Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

Η Ιστορία της Υλιστικής Φιλοσοφίας με λίγα λόγια (νεώτεροι χρόνοι)

Αναρτήθηκε από Άθεος

Στο προηγούμενο άρθρο είδαμε πώς γεννήθηκε η υλιστική ιδέα στην οποία ο άνθρωπος με θάρρος αναζήτησε την αλήθεια στη φύση, τους νόμους και κατάλαβε τις δυνατότητές του. Ο άνθρωπος του μεσαίωνα, έζησε το αιώνιο σκοτάδι μέσα στην πλατωνική του σπηλιά, αναγνωρίζοντας στο παπά της ενορίας του τον φυσικό, τον γιατρό, τον δικαστή και τον δάσκαλο στον οποίο εμπιστεύτηκε τα παιδιά του! Με γυρισμένη την πλάτη στο φως και την αλήθεια, αγνόησε τη φωτεινή πραγματικότητα για αιώνες. Όμως η αλήθεια δεν έσβησε στο διάβα των αιώνων, ούτε και με τον ανελέητο διωγμό που επέβαλαν οι εξουσιαστές του σκότους και της απάτης. Πάνω από χίλια χρόνια διήρκεσε ο διωγμός αυτός, χιλιάδες αναζητητές της αλήθειας οδηγήθηκαν στα κολαστήρια της ιερής εξέτασης και τα ικριώματα στα οποία έκαιγαν ανυπεράσπιστα τα θύματά τους και με ελαφρά την καρδία, οι βασανιστές του πνεύματος, διακήρυτταν ότι έκαναν το ιερό τους καθήκον. Από τα τέλη του 16ο αιώνα όμως ο άνθρωπος αποφάσισε να στρίψει πίσω και να αντιμετωπίσει την αλήθεια κατάματα, χωρίς τύψεις και φόβο, ανακαλύπτοντας τους νόμους που κινούσαν τις σκιές και θώπευαν τη λογική και τη συνείδησή του.
Ο «νέος άνθρωπος», με την πλατιά έννοια του όρου, συνεπαρμένος από τις νέες ανακαλύψεις της εποχής που μέρα με τη μέρα πια ανακαλύπτονται λυτρώνεται από το «προπατορικό αμάρτημα». Απεξαρτητοποιείται από το θεό και ζώντας τη φρενίτιδα των νέων επιστημονικών ανακαλύψεων φλέγεται από το πάθος του ορθολογισμού. Ζώντας την επιστημονική αναζήτηση, σαν μία πρωτόγνωρη συγκινησιακή εμπειρία, οι πνευματικοί του ορίζοντες μεγαλώνουν ακόμα πιο πολύ.


Μετά την ουμανιστική εποχή ο άνθρωπος νιώθει την ελευθερία λες και οι τοίχοι που για αιώνες περιόριζαν την οπτική του με πάταγο γκρεμίζονται, λούζοντας τους θαρραλέους του πνεύματος με άπλετο φως.
Το ελληνικό θαύμα, όπως το κατονόμασε ο Ρενάν αργότερα, ξεπρόβαλε από το λήθαργο του μεσαίωνα. Είναι σίγουρο, οι θρησκευτικές προκαταλήψεις που πολώνουν τη σκέψη του ανθρώπου, μπορούν να εξαφανιστούν μόνο με την εμπέδωση της υλιστικής φιλοσοφίας που, ο εμπειρισμός σαν αρχή, εξασφαλίζει την επιτυχία των νέων ανακαλύψεων και παρέχει την εγγύηση για το μέλλον του ανθρώπου.
Η κίνηση αποδείχτηκε ότι ήταν ιδιότητα της ύλης. Το θεϊκό «κινούν αίτιο» της αριστοτελικής φιλοσοφίας δέχτηκε θανάσιμο πλήγμα. Η ύλη είναι αιώνια. Η ηθική δεν έχει σαν πηγή το θεό και οι νόμοι δεν καθορίζονται από αυτόν. Ο θεός σαν δημιουργός ήταν περιττός και στην καλύτερη περίπτωση δεν υπήρχε.
Μα όλα αυτά ήταν γνωστά από την αρχαιότητα. Κάποιοι τα απέκρυψαν επιβάλλοντας στυγνό θεοκρατικό σύστημα. Η θρησκευτική και πολιτική εξουσία επέβαλε τη θέλησή της με τον πιο επαίσχυντο τρόπο: το βασανισμό και την καταδίκη σε θάνατο όσων αμφισβητούσαν την Απόλυτη Ιδέα των Γραφών. Όμως, να πώς το φως ξέσχισε τα ράσα της αποβλάκωσης φωτίζοντας τις σκοτεινιασμένες κόγχες του ανθρώπινου εγκέφαλου.


Το 1625 ο Πιέρ Γκασεντί (1592-1655) καταπιανόταν με την αστρονομία και την επικούρεια φιλοσοφία και οι υλιστικές ιδέες αναβιώνουν και πάλι. Εμπλουτίζονται με τον Τόμας Χομπς (1588-1679) που θεωρείται ο θεμελιωτής του μηχανιστικού υλισμού.
Όλα πια έχουν σχέση με την κίνηση της ύλης σύμφωνα με τους μηχανικούς νόμους. Στην προεπαναστατική Γαλλία οι φιλόσοφοι δημιουργούν τομές στην προϋπάρχουσα χριστιανική σκέψη. Η πραγματικότητα αποτελείται μόνο από ύλη, στηρίζοντας κάθε αντίληψη αποκλειστικά στη λογική και την εμπειρία. Αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής στον τρόπο της σκέψης ήταν η ραγδαία ανάπτυξη των φυσικών επιστημών τον επόμενο αιώνα. Ο άνθρωπος επιτέλους αφυπνίστηκε και κατάλαβε ότι έπρεπε να προσηλωθεί στην αγάπη του για τη φύση και τον άνθρωπο.
Παρακολουθώντας την εξέλιξη της Φιλοσοφικής σκέψης, μετά το 16ο αιώνα, παρατηρούμε ραγδαία εξάπλωση του Ντεϊσμού, των φυσικών θρησκειών και των πανθεϊστικών αντιλήψεων. Οι τελευταίες είναι νατουραλιστικές τάσεις που εμφανίστηκαν σαν αντίδραση στη θρησκευτική καθεστηκυία τάξη του μεσαίωνα, όταν εμφανίστηκε το ουμανιστικό κίνημα, στρέφοντας το βλέμμα του ανθρώπου από τον ουρανό στη φύση και τα ατομικά του προβλήματα. Κατάλαβε ότι είχε καθήκον απέναντι στον εαυτό του και την κοινωνία που είναι μέλος της. Απαλλάχτηκε από τα δεσμά της παράδοσης και της πρόληψης και αντιλήφθη τις υποχρεώσεις του προς τα δικαιώματα του ανθρώπου. Όμως η διάδοση της υλιστικής θεωρίας οφείλεται αποκλειστικά στην σαφήνεια και στην ενότητα της μηχανιστικής του αντίληψης. Κατάλαβε ότι η ανθρώπινη συνείδηση όχι μόνο εξαρτάται από τη λειτουργία του εγκεφάλου αλλά είναι και προϊόν της (Ντιντερώ 1713-1784, Λαμετρί 1709-1751). Ο άνθρωπος είναι μια μηχανή και η νόησή του μία λειτουργία του εγκεφάλου που διέπεται από φυσικούς νόμους (Χόλμπαχ 1723-1789).

Ο Πάουλ Χάινριχ Ντίτριχ γνωστός και σαν βαρόνος Χόλμπαχ (1723-1789) υποστήριξε το συστηματικό υλισμό και απορρίπτοντας κάθε μορφή θρησκείας έγινε εκπρόσωπος του αθεϊσμού. Ό,τι υπάρχει βρίσκεται μέσα στην φύση, έλεγε, οτιδήποτε αναφέρεται έξω από αυτήν είναι δημιούργημα της φαντασίας. Πίστευε ότι ολόκληρο το σύμπαν ήταν ένα σύνολο ύλης, κίνησης και απεριόριστης αλληλουχίας αιτίων και αιτιατών. Ώριμος αθεϊστής ο Χόλμπαχ, απορρίπτοντας τη μέλλουσα ζωή και τη θεία κρίση, πίστευε επίσης ότι ο άνθρωπος πρέπει να στρέφει τις προσπάθειές του για να κάνει ευκολότερη τη δική του ζωή και να ευτυχεί προσπαθώντας να φανεί αντάξιος της αγάπης των υπολοίπων.
Πράγματι, όπως είπαμε πιο πάνω, από την αρχαιότητα ακόμα, ο υλισμός, σαν κοινωνικό φαινόμενο και αλληλένδετος με τη δημοκρατία, αποτελούσε πάντα την προοδευτικότερη κίνηση στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Ο θεός την εποχή του διαφωτισμού, σαν Μονάδα και Διάνοια, εμψυχώνει τον κόσμο και γίνεται στήριγμα των ορθολογιστών. Δεν αρκεί όμως μόνον αυτή η πλευρά. Σαν αρχή του κόσμου επιβάλει την ηθική της. Ο θεός γίνεται ξανά ιδέα. Ιδέα του Αγαθού. Αιώνιος σαν τη Φύση και ηθικός όπως διακαώς επιθυμεί ο άνθρωπος. Ο θεός της νέας εποχής αυτοδημιουργείται και τελειοποιείται όπως η φύση. Η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου συντελεί στο τελικό πεπρωμένο. Το τελευταίο δεν είναι γεγραμμένο αλλά συντελείται από εμάς. Εμείς έχουμε την ευθύνη. Ο άνθρωπος απελευθερώνεται!
Οι θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις έδωσαν νέα ώθηση! Ο άνθρωπος επιτέλους κατάφερε να αντισταθεί στο ράσο. Αλλά εκεί όπου ο υλισμός έπεισε για την ανυπαρξία του θεού, η ηθική είχε και πάλι την τιμητική της. Χωρίς να υπάρχει αναγκαίος σύνδεσμος μεταξύ θρησκείας και ηθικής, γίνεται κατανοητό ότι οι άθεοι είναι εναρετώτεροι των πιστών γιατί «καθοδηγούνται» από μία συλλογική συνείδηση που την «επιβάλλουν» στην κοινωνία με την εκμάθηση και την εκπαίδευση, σαν χρέος και καθήκον του ανθρώπου, και όχι με κίνητρο την ανταμοιβή και τα εκβιαστικά διλήμματα που εφευρίσκει η θρησκεία.

Τη διαπίστωση αυτή είχε κάνει και ο Πιέρ Μπάυλ (1647-1706). Ήταν Γάλλος φιλόσοφος, πρώιμος εκπρόσωπος του Διαφωτισμού που με το έργο του «Ιστορικό και Κριτικό Λεξικό» άσκησε σημαντική επίδραση στον Βολτέρο, τον Ντιντερό και τον Φώερμπαχ. Επειδή πίστευε ότι η γνώση δεν μπορεί να θεωρηθεί αναμφίβολα αξιόπιστη, παρά μόνο πιθανή άρα και τα θρησκευτικά δόγματα δεν μπορούν να θεμελιωθούν ορθολογικά και γι’ αυτό υποστήριζε ότι την ηθική δεν πρέπει να την ταυτίζουμε με τη θρησκεία. «Η λαϊκή ηθική που ωθεί τον άθεο προς τον ενάρετο βίο» έλεγε «είναι τόσο αυστηρή, όσο και κάθε πειθαρχία θρησκευτικής έμπνευσης». Επίσης με παρρησία διακήρυττε ότι ο άθεος μπορεί να είναι ηθικός και έντιμος άνθρωπος. Ο άνθρωπος, έλεγε, γίνεται κατώτερος όχι με τον αθεϊσμό αλλά με τις δεισιδαιμονίες!
Έτσι είχαν τα πράγματα μέχρι την Γαλλική επανάσταση και το Διαφωτισμό που άλλαξε το νόημα του ανθρώπου, αλλάζοντας και τον ίδιο.

Κάτι έλλειπε όμως ακόμα. Ο μηχανιστικός υλισμός είχε ελλείψεις που ενοχλούσαν και δεν μπορούσε να αποδώσει στο μέγιστο την αλήθεια για τον κόσμο.
Πρώτο και κύριο εκείνοι οι μηχανιστικοί υλιστές ερμήνευαν τον κόσμο υλιστικά, όμως την πρώτη κίνηση την απέδιδαν ακόμα στο Θεό.
Ο Χέγκελ και ο Φώερμπαχ (μαζί με τον Καντ) εκπροσωπούν την κλασική γερμανική φιλοσοφία. Ανήκουν όμως και οι τρεις σε διαφορετικά φιλοσοφικά στρατόπεδα. Αυτοί που μας ενδιαφέρουν για την ώρα είναι οι δυο πρώτοι κυρίως, μέσω των οποίων ο Μαρξ και ο Ένγκελς θα διατυπώσουν τον διαλεκτικό υλισμό για να ξεπεράσουν και τα τελευταία εμπόδια.


Ο Τζωρτζ Χέγκελ (1770-1831) ήταν Γερμανός φιλόσοφος που εκπροσώπησε τον αντικειμενικό ιδεαλισμό και θεμελίωσε τη συστηματική θεωρία της διαλεκτικής. Η διαλεκτική είναι μια διαδικασία γίγνεσθαι. Αντικειμενικός ιδεαλιστής, ο Χέγκελ, θεωρούσε τον κόσμο και τα φαινόμενά του σαν μία Απόλυτη Ιδέα ή Παγκόσμιο Πνεύμα. Η φύση, η κοινωνία και η νόηση είναι η εξέλιξη του Παγκόσμιου Πνεύματος που στη θρησκεία παίρνει τη θέση του θεού. Κάτω από την οπτική αυτή, η ιδέα στον άνθρωπο, αποκτά συνείδηση, βούληση και προσωπικότητα και στη φύση πραγματώνεται σαν εσωτερική νομοτελειακή αναγκαιότητα.
Η μέγιστη συμβολή του Χέγκελ αναμφισβήτητα είναι η διαλεκτική στην οποία η ενότητα των αντιθέτων, σαν πολικές έννοιες αλληλοσυμπληρώνονται ή αλληλοαποκλείονται. Η αντίφαση αυτή είναι η κινητήριος δύναμη του πνεύματος, που σαν εσωτερικός παλμός, δημιουργεί τη διαδικασία ενός αδιάκοπου γίγνεσθαι (σταδιακή ανάπτυξη του πνεύματος). Η στρέβλωση ανάμεσα στον ιδεαλισμό και τη διαλεκτική δεν ξεπεράστηκε ποτέ από το μεγάλο Γερμανό φιλόσοφο, δημιουργώντας μία μεγαλειώδη αντίφαση που αναβίωσε αντεστραμμένη στο Μαρξισμό, όπου στη θέση του Απόλυτου Πνεύματος, ο θεμελιωτής του διαλεκτικού υλισμού, όπως θα δούμε πιο κάτω, τοποθέτησε τον υλικό κόσμο! Την αντίφαση αυτή όμως, πριν από τον Μαρξ, ανακάλυψε ένας άλλος μεγάλος φιλόσοφος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, ο Φώερμπαχ, που ξεσκόνισε με την κριτική του τη φιλοσοφία του Χέγκελ.


Ο Λουδοβίκος Φώερμπαχ (1804-1872) ήταν υλιστής. Δεχόταν την πραγματικότητα υλικά και αντικειμενικά. Τον κόσμο, έλεγε, δεν τον έφταιξε κανένας θεός, γιατί αυτός υπήρχε ανέκαθεν, ούτε τον όριζε καμιά δύναμη αλλά οι φυσικές δυνάμεις που τις αναγνωρίζουμε με νόμους. Η σκέψη, τόνιζε, εξαρτάται από τον εγκέφαλο και γι αυτό, πίστευε ότι, η νόηση είναι αναπόσπαστη από την ύλη. Το πρώτο μεγάλο βήμα προς τον υλισμό είχε γίνει. Το πνεύμα είναι προϊόν της ύλης και όχι το αντίθετο που μας οδηγεί στον ιδεαλισμό. Ο τελευταίος, έλεγε, είναι μία μεγάλη ανοησία. Πέρα όμως απ’ όλα αυτά τα θετικά, θεωρώντας τις ανθρώπινες αισθήσεις σαν την κινητήρια δύναμη της ιστορίας, παρέβλεψε τα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής, όπως επίσης και τις νομοτέλειές τους. Με λίγα λόγια εξετάζοντας το θέμα μόνο θεωρητικά, παρέβλεψε την ανθρώπινη δράση, σαν πράξη, μέσα στην ιστορία του ανθρώπου. Η νόηση έχει πραγματική δύναμη και γι αυτό δεν πρέπει να μένει έξω από τα φαινόμενα. Ο Φώερμπαχ μπορεί να εξηγούσε καλά τον κόσμο όμως χωρίς τη γνώση και τη δράση του ανθρώπου δεν προέβλεπε πώς αυτός μπορούσε να αλλάξει. Αυτό δηλαδή που έκανε ο Μαρξ, όταν από τον Χέγκελ πήρε τη διαλεκτική και από τον Φώερμπαχ υιοθέτησε τον υλισμό που τόσο θαυμαστά περιέγραψε εμπλουτίζοντάς τον. Από τον Φώερμπαχ διδάχτηκε ακόμα πώς με τη θρησκεία ο άνθρωπος ολοκληρωτικά αποξενώνεται από τον κόσμο του. Ένα σημαντικότατο κεφάλαιο που θα αναπτύξουμε σε μια προσεχή ανάρτηση.


Ο Καρλ Μαρξ (1818-1883) μαζί με τον Φρειδερίκο Ένγκελς (1820-1895) ήταν οι φιλόσοφοι που θεμελίωσαν τον διαλεκτικό υλισμό. Ο Μαρξ αμφισβήτησε τον Χέγκελ μεταξύ άλλων και μέσα από την κριτική που έκανε στον Νταβίντ Στράους και τον Μπρούνο Μπάουερ, όταν ο πρώτος διαχώρισε τη φιλοσοφία από τη θρησκεία και την λογική από την ιστορία. Παράλληλα, δέχεται και την κριτική του Φώερμπαχ προς τον Χέγκελ. Το Είναι δεν μπορεί να μείνει χωρισμένο από τη συνείδηση. Ούτε η συνείδηση από το Είναι. Έχοντας τα υλιστικά όπλα του Φώερμπαχ και τη διαλεκτική του Χέγκελ, την οποία θα αντιστρέψει όπως είπαμε, για να δείξει όχι τη σταδιακή εξέλιξη του πνεύματος αλλά το μηχανισμό για την ανάπτυξη της κοινωνίας. Με τα εφόδια αυτά, δίκαια ονομάστηκε θεμελιωτής του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού, αναπτύσσοντας επιστημονικά τη νομοτελειακή ανάπτυξη της φύσης, εντοπίζοντας παράλληλα και το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας που είναι αυτό της σχέσης του Είναι και της Νόησης.


Το μεγάλο αυτό πρόβλημα έχει τις ρίζες του στη θρησκεία, στις φτωχές και περιορισμένες παραστάσεις του πρωτόγονου ανθρώπου.
Το ερώτημα που έθεσε ήταν τι προϋπήρξε, η ύλη ή το πνεύμα; Υπήρχε ο κόσμος προαιώνια ή είναι δημιούργημα κάποιου θεού;
Όμως το ζήτημα δεν είναι μόνο η διαφορά ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό αλλά κυρίως αν η νόηση μπορεί να γνωρίσει τον πραγματικό κόσμο και αν οι αντιλήψεις και οι παραστάσεις μας είναι οι αληθινές του αντανακλάσεις. Η θρησκεία, με την ανάπτυξη του διαλεκτικού υλισμού, αποδείχτηκε, πέρα ως πέρα μια απατηλή θεωρία. Η κοσμοαντίληψή της παραμορφώνει τον κόσμο, διαστρεβλώνοντας την ερμηνεία των φαινομένων της φύσης και της κοινωνίας.
Όμως, στον αγώνα της να εκτοπίσει την επιστήμη και την αλήθεια, έστω και μετά από αρκετούς αιώνες βρέθηκε βαριά λαβωμένη.

Στον υλισμό, η ύλη αναγνωρίζεται σαν η μοναδική βάση του κόσμου (μονισμός). Ο διαλεκτικός υλισμός θεωρεί τη συνείδηση λειτουργία του εγκεφάλου που αντανακλά τον αντικειμενικό κόσμο. Όμως σαν επιστήμη ερευνά τους πιο γενικούς νόμους της κίνησης και της ανάπτυξης της φύσης, της κοινωνίας και της νόησης. Σαν γενική μέθοδος γνώσης του κόσμου αναγνωρίζει την αμοιβαία σχέση των φαινομένων και των αντικειμένων, την κίνηση και την ανάπτυξη του κόσμου σαν αποτέλεσμα των εσωτερικών αντιθέσεων που δρουν μέσα του. Η διαλεκτική, απαλλαγμένη από τη μεταφυσική, θα γίνει αναγκαιότητα για τις φυσικές επιστήμες, και το χρηστικότερο μέσον για τη διερεύνησή της.
Η πορεία εξέλιξης της επιστήμης και της κοινωνίας επιβεβαιώνει την ορθότητα του φιλοσοφικού υλισμού, του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού με τον καλύτερο τρόπο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: