του Νίκου Τσιβίκη
Αναρτήθηκε από: Βελίκης Ιωάννης, Ψυχολόγος PhD, τηλ. 6932683468
Έχουν περάσει περισσότερα από 25 χρόνια από τότε που η Μελίνα Τανάγρη καλούσε και τις υπόλοιπες Ελληνίδες να βγάλουν τα βυζάκια τους έξω, στο ομώνυμο τραγούδι, για να αντιμετωπίσουν την πολιτική και κοινωνική κρίση των τελευταίων χρόνων της δεκαετίας του ’80. Σήμερα, και ενώ η κρίση είναι πιο πραγματική και πιο αισθητή για όλους, οι ελληνικές παραλίες μοιάζουν εντελώς διαφορετικές από τότε. Τα μονοπάτια μετατρέπονται σε εύκολους χωματόδρομους για τα τζιπάκια και οι χωματόδρομοι σε κανονικές ασφάλτους με πάρκινγκ. Τουαλέτες, ντουζιέρες και καντίνες εξυπηρετούν πλέον μερικά από τα πιο δυσπρόσιτα μέρη, και ομπρέλες διατίθενται ακόμη και για όσους δεν αντέχουν να τις βλέπουν. Κι όμως, μέσα σ’ αυτό το γαϊτανάκι της προόδου των εγκαταστάσεων για λουόμενους μια παλιά συνηθισμένη εικόνα σπανίζει σε βαθμό εξαφάνισης: τα ελεύθερα από την τυραννία του πάνω μέρους του μπικίνι βυζάκια, γυναικεία στήθη δηλαδή που να απολαμβάνουν ανεμπόδιστα τη ζεστασιά του ήλιου και την αγκαλιά της θάλασσας.
Το φαινόμενο των γυναικών που από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 διεκδικούσαν σταθερά το δικαίωμα να απαρνηθούν το πάνω μέρος του μαγιό τους έμοιαζε την εποχή εκείνη ως ένα φυσιολογικό στάδιο προς την πλήρη απελευθέρωση του σώματος και τη χειραφέτηση του γυναικείου ερωτισμού. Οι γυμνόστηθες ή τόπλες υπήρξαν ένα δυναμικό στοιχείο των ελληνικών παραλιών που γρήγορα εξαπλώθηκε και προσπέρασε φραγμούς ηλικίας, γεωγραφικούς περιορισμούς ή ταξικές διαφοροποιήσεις. Η μεγάλη αυτή διάδοση προκάλεσε τόσο την αντίδραση του συντηρητικού, συνήθως χριστιανορθόδοξου, κομματιού της ελληνικής κοινωνίας, που έβλεπε στα ελεύθερα στήθη το εισαγωγικό στάδιο για την πλήρη αποκάλυψη του σώματος και την πτώση στην αμαρτία του γυμνισμού, όσο και την αδιαφορία ή και εχθρότητα ενίοτε του προοδευτικού και αριστερού κοινωνικού χώρου που άλλοτε το θεωρούσε ανάξιο λόγου και άλλοτε μειοδοσία μπροστά στην πλήρη απελευθέρωση.
Δεν έλειψαν οι στιγμές που σε αρκετές παραλίες, χωρίς κάποια ιδιαίτερη σήμανση, οι τόπλες γυναίκες ανταγωνίζονταν σε αριθμό ακόμη και τις ευπρεπώς ενδεδυμένες. Χαρακτηριστική άλλωστε είναι η ανάμνηση των πρώτων δημόσιων φωτογραφιών της επίσημης αγαπημένης του Έλληνα πρωθυπουργού Δήμητρας Λιάνη, στην Αυριανή του 1987, οι οποίες φυσικά την απεικόνιζαν γυμνόστηθη να απολαμβάνει το μπάνιο της και να χαριεντίζεται με την παρέα της. Όσο κι αν η εικόνα της ημίγυμνης, ενίοτε και γυμνής, αεροσυνόδου προκάλεσε, το σκάνδαλο το σήκωσε η Αυριανή σχεδόν μόνη της, ανάμεσα στις καταγγελίες για το «ποιόν του Μάνου Χατζιδάκη» και άλλες τέτοιες προσωπικές κίτρινες επιθέσεις, ενώ ο κυρίαρχος λόγος, δημοσιογραφικός και πολιτικός, το αποδέχθηκε χωρίς μεγάλες αντιστάσεις. Για την ίδια την κοινή γνώμη, από την άλλη, οι περισσότερες συζητήσεις περιστράφηκαν γύρω από το ακανθώδες ζήτημα του τι περιεργαζόταν με το χέρι της σε κάποιες από τις πόζες, κι όχι τόσο για την απουσία ένδυσης.
Η φάση αυτή της αποκάλυψης του γυναικείου σώματος ήταν στενά συνδεδεμένη με μια άκρατη αισιοδοξία προσωπικής και πολιτικής χειραφέτησης για τις Ελληνίδες, που σε μεγάλο βαθμό είχε ήδη συντελεστεί στη Βόρεια Ευρώπη και Αμερική τη δεκαετία του ’70 και μόλις τότε έφτανε καθυστερημένα στο νοτιότερο άκρο της Βαλκανικής, τη μικρή σοσιαλιστική μας πατρίδα. Κι όμως, με ξεκάθαρο τρόπο, η πρώτη δεκαετία του 21ου αι. έχει σημάνει μια ρητή υποχώρηση του γυμνοστηθισμού στις ελληνικές παραλίες, χωρίς ευτυχώς να είναι ακόμη παράνομος, όπως στις περισσότερες πολιτείες των Η.Π.Α. Η εμφάνιση στις παραλίες γυναικών που τολμούν να απαλλαγούν από ένα τουλάχιστον από τα κομμάτια υφάσματος που καλύπτουν το σώμα τους είναι κάτι σπάνιο πλέον, εκτός από ειδικές και εξαιρετικές περιστάσεις – μια τάση που δεν σχετίζεται μόνο με τις αλλαγές στη μόδα ή με την ευκαιρία που προκύπτει για τις βιομηχανίες ενδυμάτων να πουλήσουν και πάλι τα σαφώς ακριβότερα διμερή μαγιό τους. Η συντηρητική αυτή αναδίπλωση γίνεται σαφέστερη αν αναζητήσουμε την υπερβολή της. Ακόμη και στα νεαρά κοριτσάκια, κάτω των 10 ετών, που μολονότι ανατομικά δεν διαθέτουν τίποτα για να κρύψουν, συστηματικά πια οι Ελληνίδες μητέρες ολοένα και περισσότερο τους φοράνε το τοπ του μπικίνι· μια κίνηση σχεδόν τελετουργική προκειμένου να ξορκίσουν την παιδική αθωότητα και να επισπεύσουν την ωρίμανση με ένα σημείο προληπτικής ντροπής για τις εξελίξεις που θα επισυμβούν.
Μπορούμε να ανιχνεύσουμε μια πορεία στη διαδικασία της απελευθέρωσης του σώματος στη παραλία, που έρχεται από την επινόηση τον 19ο αιώνα του καλοκαιρινού μπάνιου στη θάλασσα και αρχικά σήμαινε την πλήρη κάλυψη/απόκρυψη του γυναικείου (και ανδρικού) σώματος και τη σταδιακή του αποκάλυψη κατά τις επόμενες δεκαετίες. Κομβικά σημεία σ’ αυτή την πορεία υπήρξαν το μπανιερό, αρχικά ολόσωμο, που άφηνε όμως ελεύθερα τα πόδια, τα μπράτσα και την πλάτη κατά τον Μεσοπόλεμο, η διάδοση του μπικίνι τη δεκαετία του ’50, το τόπλες ή μονοκίνι της δεκαετίας του ’80 και τα τάνγκα και στρινγκ της δεκαετίας του ’90. Μια πορεία προόδου που σε στιγμές της έμοιαζε ευθύγραμμη, με τελικό σταθμό την πλήρη απελευθέρωση του ανθρώπινου σώματος, έστω στο πλαίσιο μιας ελεγχόμενης διαδικασίας όπως το μπάνιο στη παραλία. Μια πορεία δηλαδή προς έναν οργανικό και λειτουργικό γυμνισμό. Μια συμπεριφορά που στην κατάληξή της θα αποτελούσε κομμάτι συνολικότερων αναθεωρήσεων και παρέμενε προνόμιο ως τότε μόνο λίγων και πρωτοπόρων, που είτε σχετίζονταν με κινήματα υγιεινής ζωής, όχι σπάνια με ακροδεξιές θεωρήσεις, είτε αργότερα συνδυάστηκε με κινήματα ατομικής απελευθέρωσης, όπως οι χίπις.
Σήμερα πια, απότοκο μιας συνισταμένης των παραπάνω πρωτοπόρων ομάδων είναι και ο αναθεωρητικός γυμνισμός με χαρακτηριστικά του 21ου αιώνα. Ένας τρόπος έκφρασης σχετικά εξοβελισμένος στο περιθώριο, προνομιακό πεδίο για νεοχίπιδες και παλαιοφρικιά, υγιεινιστές, άθεους ή αρχαιόθρησκους, αλλά σίγουρα μύστες των ανατολικών μυστηρίων οι οποίοι, καλά απομονωμένοι στην άγονη γραμμή της άγονης γραμμής, δεν διαταράσσουν τίποτα και δεν απειλούν την κοινωνική ηρεμία. Επιστρέφοντας όμως στην απώλεια των απλών ελεύθερων στηθών, χρειάζεται να αναλύσουμε τον μηχανισμό της συντηρητικής αναδίπλωσης που παρουσιάζει χαρακτηριστικά κοινά με πλήθος άλλων αντίστοιχων διεργασιών στο πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, θεμελιωμένος από τη μία στο επιστημονικό πεδίο και από την άλλη στον χώρο της ελευθεροβουλίας.
Πρωταρχικό ρόλο παίζει η «σκληρή επιστήμη», με βασικό εργαλείο τις ιατρικές έρευνες που στοιχειοθετούν την οιονεί ορθολογική και για λόγους υγείας απαγόρευση μιας κοινωνικής έκφρασης. Αυτή τη φορά αντενδείκνυται η ελεύθερη έκθεση του γυναικείου στήθους στον ήλιο, και επομένως στην κοινή θέα, και η απαγόρευση/σύσταση προστίθεται σ’ αυτές κατά του καπνίσματος, κατά του φαγητού, κατά του ποτού, κατά του ελεύθερου έρωτα κ.ο.κ. Οι αναρίθμητες απειλές για την υγεία της εκτιθέμενης (ακτινοβολίες, καρκίνος, βλάβη στους αδένες και στη θηλή, κ.ο.κ.) συγκροτούν ένα κινδυνολογικό αφήγημα που απηχεί απόμακρα τον απόλυτα τεκμηριωμένο από την ιατρική του παρελθόντος φόβο της τύφλωσης από την κατάχρηση του αυνανισμού. Κι αν η μαλακία τη γλιτώνει σήμερα, ο λόγος είναι μάλλον ότι ανήκει στη σφαίρα του ιδιωτικού, όπου και μόνο επιτρέπεται πλέον η αχαλίνωτη (και ακίνδυνη) έκφραση, αντίθετα με το δημόσιο πεδίο το οποίο υπόκειται σε ασφυκτικό έλεγχο προκειμένου να αποκλειστούν οι όποιες «παρεκκλίνουσες» συμπεριφορές. Η ιατρικοποίηση του κοινωνικού ελέγχου, άλλωστε, αποτελεί συνολικότερα σήμερα ένα από τα βασικά εργαλεία περιορισμού και ρύθμισης της συλλογικής ζωής.
Από μόνη της όμως η ιατρικοποίηση δεν αρκεί, ιδίως καθώς φαντάζει στα κοινωνικά υποκείμενα απόλυτη, ένα προσωπείο που αποφεύγει όσο τίποτα άλλο ο απολυταρχικός καπιταλισμός του 21ου αι. Η ανάγκη συμπλήρωσης του ελέγχου βρίσκει την απάντησή της στην ιδεολογικοποίηση του μηχανισμού μέσα από το παιχνίδι της ελεύθερης επιλογής – ελεύθερης στον βαθμό που κινείται βέβαια εντός συγκεκριμένων πατρόν και εναλλακτικών τρόπων κατανάλωσης. Η μοντελοποίηση της αισθητικής και η τυραννία του τέλειου σώματος που ξεπηδά από τις πλαστικές σελίδες των περιοδικών υψηλής μόδας και από τις σκηνές ταινιών σκληρού πορνό επιβάλλουν με απόλυτο τρόπο τα αντίστοιχα πλαστικά στήθη και οπίσθια. Ανθρώπινα μέλη που ασφυκτιούν και υπερίπτανται αγνοώντας κάθε φυσικό νόμο, ιδίως αυτόν της βαρύτητας. Το πραγματικό στήθος, το στήθος δηλαδή των πραγματικών γυναικών, γίνεται κατ’ αναλογία αντικείμενο μετρήσιμο με βάσει νέα μετρικά συστήματα. Καθότι όμως έρμαιο της υπέρτατης τελειότητας της ανθρώπινης φύσης, που δεν είναι άλλη από την απειράριθμη ποικιλομορφία, το στήθος που δεν μπορεί να συμμορφωθεί στους πλαστικούς κανόνες καθίσταται στοιχείο ατέλειας που έχει ανάγκη ένα κομμάτι υφάσματος για να κρυφτεί. Η ομορφιά της ποικιλίας γίνεται ιδιαιτερότητα και το δικαίωμα στο διαφορετικό γίνεται βίτσιο.
Είναι άραγε υπερβολικό ή ταπεινό να αναζητά κανείς στις παραλίες το υπό εξαφάνιση πλέον θέαμα των ελεύθερων στηθών; Δύσκολα μπορεί να μη συνδεθεί η ματαίωση αυτή με πλήθος άλλων που βιώνει κανείς σήμερα σε όλα σχεδόν τα επίπεδα· ματαιώσεις μιας κοινωνίας που μέχρι πρόσφατα εγγυόταν τη διαρκή βελτίωση των συνθηκών ζωής αλλά και τη συνεχή διεύρυνση των ατομικών ελευθεριών με το γκρέμισμα του ενός μετά το άλλο των ορίων του κομφορμισμού. Τα κρυμμένα και πάλι βυζάκια μήπως δεν είναι τίποτά άλλο από μια υλοποίηση, και μάλιστα εξαιρετικά συμβολική, της υποχώρησης των ελευθεριών των γυναικών, μιας κοινωνικής ομάδας που, ενώ ακόμη αγωνιά για ζητήματα χειραφέτησης, εισέρχεται οικειοθελώς στην περιστολή των κεκτημένων της;
Αλλά και πέρα από την πίεση που δέχεται το γυναικείο φύλο, ως μια διακριτή κοινωνική ομάδα, τα βήματα προς τα πίσω αφορούν συνολικότερα τις δυτικές κοινωνίες. Στο σχετικά έλασσον ζήτημα του γυμνού στήθους μπορεί κανείς να διακρίνει μια ατελή προσπάθεια αυτοσυνειδητοποίησης και απελευθέρωσης που φτάνει σε απότομο τέρμα. Αν οι κοινωνίες μας έκαναν ένα βήμα προς την ενηλικίωσή τους και προσέγγισαν με την απελευθέρωση του γυναικείου στήθους το συλλογικό ψυχαναλυτικό στοματικό μας στάδιο, το οποίο αντιστοιχεί στο πρωτογενές συναίσθημα που προσφέρει το γυναικείο-μητρικό στήθος, με την εκ νέου κάλυψη και πλαστικοποίηση του στήθους εισερχόμαστε και πάλι ως κοινωνία σε μια περίοδο καθήλωσης και άρνησης να σταθούμε απέναντι στο σώμα και το είναι μας. Αυτό που μας απομένει πλέον είναι, απογοητευμένοι από την απόκρυψη, να βιώσουμε τη συνολική μας παλινδρόμηση, όπου το ενοχοποιημένο σώμα τρέχει να κρυφτεί και πάλι πίσω από το τοπ του μπικίνι, όσο μικρό κι αν είναι αυτό.
Το φαινόμενο των γυναικών που από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 διεκδικούσαν σταθερά το δικαίωμα να απαρνηθούν το πάνω μέρος του μαγιό τους έμοιαζε την εποχή εκείνη ως ένα φυσιολογικό στάδιο προς την πλήρη απελευθέρωση του σώματος και τη χειραφέτηση του γυναικείου ερωτισμού. Οι γυμνόστηθες ή τόπλες υπήρξαν ένα δυναμικό στοιχείο των ελληνικών παραλιών που γρήγορα εξαπλώθηκε και προσπέρασε φραγμούς ηλικίας, γεωγραφικούς περιορισμούς ή ταξικές διαφοροποιήσεις. Η μεγάλη αυτή διάδοση προκάλεσε τόσο την αντίδραση του συντηρητικού, συνήθως χριστιανορθόδοξου, κομματιού της ελληνικής κοινωνίας, που έβλεπε στα ελεύθερα στήθη το εισαγωγικό στάδιο για την πλήρη αποκάλυψη του σώματος και την πτώση στην αμαρτία του γυμνισμού, όσο και την αδιαφορία ή και εχθρότητα ενίοτε του προοδευτικού και αριστερού κοινωνικού χώρου που άλλοτε το θεωρούσε ανάξιο λόγου και άλλοτε μειοδοσία μπροστά στην πλήρη απελευθέρωση.
Δεν έλειψαν οι στιγμές που σε αρκετές παραλίες, χωρίς κάποια ιδιαίτερη σήμανση, οι τόπλες γυναίκες ανταγωνίζονταν σε αριθμό ακόμη και τις ευπρεπώς ενδεδυμένες. Χαρακτηριστική άλλωστε είναι η ανάμνηση των πρώτων δημόσιων φωτογραφιών της επίσημης αγαπημένης του Έλληνα πρωθυπουργού Δήμητρας Λιάνη, στην Αυριανή του 1987, οι οποίες φυσικά την απεικόνιζαν γυμνόστηθη να απολαμβάνει το μπάνιο της και να χαριεντίζεται με την παρέα της. Όσο κι αν η εικόνα της ημίγυμνης, ενίοτε και γυμνής, αεροσυνόδου προκάλεσε, το σκάνδαλο το σήκωσε η Αυριανή σχεδόν μόνη της, ανάμεσα στις καταγγελίες για το «ποιόν του Μάνου Χατζιδάκη» και άλλες τέτοιες προσωπικές κίτρινες επιθέσεις, ενώ ο κυρίαρχος λόγος, δημοσιογραφικός και πολιτικός, το αποδέχθηκε χωρίς μεγάλες αντιστάσεις. Για την ίδια την κοινή γνώμη, από την άλλη, οι περισσότερες συζητήσεις περιστράφηκαν γύρω από το ακανθώδες ζήτημα του τι περιεργαζόταν με το χέρι της σε κάποιες από τις πόζες, κι όχι τόσο για την απουσία ένδυσης.
Η φάση αυτή της αποκάλυψης του γυναικείου σώματος ήταν στενά συνδεδεμένη με μια άκρατη αισιοδοξία προσωπικής και πολιτικής χειραφέτησης για τις Ελληνίδες, που σε μεγάλο βαθμό είχε ήδη συντελεστεί στη Βόρεια Ευρώπη και Αμερική τη δεκαετία του ’70 και μόλις τότε έφτανε καθυστερημένα στο νοτιότερο άκρο της Βαλκανικής, τη μικρή σοσιαλιστική μας πατρίδα. Κι όμως, με ξεκάθαρο τρόπο, η πρώτη δεκαετία του 21ου αι. έχει σημάνει μια ρητή υποχώρηση του γυμνοστηθισμού στις ελληνικές παραλίες, χωρίς ευτυχώς να είναι ακόμη παράνομος, όπως στις περισσότερες πολιτείες των Η.Π.Α. Η εμφάνιση στις παραλίες γυναικών που τολμούν να απαλλαγούν από ένα τουλάχιστον από τα κομμάτια υφάσματος που καλύπτουν το σώμα τους είναι κάτι σπάνιο πλέον, εκτός από ειδικές και εξαιρετικές περιστάσεις – μια τάση που δεν σχετίζεται μόνο με τις αλλαγές στη μόδα ή με την ευκαιρία που προκύπτει για τις βιομηχανίες ενδυμάτων να πουλήσουν και πάλι τα σαφώς ακριβότερα διμερή μαγιό τους. Η συντηρητική αυτή αναδίπλωση γίνεται σαφέστερη αν αναζητήσουμε την υπερβολή της. Ακόμη και στα νεαρά κοριτσάκια, κάτω των 10 ετών, που μολονότι ανατομικά δεν διαθέτουν τίποτα για να κρύψουν, συστηματικά πια οι Ελληνίδες μητέρες ολοένα και περισσότερο τους φοράνε το τοπ του μπικίνι· μια κίνηση σχεδόν τελετουργική προκειμένου να ξορκίσουν την παιδική αθωότητα και να επισπεύσουν την ωρίμανση με ένα σημείο προληπτικής ντροπής για τις εξελίξεις που θα επισυμβούν.
Μπορούμε να ανιχνεύσουμε μια πορεία στη διαδικασία της απελευθέρωσης του σώματος στη παραλία, που έρχεται από την επινόηση τον 19ο αιώνα του καλοκαιρινού μπάνιου στη θάλασσα και αρχικά σήμαινε την πλήρη κάλυψη/απόκρυψη του γυναικείου (και ανδρικού) σώματος και τη σταδιακή του αποκάλυψη κατά τις επόμενες δεκαετίες. Κομβικά σημεία σ’ αυτή την πορεία υπήρξαν το μπανιερό, αρχικά ολόσωμο, που άφηνε όμως ελεύθερα τα πόδια, τα μπράτσα και την πλάτη κατά τον Μεσοπόλεμο, η διάδοση του μπικίνι τη δεκαετία του ’50, το τόπλες ή μονοκίνι της δεκαετίας του ’80 και τα τάνγκα και στρινγκ της δεκαετίας του ’90. Μια πορεία προόδου που σε στιγμές της έμοιαζε ευθύγραμμη, με τελικό σταθμό την πλήρη απελευθέρωση του ανθρώπινου σώματος, έστω στο πλαίσιο μιας ελεγχόμενης διαδικασίας όπως το μπάνιο στη παραλία. Μια πορεία δηλαδή προς έναν οργανικό και λειτουργικό γυμνισμό. Μια συμπεριφορά που στην κατάληξή της θα αποτελούσε κομμάτι συνολικότερων αναθεωρήσεων και παρέμενε προνόμιο ως τότε μόνο λίγων και πρωτοπόρων, που είτε σχετίζονταν με κινήματα υγιεινής ζωής, όχι σπάνια με ακροδεξιές θεωρήσεις, είτε αργότερα συνδυάστηκε με κινήματα ατομικής απελευθέρωσης, όπως οι χίπις.
Σήμερα πια, απότοκο μιας συνισταμένης των παραπάνω πρωτοπόρων ομάδων είναι και ο αναθεωρητικός γυμνισμός με χαρακτηριστικά του 21ου αιώνα. Ένας τρόπος έκφρασης σχετικά εξοβελισμένος στο περιθώριο, προνομιακό πεδίο για νεοχίπιδες και παλαιοφρικιά, υγιεινιστές, άθεους ή αρχαιόθρησκους, αλλά σίγουρα μύστες των ανατολικών μυστηρίων οι οποίοι, καλά απομονωμένοι στην άγονη γραμμή της άγονης γραμμής, δεν διαταράσσουν τίποτα και δεν απειλούν την κοινωνική ηρεμία. Επιστρέφοντας όμως στην απώλεια των απλών ελεύθερων στηθών, χρειάζεται να αναλύσουμε τον μηχανισμό της συντηρητικής αναδίπλωσης που παρουσιάζει χαρακτηριστικά κοινά με πλήθος άλλων αντίστοιχων διεργασιών στο πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, θεμελιωμένος από τη μία στο επιστημονικό πεδίο και από την άλλη στον χώρο της ελευθεροβουλίας.
Πρωταρχικό ρόλο παίζει η «σκληρή επιστήμη», με βασικό εργαλείο τις ιατρικές έρευνες που στοιχειοθετούν την οιονεί ορθολογική και για λόγους υγείας απαγόρευση μιας κοινωνικής έκφρασης. Αυτή τη φορά αντενδείκνυται η ελεύθερη έκθεση του γυναικείου στήθους στον ήλιο, και επομένως στην κοινή θέα, και η απαγόρευση/σύσταση προστίθεται σ’ αυτές κατά του καπνίσματος, κατά του φαγητού, κατά του ποτού, κατά του ελεύθερου έρωτα κ.ο.κ. Οι αναρίθμητες απειλές για την υγεία της εκτιθέμενης (ακτινοβολίες, καρκίνος, βλάβη στους αδένες και στη θηλή, κ.ο.κ.) συγκροτούν ένα κινδυνολογικό αφήγημα που απηχεί απόμακρα τον απόλυτα τεκμηριωμένο από την ιατρική του παρελθόντος φόβο της τύφλωσης από την κατάχρηση του αυνανισμού. Κι αν η μαλακία τη γλιτώνει σήμερα, ο λόγος είναι μάλλον ότι ανήκει στη σφαίρα του ιδιωτικού, όπου και μόνο επιτρέπεται πλέον η αχαλίνωτη (και ακίνδυνη) έκφραση, αντίθετα με το δημόσιο πεδίο το οποίο υπόκειται σε ασφυκτικό έλεγχο προκειμένου να αποκλειστούν οι όποιες «παρεκκλίνουσες» συμπεριφορές. Η ιατρικοποίηση του κοινωνικού ελέγχου, άλλωστε, αποτελεί συνολικότερα σήμερα ένα από τα βασικά εργαλεία περιορισμού και ρύθμισης της συλλογικής ζωής.
Από μόνη της όμως η ιατρικοποίηση δεν αρκεί, ιδίως καθώς φαντάζει στα κοινωνικά υποκείμενα απόλυτη, ένα προσωπείο που αποφεύγει όσο τίποτα άλλο ο απολυταρχικός καπιταλισμός του 21ου αι. Η ανάγκη συμπλήρωσης του ελέγχου βρίσκει την απάντησή της στην ιδεολογικοποίηση του μηχανισμού μέσα από το παιχνίδι της ελεύθερης επιλογής – ελεύθερης στον βαθμό που κινείται βέβαια εντός συγκεκριμένων πατρόν και εναλλακτικών τρόπων κατανάλωσης. Η μοντελοποίηση της αισθητικής και η τυραννία του τέλειου σώματος που ξεπηδά από τις πλαστικές σελίδες των περιοδικών υψηλής μόδας και από τις σκηνές ταινιών σκληρού πορνό επιβάλλουν με απόλυτο τρόπο τα αντίστοιχα πλαστικά στήθη και οπίσθια. Ανθρώπινα μέλη που ασφυκτιούν και υπερίπτανται αγνοώντας κάθε φυσικό νόμο, ιδίως αυτόν της βαρύτητας. Το πραγματικό στήθος, το στήθος δηλαδή των πραγματικών γυναικών, γίνεται κατ’ αναλογία αντικείμενο μετρήσιμο με βάσει νέα μετρικά συστήματα. Καθότι όμως έρμαιο της υπέρτατης τελειότητας της ανθρώπινης φύσης, που δεν είναι άλλη από την απειράριθμη ποικιλομορφία, το στήθος που δεν μπορεί να συμμορφωθεί στους πλαστικούς κανόνες καθίσταται στοιχείο ατέλειας που έχει ανάγκη ένα κομμάτι υφάσματος για να κρυφτεί. Η ομορφιά της ποικιλίας γίνεται ιδιαιτερότητα και το δικαίωμα στο διαφορετικό γίνεται βίτσιο.
Είναι άραγε υπερβολικό ή ταπεινό να αναζητά κανείς στις παραλίες το υπό εξαφάνιση πλέον θέαμα των ελεύθερων στηθών; Δύσκολα μπορεί να μη συνδεθεί η ματαίωση αυτή με πλήθος άλλων που βιώνει κανείς σήμερα σε όλα σχεδόν τα επίπεδα· ματαιώσεις μιας κοινωνίας που μέχρι πρόσφατα εγγυόταν τη διαρκή βελτίωση των συνθηκών ζωής αλλά και τη συνεχή διεύρυνση των ατομικών ελευθεριών με το γκρέμισμα του ενός μετά το άλλο των ορίων του κομφορμισμού. Τα κρυμμένα και πάλι βυζάκια μήπως δεν είναι τίποτά άλλο από μια υλοποίηση, και μάλιστα εξαιρετικά συμβολική, της υποχώρησης των ελευθεριών των γυναικών, μιας κοινωνικής ομάδας που, ενώ ακόμη αγωνιά για ζητήματα χειραφέτησης, εισέρχεται οικειοθελώς στην περιστολή των κεκτημένων της;
Αλλά και πέρα από την πίεση που δέχεται το γυναικείο φύλο, ως μια διακριτή κοινωνική ομάδα, τα βήματα προς τα πίσω αφορούν συνολικότερα τις δυτικές κοινωνίες. Στο σχετικά έλασσον ζήτημα του γυμνού στήθους μπορεί κανείς να διακρίνει μια ατελή προσπάθεια αυτοσυνειδητοποίησης και απελευθέρωσης που φτάνει σε απότομο τέρμα. Αν οι κοινωνίες μας έκαναν ένα βήμα προς την ενηλικίωσή τους και προσέγγισαν με την απελευθέρωση του γυναικείου στήθους το συλλογικό ψυχαναλυτικό στοματικό μας στάδιο, το οποίο αντιστοιχεί στο πρωτογενές συναίσθημα που προσφέρει το γυναικείο-μητρικό στήθος, με την εκ νέου κάλυψη και πλαστικοποίηση του στήθους εισερχόμαστε και πάλι ως κοινωνία σε μια περίοδο καθήλωσης και άρνησης να σταθούμε απέναντι στο σώμα και το είναι μας. Αυτό που μας απομένει πλέον είναι, απογοητευμένοι από την απόκρυψη, να βιώσουμε τη συνολική μας παλινδρόμηση, όπου το ενοχοποιημένο σώμα τρέχει να κρυφτεί και πάλι πίσω από το τοπ του μπικίνι, όσο μικρό κι αν είναι αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου