του Πασχάλη Νταγτεβερένη
Στις 17 του Ιούνη, οι πολίτες της χώρας είχαν να επιλέξουν μεταξύ δύο κύριων προτάσεων εξόδου από την κρίση, το πραγματικό επίδικο των εκλογών. Από την μια μεριά ήταν η πρόταση του Σύριζα για μία κυβέρνηση της Αριστεράς, με πρώτιστο καθήκον την «ύφανση» ενός πυκνού δικτύου δομών κοινωνικής αλληλεγγύης, ικανών να αντιμετωπίσουν άμεσα τις καταστροφικές για το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών, συνέπειες της πρότερης «συνταγής» εξόδου. Η δημιουργία αυτού του «διχτιού» κοινωνικής προστασίας, σε συνδυασμό με τις κατάλληλες κινήσεις και στα υπόλοιπα επίπεδα άσκησης εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, προβλήθηκε ως ικανή να αντιστρέψει όχι μόνο τον καταστροφικό κατήφορο της κοινωνίας, αλλά και της οικονομίας. Από την άλλη, ήταν η πρόταση όχι μόνο της Ν.Δ., αλλά και του ΠΑΣΟΚ (και όπως τελικά φάνηκε και της ΔΗΜΑΡ) για μιας μορφής «Εθνική» κυβέρνηση (εθνικής συνεννόησης, εθνικής συν-ευθύνης, οικουμενική), έργο της οποίας θα ήταν η πάση θυσία παραμονή της χώρας στη Λέσχη των Ισχυρών, δηλαδή την ευρωζώνη, καθώς μία αποπομπή της από αυτήν θα σήμαινε ανεξέλεγκτη επιδείνωση της κρίσης που ήδη την μαστίζει.
Ως πιθανό τίμημα της επικράτησης της πρώτης πρότασης εξόδου προβλήθηκε το ενδεχόμενο αποχώρησης της χώρας από τη Λέσχη των Ισχυρών («το νόμισμα δεν είναι ταμπού»). Το υπαρκτό όμως τίμημα από την επικράτηση της δεύτερης δεν είναι άλλο από την περεταίρω συμμόρφωσή μας με τις πλέον καταστροφικές και αναποτελεσματικές επιταγές που προτάσσουν οι «πραγματικά» ισχυροί της Λέσχης μας, στο πλαίσιο του πιο βάρβαρου νεοφιλελεύθερου πειραματισμού που γνώρισε ποτέ η ήπειρος (αν όχι ο πλανήτης).
Μετά τις εκλογές
Συγκρίνοντάς τες τώρα, σχεδόν ένα μήνα μετά τις εκλογές, το πρώτο που πρέπει να επισημανθεί είναι η διαφορετικότητα των όρων, με τους οποίους νοείται η έξοδος από την κρίση:
α) Στο πλαίσιο της πρότασης για αριστερή διακυβέρνηση της χώρας, η έξοδος από την κρίση νοείται με όρους συνόλου: όπως είπαμε, ως εργαλείο εξόδου προκρίνεται η ενίσχυση και η δημιουργία δομών κοινωνικής αλληλεγγύης, όχι μόνο από το κράτος, αλλά και από την πλευρά των πολιτών (από ανταλλακτικά δίκτυα αγαθών, μέχρι εργατικές κολεκτίβες αυτοδιαχείρισης φαλιρισμένων επιχειρήσεων). Βασικός στόχος αυτών των δομών ήταν (και είναι) η εξασφάλιση πρόσβασης σε υπηρεσίες και αγαθά πρώτης ανάγκης, για ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ που αδυνατούν να ικανοποιήσουν με άλλον τρόπο βασικές τους ανάγκες. Αποτελεί λοιπόν μια διέξοδο από την κρίση που 1) αναφέρεται στο Σύνολο των πολιτών (στην πραγματικότητα, στην συντριπτική πλειοψηφία του λαού μας που υφίσταται τις συνέπειες της κρίσης – εργαζόμενοι, άνεργοι, αυτοαπασχολούμενοι, συνταξιούχοι, μικρο-ιδιοκτήτες και μικροέμποροι) και 2) διασφαλίζει την κοινωνική συνοχή του (καθώς εγγυάται την κοινωνική επιβίωση των μελών του), δηλαδή την ίδια του την ύπαρξη ως Συνόλου, και όχι ως τυχαίου αθροίσματος ατόμων. Με πιο απλά λόγια, πρόκειται για μία πρόταση εξόδου από την κρίση για το σύνολο των πολιτών, και ως σύνολο πολιτών.
β) Στην πρόταση «Εθνικής» διακυβέρνησης, ως μείζον όρος εξόδου από την κρίση προβλήθηκε η υποταγή μας ως συνόλου στη βούληση των Ισχυρών της ευρωζώνης. Προπαγανδίστηκε μάλιστα με τις δύο όψεις που προπαγανδίζεται η όποια υποταγή στη δύναμη του Ισχυρότερου, αυτές δηλαδή του καρότου και του μαστίγιου: 1) υποταγή, προσβλέποντας στη συμμετοχή στη βιώσιμη λύση που κάποια στιγμή θα συναποφασίσουν οι «πραγματικά» ισχυροί της Λέσχης μας, μαζί με τις «αγορές» και 2) υποταγή, φοβούμενοι τη μήνη των Ισχυρών.
Η δύναμη και το χρήμα
Μια δεύτερη διαφορά που προκύπτει αβίαστα από την πρώτη, αφορά το περιεχόμενο που δίδεται στην έννοια «δύναμη» στο πλαίσιο της κάθε μίας από τις δύο προτάσεις:
α) Στη μεν πρώτη, η δύναμη εντοπίζεται στο ίδιο το σύνολο, για την ακρίβεια, στην ικανότητα των μελών του να οργανώνουν, να μετέχουν αλλά και να διεκδικούν κοινωνικές δομές και θεσμούς που θα λειτουργούν βάσει των αρχών της κοινωνικής αλληλεγγύης.
β) Στη δε δεύτερη, η δύναμη εμφανίζεται ως αποκλειστικό προνόμιο των οικονομικά Ισχυρών, με τρόπο που να υπενθυμίζει το ίδιο πάντα, βαθιά ριζωμένο, συντηρητικό ιδεολόγημα: το «χρήμα» στη διαπλοκή του με την κρατική εξουσία αποτελεί την απόλυτη δύναμη, τον «υπέρτατο Θεό», μπροστά στον οποίο οι πολίτες, νοούμενοι ως ανίσχυρα άτομα, οφείλουν δουλοπρεπή υποταγή.
Αυτή η διαφορά στο περιεχόμενο της έννοιας, υποδηλώνει και μία μείζονα διαφορά στη βίωση της σχέσης με τη δύναμη:
α) στην κατανόηση της δύναμης ως δύναμης του συνόλου, το κάθε μέλος του μετέχει αυτής: πηγάζει και από εμένα, αλλά εκδηλώνεται στη συνάρθρωση της με τη δύναμη των άλλων, στο πλαίσιο ενός προσυμφωνημένου σχεδίου επιτέλεσης ενός συγκεκριμένου έργου·
β) στη κατανόηση της δύναμης ως οικονομικής ισχύος, η δύναμη δεν μπορεί παρά να βιώνεται ως κάτι εξωτερικό ως προς εμένα: είτε ως μέσο αυτό καθεαυτό (το χρήμα, ο πλούτος), είτε ως ισχύς αυτών που το κατέχουν, η έτσι οριζόμενη δύναμη δεν μπορεί παρά να βιώνεται ως κάτι εξωτερικό ως προς την ύπαρξή μου, ως κάτι στο οποίο δεν μπορώ να μετάσχω καθώς δεν πηγάζει από εμένα, αλλά από το «έξω» μου.
Η πολιτισμική ηγεμονία
Αν η παραπάνω σχηματική διάκριση των δύο προτάσεων εξόδου από την κρίση ευσταθεί, τότε το αποτέλεσμα των εκλογών θέτει αμείλικτα ερωτήματα: η πλειοψηφία των πολιτών αφέθηκε να φοβηθεί από τα κηρύγματα φόβου της «Εθνικής» παράταξης, διότι δεν δύναται να αντιλήφθη τη δύναμή του ως συνόλου; Και αν δεν μπορούν να το κάνουν τώρα, που η δυνατότητά τους να ικανοποιούν τις στοιχειώδεις βιοτικές του ανάγκες εκμηδενίζεται, πότε θα μπορέσουν;
Η προσωπική μου εκτίμηση είναι πως η απάντηση μπορεί να βρεθεί σε μία συχνά παραγνωρισμένη αλήθεια: η ανάγκη δεν μπορεί να αφυπνίσει τη δύναμη από μόνη της· χρειάζεται και τη γνώση. Λιγότερο σιβυλλικά, πιστεύω πως η πραγματικότητα που ανέδειξε το αποτέλεσμα των εκλογών δεν αφορά ακριβώς τη μη συνειδητοποίηση της δύναμης των πολλών, όσο την αδυναμία τους να αναγνωρίσουν τη πηγή της. Την αδυναμία τους δηλαδή να καταλάβουν ότι όταν μιλάμε για τη δύναμη της κοινωνικής αλληλεγγύης, μιλάμε ακριβώς για το ίδιο πράγμα με αυτό που κάνει (ή έκανε μέχρι πρόσφατα) ο καθένας μας στο χώρο εργασίας του: να συν-εργάζεται μαζί με τους συναδέλφους του για την υλοποίηση ενός συγκεκριμένου έργου, βάσει ενός προσυμφωνημένου σχεδίου επιτέλεσής του. Πρόκειται λοιπόν για την αδυναμία των περισσοτέρων να δουν τον εαυτό τους στη βάση αυτού που κάνουν έτσι κι’αλλιώς, να συν-εργάζονται δηλαδή για την καθημερινή, υλική και πολιτισμική, αναπαραγωγή του κοινωνικού συνόλου στο οποίο ανήκουν.
Η δύναμη του συνόλου
Ο λόγος αυτής της μη αναγνώρισης δεν είναι άλλος από την αποξένωση από την ίδια τη δημιουργική μας ικανότητα, που επιφέρει η πραγματικότητα της εκμετάλλευσής μας στους χώρους δουλειάς. Το ίδιο το γεγονός όμως της εκμετάλλευσης, δεν αναιρεί τον συν-εργατικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής (αυτό που ο Μαρξ χαρακτήρισε ως συλλογικό χαρακτήρα της), αλλά εδράζεται σε αυτόν. Αποτελεί το προϊόν, άρα και την απόδειξη, της αντίφασης μεταξύ αυτού του συλλογικού χαρακτήρα, και της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Με όρους λοιπόν κοινωνικής αλληλεγγύης, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής φαίνεται να την προϋποθέτει (συλλογικός, συν-εργατικός χαρακτήρας της παραγωγής) και να την αρνείται (απόσπαση του προϊόντος της εργασίας μέσω της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής) την ίδια στιγμή.
Συμπερασματικά λοιπόν, μπορούμε να πούμε πως οι πολίτες στην πλειοψηφία τους στάθηκαν ανίκανοι να συνειδητοποιήσουν τη δύναμή τους ως σύνολο, διότι αδυνατούν να καταλάβουν ότι η δύναμη αυτή πηγάζει από τη συμμετοχή τους στα εργαζόμενα στρώματα της κοινωνίας μας, στη τάξη δηλαδή των άμεσων παραγωγών. Όμως, το ότι το ζήτημα της συνειδητοποίησης της δύναμης του κόσμου της εργασίας τέθηκε με αρκετά ξεκάθαρο τρόπο, αλλά και επιδοκιμάστηκε από μεγάλη μερίδα των πολιτών, είναι ενθαρρυντικό, (ιδίως αν συνυπολογίσουμε τα ποιοτικά χαρακτηριστικά όσων το έπραξαν). Και αυτό γιατί αποτελεί κομβικό σημείο της διαπάλης για την πολιτισμική ηγεμονία, η οποία φαίνεται ότι από εδώ και πέρα συγκροτείται γύρω από τη διαμάχη μεταξύ της κοινωνικής αξίας της αλληλεγγύης και του δικαίου του Ισχυρότερου, ως προς το ποιο από τα δύο οφείλει να αποτελέσει την ύψιστη κανονιστική αρχή του κοινωνικού μας βίου.
Η σκληρή πραγματικότητα
Στη συγκυρία όμως που ζούμε, το σημαντικότερο δεν είναι η ανάδειξη της κοινωνικής αλληλεγγύης ως το μείζον πεδίο σύγκρουσης για την πολιτισμική ηγεμονία, αλλά το ότι η συγκρότηση δομών που θα διαπνέονται από την αξία αυτή, αποτελεί κοινωνική αναγκαιότητα. Καθώς λοιπόν η κάθε άλλο παρά «Εθνική» κυβέρνηση μας ετοιμάζεται να ξεπουλήσει και τα τελευταία ίχνη κρατικών δομών κοινωνικής αλληλεγγύης (ηλεκτρικό ρεύμα, νερό κτλ.) η σύσταση τοπικών επιτροπών κοινωνικής αλληλεγγύης, τόσο στις γειτονιές όσο και στους χώρους δουλειάς, προβάλλει ως επιτακτική ανάγκη. Αν λοιπόν ο Σύριζα πιστεύει πραγματικά τα όσα έλεγε προεκλογικά, θα πρέπει να πρωτοστατήσει άμεσα στην δημιουργία τους. Διότι σύντροφοι, η ισχύς μερικών πραγμάτων δεν επηρεάζεται από το αποτέλεσμα των όποιων εκλογών, όπως η εγκυρότητα του παρακάτω συνθήματος: Αν όχι τώρα, πότε; Αν όχι εμείς, ποιοι;
Πασχάλης Νταγτεβερένης, διδάκτωρ Κοινωνιολογίας - Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Η Εποχή», στις 29 Ιουλίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου