Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

Τα όνειρα

 Αναρτήθηκε από: Βελίκης Ιωάννης, Ψυχολόγος PhD, τηλ. 6932683468

Πηγή: www.iranon.gr

Ένα 20% των ανθρώπων που ερωτώνται δηλώνουν ότι δεν ονειρεύονται. Στην πραγματικότητα, απλώς δε θυμούνται τα όνειρα τους. Ελάχιστες είναι οι μη αντιστρέψιμες καταστάσεις που στερούν τα όνειρα από τους ανθρώπους, και αυτές αφορούν συνήθως εγκεφαλικές βλάβες οφειλόμενες σε όγκους ή τραύματα. Αντιθέτως, υπάρχουν αρκετά φάρμακα που καταστέλλουν την ονειρική δραστηριότητα, επιφέροντας μια κατάσταση ύπνου δίχως όνειρα. Συνηθισμένα τέτοια φάρμακα είναι τα λεγόμενα "τρικυκλικά" αντικαταθλιπτικά (Αμιτρυπτιλίνη-Saroten, Μιανσερίνη-Tolvon κ.α.), τα αντικαταθλιπτικά που δρουν αναστέλλοντας το ένζυμο "ΜονοΑμινΟξειδάση-ΜΑΟ" (Περφαιναζίνη-Minitran, Σιταλοπράμη-Seropram, Φλουοξετίνη-Ladose κ.α.), καθώς και το αντιβιοτικό Χλωραμφαινικόλη (Chloranic, Kemicetine κ.α.). Πρόκειται, δηλαδή, για φάρμακα που χρησιμοποιούνται από όλο και περισσότερους ανθρώπους γύρω μας (τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, πάντως, φθίνουν σε χρήση) και που προσδίδουν μια χροιά κυριολεξίας στην ανησυχητική διαπίστωση ότι το μαύρο φίδι της καθημερινότητας καταπίνει πια ακόμα και τα όνειρα μας.



Από τα 1440 λεπτά του 24ωρου κύκλου ημέρας-νύχτας, τα 90 με 100 από αυτά -δηλαδή ένα ποσοστό περίπου 7%- ο ανθρώπινος εγκέφαλος τα περνάει ονειρευόμενος. Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι, εκτός από τον άνθρωπο, και αρκετά από τα ζώα ονειρεύονται. Η άποψη αυτή έχει επιβεβαιωθεί στις μέρες μας. Γνωρίζουμε πια ότι οι κότες και οι αγελάδες π.χ. ονειρεύονται 25 περίπου λεπτά το 24ωρο, τα ποντίκια 7 λεπτά, οι χιμπατζήδες 80 με 90 λεπτά, οι ελέφαντες 180 λεπτά, ενώ πρωταθλητές του ονείρου αναδεικνύονται τα αιλουροειδή, με τη γάτα να κατέχει το ρεκόρ των 200 λεπτών ονειρέματος ανά 24ωρο. Για την ακρίβεια, γνωρίζουμε ότι όλα σχεδόν τα θηλαστικά και τα πτηνά ονειρεύονται, σε αντίθεση με τα ερπετά, τα ψάρια και τα αμφίβια, στα οποία δεν έχει διαπιστωθεί καμία τέτοια ένδειξη. Με άλλα λόγια, το ονείρεμα συναντάται στα ομοιόθερμα ζώα (θηλαστικά, πτηνά), σε αυτά δηλαδή που έχουν αναπτύξει μηχανισμούς διατήρησης σταθερής θερμοκρασίας σώματος, ενώ απουσιάζει από τα ποικιλόθερμα (ερπετά, αμφίβια, ψάρια), τα οποία δε διαθέτουν τέτοιους μηχανισμούς.



Υπάρχουν κάποιες αξιοσημείωτες και παράδοξες εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό. Παρότι ερπετό, ο κροκόδειλος ονειρεύεται, ενώ κάτι τέτοιο δε φαίνεται να συμβαίνει με τον ορνιθόρυγχο και την έχιδνα, που ανήκουν στα θηλαστικά (και που αποτελούν τα μόνα του είδους που γεννούν αυγά). Η μεγάλη έκπληξη, όμως, έρχεται από το δελφίνι. Αν και θηλαστικό με εγκεφαλικό φλοιό παρόμοιας ανάπτυξης με τον ανθρώπινο, καμία ένδειξη ονειρικής δραστηριότητας δεν έχει καταγραφεί στον εγκέφαλο του, παρά τις επίμονες και μακροχρόνιες έρευνες. Ίσως το γεγονός αυτό -που αποτελεί αίνιγμα για τους νευροβιολόγους- να σχετίζεται με το ότι το δελφίνι, όντας υποχρεωμένο να αναδύεται στην επιφάνεια της θάλασσας ανά μερικά λεπτά για να αναπνεύσει, κοιμάται πότε με το ένα ημισφαίριο του εγκεφάλου του και πότε με το άλλο, διατηρώντας πάντα το ένα ημισφαίριο ξύπνιο.



Πως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε όλα τα παραπάνω σε σχέση με τις «ονειρικές συνήθειες» των ζώων;



Έρευνες δεκαετιών έχουν δείξει τα εξής:



Ο ύπνος στους ανθρώπους και τα ζώα που ονειρεύονται μπορεί να διαχωριστεί σε δύο εντελώς ξεχωριστές μεταξύ τους καταστάσεις του εγκεφάλου. Η πρώτη ονομάζεται ύπνος βραδέων κυμάτων, λόγω του ότι, κατά τη διάρκεια της, το ΗλεκτροΕγκεφαλοΓράφημμα (ΗΕΓ) καταγράφει βραδέα, μεγάλου εύρους κύματα, που μαρτυρούν την απουσία δραστηριότητας στα ανώτερα (φλοιώδη) εγκεφαλικά κέντρα. Ο ύπνος ΒΚ είναι ύπνος δίχως όνειρα.



Η δεύτερη κατάσταση ονομάζεται παράδοξος ύπνος και παρεμβάλλεται περιοδικά κατά τη διάρκεια του ύπνου ΒΚ. Στον άνθρωπο, κάθε νύχτα εμφανίζονται 4-5 φάσεις παράδοξου ύπνου, διάρκειας 20 περίπου λεπτών η κάθε μια. Ο παράδοξος ύπνος είναι ο ύπνος των ονείρων (εφεξής: παράδοξος ύπνος = ονείρεμα). Κατά τη διάρκεια του:



● Ονειρευόμαστε.



● Το ΗΕΓ καταγράφει έντονη εγκεφαλική δραστηριότητα, ανάλογη με εκείνη της εγρήγορσης.



● Επέρχεται πλήρης σχεδόν μυοχάλαση, δηλαδή καταργείται ο τόνος όλων των μυών του σώματος (πράγμα που δε συμβαίνει στον ύπνο ΒΚ), με εξαίρεση μερικούς μύες του κεφαλιού (κυρίως του μιμικούς μύες, υπεύθυνους για τις διάφορες εκφράσεις του προσώπου) και των δακτύλων (εννοείται ότι εξαίρεση αποτελούν επίσης οι μύες της αναπνοής, της καρδιακής λειτουργίας και άλλοι, που εξυπηρετούν τις βασικές λειτουργίες του οργανισμού). Κινήσεις ολόκληρου μέλους παρατηρούνται πολύ σπάνια. Για κάποιον άγνωστο λόγο, ο σκύλος αντιβαίνει τον κανόνα αυτό, και συχνά κουνάει τα πόδια, γρυλίζει, ή και γαβγίζει καθώς ονειρεύεται. Η μυοχάλαση αυτή, που παραδόξως επέρχεται κατά τις περιόδους αυξημένης εγκεφαλικής δραστηριότητας, έδωσε και τον όρο "παράδοξος ύπνος".



● Μπλοκάρονται όλα τα οπτικά, ακουστικά, οσφρητικά, γευστικά και απτικά ερεθίσματα από το να φτάσουν στον εγκέφαλο, εκτός αν η ένταση τους ξεπεράσει κάποιο όριο, οπότε το άτομο συνήθως ξυπνάει. Η διακοπή αυτή της αγωγής των ερεθισμάτων συμβαίνει σε επίπεδο αισθητηριακών νευρώνων, κατά την αγωγή, δηλαδή, των ερεθισμάτων από τα αισθητήρια όργανα προς τον εγκέφαλο μέσω των νεύρων.



Η "υπνοπαιδεία" ή "υπνοδιδασκαλία", συνεπώς, δεν έχει καμία επίδραση κατά τη διάρκεια του παράδοξου ύπνου, φαίνεται όμως ότι έχει κάποια αποτελέσματα κατά τη διάρκεια του ύπνου ΒΚ, οπότε τα αισθητηριακά ερεθίσματα δεν μπλοκάρονται. Κατά τον ίδιο τρόπο εξηγείται και η ενσωμάτωση εξωτερικών ερεθισμάτων σε κάποια όνειρα, παρά τη διακοπή αγωγής τους ενόσω το άτομο ονειρεύεται. Για παράδειγμα: το ξυπνητήρι χτυπάει ενώ το άτομο κοιμάται. Πλάθεται τότε ένα όνειρο, κατά το οποίο ο ήχος του ξυπνητηριού προέρχεται από το κουδούνι του σπιτιού, την πόρτα του οποίου αναλαμβάνει να ανοίξει κάποιος άλλος, οπότε το άτομο μπορεί να συνεχίσει -και συνεχίζει- τον ύπνο του. Αυτό που συνέβη στο παραπάνω παράδειγμα -και συμβαίνει γενικά σε ανάλογα όνειρα- είναι ότι, είτε το άτομο δε διένυε περίοδο παράδοξου ύπνου, οπότε το ακουστικό ερέθισμα από το ξυπνητήρι ήταν ελεύθερο να περάσει στον εγκέφαλο και να προκαλέσει το όνειρο, είτε, αν το άτομο ονειρευόταν, ο ήχος το ξύπνησε προσωρινά ή το έφερε σε κατάσταση ύπνου ΒΚ, όποτε -και πάλι- το ακουστικό ερέθισμα έφτασε στον εγκέφαλο και έπλασε το όνειρο.



● Εκτός από τους μύες του προσώπου και των δακτύλων, ο μυϊκός τόνος διατηρείται και στους οφθαλμοκινητικούς μύες, συγκεκριμένα σε εκείνους που εκτελούν τις πλάγιες οφθαλμικές κινήσεις. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα του παράδοξου ύπνου: κατά τη διάρκεια του, και ενώ τα βλέφαρα παραμένουν κλειστά, τα μάτια διαγράφουν ταχείες κινήσεις δεξιά-αριστερά, γεγονός που καταγράφεται με χαρακτηριστικό τρόπο στο ΗλεκτροΜυοΓράφημμα (ΗΜΓ). Από τις Ταχείες αυτές Οφθαλμικές Κινήσεις (Rapid Eye Movements-REM στα αγγλικά) έχει προέλθει και ο όρος «ύπνος REM», που συνιστά εναλλακτική ονομασία του παράδοξου ύπνου (λιγότερο δόκιμη όμως, αφού, όπως σημειώνει ο καθηγητής Jouvet, πως μπορεί αυτή να εφαρμοστεί στις κουκουβάγιες, που δεν κινούν τα μάτια τους, ή στους τυφλοπόντικες, που δεν έχουν μάτια;).



Παρακολουθώντας, λοιπόν, την εγκεφαλική λειτουργία μέσω του ΗΕΓ και τις οφθαλμικές κινήσεις μέσω του ΗΜΓ, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πότε ένα άτομο ονειρεύεται κατά τη διάρκεια του ύπνου. Και μέσω της αναζήτησης και διαπίστωσης των ίδιων αυτών χαρακτηριστικών στα ζώα, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν, ποια και πόσο ονειρεύονται. Αυτό, με τη σειρά του, συνεπάγεται ότι δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα βέβαιοι για όλα τα ζώα, εφόσον, πως θα μπορούσαν να εφαρμοστούν οι μέθοδοι αυτές στα σαλιγκάρια, τα κουνούπια ή τις αράχνες; Κι από την άλλη, πως είμαστε βέβαιοι ότι ζώα που δεν εμφανίζουν καμία σχετική ένδειξη στο ΗΕΓ και το ΗΜΓ, δεν ονειρεύονται μέσω κάποιων άλλων μηχανισμών;



Δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα βέβαιοι. Αυτό, όμως, που γνωρίζουμε στα σίγουρα είναι ότι οι γάτες ονειρεύονται. Και, μάλιστα, μπορούμε πια και να κρυφοκοιτάζουμε στα όνειρα τους.



Πως;



Όπως είπαμε, ο μυϊκός τόνος καταργείται κατά τη διάρκεια του παράδοξου ύπνου (των ονείρων, δηλαδή), με αποτέλεσμα το άτομο να είναι ανήμπορο να κινηθεί, παρά την έντονη εγκεφαλική δραστηριότητα. Σχετικά πρόσφατα εντοπίστηκε η δομή του εγκεφάλου που επιφέρει τη μυϊκή αυτή παράλυση κατά τη διάρκεια των ονείρων ("κερκοφόρος πυρήνας άλφα"), και στάθηκε δυνατό να αδρανοποιηθεί σε γάτες. Ελεύθερα πλέον τα ζώα να κινηθούν κατά τη διάρκεια του παράδοξου ύπνου, «πρόδωσαν» με τις κινήσεις τους το περιεχόμενο των ονείρων τους. Να, λοιπόν, ποια ήταν τα αποτελέσματα (ΒΛΕΠΕ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ):





Τη στιγμή που εμφανίζονται οι πρώτες «κορυφές PGO» (χαρακτηριστικά ευρήματα στο ΗΕΓ), οι οποίες αναγγέλλουν τον παράδοξο ύπνο, η γάτα που κοιμάται ανοίγει τα μάτια και σηκώνει το κεφάλι «κοιτώντας» ψηλά, δεξιά και αριστερά. Αυτή η διαδοχή της «οπτικής εξερεύνησης» (ενώ το ζώο δεν αντιδρά στα οπτικά ερεθίσματα) είναι ένα σταθερό αλλά παράδοξο φαινόμενο: η γάτα γυρνάει το κεφάλι δεξιά, αλλά κοιτάει αριστερά και το αντίθετο. Ακολουθούν διαφορετικοί αλλά απρόβλεπτοι τρόποι συμπεριφοράς. Το ζώο σηκώνεται αιφνιδίως και αρχίζει να περπατά. Φαίνεται να τρέχει πίσω από μια φανταστική λεία, σταματάει για να παίξει με αυτήν, με τις χαρακτηριστικές κινήσεις της γάτας που έπιασε ένα ψάρι. Ξαφνικά, μπορεί να εκδηλωθούν άλλες συμπεριφορές, όπως φόβος (με τα αυτιά προς τα πίσω), οργή (με άνοιγμα του στόματος) ή επίθεση (με απότομες κινήσεις των μπροστινών ποδιών). Σπανιότερα εμφανίζονται κινήσεις γλειψίματος. Αυτές οι κινήσεις δεν κατευθύνονται προς κάποιο στόχο. Μερικές φορές, η γάτα γλείφει το τρίχωμά της και συχνότερα το πάτωμα του κλουβιού. Εάν τοποθετήσουμε ένα κομμάτι τσιρότο στο τρίχωμα της γάτας, θα το γλείψει κατά τη διάρκεια της εγρήγορσης. Όμως το γλείψιμο δεν κατευθύνεται προς το τσιρότο κατά τη διάρκεια της ονειρικής συμπεριφοράς. Το ίδιο συμβαίνει όταν της προσφέρεται ένα κομμάτι κρέας στη διάρκεια αυτής της περιόδου· δεν θα κατευθυνθεί προς το κρέας ακόμη και όταν πεινάει. Η γάτα, προσωρινά τυφλή και χωρίς ακοή, αφού δεν αντιδρά στα ακουστικά ερεθίσματα, εξουσιάζεται από ένα ενδογενές σύστημα που ελέγχει τον εγκέφαλό της και την κάνει να ονειρεύεται (ο τονισμός των λέξεων είναι του συγγραφέα)...



...Η αλληλουχία της εξερεύνησης στην έναρξη του ονείρου αρχίζει με μια οπτική εξερεύνηση: η γάτα μοιάζει να κυνηγάει με το κεφάλι και με τα μάτια κάποιο φανταστικό αντικείμενο που μετακινείται μπροστά της στο χώρο. Όμως, στην πραγματικότητα, το ζώο δεν βλέπει: το επιβεβαιώσαμε δοκιμάζοντας διαφορετικά ερεθίσματα που δεν προκαλούσαν καμία κυνηγετική αντίδραση. Εν συνεχεία, το ζώο κινείται στο κλουβί του σαν να θέλει να το ερευνήσει. 'Αλλες φορές, η θέση που υιοθετεί θυμίζει τη συμπεριφορά προσέγγισης μιας λείας: η γάτα συμπεριφέρεται σαν να βρίσκεται μπροστά σε έναν ποντικό ή σε έναν αρουραίο, προχωράει αργά και το κεφάλι της εκτείνεται προς τα εμπρός ενώ κατευθύνεται προς τα κάτω ακολουθώντας τη φανταστική λεία. Καμιά φορά η γάτα υιοθετεί μια θέση χαρακτηριστική της ενέδρας: η ακινησία είναι σχεδόν πλήρης και το ένα από τα μπροστινά πόδια της είναι ελαφρά σηκωμένο...



...Τέλος, ουδέποτε παρατηρήσαμε μια στάση που θα μπορούσε να θυμίζει σεξουαλική συμπεριφορά τόσο στα αρσενικά (στύση) όσο και στα θηλυκά (λόρδωση). Επίσης, ουδέποτε παρατηρήσαμε ρίγη, λαχάνιασμα, εμέτους και φταρνίσματα στη διάρκεια των ονειρικών τρόπων συμπεριφοράς. Η αλυσίδα των διαφορετικών αλληλουχιών της συμπεριφοράς δεν ακολουθεί σταθερή σειρά, εκτός από την αρχή του ονείρου, που είναι η οπτική εξερεύνηση. Κάθε ζώο, όμως, φαίνεται να έχει ένα ποσοστό σχετικά σταθερό (υπολογισμένο στον εβδομαδιαίο μέσο όρο) διαφόρων στάσεων ενός δεδομένου ρεπερτορίου. Δεν έχουμε κατορθώσει, πάντως, να συνδέσουμε το ρεπερτόριο με τη συμπεριφορά των ζώων στην εγρήγορση. Είναι περίεργο το γεγονός ότι οι γάτες παρουσιάζουν σε μεγάλη έκταση ονειρική επιθετική συμπεριφορά ενώ ουδέποτε υπήρξαν επιθετικές κατά τη διάρκεια της εγρήγορσης εναντίον του πειραματιστή (θυμηθείτε το αυτό στην πορεία της συζήτησης, όταν θα φτάσουμε «στην πόλη»).





Όπως τονίστηκε στα παραπάνω αποσπάσματα, τα όνειρα της γάτας, παρότι διαφέρουν κάθε φορά σε περιεχόμενο, ξεκινούν πάντοτε με το κεφάλι της να στρέφεται σε κινήσεις οπτικής εξερεύνησης του χώρου γύρω της και με τα μάτια της να ανοίγουν. Πρόκειται, δηλαδή, για αντίδραση ίδια με αυτή ενός ζώου που ξυπνάει για πρώτη φορά σε κάποιον καινούριο και άγνωστο χώρο. Αυτό το γεγονός είναι εντυπωσιακό, και δείχνει ότι αυτό που συμβαίνει στην αρχή του ονείρου είναι ένα «ξύπνημα» της ονειρικής συνείδησης, όμοιο με το ξύπνημα της πλήρους αφύπνισης! Με άλλα λόγια, τα όνειρα απέχουν από τον ύπνο (τον ύπνο ΒΚ, για την ακρίβεια) τουλάχιστον όσο και η ξύπνια ζωή.



Ανάλογα πειράματα -επισήμως- δεν έχουν γίνει σε ανθρώπους (προϋποθέτουν την καταστροφή της μικρής περιοχής του εγκεφάλου που επιφέρει τη μυϊκή ατονία κατά τη διάρκεια των ονείρων, τον "κερκοφόρο πυρήνα άλφα"). Μπορούμε όμως να υποθέσουμε ότι ανάλογο θα ήταν και το δικό μας ονειρικό ξύπνημα (με κινήσεις οπτικής εξερεύνησης του κεφαλιού και με μάτια που ανοίγουν) αν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν. Ναι, ανάλογες ονειρικές συμπεριφορές οπτικής εξερεύνησης ανοίγουν κατά πάσα πιθανότητα και την αυλαία των δικών μας ονείρων (αλλά μπλοκάρονται πριν φτάσουν στους μύες), αρκετές φορές κάθε νύχτα!



Η άποψη αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι για όλα τα είδη που γνωρίζουμε ότι ονειρεύονται το βιολογικό υπόστρωμα είναι παρόμοιο. Γνωρίζουμε ότι βασικό κέντρο της «γεννήτριας των ονείρων» είναι μια περιοχή του εγκεφάλου που ονομάζεται "στέλεχος".



Με κίτρινο χρώμα σημαίνεται το εγκεφαλικό στέλεχος.



Πρόκειται για το κατώτερο τμήμα του εγκεφάλου, που τον συνδέει με τον νωτιαίο μυελό, αποτελώντας μια από τις πιο αρχέγονες δομές του. Λέγοντας "βασικό κέντρο", δεν εννοούμε ότι αυτή είναι η αποκλειστική περιοχή «παραγωγής» των ονείρων, καθώς φαίνεται ότι στη «σκηνοθεσία» τους συμμετέχουν και πολλές άλλες δομές του εγκεφάλου· εννοούμε ότι εκεί (συγκεκριμένα, στο δικτυωτό σχηματισμό της γέφυρας και τα γονατώδη σώματα) εντοπίζεται το κέντρο το οποίο ξεκινά και συντονίζει την όλη διαδικασία - ο «μαέστρος της ονειρικής ορχήστρας». Από εκεί, σήματα διαβιβάζονται προς τον ινιακό φλοιό του εγκεφάλου, την περιοχή, δηλαδή, που επεξεργάζεται τα νευρικά ερεθίσματα από τα μάτια, μεταφράζοντας τα σε εικόνες (η όραση δεν επιτελείται από τα μάτια αλλά από τον ινιακό φλοιό του εγκεφάλου - τα μάτια αποτελούν απλώς τις «κεραίες» της όρασης).



Αυτό συνεπάγεται ένα ακόμη εκπληκτικό γεγονός: οι σκηνές που βλέπουμε στα όνειρα μας δεν αποτελούν απλές νοητικές εντυπώσεις, αλλά κανονικές εικόνες, που προβάλλονται στον ινιακό (οπτικό) φλοιό όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα σήματα που φτάνουν από τα μάτια στην ξύπνια ζωή! Η μόνη διαφορά είναι ότι, ενώ στην ξύπνια ζωή τα σήματα των εικόνων προέρχονται από το περιβάλλον και διαβιβάζονται από τα μάτια μας, κατά τη διάρκεια των ονείρων οι εικόνες έχουν ενδογενή προέλευση.



Η έκφραση, λοιπόν, "βλέπουμε όνειρα" απηχεί πλήρως την πραγματικότητα -αφού όντως τα βλέπουμε- και, μάλιστα, τα βλέπουμε έγχρωμα (σε ένα ποσοστό περίπου 20% των ονείρων που θυμόμαστε μετά την αφύπνιση υπάρχει σαφής ανάμνηση κάποιου χρώματος). Ακόμα και οι τυφλοί βλέπουν ονειρικές σκηνές, εκτός από εκείνους που είτε γεννήθηκαν τυφλοί (ή έχασαν την όραση τους από πολύ νωρίς) είτε η τύφλωση τους οφείλεται σε καταστροφή του ινιακού φλοιού - σε καταστάσεις δηλαδή γενικά που οφείλονται σε βλάβη ή μη ανάπτυξη (εκ γενετής τυφλοί) του οπτικού φλοιού. Ούτε, πάντως, και οι άνθρωποι των τελευταίων αυτών περιπτώσεων στερούνται ονείρων. Απλώς, βιώνουν όνειρα με μη οπτικές, αλλά ακουστικές, οσφρητικές κλπ. παραστάσεις. Πράγμα που υποδεικνύει πως ό,τι συμβαίνει με τον οπτικό εγκεφαλικό φλοιό κατά τη διάρκεια των ονείρων, συμβαίνει και με τον ακουστικό, τον οσφρητικό κοκ. Βιώνουμε, δηλαδή, όχι αόριστες εντυπώσεις, αλλά τον πλήρη αντίκτυπο στον εγκέφαλο των αισθητηριακών ερεθισμάτων που δημιουργούν τα όνειρα (εικόνες, ήχους, οσμές κλπ.). Για να θυμίσουμε τη φράση του Havelok Ellis, τα όνειρα είναι πραγματικά όσο διαρκούν, περισσότερο και από την ίδια τη ζωή.



Αρκετά, όμως, με τα «τι» και τα «πως» που αφορούν τη νευρολογία του ονείρου. Εκείνα που έχουν μεγαλύτερη σημασία και σχετίζονται με το θέμα της ενότητας αυτής είναι τα «τι», τα «πως» και -κυρίως- τα «γιατί» των λειτουργιών του ονείρου.



Γιατί ονειρευόμαστε; Τι λειτουργίες επιτελούνται μέσω των ονείρων;



Ή, για να το θέσουμε από τη σκοπιά ενός οπαδού της θεωρίας της εξέλιξης, γιατί μόνο τα ομοιόθερμα που ανέπτυξαν τους μηχανισμούς του ονείρου (όλα τα θηλαστικά και τα πτηνά, πλην του δελφινιού, του ορνιθόρυγχου και της έχιδνας) κατόρθωσαν να επιβιώσουν;



Ή απάντηση που δίνει μέχρι στιγμής η Νευροβιολογία στο ερώτημα αυτό είναι απλή, σαφής και σύντομη. Δια στόματος του καθηγητή Jouvet (ΒΛΕΠΕ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «...Οι μηχανισμοί του ύπνου παραμένουν σκοτεινοί, ακόμη και εάν αντιλαμβανόμαστε από καιρό ότι τα κύματα του εγκεφάλου συγχρονίζονται ή γίνονται βραδέα ανάλογα με το εάν ο ύπνος γίνεται βαθύτερος... Αποκαλύψαμε κάποια λειτουργία για την ονειρική δραστηριότητα ή για τον παράδοξο ύπνο; Η απάντηση είναι αρνητική... ...Ο νευροφυσιολόγος, όμως, που μελετά το όνειρο δεν γνωρίζει ούτε αιτία ούτε λειτουργία... ...Αλλά γιατί η εξέλιξη μας προίκισε με έναν εγκέφαλο που περιοδικά, κατά τη διάρκεια του ύπνου, υπόκειται σε έναν μηχανισμό που απελευθερώνει φανταστικές εικόνες, παραλύει τον μυϊκό μας τόνο, καταστέλλει τις περισσότερες ομοιοστατικές ρυθμίσεις και προκαλεί στύση (μέσω της μυοχάλασης); Γνωρίζουμε πολλά για το πως, χωρίς όμως αυτό να μας επιτρέπει να γνωρίζουμε το γιατί, δεδομένου ότι αδυνατούμε να αποκαλύψουμε τις εμφανείς τροποποιήσεις στο επίπεδο της συμπεριφοράς, του εγκεφάλου ή του οργανισμού καταστέλλοντας τον παράδοξο ύπνο ή το όνειρο στο ζώο ή στον άνθρωπο.»

Καμία από τις πιθανολογούμενες λειτουργίες των ονείρων που προτάθηκαν κατά καιρούς δε στάθηκε δυνατό να επαληθευθεί, ενώ αρκετές ήταν εκείνες που απορριφθήκαν εντελώς, βάσει των πειραματικών δεδομένων.
Κι όμως, είναι αυταπόδεικτο ότι τα όνειρα επιτελούν κάποια λειτουργία, και μάλιστα σημαντική, ειδάλλως, γιατί να περνάμε το 7% του συνολικού χρόνου ζωής μας ονειρευόμενοι; Και, πως αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι, ενώ κατά τη διάρκεια του ύπνου ΒΚ (του καθεαυτό ύπνου δηλαδή) η κατανάλωση ενέργειας -υπό μορφή γλυκόζης- από τον εγκέφαλο μειώνεται σημαντικά, κατά τη διάρκεια του παράδοξου ύπνου (των ονείρων δηλαδή) αυτή αυξάνει σε επίπεδα τουλάχιστον ίσα με εκείνα ενός ξύπνιου εγκεφάλου που βρίσκεται σε πλήρη εγρήγορση; Μια τέτοια δαπάνη χρόνου και ενέργειας από πλευράς εγκεφάλου δεν μπορεί παρά να αποσκοπεί σε κάτι το ιδιαίτερα σημαντικό.



Αλλά, δεν είναι μόνο η κατανάλωση χρόνου και ενέργειας που οδηγεί στο παραπάνω συμπέρασμα, υπάρχει και κάτι ακόμα, πολύ πιο ενδεικτικό. Όπως έχουν δείξει ποικίλες μελέτες και μετρήσεις βιολογικών παραμέτρων, αυτό που κάνει ο ύπνος (ύπνος ΒΚ) είναι να προετοιμάζει το έδαφος για την έλευση των ονείρων (παράδοξος ύπνος). Δια στόματος καθηγητή Jouvet και πάλι (ΒΛΕΠΕ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ):





Μια από τις λειτουργίες του ύπνου είναι να προετοιμάσει τις ενεργειακές συνθήκες που είναι απαραίτητες για την εμφάνιση του ονείρου: ελάττωση της κεντρικής θερμοκρασίας (δηλαδή μείωση της ενεργειακής ζήτησης), ελάττωση της κατανάλωσης του οξυγόνου και δημιουργία ενεργειακών αποθεμάτων υπό μορφή γλυκογόνου, που αποθηκεύεται στα κύτταρα της γλοίας. Όταν -και μόνο τότε- (ο τονισμός των λέξεων είναι του συγγραφέα) έχει επιτευχθεί ικανοποιητικό επίπεδο ενεργειακών αποθεμάτων, το όνειρο μπορεί να επέλθει και να καταναλώσει αυτά τα αποθέματα, ακολουθώντας μεταβολικές οδούς πιθανόν διαφορετικές από τις οδούς της εγρήγορσης. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η ονειρική συνείδηση καταναλώνει μια ποσότητα ενέργειας πιο σημαντική από εκείνη που καταναλώνει η εν εγρηγόρσει συνείδηση. Γι' αυτό όλες οι παρεμβάσεις που αυξάνουν την ενεργειακή ζήτηση του εγκεφάλου (υπερθερμία, πυρετός) ή μειώνουν την προσφορά (υποξία, ισχαιμία) καταστέλλουν την εμφάνιση του ονείρου, αλλά μπορούν να αυξήσουν την εγρήγορση ή τον ύπνο. Η υποχρέωση να ανανεωθούν τα ενεργειακά αποθέματα κατά τη διάρκεια του ύπνου βραδέων κυμάτων εξηγεί, αναμφίβολα, αλλά όχι κατά αποκλειστικότητα, γιατί τα συστήματα που ευθύνονται για την ονειρική δραστηριότητα δεν μπορούν να λειτουργούν παρά μόνο με περιοδικό τρόπο...



...Συμπερασματικά, ο ύπνος βραδέων κυμάτων (καθεαυτό ύπνος) προετοιμάζει με πολλούς τρόπους τις απαραίτητες συνθήκες για την εμφάνιση του παράδοξου ύπνου (όνειρα). Η εμφάνισή του μαρτυρεί, κάθε στιγμή, αφενός την απουσία διέγερσης των συστημάτων της εγρήγορσης και μια σχεδόν ουδέτερη θερμοκρασία περιβάλλοντος, που επιτρέπει τη μείωση του μεταβολισμού, και αφετέρου τη δραστηριότητα του συμπαθητικού συστήματος και της θερμοκρασίας του εγκεφάλου, καθώς επίσης και τη δημιουργία αποθεμάτων ενέργειας. Αυτές οι διαδικασίες φαίνονται απαραίτητες για την κινητοποίηση των χολινεργικών γεφυρο-προμηκικών νευρώνων που ευθύνονται για τον παράδοξο ύπνο.





Με άλλα λόγια, δεν «ονειρευόμαστε όταν κοιμόμαστε», «κοιμόμαστε για να -ή, τουλάχιστον, σε μεγάλο βαθμό για να- ονειρευόμαστε»! Γεγονός που και πάλι δείχνει το πόσο σημαντικά είναι τα όνειρα για τον εγκέφαλο μας.



Το ερώτημα, λοιπόν, γίνεται ακόμα πιο κεφαλαιώδες. Γιατί ονειρευόμαστε;



"Όνειρο" του Ολλανδού ζωγράφου M. C. Esher.



Πολλές θεωρίες έχουν προταθεί κατά καιρούς: το όνειρο που εκτονώνει τα απωθημένα μας (όνειρο ψυχανάλυσης κατά Froyd), το όνειρο που μετατρέπει την πρόσφατη μνήμη σε μακροπρόθεσμη, το όνειρο που φέρνει «σε επαφή» το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου με το αριστερό, και πάει λέγοντας... Όπως είπαμε, οι υποθέσεις στις οποίες βασίστηκαν οι θεωρίες αυτές είτε δεν επαληθεύθηκαν είτε αποδείχθηκαν εσφαλμένες.



Μια πιθανή εξήγηση είχε φανεί αρχικά να δίνει η θεωρία που διατύπωσαν το 1983 οι Crick και Mitchison, βασιζόμενοι σε μια τροποποίηση της υπόθεσης που είχε προτείνει παλαιότερα ο Robert (ο νομπελούχος βιολόγος Francis Crick ήταν ο άνθρωπος που, μαζί με τον James Watson, αποκάλυψε το 1959 τη δομή του DNA). Η θεωρία αυτή ήθελε το όνειρο να αποτελεί ένα είδος «γομολάστιχας» που σβήνει επιλεκτικά όλες τις άχρηστες για τον εγκέφαλο πληροφορίες και αναμνήσεις - τα «παράσιτα» που, αν αφήνονταν εγγεγραμμένα, θα κατέκλυζαν το σύστημα και θα το οδηγούσαν σε ακαμψία και κατάρρευση. Το όνειρο, λοιπόν, θεωρήθηκε μια διαδικασία λήθης που διευκολύνει την περαιτέρω μάθηση, με την όλη θεωρία να συνοψίζεται σε «ονειρευόμαστε για να ξεχνάμε». Πειράματα σε ποντίκια, στα οποία είχε επιβληθεί στέρηση του παράδοξου ύπνου (στέρηση δηλαδή των ονείρων, με αφύπνιση όποτε το ΗΕΓ και το ΗΜΓ κατέγραφαν σχετική δραστηριότητα), έδειξαν μείωση της ικανότητας μάθησης όταν το προς αφομοίωση έργο ήταν σχετικά σύνθετο.



Φαινόταν ότι, επιτέλους, είχε βρεθεί μια άκρη· ώσπου ανάλογες μελέτες έγιναν και σε ανθρώπους οι οποίοι έπαιρναν αντικαταθλιπτικά φάρμακα και, άρα, στερούνταν ονείρων. Τα αποτελέσματα; Τζίφος. Όπως σημειώνει ο Michel Jouvet (ΒΛΕΠΕ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «Εάν, στο ζώο, υπάρχει σχέση ανάμεσα στον παράδοξο ύπνο και στη μάθηση, πρέπει να παραδεχτούμε ότι τέτοια σχέση δεν μπορεί να παρατηρηθεί στον άνθρωπο. Η χορήγηση βενζοδιαζεπινών (αγχολυτικά), που διαταράσσουν λίγο το όνειρο, επιφέρει, μερικές φορές, σημαντικές διαταραχές της μνήμης, ενώ οι ΙΜΑΟ (αντικαταθλιπτικά που αναστέλλουν τη δράση του ενζύμου ΜΑΟ), που καταστέλλουν εντελώς το όνειρο, δεν επιφέρουν καμιά διαταραχή της μνήμης».



Βρισκόμαστε, λοιπόν, σε πλήρες σκοτάδι όσον αφορά τις λειτουργίες του ονείρου;



Ίσως όχι. Αυτό που πλέον γίνεται αντιληπτό από τους διάφορους μελετητές είναι ότι οι όποιες λειτουργίες των ονείρων δεν μπορούν να στριμωχτούν μέσω πειραμάτων που οδηγούν σε πορίσματα του τύπου «ναι-όχι», «άσπρο-μαύρο». Τα τελευταία χρόνια, μια καινούρια θεώρηση για τα όνειρα κερδίζει συνεχώς έδαφος μεταξύ των νευροβιολόγων, ενισχυόμενη διαρκώς και από νέες παρατηρήσεις. Ναι, φαίνεται ότι τα όνειρα παίζουν καθοριστικό ρόλο στις διαδικασίες της μάθησης και της αφομοίωσης, όχι όμως με τον απλοϊκό ρόλο της «γομολάστιχας» των Crick και Mitchison, αλλά με έναν πολύ πιο σύνθετο, δυναμικό, ίσως και κάπως τρομακτικό τρόπο. Ας δούμε κάποια δεδομένα που στηρίζουν τη θεώρηση αυτή.



Και πρώτα-πρώτα, γιατί τα ομοιόθερμα είδη (θηλαστικά, πτηνά) ονειρεύονται, ενώ τα ποικιλόθερμα (ψάρια, ερπετά, αμφίβια) όχι; Πειστική απάντηση στο ερώτημα αυτό φαίνεται να δίνει η παρατήρηση ότι, ενώ τα τελευταία διατηρούν την ικανότητα να αναγεννούν τους νευρώνες τους καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής τους, η ικανότητα αυτή (νευρογένεση) παύει στα ομοιόθερμα λίγο μετά τη γέννηση (μετά τον τρίτο μήνα στον άνθρωπο - η περαιτέρω μεγέθυνση του εγκεφάλου οφείλεται σε αύξηση του μεγέθους των νευρώνων, όχι σε αύξηση του αριθμού τους). Με άλλα λόγια, ενώ στα ψάρια, τα αμφίβια και τα ερπετά υπάρχει η δυνατότητα δημιουργίας νέων περιοχών του εγκεφάλου ανάλογα με τις ανάγκες του ζώου, στα θηλαστικά και τα πτηνά η δυνατότητα αυτή λείπει. Εξαίρεση αποτελεί η δυνατότητα ανάπλασης των οσφρητικών -και μόνο- νευρώνων στα θηλαστικά και μια ήπια νευρογένεση που παρατηρείται στα πτηνά εποχιακά, κατά τις περιόδους αναπαραγωγής. Αυτό σημαίνει ότι τα ζώα που δεν ονειρεύονται έχουν τη δυνατότητα να εγγράψουν και να σβήσουν δεδομένα ή να εντυπώσουν τρόπους αυτοματοποιημένης συμπεριφοράς δημιουργώντας νέα συμπλέγματα νευρώνων στον εγκέφαλο τους. Εμείς οι άνθρωποι, όμως, όπως και όλα τα είδη που ονειρεύονται, στερούμαστε τη δυνατότητα αυτή, οπότε οι όποιες αναπροσαρμογές μπορούν να γίνουν αποκλειστικά και μόνο σε επίπεδο διασύνδεσης των ήδη υπαρχόντων εγκεφαλικών νευρώνων (για την ακρίβεια, μετά την εφηβεία, χάνουμε κάμποσες χιλιάδες νευρώνων καθημερινά - ευτυχώς διαθέτουμε μερικά δισεκατομμύρια). Τα όνειρα, λοιπόν, φαίνεται να έχουν κάποια σχέση με την οργάνωση των πληροφοριών στον εγκέφαλο, δηλαδή με τις διαδικασίες της μάθησης και της αφομοίωσης.



Μια άλλη σημαντική παρατήρηση έχει να κάνει με το ότι, όπως έδειξαν καταγραφές της ονειρικής εγκεφαλικής δραστηριότητας μέσω του ΗΕΓ και των ταχέων οφθαλμικών κινήσεων (REM) μέσω του ΗΜΓ, οι κυματομορφές (patterns κυμάτων) που παρατηρούνται μεταξύ ατόμων της ίδιας γενιάς ποντικιών ή μεταξύ ανθρώπων μονοζυγωτών διδύμων (διδύμων που διαθέτουν ίδιο DNA και μοιάζουν σαν «δυο σταγόνες νερό») κατά τη διάρκεια των ονείρων είναι όμοιες. Πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει ένα γενετικό συστατικό στα όνειρα, ότι αυτά αποτελούν πεδίο έκφρασης της γενετικής μνήμης κάθε ατόμου.



Από την άλλη μεριά, οι ονειρικές περιπέτειες που βιώνουμε κάθε νύχτα συχνά διαδραματίζονται σε χώρους του οικείου μας περιβάλλοντος, με το όλο σκηνικό να συμπληρώνεται από πρόσωπα, αντικείμενα και καταστάσεις της καθημερινότητας μας. Τα όνειρα, με άλλα λόγια, ενσωματώνουν σε μεγάλο βαθμό γεγονότα της ξύπνιας μας ζωής. Μια μελέτη που έγινε σε δείγμα 400 ονειρικών αναμνήσεων διαφορετικών ατόμων αποκάλυψε κάποιες σημαντικές ιδιομορφίες στον τρόπο με τον οποίο τα στοιχεία αυτά της ξύπνιας ζωής αναδύονται στα όνειρα. Η μελέτη επικεντρώθηκε στην ανάδυση γεγονότων, όχι παλαιότερων των 15 ημερών, ενώ, από τις 400 ονειρικές αναμνήσεις που εξετάστηκαν, οι 130 συγκεντρώθηκαν υπό συνθήκες καθημερινής ζωής και οι 270 κατά τη διάρκεια ταξιδιών στο εξωτερικό ή αμέσως μετά από αυτά. Τα αποτελέσματα ήταν ενδιαφέροντα.





Υπό συνθήκες καθημερινότητας, ενώ γενικά τα γεγονότα που ενσωματώνονται στα όνειρα είναι τα πιο πρόσφατα και υπάρχει μια ομαλή ύφεση ως προς την ανάδυση παλαιότερων στοιχείων της ξύπνιας ζωής, παρατηρείται εντούτοις μια αυξημένη συχνότητα ενσωμάτωσης γεγονότων που έχουν βιωθεί πριν από 8 ημέρες. Η ίδια περίοδος των 8 ημερών αποτυπώνεται και στις καταγραφές των ονειρικών αναμνήσεων κατά τη διάρκεια ταξιδιών.





Εδώ απαιτείται ένα διάστημα 7-8 ημερών εωσότου οι σκηνές από το ταξίδι (σκηνές που το άτομο βλέπει για πρώτη φορά - καινούριο περιβάλλον) περάσουν στα όνειρα. Η εξήγηση που δίνεται σε σχέση με το σημαντικό -όπως φαίνεται- για τα όνειρα διάστημα των 8 ημερών είναι η εξής (ΒΛΕΠΕ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «H παρακάτω υπόθεση επιτρέπει να εξηγήσουμε, ανά πάσα στιγμή, τη σημαντική κορυφή των κατά 8 ημέρες παλαιών αναμνήσεων, η οποία παρατηρείται στις συνθήκες της καθημερινής ζωής, και τη χρονική περίοδο των 7-8 ημερών που είναι απαραίτητη για να ενσωματωθεί ένα νέο σκηνικό στο ονειρικό περιεχόμενο. Μπορούμε πράγματι να υποθέσουμε ότι η διαδικασία του ονείρου χρησιμοποιεί δύο είδη αναμνήσεων. Η πρώτη ανάμνηση, που στερείται της παραμέτρου του χώρου, έχει σχέση με τα πιο πρόσφατα γεγονότα. Αυτή η ανάμνηση, υπεύθυνη για τα «ημερήσια υπολείμματα», εξασθενεί γρήγορα (6-7 ημέρες). Η δεύτερη ανάμνηση, που έχει ως παράμετρο το χώρο, παραμένει λανθάνουσα στο ονειρικό σκηνικό για 6-7 ημέρες και είναι υπεύθυνη των αναμνήσεων του περιβάλλοντος.» Γεγονός που δείχνει ότι τα βιώματα της ξύπνιας ζωής δεν κλωθογυρίζουν τυχαία και χαοτικά στα όνειρα μας, αλλά ακολουθούν κάποιους κανόνες.



Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με διάφορα άλλα δεδομένα, έχουν οδηγήσει, όπως είπαμε, τους νευροβιολόγους σε ένα καινούριο μοντέλο για τις λειτουργίες του ονείρου. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, οι φάσεις του ονείρου αντιστοιχούν σε περιόδους κατά τις οποίες ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τα ερεθίσματα και τις εμπειρίες που έχουν εντυπωθεί κατά την ξύπνια ζωή, συγκρίνοντας τα με τα ήδη παγιωμένα πρότυπα συμπεριφορών και παραδοχών, τα στοιχεία δηλαδή εκείνα που καθορίζουν την προσωπικότητα του ατόμου. Κατά τη διαδικασία αυτή επέρχεται και μια «σύγκρουση» μεταξύ των υπό επεξεργασία ερεθισμάτων και του γενετικά προγραμματισμένου μέρους της προσωπικότητας (εξ ου και το γενετικό συστατικό στο ΗΕΓ και το ΗΜΓ κατά τη διάρκεια των ονείρων). Όπως το θέτει ο καθηγητής Jouvet (ΒΛΕΠΕ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «...Ο γενετικός προγραμματισμός είναι ο νόμος και δεν υπάρχει λόγος να διερευνήσουμε όλα τα γεγονότα που διήγειραν τον εγκέφαλο. Αναμφισβήτητα, σε ορισμένες περιπτώσεις ο προγραμματισμός διευκολύνει τη διαδικασία μάθησης, εάν ενδυναμώνει μερικά τμήματα της προσωπικότητας που αφορούν την ιδιοσυγκρασία. Σε άλλες περιπτώσεις, δεν έχει κανένα αποτέλεσμα· μπορεί να καταστείλει ή να διαγράψει ορισμένα συναπτικά κυκλώματα που έχουν αποκτηθεί επιγενετικά (από το περιβάλλον), εάν αυτά αντιτίθενται στην τυπολογία...»



Με απλά λόγια, τα όνειρα φέρονται να λειτουργούν ως ένα δυναμικό «φίλτρο», μέσα από το οποίο περνούν τα ερεθίσματα της ξύπνιας ζωής. Εφόσον τα ερεθίσματα συμφωνούν με τα ήδη εδραιωμένα πρότυπα ιδιοσυγκρασίας και συμπεριφοράς, αυτά ενδυναμώνονται και αφομοιώνονται. Αν όχι, αποδυναμώνονται ή διαγράφονται. Τα όνειρα, δηλαδή, δρουν σαν ένας «φρουρός» της προσωπικότητας και της ατομικότητας μας, υποβοηθώντας συγχρόνως και την επιλεκτική μάθηση.



Το κατά πόσο το παραπάνω μοντέλο ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα μένει να αποδειχθεί. Μια τέτοια απόδειξη θα ήταν οπωσδήποτε αρκετά δύσκολη, αφού θα προϋπέθετε ιδιαίτερα πολύπλοκα πειράματα, με εξάλειψη πλήθους αστάθμητων παραγόντων και μακροχρόνιο, λεπτομερή έλεγχο των συμμετεχόντων σε αυτά. Ασυναίσθητα, πάντως, οι περισσότεροι άνθρωποι συσχετίζουμε τα όνειρα με την προσωπικότητα και την ατομικότητα. Και, μιας και το έφερε η κουβέντα, πως αντιμετώπιζε η σοβιετική KGB τους αντιφρονούντες του καθεστώτος; Κλείνοντας τους σε ψυχιατρικά ιδρύματα. Και, τι έπαιρναν οι αντιφρονούντες εκεί; Μα, παράγωγα φαινοθειαζίνης και αναστολείς ΜΑΟ, που καταστέλλουν τα όνειρα. Και, πως έβγαιναν, έπειτα από μερικά χρόνια, οι πρώην αντιφρονούντες από τα ιδρύματα αυτά; Δεκτικοί, πολύ δεκτικοί προς τις ιδεολογίες και με ισοπεδωμένη προσωπικότητα.



Στα όνειρα θα επανέλθουμε στην πορεία της ενότητας, καθώς η βιολογική τους προσέγγιση, με την οποία ασχοληθήκαμε ως εδώ, είναι φανερό ότι καλύπτει και επεξηγεί μέρος μόνο των εκφάνσεων τους. Δεν αρκεί, για παράδειγμα, η προσέγγιση αυτή ώστε να απαντηθούν τα ερωτήματα που σχετίζονται με την εκπληκτική πολυμέρεια του ονειρικού φάσματος ή με τη βίωση ολοκληρωμένων και λογικοφανών -«κινηματογραφικών» πολλές φορές- σεναρίων μέσα από αυτό. Τα όνειρα αποτελούν ένα πραγματικό θαύμα της ύπαρξης, πηγάζοντας απευθείας από τις ρίζες της υπόστασης μας. Σκεφτείτε το λίγο: κάθε νύχτα ξυπνάμε (ναι, πραγματικά ξυπνάμε - θυμηθείτε τα όσα είδαμε σε σχέση με την ενεργοποίηση του ονειρευόμενου εγκεφάλου και τις κινήσεις οπτικής εξερεύνησης στην αρχή των ονείρων) σε καινούρια φασματικά περιβάλλοντα, συναλλασσόμαστε με ονειρικά ή υπαρκτά πρόσωπα, βιώνουμε γοητευτικές ή και εφιαλτικές καταστάσεις, καταφέρνουμε αδιανόητα για την ξύπνια μας ζωή πράγματα. Ποιοι; Εμείς, οι άνθρωποι της καθημερινότητας· του σούπερ μάρκετ και των προϊόντων αδυνατίσματος.



Αυτή η φαντασμαγορία των ονείρων, ωστόσο, θα ήταν λάθος να επισκιάσει τη σημασία των όσων η -έστω και περιορισμένης εμβέλειας- βιολογική θεώρηση έχει αποκαλύψει ή εικάζει σε σχέση με αυτά. Γιατί η άποψη των νευροβιολόγων ότι κατά τη διάρκεια των ονείρων το εδραιωμένο τμήμα της προσωπικότητας αξιολογεί και φιλτράρει τις αναμνήσεις της ξύπνιας ζωής είναι από μόνη της θεμελιώδους σημασίας. Και, στην παραδοχή ότι ένας γενετικά προγραμματισμένος μηχανισμός μπορεί να «χτενίζει» κατά τη διάρκεια των ονείρων τα βιώματα του ξύπνιου μας εαυτού -έχοντας τη δυνατότητα να υποβαθμίζει ή να διαγράφει αυτά που έρχονται σε αντίθεση με τα πρότυπα της προσωπικότητας μας, ενδυναμώνοντας και αφομοιώνοντας παράλληλα εκείνα που την ενισχύουν- μπορεί να κρύβεται η εξήγηση για συνηθισμένες καταστάσεις της καθημερινής μας ζωής. Αλήθεια, θυμάστε τότε που είχατε ζήσει το εντελώς αλλόκοτο εκείνο γεγονός; Θυμάστε που αρχικά σας είχε φανεί πέρα για πέρα ανεξήγητο; Και, θυμάστε που έπειτα από λίγο καιρό το είχατε σχεδόν ξεχάσει, αποδίδοντας το πλέον σε κάποια πιθανή παρανόηση από μέρους σας;



Αν όλα αυτά -που, με μικρές παραλλαγές, υιοθετούνται πλέον από την πλειοψηφία των νευροβιολόγων που μελετούν τα όνειρα- ισχύουν έστω και εν μέρει, τότε η πύλη των ονείρων αποτελεί ταυτόχρονα και το φρουρό αλλά και την κερκόπορτα της προσωπικότητας μας. Μια κερκόπορτα από την οποία κάθε νύχτα περνούν τροποποιήσεις αντιλήψεων, ενισχύσεις συμπεριφορών και διαγραφές βιωμάτων, για τις οποίες η συνείδηση και η λογική μας δε ρωτήθηκαν ποτέ.



Αλλά, ας αφήσουμε για λίγο στο σημείο αυτό τη μεγάλη νυκτερινή σκηνή του υποσυνειδήτου. Ελάτε μαζί για μια βόλτα στους δρόμους της πόλης. Εκεί, όπως θα διαπιστώσετε, υπάρχει μπόλικο υλικό για όνειρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: