα και στην παραγωγή προϊόντος, ενώ ανέδειξε την έννοια της ισορροπίας και διείσδυσε στην έννοια του κεφαλαίου. Αποτέλεσε τον καταλύτη για την μετεξέλιξη της οικονομικής θεωρίας από τον Άνταμ Σμιθ.
Ο Φρανσουά Κενέ, επαγγελματίας χειρούργος, και συγγραφέας ιατρικών συγγραμμάτων με τα οποία ανέτρεψε αντιλήψεις μεγάλων χειρουργών της εποχής του, και ιδρυτή της Ακαδημίας των Επιστημών, παρομοίασε τον κύκλο της αγοράς με την κυκλοφορία και τον ρόλο του αίματος στον οργανισμό. Από αυτήν την οργανική ματιά μπορούμε να πούμε πως ο βαμπιρισμός - η αφαίμαξη κατά ιδιαίτερη έννοια – αποτελεί τον εύστοχο χαρακτηρισμό πολλών φαινομένων στρέβλωσης του οικονομικού συστήματος καθώς είναι μια «νεοπλασία» που πρέπει να αντιμετωπισθεί. Στην αντιμετώπιση αυτή του συστήματος θα συμφωνούσε και ο Άνταμ Σμιθ.
Από μια άλλη οπτική γωνία όμως οφείλουμε να δούμε το ανθρωπολογικό βάθος μιας τέτοιας παθογένειας. Όπως ο Φρανσουά Κενέ οικοδόμησε ένα οικονομικό μοντέλο εμπνευσμένος από παρατηρούμενα οργανικά λειτουργικά μοντέλα της Ιατρικής και της Φυσιολογίας έτσι και εμείς καλούμαστε να ανιχνεύσουμε κοινότητες στοιχείων:
1.μεταξύ τομέων και εξελίξεων φαινομενικά άσχετων,
2.στην σχέση μεταξύ της θέσμισης του οικονομικού συστήματος και της φύσης.
Στην ίδια την φύση δεσπόζει ο τροφικός ανταγωνισμός και η τροφική πυραμίδα. Αυτό το ανταγωνιστικό μοντέλο έχει συμπεριληφθεί ενστικτωδώς και εσκεμμένα και στα ψυχολογικά μας πρότυπα όπως και στο μοντέλο της κοινωνικής μας οργάνωσης μ’ όλες τις Δαρβίνειες παραμέτρους.
Ο κανονιστικός ρόλος της στενότητας στην φύση και στην οικονομία
Παράλληλα όμως μπορούμε να δούμε τον κανονιστικό ρόλο της στενότητας ως κοινό στοιχείο τόσο στην φύση όσο και στην οικονομική οργάνωση. Η στενότητα στην οικονομία αφορά τόσο την δυνατότητα παραγωγής και την ποσότητα των παραγωγικών συντελεστών, όσο και την αντιστοιχούσα συμβολική μορφή συναλλακτικής αξίας - το χρήμα - και φυσικά την κτητική ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής και των προϊόντων, την ιδιοκτησία του πλούτου.
Κατά παράξενο τρόπο η οικονομική θεωρία – έτσι όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι σήμερα - υιοθετεί την άποψη περί απείρων αναγκών και συνεπώς την σύγκρουση του ανθρώπινου παράγοντα με την φέρουσα ικανότητα του συστήματος. Αυτή η προσέγγιση έχει και είχε δραματικές συνέπειες όπως θα δούμε. καθώς δεν γίνεται διάκριση μεταξύ αναγκών και επιθυμιών. Η σύγκρουση των άπειρων αναγκών του ανθρώπινου παράγοντα με την φέρουσα ικανότητα του συστήματος δεν διερευνάται από την οικονομική θεωρία στα αίτιά της στοχεύοντας στην θεραπεία της αλλά αντιθέτως πατρονάρεται με στόχο να γίνει ο ανθρώπινος παράγων δέσμιος σε μια αέναη συστημική «φαντασιακή θέσμιση».[1 ]
Φωτό:Wikimedia
Την ίδια όμως ώρα που ο άνθρωπος κυριαρχείται από ένα ψευδεπίγραφο «άπειρο» υφίσταται υποκειμενικά μια διπλή στενότητα:
1. Η αντικειμενική παραγωγική στενότητα της φύσης και του ανθρώπου και
2. Η επινοημένη στενότητα του διαμεσολαβητικού και ρυθμιστικού συμβόλου: του χρήματος. Αυτή η διαμεσολαβητική στενότητα εφελκύει μια εξουσιαστική αρμοδιότητα στην παραγωγή και την κυκλοφορία του μέσου.
Εδώ αρχίζει η ιστορία και ο ρόλος του κεφαλαίου ως δεσμωτηρίου της κοινωνικής υπόστασης των ανθρώπων.
Η κόλαση γίνεται πιο φριχτή όσο οι ανάγκες και οι επιθυμίες θεριεύουν με λίγους να απολαμβάνουν την εξουσιαστική εύνοια και να δεσμεύουν με την υπόσχεση, την συνήθεια και το εργαλειακό μέρισμα στους υπόλοιπους. Σιγά-σιγά αυξήθηκε το εργαλειακό μέρισμα και φτάσαμε στην εποχή μας όπου και πάλι δεν λείπουν οι απολύτως εξαθλιωμένοι πληθυσμοί.
Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι συχνά το όποιο εργαλειακό μέρισμα απαίτησε συχνά ένα τιτανικό εκβαρβαρισμό της κοινωνικής υπόστασης όπως έγινε με τον θεσμό της δουλείας που θεωρητικά μόνο εξαφανίσθηκε πλήρως στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Στο «άπειρο των επιθυμιών» διαβλέπουμε την κυριαρχία του φαντασιακού. Την «διέγερση» του φαντασιακού επιχειρεί και η διαφήμιση εν μέσω πάντα της στενότητας και της εξουσίας μέσου. Το ενδιαφέρον με την διαφήμιση βρίσκεται στο ότι το φαντασιακό - δηλαδή το ελευθεριακό μας πεδίο - μας καθιστά περισσότερο δέσμιους στο κυνήγι των πόρων και των προϊόντων και στην αρμοδιότητα της στενότητας του μέσου και της κανονιστικής εξουσίας. Αυτό είναι το τίμημα της αλλοτρίωσης και της αυταπάτης όπως και της απέραντης κυριαρχίας του «Μύθου της Μηχανής» που περιέγραψε εκτενώς ο Λιούις Μάμφορντ (1895 – 1990) στο ομώνυμο βιβλίο του.
Κάποιοι - που παρεμβαίνουν και θεσμοδοτικά - έχουν καταφέρει όχι μόνο να παγιώνουν την δημόσια στενότητα του μέσου αλλά και να την μοχλεύσουν κερδοσκοπικά, ενώ παράλληλα ιδιωτικοποιούν εργαλειακά μια έμμεση αφθονία επί της στενότητας.
Η φαντασία και η επιθυμία σε έξω οικονομικούς παράγοντες σκέψης
Ας δούμε τώρα τις αναλογίες αυτής της παθογένειας με τα διακηρυκτικά διακυβεύματα άλλων τομέων. Ο κυριότερος θεωρητικός του υπερρεαλισμού Αντρέ Μπρετόν σίγουρα δεν θα συμπαθούσε όχι μόνο τον «σοβιετικό ρεαλισμό», αλλά και τους «χαρτογιακάδες του καπιταλισμού του Σ. Ράιτ Μίλς, (C.Wright Mills, 1916-1962) του κύριου εκπροσώπου της ριζοσπαστικής φιλελεύθερης σχολής των ΗΠΑ αλλά και την «θεωρία της αργόσχολης τάξης» του Θορστάϊν Βέμπλεν (Veblen Thorstein) όπως και την «κοινωνία του θεάματος» του Γκυ Ντεμπόρ (Guy Ernest Debord, 1931 – 1994) του ιδρυτή των κινημάτων «Λεττριστική Διεθνής» («Lettrist International») και «Καταστασιακή Διεθνής» («Situationist International»). Το ελευθεριακό του αίτημα για την υπερ - ρεαλιστική φαντασία δεν θα είχε αυτούς τους αποδέκτες.
Όμως οι αιτιώδεις συνάφειες συχνά μας εκπλήσσουν. Σίγουρα οι θεωρίες παιγνιοποίησης και παιγνιακότητας του όντος από τον Μάρτιν Χάιντεγκερ Μάρτιν Χάιντεγκερ (Martin Heidegger, 1889 - 1976) - και πριν απ’ αυτόν ως τον καθ’ ημάς Κώστα Αξελό (1924-2010) και μετά απ’ αυτό - σίγουρα δεν συμπεριλαμβάνουν την αυξανόμενη παιγνιοποίηση της οικονομίας και των αγορών. Ακόμη και η πλέον αρμόδια λογικοποιημένη θεωρία των παιγνίων του Τζων Φορμπς Νας (John Forbes Nash Jr. 1928 - ) δεν είχε τόσο αποκλειστούς αποδέκτες τους οικονομικούς παράγοντες.
Εκείνο που διαπιστώνουμε από τον διαφημιστή και «πατέρα των δημοσίων σχέσεων» Edward Bernays, ανηψιό του Σύγκνουμ Φρόυντ, «θεμελιωτή της θεωρίας σύμφωνα με την οποία μπορεί κανείς να πείσει τις μάζες για οτιδήποτε, βασιζόμενος όχι στον ορθό λόγο, αλλά στην επιδέξια αξιοποίηση του υποσυνείδητου και των ενορμήσεων»[ ] - και πριν απ’ αυτόν μέχρι τις μέρες μας - είναι ο κυρίαρχος ρόλος της επιθυμίας και της φαντασίας στην δημιουργία της οικονομικής εξουσίας. Όχι μόνο έχει συνειδητοποιηθεί από αρκετούς αλλά έχει «αξιοποιηθεί» συστηματικά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο δεσμωτήριό μας η «οικονομία και η αγορά» είναι περισσότερο από κάθε τι άλλο φτιαγμένη με τα υλικά της φαντασίας και της επιθυμίας. Είναι συνέπεια της αυταπάτης και της αλλοτρίωσης στο φαντασιακό πεδίο το ίδιο δεσμωτικά όσο δεσμωτικός είναι και ο Σαδισμός τον οποίο συμπεριλαμβάνει ο Μπρετόν ως εκδοχή του υπέρ-ρεαλισμού και του σύγχρονου φανταστικού με το πραγματικό.
Όπως θα ‘λεγε τόσο ο Φρίντριχ Ένγκελς (Friedrich Engels, 1820- 1895) όσο και ο Τζων Κέυνς(John Maynard Keynes,1883 - 1946)καμία σκέψη και δημιουργία δεν είναι άμοιρη συνεπειών και συχνά οι απόμακρες επιπτώσεις τους μας εκπλήσσουν πολύ περισσότερο.
Διαχείριση της επινοημένης στενότητας και οικονομικός βαμπιρισμός
Ας μείνουμε όμως στο αφετηριακό σημείο μας που είναι η διαπίστωση μιας επινοημένης στενότητας μέσα στην άπειρη επιθυμία για εξουσιαστική μόχλευση αυτής της στενότητας. Η επιθυμία για να ικανοποιηθεί πρέπει να στραφεί στον βαμπιρισμό ή στον παρασιτισμό των εμπράγματων σχέσεων. Έτσι το φαντασιακό στην οικονομία γίνεται κυρίαρχο.
Η ίδια η ανθρωπότητα λειτούργησε με βαμπιρισμό απέναντι στην φύση. Ευτυχώς όμως όχι μόνο με βαμπιρισμό. Το περιβάλλον έχει δεχτεί τόσο λεπτοφυείς όσο και πιο χειροπιαστές θετικές επιδράσεις. Η βία υπήρξε και είναι ακόμη ένας βασικός άξονας σχέσεων τόσο στην φύση όσο και στην ανθρωπότητα, όπως η διαλεκτική σχέση της καταστροφής ή της αποικοδόμησης ή του θανάτου πάνω στην δημιουργία, την εξέλιξη και την ζωή. Δεν υπάρχει πιο ύπουλος εχθρός της ηθικής θεώρησης και εξέλιξης από την αφελή και απλοϊκή ηθικολογία που αποτελεί εξιδανίκευση της ιδιοτέλειας των επιθυμιών μας. Η εξέλιξή μας, χρωστάει πολύ περισσότερα στην μη πραγματοποίηση των επιθυμιών μας από όσα στην πραγματοποίησή τους και στους ανόητους εξωραϊσμούς τους.
Έχουμε αλλού αναλύσει την σχέση στενότητας, αφθονίας και ηθικού ή λειτουργικού κινδύνου. Οι κανόνες καθίστανται αναγκαίοι στην οικονομία για να μην καθίσταται δυνατή η ιδιωτικοποίηση της εξουσίας και η ιδιωτική κατάλυση έτσι της αγοράς και η ιδιοποίηση της εξουσίας από την επιθυμία. Σημειώνουμε - πριν μπούμε περισσότερο τεχνικά στον λαβύρινθο του παρασιτικού ή βαμπιριστικού καπιταλισμού - την ανάγκη να κατανοήσουμε το βάθος της συμμετοχής μας, της συνενοχής μας και της υπευθυνότητάς μας για την υφιστάμενη κατάσταση της κοινωνικής και οικονομικής υπόστασής μας. Δεν υπάρχει άλλοθι άγνοιας για τις συνέπειες της άγνοιας, της αυταπάτης και της επιθυμίας.
Από τον παραλληλισμό της περιγραφής της κυκλοφορίας του χρήματος με αυτήν του αίματος από τον Φρανσουά Κενέ, φτάσαμε στον «βαμπιριστικό ή παρασιτικό χαρακτήρα του καπιταλισμού» πράγμα σύμφωνο και με την θεωρία του Θορστάϊν Βέμπλεν περί «αργόσχολης τάξης» και διαφορετικό από το «αόρατο χέρι» [3] του Σκοτσέζου οικονομολόγου Άνταμ Σμιθ, αλλά ιστορικά και κριτικά σύμφωνο με την «Θεωρία των ηθικών συναισθημάτων» του ίδιου την οποία αγνοούν τόσο επιδεικτικά οι ψευδεπίγραφα λεγόμενοι θεωρητικοί του φιλελευθερισμού.
Περίγραμμα της άυλης οικονομίας και της στρέβλωσης των αγορών
Μπορούμε τώρα να δούμε τεχνικά τον χαρακτήρα του καπιταλισμού - σε συνάρτηση με την διαχεόμενη κρίση - με βάση την πρόσφατη κρίση που αποκαλύφθηκε το 2009.
1α. Η πλήρης κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» μαζί με την πλήρη διαχειριστική ενσωμάτωση της σοσιαλδημοκρατίας στην διακυβέρνηση άμβλυνε την στρατηγική ισχυρής ενσωμάτωσης των κοινωνικών θεσμών και της αγοράς στο καπιταλιστικό πάνθεο της οικονομίας της «αγοράς».
β. Η ανάπτυξη νέων ζωτικών χώρων και το νέο τεχνολογικό και καινοτομικό μέρισμα επέτρεψαν στις αναπτυγμένες οικονομίες να μπουν σε μια νέα οικονομία που:
i. στην Ε.Ε. και ιδιαίτερα στο Eurogroup εκφράσθηκε με την Συνθήκη Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ενώ
ii. στις ΗΠΑ -έστω και με δημιουργική λογιστική- με ισοσκελισμό και με ελάχιστο ή και καθόλου πληθωρισμό, με αποτέλεσμα τη δραματική μείωση της ανεργίας παράλληλα βέβαια με ζώνες φτώχειας.
γ. Μέσα από την μονοπολική οικονομία και την παγκοσμιοποίηση των αγορών η ανταγωνιστικότητα κυριάρχησε ακόμη περισσότερο και λειτούργησε με άξονα όχι μόνο την καινοτομία αλλά και το εργατικό κόστος.
Το αποτέλεσμα μέσα από την πλανητική και συστημική αναδιάρθρωση ήταν να υπάρξουν νέες εργασιακές και συναλλαγματικές ευκαιρίες για τις μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις οι οποίες μπήκαν παράλληλα σ’ ένα κυνήγι άντλησης νέων κεφαλαίων με διεύρυνση της χρηματιστηριακής βάσης και του ορίζοντα των χρηματιστηριακών προϊόντων όπως επίσης και σ’ ένα κυνήγι συγχωνεύσεων.
δ. Πάνω απ’ όλα όμως ο σχεδόν εξαφανισμένος πληθωρισμός εξελίχθηκε σε παγίδα μαζί με τις αλλεπάλληλες χρηματιστηριακές γενικές ή περιφερειακές κρίσεις καθώς η πίεση για μείωση των κεντρικών επιτοκίων στην αγορά χρημάτων και για νέα προϊόντα στις χρηματαγορές, επενδυτικά και χρηματιστηριακά λειτούργησαν που ως βαλβίδες κερδοσκοπίας. Έτσι έγινε συνήθεια το φθηνό και ομολογιακό χρήμα.
ε. Η αύξηση του ανταγωνισμού και η ταχύτητα της τεχνολογικής καινοτομίας καθιστούσαν βραχυχρόνια δύσκολη την άντληση υπεραξιών και κέρδους από την πραγματική οικονομία καθώς μάλιστα απαιτείτο συνεχής επενδυτική δέσμευση κεφαλαίων, περιορίζοντας έτσι τα οφέλη του φθηνού χρήματος.
στ. Το γεγονός ότι δεν υπήρχε κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο θεσμικών κεκτημένων στις χώρες των αναπτυγμένων οικονομιών αύξησε τις πιέσεις και την ενδοτικότητα για τα νέα κεφαλαιακά προϊόντα και τις νέες κεφαλαιακές αγορές.
2. Έτσι διαμορφώθηκε μια δυναμική ταχείας κεφαλαιακής επέκτασης τόσο από τις τάσεις των εταιρικών-επιχειρηματικών (των μετόχων και διοικήσεων) επιθυμιών και στρατηγικών, όσο και από μέρους ωρίμανσης των θεσμών και των συνθηκών.
α. Οι άυλες κερδοφορίες και υπεραξίες ωστόσο έπρεπε να διασυνδέονται και με στρατηγικές κυριαρχίας και κατεύθυνσης στην εμπράγματη οικονομία.
Αυτή η ανάγκη και η έκφραση κοινών επιθυμιών ικανοποιείτο από την παραγωγική και εμπορευματική πύκνωση τόσο σε τομείς όσο και σε γεωγραφικές ζώνες. Συμβολική μορφή είναι η περίπτωση του Ντουμπάϊ, ενώ άλλη χαρακτηριστική περίπτωση είναι το σκηνικό κερδοσκοπίας στις χρηματιστηριακές αγορές και τα προϊόντα τους για τα εμπορεύματα.
Παράλληλα, το νεοφιλελεύθερο Χιλιανό μοντέλο έβρισκε όλο και πιο πολλούς κήρυκες στην λογική των ιδιωτικοποιήσεων και των εργασιακών σχέσεων.
β. Η θέσμιση επιτρεπτότητας της επανεπένδυσης των παραγώγων και οι θεωρίες για διασκόρπιση και διασφάλιση ρίσκου μαζί με το φθηνό χρήμα και τις αβυσσαλέες νοοτροπίες κερδοσκοπίας που συνοδευόντουσαν από αδιαφάνεια και πρακτική απουσία ελέγχου και εποπτείας διόγκωσε την φυγή από την εμπράγματη οικονομία. Η φυγή από την εμπράγματη οικονομία λειτούργησε σ’ ένα επάλληλο πεδίο προσφοράς - ζήτησης ή αγοράς αποσυνδεδεμένο από ρεαλιστικούς χρόνους και συναλλαγές.
γ. Αναπτύχθηκαν όλο και πιο μεγάλες συγκεντρωτικές κεφαλαιακές κλίμακες που διεύρυναν το πελατολόγιό τους πάνω και σε κεφάλαια συλλογικοτήτων ενώ παράλληλα είχαν μεγαλύτερη κεφαλαιακή δυναμική κερδοσκοπίας στα κρατικά ομόλογα και τις συναλλαγματικές αξίες. Αυτές οι κεφαλαιακές κλίμακες δεν ήταν ικανές μόνο για αγοραίο βαμπιρισμό ή παρασιτισμό, όπως μέσω των επάλληλων αγορών, αλλά και για συστημικό βαμπιρισμό μέσω των αγορών και των ασφαλίσεων των κρατικών ομολόγων.
Ο συστημικός βαμπιρισμός συνδέεται με την κερδοσκοπία στην δημοσιονομική παραγωγή και κυκλοφορία του χρήματος και με την θεσμική και κεφαλαιακή αναδιάρθρωση της εμπράγματης οικονομίας που επιβάλλεται προσχηματικά αλλά και πραγματολογικά για λόγους ανταγωνιστικότητας και δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Ο αγοραίος βαμπιρισμός συνδέεται με τα χρονικά και άλλα παράλληλα και παράγωγα προϊόντα χρηματιστηριακά εμπορευματοποίησης συναλλαγών εμπράγματης προσφοράς και ζήτησης. Πρόκειται δηλαδή για ένα σύνθετο παράλληλο αποσυνδεδεμένο εμπόριο που ασκεί κερδοσκοπική πίεση εξομοίωσης στις εμπράγματες συνθήκες. Πρόκειται για αποσύνδεση χρηματιστηριακής (προσφοράς και ζήτησης) εμπορευματοποίησης της αγοράς
i) με παραγωγή επένδυση ή επανεπένδυση
ii) με ομολογιακές δομήσεις ή κατασκευές
iii) με πύκνωση των παράλληλων παράγωγων συναλλαγών
iv) με χρηματιστηριακή κερδοσκοπία και υπεράντληση ή καταχρηστική άντληση και χειραγώγηση κεφαλαίων και αξιών
Σε όλη αυτή την στρέβλωση πυρηνική θέση έχει η πυραμίδα που έχει ως βάση της το τρίγωνο που σχηματίζουν η παραγωγική και εμπορευματική πύκνωση (πχ περίπτωση Ντουμπάϊ και κατασκευαστικός τομέας) με την ομολογιακή δόμηση και όπου συμμετέχουν επενδυτικά και συλλογικότητες (π.χ. ασφαλιστικά ταμεία) και τα χρηματιστήρια και με την χρηματιστηριακή κερδοσκοπία.
Πυραμίδα συμμετοχικής και θεσμικής εκτροπής της Αγοράς
Η κορυφή της πυραμίδας του παρασιτικού καπιταλισμού είναι οι πολύ μεγάλες κεφαλαιακές επενδυτικές και χρηματοπιστωτικές συγκεντρώσεις ή κλίμακες. Αυτή την πυραμίδα την ονομάζουμε «πυραμίδα συμμετοχικής και θεσμικής εκτροπής της Αγοράς και του Αόρατου Χεριού». Είναι η δυναμική που - όλο και πιο πολύ - καθιστά δαιμονικό το αόρατο χέρι. [1] Είναι η οικονομία κλίμακας της κακοήθειας που εξουδετερώνει τον «αγαθό δαίμονα» του Άνταμ Σμιθ. Είναι η συμμετοχική πυραμίδα του καπιταλιστικού ολοκληρωτισμού και του ανάρμοστου «φονταμενταλισμού» των αγορών, της εταιρικότητας και της ιδιωτικότητας.
Η πυραμίδα συμμετοχικής και θεσμικής εκτροπής της Αγοράς και του Αόρατου Χεριού λειτουργεί ως εκβιασμός στα κράτη και τα αναγκάζει να λειτουργούν όχι μόνο ως «εγγυητές του ρίσκου της κερδοσκοπίας», αλλά και ως διασώστες ή Άτλαντες των κρίσεων και των χρεών του μεγάλου ιδιωτικού τομέα! Θεμελιώδη συνεργατικό σε αυτό ρόλο διαδραματίζει το αδιαφανές, ανεξέλεγκτο, ολιγοπωλιακό και συνεταιρικό πλαίσιο των «Αξιολογητικών Εταιρειών-Φορέων»[2] . Ο ρόλος των ΜΜΕ και της ακαδημαϊκής «οικονομικής επιστήμης» είναι επίσης συνεργός μαζί με τους πολιτικούς και το μικρό επενδυτικό κοινό. Έτσι καθίσταται περίπου ως αναπόφευκτη φυσική πραγματικότητα και νομοτέλεια η οποία τερατώδης εξέλιξη.
Δυστυχώς όμως και μετά την μεγάλη παγκόσμια οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008 δεν βγήκαν ολοκληρωμένα συμπεράσματα, δεν τιμωρήθηκαν οι πραγματικοί ένοχοι αλλά οι «λαοί» και τα κράτη και δεν θεσπίστηκαν μέχρι σήμερα τα αναγκαία προληπτικά μέτρα.
Οι «αντικειμενικοί γνώστες», οι αξιολογητικοί οίκοι παρέμειναν στον θρόνο τους παρ’ ότι πριμοδοτούσαν τόσο τα τοξικά προϊόντα όσο και συγκεκριμένες χρεωκοπημένες επιχειρήσεις. Η τοξική φούσκα μέσα από το φθηνό χρήμα λειτούργησε ως «ιδιωτικοποιημένη πληθωριστικοποίηση» του δημοσιονομικού μη πληθωρισμού. Στην συνέχεια μέσω της «κοινωνικοποίησης των ζημιών» δημιουργήθηκε η δημοσιονομική φούσκα και οι συνθήκες αναγκαστικού αποπληθωρισμού της εμπράγματης οικονομίας - εν ονόματι μιας ασφαλιστικής κρίσης και μιας αναμενόμενης ανάπτυξης και αναθέρμανσης της ανταγωνιστικότητας - με λιτότητα και αύξηση της παραγωγικότητας ή κυρίως μείωσης του εργατικού κόστους.
Παράλληλα βέβαια έχουν αναπτυχθεί καταλυτικά το «πολυμορφικό» μπούμερανγκ του υπέρ-καπιταλισμού: η Κίνα και οι παραγωγικά και ανταγωνιστικά αναδυόμενες δυνάμεις, μαζί με την περιβαλλοντική κρίση και με τον ανταγωνιστικό και καταναλωτικό ανελαστικό κορεσμό των αναπτυγμένων οικονομιών. Οι παράγοντες αυτοί ετοιμάζουν νέους ορίζοντες τραγικών εξελίξεων και αναδιαρθρώσεων παρ’ όλες τις «παυσίπονες υποσχέσεις» δημοσιονομικών, ασφαλιστικών και αναπτυξιακών ανασυγκροτήσεων βραχείας διάρκειας. Κάποιοι όμως - και δυστυχώς είναι πολλοί και συνήθως ισχυροί - είναι μανιακοί και ανεπίδεκτοι μάθησης.
Κευνσιανισμός στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον
Η πύκνωση των εμπράγματων, των επάλληλων και των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών λειτούργησε περίπου - για να θυμηθούμε τη χρήση όρων ιατρικής του Γάλλου ιατροφιλοσόφου ιδρυτή της σχολής των φυσιοκρατών Φρανσουά Κενέ (François Quesnay) - ως μαζική πνευμονική εμβολή. Γι’ αυτό και υπήρξαν τεράστιες και μετακυλιστικές «ενέσεις ρευστότητας». Πιθανώς όμως φαίνεται πώς βρισκόμαστε δυστυχώς μπροστά σ’ ένα αναπτυσσόμενο πολυοργανικό κραχ, σε μια πολυοργανική κρίση που οδηγείται σε οργανική ύφεση. Ίσως περάσαμε τη φάση σαγματικής [3] ή άλλης ευστάθειας και βαδίζουμε σε περιοχή καταστροφής.
Στην προηγούμενη μεγάλη κρίση που έπληξε την ανθρωπότητα υπήρξε μια νέα «Θεωρία Οικονομικής Πολιτικής Ανάπτυξης και Απασχόλησης». Ήταν η θεωρία του Τζων Κέυνς (John Maynard Keynes,1883 - 1946). Παρόλα αυτά χρειάσθηκαν οι συνθήκες έκτακτης ανάγκης του Παγκοσμίου Πολέμου και της ανασυγκρότησης για να ξεπεραστεί η κρίση.
Σήμερα δυστυχώς ο Κευνσιανισμός λειτουργεί για τις μεγάλες συγκεντρώσεις κεφαλαίου σε δύο φάσεις:
1η φάση. Με το φθηνό χρήμα και την θέσμιση της φαντασιώδους επάλληλης αγοράς και
2η φάση. Με τα σχέδια διάσωσης και τις ενέσεις ρευστότητας που σε μεγάλο βαθμό ακόμη παραμένουν μέσα στον αλληλόχρεο και κερδοσκοπικό ορίζοντα της εικονικής οικονομίας.
Μετά από την μετακύλιση των ζημιών στο δημοσιονομικό τομέα, ο κοινωνικός κευνσιανισμός κατέστη απαγορευμένος. Ποια όμως ήταν η καινοτομία του Κέυνς;
Ο Κέυνς απαντούσε στο φόβο της ύφεσης και όχι του πληθωρισμού, στο φόβο της ανεργίας και όχι του εργασιακού κόστους και της ανταγωνιστικότητας. Ο Κέυνς τραυμάτισε τον Γόρδιο Δεσμό της επιβολής των αγορών στην στενότητα του χρήματος και συνεπώς στις κυβερνήσεις, τα κράτη και τις οικονομίες. Δεν έκοψε αυτό τον δεσμό. Στο μέλλον πρέπει να το κόψουμε ώστε μαζί με μια νέα σεισάχθεια να περάσουμε από την αλληλόχρεη εξουθενωτικά καταστροφική οικονομία στην υποστηρικτική και ποιοτική. [4]
Ειδικά τώρα πια δεν πρέπει να ξεχάσουμε πως χώρες που κάποτε θεωρούταν αναπτυξιακά πρότυπα όπως η Ιρλανδία χρεοκόπησαν, η πως χώρες καπιταλιστικά ιδανικές όπως η Γερμανία βρίσκονται σε δύσκολα κοινωνικά όρια (από την περιορισμένη ατομική επένδυση στον χρηματηστηριακό τυχοδιωκτισμό) ή πως παράδεισοι όπως το Ντουμπάϊ κατέρρευσαν.
Ίσως παρόλη την πολυμορφική - ακόμη και ενδοτομειακά - ανθρωπογεωγραφική ειδίκευση, η παγκοσμιοποιημένη αγορά στο τέλος θα διαλύσει τα κέντρα της. Η Ισλανδία ως χώρα τράπεζα των υψηλών καταθετικών αποδόσεων κατέρρευσε, όμως και η Ελβετία των «αδιαφανώς ασφαλών αποδόσεων» σε μια επόμενη κρίση μπορεί να τραυματιστεί σοβαρά.
Η μεγάλη κρίση του 21ου αιώνα μόλις άρχισε. Άρχισε αμέσως μετά από την υπόσχεση μιας παγκοσμιοποιημένης Μπελ επόκ. Μας βρίσκει βυθισμένους στο εικονικό, τεχνολογικό και καταναλωτικό εαυτό μέσα στην μεταμοντέρνα κοινωνία του θεάματος, με απελευθερωμένες τις επιθυμίες μας. Πόσο θα αντέξουμε στην διάρκεια και την επαναφόρτιση της κρίσης που μόλις άρχισε και στις αντίθετες απαιτήσεις της πλανητικής περιβαλλοντικής κρίσης;
_____________________
Αναφορές:
[1] Σμιθ Άνταμς, Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών, «Κάθε άτομο αναγκαστικά εργάζεται για να καταστήσει τα ετήσια έσοδα της κοινωνίας όσο περισσότερα μπορεί. Γενικά δεν επιδιώκει να προωθήσει το κοινό συμφέρον, ούτε γνωρίζει πόσο πολύ το προάγει... Προτιμώντας την υποστήριξη της δικής του εργατικότητας παρά της ξένης, επιδιώκει μονάχα την δική του ασφάλεια' και κατευθύνοντας αυτή την εργατικότητα κατά τέτοιο τρόπο ώστε το προϊόν της να έχει την μεγαλύτερη δυνατή αξία, επιδιώκει μονάχα το δικό του συμφέρον, και σε αυτήν όπως και άλλες περιπτώσεις, καθοδηγείται από ένα αόρατο χέρι να επιδιώξει έναν σκοπό που δεν αποτελούσε μέρος των προθέσεων του. Επιδιώκοντας το δικό του συμφέρον συχνά προωθεί αυτό της κοινωνίας πιο αποτελεσματικά απ' ότι όταν πραγματικά επιδιώκει να το προωθήσει».
[2] Να αξιολογήσουμε τους αξιολογητές, Σόλων, 20 Ιανουαρίου 2009
[3] Όρος που χρησιμοποιείται στη θεωρία καταστροφών για για την κατανόηση του χρονικού σημείου εξέλιξης μιας κατάστασης, μιας μετοχής, ενός κοινωνικού φαινομένου κλπ. Για την κατανόηση αυτή χρησιμοποιούνται εκτενώς τα διαγράμματα Sigma Band. Για παράδειγμα οι οικονομολόγοι ανάλυσης ρίσκου μέσα από τα διαγράμματα Sigma Band που χρησιμοποιούν, μπορούν να καταλάβουν πότε μια αγορά είναι υπερπουλημένη ή υπεραγορασμένη και να μελετούν την απόσταση που έχει η αγορά από την ονομαστική της αξία (nominal value), να μετρήσουν τη διαφορά που έχει η τρέχουσα τιμής της αγοράς από αυτά. Έτσι δημιουργείται μια στατική χρονική ακολουθία (time series) που βασίζεται στη θεωρία των πιθανοτήτων του Gauss.
[4] Αλληλόχρεη, ανταγωνιστική και υποστηρικτική οικονομία, Σόλων, 31 Δεκεμβρίου 2009
10 Μαΐου 2010
Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας
Μέλος της γραμματείας της ΜΚΟ Σόλων
ioanniszisis@solon.org.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου