Αναρτήθηκε από Άθεος
Σύμφωνος στις απαιτήσεις αρκετών, να παραθέσω ένα δείγμα γραφής από το τελευταίο μου βιβλίο, παραθέτω τον Πρόλογο, όπως έκανα και με το προηγούμενο στην 4η ανάρτηση. Μπορεί από τον Πρόλογο να δείτε μόνο τον τρόπο γραφής και την ένταση της κοπιαστικής δεκάχρονης εργασίας (τον Πρόλογο ο συγγραφέας γράφει πάντα τελευταία) όμως, μετά το καλοκαίρι, κάποια κεφάλαια θα αναρτηθούν και θα έχουμε την ευκαιρία να ασχοληθούμε με αρκετά ζητήματα που βάζει το βιβλίο. Μέχρι τότε, κάποιοι θα το έχουν μελετήσει και το Χειμώνα, φαντάζομαι… πολύ θα συζητηθεί!
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Το πρόβλημα του θεού, είναι τόσο παλιό, όσο και η φωτιά. Ίσως και παλαιότερο. Δε χωρά αμφιβολία ότι, στην πρωτόγονη κοινωνία δεν υπήρχε ούτε φιλοσοφία ούτε κριτική σκέψη. Τα στοιχειά που στοιχειοθετούσαν το θεό ήταν φυσικά φαινόμενα και σκέψεις. Ό,τι σκέφτονταν οι πρωτόγονοι άνθρωποι αναγκαστικά πρέπει και να υπήρχε. Τα στοιχειά, τα δαιμόνια και οι θεοί λοιπόν, είναι δημιουργήματα των ανθρώπων. Η καταγωγή τους είναι πρωτόγονη. Εμφανίστηκαν όμως πολύ πριν δημιουργηθεί η φιλοσοφία. Η τελευταία, ερευνά θεμελιακά ζητήματα του κόσμου, του ανθρώπου και της γνώσης. Γι’ αυτό σ’ αυτήν έπεσε η ευθύνη να λύσει το υπαρξιακό πρόβλημα. Τι είναι ο κόσμος, τι είναι η ύλη, η σκέψη, οι ιδέες; Τι είναι το Εγώ; Τι σημαίνει υπάρχω;
Φιλοσοφώντας ο άνθρωπος, ακόμα και μετά από δύο χιλιάδες χρόνια, επιμένει να πιστεύει ότι το «εγώ» είναι μία ουσία με νόηση και γι αυτό ό,τι συλλαμβάνει με το νου μπορεί να το θεωρήσει σαν υπαρκτό. Αναμφισβήτητα η ρήση του Καρτέσιου «σκέφτομαι άρα υπάρχω» είχε πλατωνική απόκλιση που απέκλινε ακόμα περισσότερο από τον υλισμό των αρχαίων. Ο υλισμός του 19ου αιώνα όμως κατόρθωσε να εντοπίσει το «βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας» που είναι αυτό της σχέσης της Νόησης με το Είναι.
Τα αντικείμενα δεν είναι προϊόντα της σκέψης, ούτε η σκέψη μπορεί να υλοποιηθεί, να γίνει πράγμα, αντικείμενο. Τα αντικείμενα υπάρχουν ανεξάρτητα απ’ τη σκέψη μας. Είναι αντικειμενικά. Υπάρχουν είτε τα σκεφτόμαστε είτε όχι. Είτε υπάρχουμε εμείς είτε όχι!
Ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τη δική του ύπαρξη κι όμως διακαώς αγωνίστηκε να αποδείξει την ύπαρξη του θεού και όχι μόνο.
Πως αντιλαμβάνεται όμως ο άνθρωπος τη δική του ύπαρξη;
Η αντίληψη του ανθρώπου σαν ύπαρξη μέσα στον κόσμο ήταν ένα αναπόφευκτο ερώτημα που όχι μόνο γέννησε τον υπαρξιακό του προβληματισμό, αλλά τον γέμισε με δέος και αγωνία. Αντικρίζοντας το όλο, ο άνθρωπος αισθάνθηκε τόσο μικρός και αδύναμος… Μπροστά σε ένα εχθρικό περιβάλλον, αναγκάστηκε να βρει προστασία σε κάτι που θα τον έβγαζε από τη μηδαμινότητά του και παράλληλα θα τον προστάτευε. Ό,τι τον μηδένιζε ήταν Κακό και ό,τι τον ένωνε με το όλο ήταν Καλό. Ανάμεσα στο δυϊσμό του Καλού και του Κακού έκτισε τη λογική του, τη φιλοσοφία του, τη θρησκεία του, όπως μας την κατέγραψε η ιστορική του διαδρομή.
Η φιλοσοφία, η ιστορία και η θρησκεία ήταν καθοριστικοί παράγοντες στην πορεία του ανθρώπου.
Οι παράγοντες αυτοί δεν καθόρισαν απλά την πορεία του μέχρι εδώ, αλλά θα την καθορίζουν και στο μέλλον. Κάτω από τη λογική αυτή, το θέμα του βιβλίου αυτού αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού στους παράγοντες αυτούς εστιάστηκε προκειμένου να κατανοήσει το παρελθόν, να εκτιμήσει το παρόν και να καθορίσει τις δυνατότητες που ο άνθρωπος θέτει για το μέλλον του.
Αν επικεντρώθηκε στη γέννηση, την επικράτηση και την εξέλιξη του χριστιανισμού, τούτο προτιμήθηκε επειδή η θρησκεία αυτή, περισσότερο από τις άλλες, επηρεάστηκε από την ελληνική φιλοσοφία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι, σε ουσιώδη ζητήματα ο χριστιανισμός, ήταν απόλυτα ταυτισμένος μαζί της. Η ελληνική φιλοσοφία σαν σύστημα αντιλήψεων, γενικών εννοιών, είναι η αντιπροσωπευτικότερη φιλοσοφία, που στο κέντρο του ενδιαφέροντός της βάζει τον άνθρωπο και τον κόσμο που τον περιβάλλει, θέτοντας παράλληλα τα ουσιωδέστερα θεμελιακά ζητήματα των ποικιλόμορφων πεδίων έρευνας της ζωής και της γνώσης. Ακόμα και τον ίδιο το θεό τον τοποθετούσε μέσα στο σύμπαν. Ήταν το «κινούν ακίνητο» του Αριστοτέλη ή ο Λόγος και η ειμαρμένη των στωικών και γι αυτό δεν θεωρούσε τον θεό δημιουργό του κόσμου. Αντίθετα οι χριστιανοί τον τοποθετούσαν έξω από το σύμπαν, ώστε ο κόσμος να θεωρείται δημιούργημα κι ο ίδιος δημιουργός. Η θέληση του θεού, σαν εσωτερικός ρυθμός που ελέγχεται από το Λόγο, ήταν αυτός που πλήρωσε τον κόσμο ώστε ο ίδιος να βρίσκεται «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών» ιδιότητα που προστέθηκε αργότερα, σαν δόγμα, έχοντας φυσικά την προέλευση του και πάλι στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία (Ηράκλειτος).
Η ιστορία όμως δεν πρέπει να τρέχει χωρίς να αφήνει ίχνη στο μελετητή. Το παρελθόν, σαν αίτιο, πάντα θα ζει και το παρόν, σαν αποτέλεσμα, αναπόφευκτα θα αποτελεί το συστατικό του μέλλοντος.
Ας το καταλάβουμε, είτε μας αρέσει είτε όχι, το παρόν δυσβάσταχτα αντέχει το βάρος του παρελθόντος που με οργή και οδύνη πιέζει τους ώμους του. Σίγουρα δε μπορεί να απαλλαχτεί από αυτό, όμως μπορεί να το ανεχτεί προκειμένου να κατορθώσει να βρει ευκολοδιάβατους δρόμους για το μέλλον.
Στο βιβλίο αυτό, η φιλοσοφία και η ιστορία γίνονται ακαταμάχητα εργαλεία στα χέρια του αναγνώστη.
Όμως ένα αφιέρωμα στην διαδρομή των σχολών της ελληνικής φιλοσοφίας που αρχικά γράφτηκε για το βιβλίο αυτό αφαιρέθηκε γιατί το φόρτωνε τόσο που άρχισα να πιστεύω πως το ίδιο και ο αναγνώστης θα φορτωθεί με γνώσεις που ίσως δεν θα τον ενδιέφεραν άμεσα. Στο υπόλοιπο κείμενο, όπου η φιλοσοφία χρειάζεται να επέμβει θα επεμβαίνει άμεσα, ώστε ο αναγνώστης να μην αισθανθεί κενό στη γνώση και στην πορεία της έρευνας. Ακολουθώντας βήμα-βήμα τους σταθμούς της πνευματικής ανάπτυξης του ανθρώπου, ο αναγνώστης, γίνεται θεατής των γεγονότων και παράλληλα κριτής των θρησκευτικών δοξασιών που διαμόρφωσαν την ηθική και τη θρησκεία του τις δυο τελευταίες χιλιετίες.
Σκοπός της εμφάνισης των θρησκειών μεταξύ άλλων ήταν η προάσπιση της κοινωνικής τάξης. Η ηθική του έπρεπε να διασφαλίζει την αρετή και τον κοινωνικό βίο. Όμως, όσο απομακρυνόμαστε από τις αρχαίες θρησκείες οι αρετές των πιστών φθίνουν και η ηθική καταλύεται, αφήνοντας τις ωραίες ιδέες κενό γράμμα για να προσδίδουν αίγλη στα διδάγματα και να περισώζουν τα προσχήματα. Τα ιερά κείμενα των λεγόμενων αποκαλυπτικών θρησκειών σήμερα καθίσταται αντικείμενα έρευνας των ιστορικών. Ο συγκριτισμός των θρησκειών γίνεται πολύτιμος οδηγός για το μελετητή της θρησκειολογίας και η θρησκεία, σαν αντικείμενο, δεν αποτελεί πια υπόθεση μόνο των θεολόγων αλλά, κυρίως, αντικείμενο μελέτης των ιστορικών που αναζητούν επιστημονικά πλέον τη νομοτελειακή της ανάπτυξη.
Το πέρασμα από τις αρχαίες θρησκείες στο χριστιανισμό δεν ήταν ανώδυνο. Μπορεί να δημιούργησε προβλήματα και κλυδωνισμούς, όμως ο άνθρωπος σε συνεργασία με το χρόνο κατάφερε να βρει μυστικά περάσματα για να δικαιολογήσει την ανάγκη της μετάβασης. Η φιλοσοφία είναι τόσο εύπλαστη στα χέρια του δημιουργού-σοφού, όσο ο πηλός στα χέρια του αγγειοπλάστη.
Ο εκλεκτισμός στη φιλοσοφία και ο συγκριτισμός στη θρησκεία έκαναν καλή δουλειά σβήνοντας τα ίχνη. Η κριτική έρευνα όμως, ιχνηλατώντας την ιστορία, έκανε ακόμα καλύτερη!
Ο άνθρωπος καταρχάς ωθήθηκε στη φιλοσοφία αφενός επειδή αμφέβαλε και αφετέρου επειδή πίστευε ότι μ’ αυτή μπορούσε να βρει την αλήθεια.
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα η φιλοσοφία είναι η γνώση της αιώνιας και αναλλοίωτης ουσίας των όντων, του «όντως όντος» των ιδεών. Ο μεγάλος ιδεαλιστής φιλόσοφος πίστευε ότι απόλυτος κάτοχος της γνώσης αυτής ήταν μόνο ο θεός. Ο άνθρωπος όμως, φιλοσοφώντας και αναζητώντας την αλήθεια, προσπάθησε να μοιάσει με το θεό. Με τον όρο «ομοίωσις» ο δημιουργός του «Θεαίτητου» προσέγγισε τη σοφία του θεού. Ο ανθρωπισμός της Ελληνικής μυθολογίας κατεβάζει τους θεούς στη γη. Τους δίνει ανθρώπινες διαστάσεις. Τους εξομοιώνει με αυτούς.
Κάνοντας αυτούς θνητούς, ο άνθρωπος γίνεται αθάνατος.
Να για ποιο λόγο ο Ησίοδος ονομάστηκε «αρχαιότερος των θεολόγων της Ελλάδος».
Ακόμα και ο Αριστοτέλης, πατώντας πιο γερά στη γη από τον Πλάτωνα, πίστευε ότι φιλοσοφώντας θεολογούσε, αφού τη θεωρητική επιστήμη την χώριζε σε θεολογία, φυσική και μαθηματικά, δίνοντάς της όχι μόνο την πρώτη θέση αλλά την «θειοτάτη και τιμιωτάτη» διακηρύσσοντας ότι ο θεός είναι η αιτία και η αρχή των πάντων.
Έτσι δημιουργήθηκε η πίστη ότι η φιλοσοφία πρέπει να υπηρετεί τη θεολογία.
Δεν πρέπει να υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στην πίστη και τη γνώση που, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι αποτέλεσμα της λογικής. Συνεπώς, ορθός λόγος και πίστη βρίσκονται σε συμφωνία και αποτελούν την αποκάλυψη της θεϊκής σοφίας.
Αυτός ο «Αποκαλυπτικός Λόγος» στρέβλωσε τη λογική του χριστιανού, όπως η σχολαστική φιλοσοφία στρέβλωσε την πραγματικότητα, επιβραδύνοντας την εμφάνιση των φυσικών επιστημών, παρατείνοντας την εκμετάλλευση των θεοκρατικών και φεουδαρχικών πολιτικών συστημάτων βουλιάζοντας τον άνθρωπο στη δεισιδαιμονία και την πνευματική ανέχεια.
Η λογική του θρησκόληπτου είναι παράλογη και εξωκοσμική. Η θρησκευτική του επιρροή είναι πολύ δυνατή, που μπορεί να τον αλυσοδέσει δημιουργώντας του την εντύπωση ότι τον απελευθερώνει. Μόνος του ο άνθρωπος δημιούργησε τα δεσμά του και αλυσοδεμένος πνίγεται στη φυλακή που ο ίδιος έκτισε γύρω του.
Η λέξη ελευθερία έχει παρεξηγημένη έννοια.
Η παντοδυναμία του θεού σε σχέση με την ελεύθερη βούληση των ανθρώπων, θέτει απεριόριστους καταναγκασμούς και δημιουργεί βαθιά αντιφατικότητα στη φιλοσοφία της θρησκείας.
Στο μεσαίωνα, η ελεύθερη βούληση δημιούργησε μεγάλα προβλήματα στη φιλοσοφία, γιατί προσδιόριζε ταυτόχρονα και την έννοια της αμαρτίας. Στη φιλοσοφία του χριστιανισμού η «ελευθερία» του ανθρώπου βρίσκεται δέσμια στο άρμα της θεϊκής παντοδυναμίας, σ’ αυτό που ονομάζουν θεία πρόνοια, λες και αντέγραψαν κατά γράμμα το στωικό Κλεάνθη για τον οποίο ο αμαρτωλός «σαν το σκυλί ήταν δεμένος πίσω από το κάρο και αναγκασμένος να πηγαίνει όπου πήγαινε και αυτό».
Στο χριστιανισμό, οι πιστοί γίνονται αρνητές της φυσικής ζωής. Θέλουν το θεό ρυθμιστή και τον άνθρωπο άβουλο ον στα χέρια της θεϊκής θέλησης και της παντοδυναμίας του. Και εδώ ο χριστιανισμός διαφοροποιείται από τις αρχαίες θρησκείες. Ενώ στην αρχαιότητα η ειμαρμένη καθορίζει όχι μόνο την νομοτελειακή αρχή του κόσμου αλλά και την θέληση των θεών ακόμα, στο χριστιανισμό ο άνθρωπος που παραβιάζει το νόμο του θεού γίνεται αμαρτωλός, ενώ ο ίδιος ο θεός θεωρείται αναμάρτητος ακόμα και όταν παραβιάζει τη φύση με το «θαύμα»!
Στη λογική του, ο χριστιανός, δεν αντιλαμβάνεται νομοτελειακούς περιορισμούς. Εκεί νιώθει ελεύθερος να αυθαιρετεί. Να, γιατί είναι καταδικασμένος να συλλογιέται αυθαίρετα, γιατί δε νιώθει την ανάγκη να περιορίσει τα συμπεράσματά του στα πλαίσια που ορίζει η νομοτελειακή αναγκαιότητα της φύσης.
Μέσα στη φυλακή του, ο πιστός, ελεύθερα σουλατσάρει με το νου, αυθαιρετώντας απέναντι στους νόμους που υποτίθεται έφτιαξε ο θεός. Τέτοιες αυθαιρεσίες που παραβιάζουν τους νόμους και τη λογική, ο πιστός τις θεοποίησε. Το «θαύμα» προβιβάστηκε. Ήταν η θεϊκή εκδήλωση που, χωρίς αιδώ, παραβίαζε και αναιρούσε ακόμα και τους νόμους που υποτίθεται ο ίδιος δημιούργησε.
Όταν ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ διατύπωσε τον περίφημο αφορισμό του ότι «ο άνθρωπος είναι φύσει ελεύθερος κι όμως παντού σιδηροδέσμιος» κατά νου είχε την αρχή της αιτιότητας που περιόριζε την ελευθερία του ανθρώπου στην ντετερμινιστική λογική.
Έπρεπε να περάσουν πάνω από 22 αιώνες ώστε ακόμα και ο πιστός να αντιληφθεί ότι, καθετί που συμβαίνει στον κόσμο βρίσκεται σε συμφωνία με τους νόμους της φύσης. Η ντετερμινιστική λογική του Δημόκριτου αποσιωπήθηκε από το Δυτικό Χριστιανισμό, όπως ο Πλάτων προσπάθησε να αποσιωπήσει το όνομά του, νιώθοντας ιδιαίτερη αποστροφή για την υλιστική φιλοσοφία. Αν και δεν κατάφερε να κάψει τα συγγράμματα του μεγάλου υλιστή φιλόσοφου, οι χριστιανοί το μεσαίωνα, χωρίς ενδοιασμούς, πυρπολούσαν τα «αιρετικά» τους θύματα, κατακαίγοντας στην «καθαρτήρια πυρά» θεωρίες και επιστημονικές αλήθειες.
Ο θάνατος στην πυρά, οι βασανισμοί και οι κατακρεουργήσεις, στο όνομα του θεού, βρίσκονται σε τρανταχτή αντίφαση με το περιβόητο «αγαπάτε αλλήλους». Αλλά, ποιος νοιάζεται γι αυτό…
Τα αποτρόπαια εγκλήματα του χριστιανισμού αιώνια θα βρίσκονται στημένα στο βάθρο της μνημοσύνης για να θυμίζουν στις μελλούμενες γενιές την αιματοβαμμένη πορεία του ανθρώπου προς τις επιστήμες και την αλήθεια.
Η ιστορία του ανθρώπου, προς τη γνώση, ήταν βασανιστική.
Η ιστορία, προς την ηθική δικαίωση των αναφαίρετων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ήταν απάνθρωπη.
Η ιστορία, των δούλων, των καταπιεζομένων και υποδουλωμένων λαών, των καταφρονημένων και αδικημένων ανθρώπων, που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, κάτω από την αυστηρή καταπίεση της άρχουσας τάξης, είτε θεοκρατική εξουσία ήταν είτε φεουδαρχική ή αστική, είναι βαθιά αιματοβαμμένη.
Τέτοια είναι η ιστορία του ανθρώπου: Βάναυση, απάνθρωπη και βαθιά αιματοβαμμένη. Όμως δύσκολα φωτογραφίζεται από τον ιστορικό μελετητή. Σαν να ξεπροβάλλει πίσω από κυρτόκοιλο φακό, παραμορφωμένη και αναδυομένη πίσω από ένα σκοτεινό και ομιχλώδες τοπίο που θολώνει την αλήθεια και το πραγματικό γεγονός.
Γιατί άραγε;
Η μειωμένη μόρφωση, η ελλιπής πληροφόρηση, η υποκειμενική αντίληψη, η μη εξειδίκευση, η σκόπιμη στρέβλωση για εθνοκεντρικούς και κυρίως ιδεοκρατικούς και προσηλυτιστικούς λόγους κάνουν την έρευνα της ιστορίας επώδυνη υπόθεση, πίσω από την οποία, τα Παγκόσμια Διευθυντήρια, στοχεύουν να την αποσιωπήσουν από τους περισσότερους μήπως και περισώσουν τα προσχήματα και διαιωνίσουν την καθεστηκυία τάξη.
Πίσω από την ανίερη σκοπιμότητα των σκοταδιστών και τις βέβηλες στρεβλώσεις των χαλκευτών, η έρευνα της ιστορικής πορείας του χριστιανισμού, που ευθύνεται για την πνευματική πορεία του (δυτικού) πολιτισμού, προβάλλει επιτακτική και αναγκαία για όλους!
Με όπλο την κριτική και τα αδιάβλητα ντοκουμέντα της, η ιστορία μπορεί να μας πει, ακόμα, την αλήθεια.
Πιστεύοντας ότι η «επίσημη ιστορία» (σε κομβικά σημεία) είναι σκόπιμα διαστρεβλωμένη, έχουμε χρέος, απέναντι στα παιδιά μας, να τους φανερώσουμε την αλήθεια. Χωρίς περιστροφές, νοθείες και λοξοδρομίες.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα.
Οι αρχαίοι Έλληνες, μεταξύ άλλων, λάτρεψαν την Αλήθεια, την Ελευθερία και το Κάλλος.
Την αλήθεια ανέπτυξαν με τη φιλοσοφία.
Την ελευθερία με την πολιτική.
Το κάλλος με την αισθητική.
Η πρώτη συνέβαλε στη σύλληψη του υλισμού.
Η δεύτερη στη δημοκρατία.
Η τρίτη στην τέχνη.
Η απαράμιλλος σχέση αυτών δημιούργησε αυτό που λέμε Ελληνικό Πολιτισμό!
Ο χριστιανισμός, τόσο αντίθετος με τον πολιτισμό αυτό έκανε ό,τι μπορούσε επιβάλλοντας ακριβώς αντίθετη λογική.
Διαστρέβλωσε, νόθεψε και απέκρυψε την αλήθεια σ’ ολόκληρη τη διάρκεια της ιστορίας του, προβάλλοντας σαν αλήθεια μύθους και δοξασίες άλλων λαών.
Καταδίκασε την ελεύθερη έκφραση, θεμελιακό δικαίωμα της δημοκρατίας, επιβάλλοντας θεοκρατική εξουσία, ελεγχόμενο τρόπο ζωής, καταστολή της διαφωνίας και του αιρετικού λόγου, δικαιολογώντας τα βασανιστήρια και τις αποτρόπαιες θανατικές καταδίκες.
Αδυνατώντας να εκτιμήσει την τέχνη, με μειωμένη αισθητική, κατέστρεψε μνημεία απείρου κάλλους, με οργή και λυσσαλέο πάθος. Οικειοποιήθηκε για λογαριασμό του ιερούς τόπους, που στη θεολογία του καταδίκαζε σαν ειδωλολατρικούς και στην ιδιοτελή του επιχειρηματολογία αναγνώριζε την δύναμή τους!
Δυστυχώς, ο χριστιανισμός στάθηκε ανίκανος, πέρα για πέρα, να διαχωρίσει την τέχνη από την πίστη. Καπηλεύτηκε τόπους, ιερά, μύθους, τελετές, έθιμα και φιλοσοφία, στο όνομα του κύρους και της αυθεντίας.
Χωρίς την αίσθηση του αλλόθρησκου συναισθήματος, χωρίς σεβασμό προς τις ξένες δοξασίες, βεβήλωσαν, κατέστρεψαν και έκλεψαν ξένα σύμβολα, για να συμπληρώσουν το θρησκευτικό τους συμβολισμό, να κορέσουν το αδιάλλακτο μίσος τους, κλέβοντας συχνά ιερά σκεύη από χρυσό και άργυρο που με θρησκευτική ευλάβεια φυλάχτηκαν αιώνες σε αρχαίους ναούς.
Σκεύη ιερά που γλίτωσαν από συμμορίες λωποδυτών και τυμβωρύχων έλιωσαν καταλήγοντας στα χυτήρια και τα εκμαγεία των χριστιανών. Με πρόσχημα τον εκχριστιανισμό, σαν αφηνιασμένοι ληστοσυμμορίτες, οι τοπικές εκκλησιαστικές αρχές, κυρίως από ψυχωτικούς και κομπλεξικούς καλόγερους, ερήμωσαν την ύπαιθρο, εξορίζοντας ανυπεράσπιστες οικογένειες, δημεύοντας καλλιεργήσιμες εκτάσεις, σπίτια, ζώα και τιμαλφή, σκορπώντας τρόμο, απόγνωση, βασανίζοντας και αφανίζοντας αθώους.
Ο βάρβαρος εκχριστιανισμός στην Ελλάδα δεν κράτησε ούτε ένα, ούτε δύο, ούτε τρεις αιώνες. Φαινομενικά φαίνεται, από φόβο και ανάγκη, να έφτασε μέχρι τον 10ο αιώνα. Πραγματικά όμως, δε συντελέστηκε ακόμα και ούτε πρόκειται να συντελεστεί.
Στις μέρες μας σχεδόν, το 1806, λίγα χρόνια πριν την επανάσταση, η «Ελληνική Νομαρχία», με βδελυγμία τους αναφέρει σαν «συνεργούς της τυραννίας» (κεφάλαιο Δ΄ ) κι αυτοί χωρίς να ντρέπονται, λίγα χρόνια μετά, μπροστά στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας αφόρισαν την επανάσταση και τους ήρωές της σαν αχρείους, κακόβουλους και απατεώνες, καλώντας το χριστεπώνυμο πλήρωμα να τους στηλιτεύσει «σαν κοινούς λυμεώνας και ματαιόφρονας ραδιούργους».
Έκτοτε, ο πραγματικός Έλληνας έμαθε πως, αφορίζοντάς τον η Εκκλησία, δεν πρέπει να νιώθει πως κάτω απ’ τα πόδια του η γη τρέμει και οι πύλες της κόλασης ανοίγουν, αλλά ότι η Λύτρωση πλησιάζει!
Αναζητώντας τις ρίζες του χριστιανισμού και τα αίτια της επικράτησής του θα στηλιτεύσουμε όλες εκείνες τις μελανές σελίδες της ιστορικής του πορείας, φτάνοντας μέχρι τις μέρες μας, δείχνοντας παράλληλα και την εξέλιξη των ιδεών στη φιλοσοφία και του τρόπου που ο άνθρωπος άρχισε να σκέφτεται μετά τον Διαφωτισμό. Ο τελευταίος μαζί με τις θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις και τις κοινωνικές επαναστάσεις του, ουσιαστικά άλλαξαν τη ρότα και το «πεπρωμένο» της ανθρωπότητας.
Όμως, αν και όχι για όλους, στις μέρες μας φαίνεται ο μεσαίωνας να επιστρέφει. Τα μαζικά μέσα ενημέρωσης προωθούν με ποικιλόμορφο τρόπο μέντιουμ, αστρολόγους, εξορκιστές, ιερείς και δαιμονολόγους, δημιουργώντας νέα πρότυπα και αξίες.
Αλλοτριώνουν συνειδήσεις.
Αποβλακώνουν και διαφεντεύουν τη ζωή μας!
Όπως έλεγε και ο Νίτσε για τους χριστιανούς «μεταβάλλουν κάθε αξία σε απαξία, κάθε αλήθεια σε ψέμα, κάθε έντιμο σε αχρειότητα».
Η μελέτη αυτή θα αποδείξει περίτρανα ότι η επικράτηση του χριστιανισμού αποτέλεσε για την ανθρωπότητα την πιο επαίσχυντη καμπή στην ιστορία της.
Πράγματι, μπορούμε να τον ονομάσουμε, όπως έλεγε ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος του 19ου αιώνα, «το ανεξίτηλο στίγμα της ανθρωπότητας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου