Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

1821: Εθνικοκοινωνική επανάσταση.... εναντια σε καθε καταπιεση απο τους οθωμανους τουρκους & των πουλημενων της εκκλησιας...

by ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΑΡΓΑΚΟΣ Β'

Εθνική ή κοινωνική επανάσταση;

Ο σάλος που ξέσπασε για μήνες με το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού, αλλά και η ανακίνηση –πάλι;– του ζητήματος του ονόματος της γειτονικής Μακεδονίας, άνοιξε ξανά πλατιά τη συζήτηση και τις διαμάχες για την Ιστορία.
Ο Χριστόδουλος και οι φίλοι του, οι ακροδεξιοί εθνικιστές, αλλά (δυστυχώς) και κάποιοι αριστεροί απαίτησαν να αποσυρθεί ή να “διορθωθεί” το βιβλίο, γιατί παραχαράζει “αντεθνικά” την Ιστορία. Το ζήτημα απασχόλησε όχι μόνο τον Τύπο και τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ (που έδωσαν και πάλι ρεσιτάλ), αλλά και τις συζητήσεις σε όλους τους χώρους . Ο Χριστόδουλος και οι ακροδεξιοί απαίτησαν από την κυβέρνηση της Ν.Δ., που κέρδισε τις εκλογές με την υποστήριξη της Εκκλησίας, να διορθωθούν στο βιβλίο οι “ψευτοπροοδευτισμοί” του παρελθόντος, να εξαφανιστούν οι διεθνισμοί των “ψευτοαριστερών” κ.λπ.
Την Εκκλησία ενοχλεί κύρια η αμφισβήτηση του ρόλου της στην Επανάσταση του 1821. Αυτό που διδάσκεται στα σχολεία ήταν ότι το έθνος (οι Έλληνες, που έχουν τάχα μιαν αδιατάραχτη «συνέχεια» από την αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο μέχρι σήμερα), με τη βοήθεια και τη στήριξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, κατόρθωσε να επιβιώσει από την τουρκική κυριαρχία 400 χρόνων, για να απελευθερωθεί με την εθνική Επανάσταση του 1821. Για τη στήριξη αυτής της εκδοχής της «Ιστορίας» φτιάχτηκαν και οι διάφοροι εθνικοί ή εθνικιστικοί μύθοι, οι οποίοι παρουσιάζονται ακόμα και σήμερα ως πραγματικά γεγονότα. Ως μεγάλα σύμβολα της Εκκλησίας και των εθνικο-θρησκόπληκτων εμφανίζονται το λάβαρο της Αγίας Λαύρας, η 25η Μαρτίου (Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και, υποτίθεται, η κήρυξη της Επανάστασης από την Εκκλησία), η «θυσία» του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’ και το «κρυφό σχολειό».
Από το 1924 ο Γιάνης Κορδάτος με το βιβλίο “Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821” είχε αποκαλύψει τα ψέματα –για τον τάχα «εθνικό» και θρησκευτικό χαρακτήρα της εξέγερσης, για το ρόλο του ανώτερου κλήρου και των κοτζαμπάσηδων κ.ά.– και είχε αποκαταστήσει το πραγματικό περιεχόμενο του 1821: ήταν μια επανάσταση ενάντια στη φεουδαρχία και την καταπίεση – που εκφραστές τους δεν ήταν μόνο οι Τούρκοι πασάδες και μπέηδες, αλλά και οι ελληνόφωνοι προύχοντες, κοτζαμπάσηδες και δεσποτάδες. Για το βιβλίο αυτό ο Κορδάτος υπέστη φοβερές επιθέσεις τόσο από το αστυνομικό κράτος (δικτατορία) του Πάγκαλου όσο και από την Ιερά Σύνοδο. Μάλιστα, καθώς γράφει ο ίδιος, «…Όπως είναι γνωστό, όχι μόνο δημοσιεύτηκαν λίβελοι εναντίον μου, αλλά και εκατοντάδες μαθητές τών εδώ και των επαρχιακών γυμνασίων αποβλήθηκαν ή τιμωρήθηκαν γιατί διάβασαν το βιβλίο μου. Στο Μαράσλειο Διδασκαλείο, μάλιστα, παύτηκαν οι προοδευτικοί καθηγητές και ενάντια στην καθηγήτρια Ρόζα Ιμβριώτη οργανώθηκε συκοφαντική σταυροφορία».(1)

Η Αγία Λαύρα

Αντικειμενική πηγή για την τάχα ύψωση του λάβαρου της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα στις 25 του Μάρτη δεν μπορεί να θεωρείται ένας ζωγραφικός πίνακας που φτιάχτηκε 50 χρόνια μετά την Επανάσταση. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός στα απομνημονεύματά του δεν κάνει ούτε μία νύξη για λάβαρο που υψώθηκε στην Αγία Λαύρα. Ο ίδιος περιγράφει ότι η πρώτη του ανάμειξη με την Επανάσταση ήταν στις 26 του Μάρτη, όταν είχε ξεσπάσει ήδη η Επανάσταση στην Πάτρα (με ηγέτη έναν τσαγκάρη), όπου ευλόγησε (μάλλον «με το πιστόλι στον κρόταφο», όπως λέει ο Κορδάτος) τα όπλα των Πατρινών στην πλατεία της πόλης. Η Αγία Λαύρα και η 25η Μαρτίου «ανακαλύφθηκαν» το 1838 και καθιερώθηκαν με βασιλικό διάταγμα, όταν η μοναρχία του Όθωνα αποφάσισε να επιβάλει την ιδεολογική σύζευξη μεταξύ Ορθοδοξίας και Αγώνα.

Το «κρυφό σχολειό»

Τα “κρυφά σχολειά” όχι μόνο δεν υπήρξαν –κανένας σοβαρός ιστορικός(2), ούτε ακόμα και συντηρητικός, δεν τα δέχεται–, αλλά οι μαρτυρίες όλες δείχνουν το αντίθετο. Οι οθωμανικοί θεσμοί δεν επέβαλαν διώξεις στα ελληνόφωνα σχολεία. Δεν υπάρχει ούτε ένα τέτοιο παράδειγμα. Αντίθετα, αξιοποιούσαν τους ελληνόφωνα μορφωμένους στον κρατικό μηχανισμό της Αυτοκρατορίας. Μάλιστα, εκτός των σχολείων, υπήρχαν και ανώτατες σχολές: η Μεγάλη του Γένους Σχολή, η Αθωνιάς, η σχολή στις Μηλιές του Βόλου, στη Ζαγορά, στα Γιάννενα και σε πολλά άλλα μέρη.
Όπως αναφέρει ο ιστορικός Αλέξης Ηρακλείδης (εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 22/3/07): «Κρυφά σχολειά δεν υπήρχαν γιατί δεν υπήρχε καμία ανάγκη να υπάρξουν, αφού η εκπαίδευση στην ελληνική γλώσσα ήταν ευρέως διαδεδομένη και δεν διωκόταν ουδαμού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Απόδειξη, το ότι υπήρχαν εκατοντάδες σχολεία στα Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία, επιπλέον της περίφημης Πατριαρχικής Ακαδημίας στο Φανάρι. Μάλιστα, κατά τον 18ο αιώνα, η ανανέωση της παιδείας ήταν τόσο αισθητή, ώστε οι Έλληνες (για την ακρίβεια οι Ρωμιοί, τα μέλη του Γένους) να υπερτερούν των πάντων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από άποψη μόρφωσης. Οι Ρωμιοί, με τη μόρφωση που είχαν αποκτήσει εντός της αυτοκρατορίας, στη συνέχεια καταλάμβαναν ανώτατα αξιώματα, όπως δραγουμάνοι της Υψηλής Πύλης (στην ουσία υφυπουργοί Εξωτερικών), δραγουμάνοι του Στόλου (δεύτεροι μετά τον Αρχηγό του Στόλου), οσποδάροι (ηγεμόνες-πρίγκιπες) στη Βλαχία και Μολδοβλαχία κ.λπ. Η θέση τους ήταν τόσο εξέχουσα, ώστε σήμερα γνωστοί εθνικιστές νεοορθόδοξοι, όπως ο Χρ. Γιανναράς, να θεωρούν ‘λάθος’ την ελληνική ανεξαρτησία, γιατί θα μπορούσε ‘το Γένος’ να πάρει στα χέρια του όλη την αυτοκρατορία, μια και ‘η διοίκηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε αρχίσει να διαβρώνεται με την ανάδειξη Ελλήνων σε νευραλγικές διοικητικές θέσεις’».(3) Αλλά και από το 1873, στα «Ιστορικά περί της Ελληνικής Παλιγγενεσίας», ο Δημητσανίτης Μιχαήλ Οικονόμου, γραμματικός του Κολοκοτρώνη και βασικός ιστορικός του Αγώνα, γράφει ότι κατά την Τουρκοκρατία «η λατρεία των χριστιανών εξησκείτο ελευθέρως και δημοσία και επροστατεύετο μάλιστα και από τους Τούρκους [...] επροστατεύετο δε και ελευθέρως ενηργείτο και η εκπαίδευσις». Το ειδικό βάρος αυτής της μαρτυρίας είναι ότι ο Οικονόμου σπούδασε αρχικά στη Μονή Φιλοσόφου. Επίσης, το 1820, μέσα δηλαδή στην Ιστορία της εποχής, ο επιφανής κληρικός και δάσκαλος Νεόφυτος Βάμβας, που δίδασκε στο περιλάλητο –και ελεύθερο, φυσικά– Γυμνάσιο της Χίου, λέει: «Είτε από αδιαφορία, είτε ως αρχή, η Υψηλή Πύλη δεν αντιτάχθηκε καθόλου στην πνευματική αναγέννηση της Ελλάδας».
Όμως, ένας πραγματικός διωγμός της εκπαίδευσης έγινε – αλλά έγινε από την Εκκλησία: διώχθηκαν ή αφορίσθηκαν ο Διονύσιος ο Φιλόσοφος, ο Κύριλλος Λούκαρις, ο Άνθιμος Γαζής, ο Ρήγας Βελεστινλής, ο Κοραής, ο Υψηλάντης κ.ά. Στο βιβλίο «Ελληνική Νομαρχία ή Λόγος περί Ελευθερίας» (που εκδόθηκε το 1806 στην Ιταλία ως φόρος τιμής στον Ρήγα από τον «Ανώνυμο τον Έλληνα») αναφέρεται: «[…]δεν προφέρουν πια οι μαθητές και οι δάσκαλοι τη λέξη ελευθερία, μήπως τους ακούσουν οι προεστοί και οι αρχιερείς και τους κηρύξουν άθεους». (!)

Γρηγόριος ο Ε’

Ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ κάθε άλλο παρά «μάρτυρας» ήταν: υπήρξε ο πιο πιστός προστάτης του φεουδαρχισμού και της οθωμανικής κυριαρχίας (την οποία υποστήριζε ως θεόσταλτη) – αφού εξασφάλιζε προνόμια και εξουσία σ’ αυτόν και στην τάξη του. Καταδίωξε την εξάπλωση της εκπαίδευσης στα λαϊκά στρώματα, πάλεψε με λύσσα τις δημοκρατικές ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, πολέμησε τον Ρήγα, αντέδρασε στη Φιλική Εταιρεία και αφόρισε την Επανάσταση του 1821.
Να τι λέει η Πατριαρχική Εγκύκλιος προς Επτανησίους, το 1798, όταν ο ενωμένος ρωσο-τουρκο-βρετανικός στόλος κινείται εναντίον των νησιών: «Ο πονηρός και αρχέκακος όφις, αφού δολίως επλάνεσε την ανθρωπότητα… επινοήσας το γένος των Γάλλων δεκτικότερον της πονηρίας, έχυσεν δαψιλώς εις τας ψυχάς αυτών τον ιόν της αποστασίας. Βασιλοκτονία, αθεΐα, αναρχία με το δέλεαρ της Ελευθερίας και της Ισότητος, καταπάτηση θεσμών» κ.λπ. Υποδείκνυε τους Γάλλους ως «ολετήρας της ανθρωπότητος, αντάρτας του θεού και λυμεώνας της κοινής ευταξίας και ειρήνης», που «επιβουλευόμενοι την κραταιά αυτοκρατορία του Σουλτάνου δολίως με διάφορα γράμματα απατηλά» επιχείρησαν να «διεγείρουν τους υποκειμένους λαούς της εις ακαταστασίαν και ανταρσίαν». Στη συνέχεια, καλεί τους Επτανήσιους να βοηθήσουν τον ρωσο-τουρκο-βρετανικό στόλο, «για τον αφανισμό των απίστων τούτων Γάλλων…».
Όσο για το μύθο της “εθνικής παλιγγενεσίας”, η άποψή μας είναι ότι η Επανάσταση του 1821, όπως και όλες οι εξεγέρσεις-επαναστάσεις εκείνη την περίοδο στα Βαλκάνια, ήταν κοινωνικές επαναστάσεις. Το κύριο στοιχείο τους δεν ήταν «εθνικο-θρησκευτικό», αλλά απελευθερωτικό: ενάντια στην καταπίεση από την Πύλη, τους φεουδάρχες, τους τσιφλικάδες, τους κοτζαμπάσηδες, τους δεσποτάδες και το Φανάρι – ήταν, δηλαδή, μια εξέγερση ενάντια στο σύνολο των θεσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία

Από την πρώτη στιγμή της άλωσης της Κωνσταντινούπολης (1453), ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Κατακτητής διόρισε πατριάρχη τον Γεννάδιο Σχολάριο (που, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, προτιμούσε τους Τούρκους από τους Δυτικούς καθολικούς) με τις ίδιες και περισσότερες τιμές απ’ ό,τι οι Βυζαντινοί, και αναγνώρισε στους καινούργιους υπηκόους του (ραγιάδες) δικαιώματα που ονομάστηκαν “προνόμια”.
Ο Πατριάρχης ορίστηκε ως ανώτατος άρχων των χριστιανών “ραγιάδων”, απόλυτος ρυθμιστής των εκκλησιαστικών ζητημάτων, αλλά και με δικαστικά, φοροεισπρακτικά και άλλα δικαιώματα.
Η νέα εξουσία συνεργάστηκε και χρησιμοποίησε σε υψηλές θέσεις την αριστοκρατία των μορφωμένων Κωνσταντινουπολιτών (Φανάρι).
Μάλιστα, σύμφωνα με το λόγο που έδωσε ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Κατακτητής, δεν πείραξαν ούτε την ιδιωτική, ούτε την κοινοτική, ούτε τη μοναστηριακή περιουσία των περιοχών που υποτάχτηκαν θεληματικά. Μόνο στα μέρη που έγινε αντίσταση δήμευαν τις περιουσίες. Γι’ αυτό, οι περισσότερες επαρχίες (ακόμα και πριν από την κατάκτηση της Πόλης) καλούσαν τους Οθωμανούς να έρθουν να τις κατακτήσουν.
Μετά το 1750, η κλειστή οικονομία της φεουδαρχίας έπαψε να είναι κυρίαρχο οικονομικά φαινόμενο και σε πολλά μέρη η εμπορευματική παραγωγή προόδευε. Στη Μαγνησία, το Μεσολόγγι, την Πάτμο φτιάχνονταν πλοία για το εμπόριο. Η Ύδρα, οι Σπέτσες, τα Ψαρά, το Γαλαξίδι, η Μύκονος, η Κάσος αναπτύσσουν στόλο. Η Θεσσαλονίκη, η Πόλη, η Σμύρνη, το Πήλιο, η Ήπειρος κ.ά. γίνονται κέντρα διαμετακομιστικού εμπορίου.

Την ίδια εποχή σε ορισμένες περιοχές είχε αναπτυχθεί και η βιοτεχνία.

Επειδή η εσωτερική αγορά είχε περιορισμούς (έλλειψη δρόμων, εξαθλίωση πληθυσμού, ανασφάλεια μεταφοράς εμπορευμάτων), το εμπόριο αναπτυσσόταν σε ορισμένα μόνο αστικά κέντρα και μάλιστα εξωελλαδικά, με τη μετανάστευση εμπόρων, βιοτεχνών κ.ά. Γι’ αυτό, πριν ακόμα σχηματιστεί η αστική τάξη μέσα στη Βαλκανική, οι ξενιτεμένοι (στην κεντρική Ευρώπη, Αυστροουγγαρία, Μολδοβλαχία, Ν. Ρωσία και αλλού) Ρωμιοί, Σέρβοι, Μακεδόνες, Βλάχοι και Αρμένηδες συστήνουν εταιρείες στα πιο σπουδαία εμπορικά κέντρα. Έτσι, είχαμε ελληνόφωνες παροικίες με τεράστια οικονομική άνθηση και πολιτιστική δράση.
Είναι τότε ακριβώς που η νεοδημιουργημένη αστική τάξη της Βαλκανικής (έμποροι, μεγαλοκαραβοκυραίοι, βιοτέχνες, τραπεζίτες) αρχίζει να αποχτά συνείδηση του ρόλου της και αρχίζει να σκέφτεται το πώς θα αντιδράσει απέναντι στο καθυστερημένο καθεστώς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που εμποδίζει τα συμφέροντά της και δεν την αφήνει να αναπτυχθεί.
Μέχρι τότε, η έννοια του έθνους δεν ήταν σημαντική. Η θρησκευτική ταυτότητα –μαζί με την οικογενειακή και τη στενά τοπική– ήταν εκείνη που κυρίως προσδιόριζε τους ανθρώπους.
Ταυτόχρονα, ο λαός (οι ραγιάδες όλων των εθνικοτήτων) ζούσε σε άθλιες συνθήκες: οι περισσότεροι ήταν αγρότες και, εκτός από τον αγά ή μπέη που έτρεφαν με τον ιδρώτα τους, ήταν υποχρεωμένοι να προσφέρουν και άλλα «δοσίματα» στους χριστιανούς δυνάστες τους: στον τσιφλικά, στον κοτζάμπαση, στους δεσποτάδες, στα μοναστήρια και στους τοκογλύφους. Μεγάλο μέρος της γης ήταν ιδιοκτησία των μοναστηριών. Χιλιάδες αγρότες ήταν δουλοπάροικοι - κολίγοι στα μοναστήρια. Η Εκκλησία (ο ανώτερος κλήρος) έπαιρνε από κάθε χριστιανό ραγιά τον ειδικό φόρο. Είχε εξουσία για κατάσχεση στο αλέτρι ή τα άλλα γεωργικά εργαλεία, αν δεν πλήρωνε ο αγρότης. Δίπλα στους Οθωμανούς αντιπροσώπους της κεντρικής εξουσίας (Μεγάλη Πύλη), είχε σχηματιστεί και μια άλλη ολιγαρχία εκμεταλλευτών:
* Οι χριστιανοί τσιφλικάδες, προύχοντες, άρχοντες κ.λπ. * Οι δεσποτάδες, ο ανώτερος κλήρος και τα μοναστήρια. * Οι Φαναριώτες (αριστοκρατία του πλούτου και της μόρφωσης) που “υπηρετούσαν”, δηλαδή στήριζαν την Πύλη, η οποία τους χρησιμοποιούσε σε διάφορες υψηλές θέσεις του κρατικού μηχανισμού: διερμηνείς (δραγουμάνους), πρεσβευτές, πρίγκιπες κ.ά. Η κατάσταση είχε φτάσει σε τέτοιο χάλι, που μαζικά πολλοί φτωχοί αγρότες –αδυνατώντας να ξεσηκωθούν οργανωμένα– “έπαιρναν τα βουνά”. Ένα τμήμα τους ήταν η λεγόμενη “κλεφτουριά”, που γέμισε τα βουνά της Βαλκανικής χερσονήσου και είχε μίσος κατά της εξουσίας και των εκμεταλλευτών. (“Εγώ ραγιάς δεν γένομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω. Δεν προσκυνώ τους άρχοντες και τους κοτζαμπασήδες…”, δημοτικό τραγούδι της εποχής.)
Οι Κλέφτες συντρέχανε τη φτωχολογιά και χτυπούσανε τους προύχοντες. Οι προεστοί τούς μισούσαν και συνεργάζονταν με την Πύλη για την εξόντωσή τους. Πολλοί Κολοκοτρωναίοι του Μοριά εξοντώθηκαν κυρίως από τις προδοσίες των ελληνόφωνων προεστών και αρχόντων.

Διαφωτισμός
Η Γαλλική Επανάσταση αναστάτωσε όλη την Ευρώπη και προκάλεσε “επαναστατικό πυρετό”. Έφερε τις καινούργιες δημοκρατικές ιδέες για Ισότητα, Ελευθερία και Αδελφοσύνη και την απελευθέρωση των πολιτών από τους δυνάστες (Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου). Χτυπώντας τη φεουδαρχία, την αριστοκρατία, τις αντιδραστικές ιδέες και την εξουσία της Εκκλησίας, γεννούσε ελπίδες στους σκλαβωμένους λαούς για απελευθέρωση.
Οι δημοκρατικές ιδέες επηρέασαν βαθιά τόσο την καινούργια (προοδευτική τότε) αστική τάξη όσο και μεγάλα τμήματα του λαού. Στη Βλαχία κυκλοφορούσαν επαναστατικές προκηρύξεις και η «Μασσαλιώτιδα», μεταφρασμένη από τον Ρήγα, ήταν το τραγούδι που συγκινούσε την αγροτιά. Σε μια επίσημη έκθεση τονιζόταν: «Σχεδόν όλοι οι πραματευτάδες που κατάγονται από τα Γιάννενα και την Αρβανιτιά, όσοι είναι εδώ (στις Ηγεμονίες) εγκατεστημένοι και είναι όλοι τους ‘αβράκωτοι’, έχουν μεταφράσει τη γαλλική προκήρυξη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και την ξέρουν απέξω» (έκδοση Ρουμανικής Ακαδημίας).

Οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης ήρθαν στην Ελλάδα μέσω των παροικιών του εξωτερικού. Λόγιοι, έμποροι, ναυτικοί διαδίδουν τις δημοκρατικές ιδέες.

Αρχίζουν οι πρώτες συγκρούσεις:
• Οι δημοκράτες αστοί ενάντια στους τσιφλικάδες και στο Πατριαρχείο για τα σχολεία, τα βιβλία, τις ιδέες, τη γλώσσα. • Αγροτικά κινήματα ενάντια στους κοτζαμπάσηδες και τους προεστούς (Μοσχόπολη, Γιάννενα, Σμύρνη, Πήλιο, Σάμο, Ύδρα, Νάξο, Τήνο και αλλού).

Ο Ρήγας Φεραίος ήταν ο κύριος και πιο προοδευτικός εκφραστής των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης στα Βαλκάνια – και, μάλιστα, της πιο “αριστερής” πτέρυγάς της, των Γιακωβίνων. Μαζί με τους συντρόφους του οραματίζονταν μια παμβαλκανική εξέγερση ενάντια όχι μόνο στους Τούρκους δυνάστες, αλλά και στους χριστιανούς υποστηριχτές τους (προύχοντες, κλήρο κ.λπ.). Δηλαδή, μια κοινωνική εξέγερση. Και καλούσαν: «(…) Στην πίστη του ο καθένας, ελεύθερος να ζη, στην δόξαν του πολέμου να τρέξουμεν μαζύ, Βούλγαροι κι Αρβανίτες και Σέρβοι και Ρωμιοί, Νησιώτες και Ηπειρώτες, με μια κοινήν ορμή, για την ελευθερία να ζώσουμε σπαθί, ν’ ανάψουμε μια φλόγα εις όλην την Τουρκιά, να τρέξει απ’ την Μπόννα έως την Αραπιά… …να σφάξουμε τους λύκους που τον ζυγόν βαστούν και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά τους τυραννούν» […]. (από τον «Θούριο» του Ρήγα, 1797, στο: Γ. Κορδάτου, «Ο Ρήγας Φεραίος και η βαλκανική ομοσπονδία», σελ. 72)
Μια τέτοια εξέγερση προσπάθησε να οργανώσει ο Ρήγας. Ίδρυσε στο Βουκουρέστι, το 1780, τη μυστική Εταιρεία των Φίλων. Μέλη της δεν ήταν μόνο Ελληνες. Ήταν Ρουμάνοι, Σέρβοι, Αρβανίτες, Βούλγαροι κ.ά. Η Εταιρεία τύπωνε φυλλάδια, χάρτες, προκηρύξεις, τα γραφτά και τα τραγούδια του Ρήγα, τα πολιτικά της σχέδια, τα δικαιώματα του ανθρώπου και τα διέδιδε σε όλη τη Βαλκανική. Ο Ρήγας κάνει τις συνεννοήσεις και προετοιμάζει την ταυτόχρονη εξέγερση στα Βαλκάνια. Τα σχέδιά του τα ματαίωσαν οι Φαναριώτες και το Πατριαρχείο με τις προδοτικές τους ενέργειες. Περνώντας από την Τεργέστη στις 19/12/1797 προδόθηκε και πιάστηκε μαζί με τους σπουδαιότερους συντρόφους του και εξοντώθηκαν.
Όμως, είχαν ανοίξει το δρόμο. Στα 1814 ιδρύεται η Φιλική Εταιρεία, στην Οδησσό, η οποία αναλαμβάνει το βάρος της προετοιμασίας της Επανάστασης. Μέλη της είναι, επίσης, από όλα τα έθνη των Βαλκανίων (ιδιαίτερα έμποροι, βιοτέχνες, βιομήχανοι, αλλά και ναυτικοί, καραβοκύρηδες, λόγιοι κ.ά.). Και τα σχέδια κι οι σκοποί τους έχουν, επίσης, έντονα κοινωνικό περιεχόμενο. Τάσσονται ενάντια στη φεουδαρχία και τον ανώτατο κλήρο.


Επανάσταση
Το χρονικό της Επανάστασης του 1821 αναλυτικά δεν χωράει σε ένα άρθρο. Γι’ αυτό παραθέτουμε μόνο τα βασικά: Αυτοί που εξεγέρθηκαν ήταν ο λαός, η φτωχή αγροτιά και οι προοδευτικοί αστοί. Ήταν Έλληνες, Αρβανίτες (που ήταν και οι περισσότεροι στρατιωτικοί ηγέτες της Επανάστασης), Βλάχοι, Ρουμάνοι, Σέρβοι, ακόμα και φτωχοί Τούρκοι.(4) Αυτοί που τους πολέμησαν ήταν οι Οθωμανοί, δηλαδή η Πύλη, το Πατριαρχείο, η πλειονότητα των Φαναριωτών, οι προύχοντες, οι τσιφλικάδες... Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ υπήρξε ο πιο πιστός προστάτης του φεουδαρχισμού και της οθωμανικής κυριαρχίας – που του εξασφάλιζε προνόμια και εξουσία. Ο λόγος που θανατώθηκε ήταν επειδή απέτυχε στο έργο του ως ανώτερου αξιωματούχου: να κρατάει, δηλαδή, τους ραγιάδες υποτελείς.
Η Επανάσταση άρχισε τον Μάρτη του 1821, με στόχο να εξαπλωθεί από τη Μολδοβλαχία μέχρι την Πελοπόννησο. Πράγματι, ξεκίνησε στις 7/3/1821 στη Μολδοβλαχία, με εξέγερση των αγροτών υπό τον Βλαδιμιρέσκου, με τον οποίο συνεργαζόταν ο Υψηλάντης (σταλμένος από τους Φιλικούς). Ο τελευταίος, όμως, πολύ γρήγορα τρομάζει από την τεράστια αγροτική εξέγερση, που απαιτεί διανομή της γης στους δουλοπάροικους και είναι ενάντια στους βογιάρους (ντόπιους φεουδάρχες), τους Φαναριώτες και τον κλήρο. Με τις πιέσεις των Φαναριωτών και του Πατριαρχείου, ο Υψηλάντης υποχωρεί και καταδικάζει την εξέγερση, ενώ ο Βλαδιμιρέσκου δολοφονείται. Έπειτα από αυτά εισβάλλει ο τουρκικός στρατός και τα διαλύει όλα…(5)
Έτσι, τελικά η Επανάσταση ξεκίνησε με την απομονωμένη εξέγερση στον Μοριά.
Στην Πάτρα γίνεται η πρώτη ανταρσία – και είναι του λαού και όχι των προκρίτων. Αρχηγός ήταν ο Παναγιώτης Καρατζάς (τσαγκάρης), μέλος της Φιλικής, που εμπνεόταν από τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης. Έχοντας συνεργάτες έναν έμπορο και έναν φαρμακοποιό, με τις προοδευτικές και δημοκρατικές τους ιδέες έχουν προετοιμάσει το έδαφος και στις 21 του Μάρτη ξεσηκώνεται ο λαός των Πατρών. Γι’ αυτήν του τη δράση, αλλά και για το κύρος που είχε ανάμεσα στο λαό, ο Καρατζάς δολοφονήθηκε λίγους μήνες μετά από τους κοτζαμπάσηδες αδελφούς Κουμαναίους.
Σε όλη την Πελοπόννησο, αλλά και στη Ρούμελη και στα νησιά ο κόσμος φλεγόταν να πάρει μέρος στην Επανάσταση, και όπου αυτή καθυστερούσε είναι από τις αντιδράσεις των ελληνόφωνων ολιγαρχικών, αρχόντων, μεγαλοκαραβοκύρηδων κ.λπ. Άπειρα τα παραδείγματα για το πώς εξαναγκάζονταν –από την πίεση του κόσμου– να πάρουν τελικά μέρος στον Αγώνα. Οι αγροτικές και λαϊκές μάζες όχι μόνο πρωτοστατούσαν, αλλά έδιναν και κοινωνική μορφή στην εξέγερση: στην Ύδρα, την Επανάσταση ξεκίνησαν οι απλοί ναύτες, που άρπαξαν τα καράβια των μεγαλοκαραβοκύρηδων, όπως των Κουντουριώτηδων, με επικεφαλής τον Αντώνη Οικονόμου. Και αυτόν τον επαναστάτη τον κυνήγησαν αργότερα οι προύχοντες, που ήθελαν να αποκαταστήσουν τα προνόμιά τους.
«Στην Άνδρο η λαϊκοαγροτική συνέλευσις της Μεσαριάς όχι μόνο ενέκρινεν την εξέγερσιν, αλλά και εθέσπισε μίαν σειράν μέτρων, διά των οποίων κατελύετο οριστικώς το φεουδαρχικόν καθεστώς της Άνδρου. Πολλοί τότε πύργοι των κοτζαμπάσηδων κάηκαν και πολλοί γαιοκτήμονες πιάστηκαν και φυλακίστηκαν, ενώ μερικοί προδόται εκτελέστηκαν» – όπως αναφέρει ο Κορδάτος. Με τέτοια επεισόδια είναι γεμάτη η ιστορία της Επανάστασης του 1821, εικόνες του μίσους που έτρεφαν οι εκμεταλλευόμενοι για τους εκμεταλλευτές τους.
Να πώς περιγράφει σε ανταπόκρισή του (στις 17 Αυγούστου του 1821) ο δημοσιογράφος Κρίστιαν Μίλερ, σταλμένος επιτόπου στην επαναστατημένη Ελλάδα ως ανταποκριτής της γερμανικής εφημερίδας “Allgemeine Zeitung”: «Πλανάται οικτρώς εκείνος που νομίζει ότι ο πόλεμος αυτός των Ελλήνων είναι εθνικός. Τέτοιο πράγμα δεν συμβαίνει. Οι ανώτερες τάξεις δεν έλαβαν καθόλου μέρος μέχρι τώρα. Οι πιο ευκατάστατοι και οι πιο πλούσιοι Έλληνες δεν υπεστήριξαν τον πόλεμο ούτε άμεσα ούτε έμμεσα… Εκτός απ’ αυτήν την αναξιοπρεπή αποχή από τον αγώνα, υπάρχει ακόμα το μεγάλο μειονέκτημα ότι σ’ αυτά τα ασύντακτα πλήθη λείπουν εντελώς τα χρηματικά μέσα (…)».(6)
Ο φόβος, όμως, πολλών αρχηγών (ακόμα και Φιλικών) δεν τους αφήνει να τεθούν στο πλευρό των λαϊκο-αγροτικών μαζών, γιατί θέλουν πια τη συμμαχία με τους προκρίτους και γιατί φοβούνται ότι αν το κίνημα χαρακτηριστεί «γιακωβίνικο» δεν θα υποστηριχτεί από τον διεθνή παράγοντα. Έτσι, παρότι τη δεκαετία του 1820 έχουμε πολλές εξεγέρσεις στα νησιά και στην ηπειρωτική χώρα, αυτές καταπνίγονται.
Σ’ αυτήν τη βάση επήλθε ο συμβιβασμός (με άρχοντες, Φαναριώτες, Πατριαρχείο) που καθόρισε τον περιορισμένο χαρακτήρα της Επανάστασης τόσο γεωγραφικά όσο και κοινωνικά - πολιτικά.

Η εμφάνιση των εθνικών μύθων

Η ελληνική αστική τάξη μέχρι το 1910 δεν αποδεχόταν ιδεολογικά ούτε την Εκκλησία ούτε το Βυζάντιο ως συνέχεια της αρχαίας Ελλάδας. Από την Εθνοσυνέλευση του Άργους (1823) είχε αποφασίσει να έρθει σε ρήξη με το Πατριαρχείο, να μη δέχεται τις εντολές του και να ιδρύσει την ελληνική αυτοκέφαλη Εκκλησία.

Η μεγάλη ιδεολογική στροφή έγινε ταυτόχρονα με τη “Μεγάλη Ιδέα”, όταν δηλαδή το ελληνικό κράτος αποκτά επεκτατικές βλέψεις προς τα Βαλκάνια και επιχειρεί να εμφανιστεί ως διάδοχος του Βυζαντίου. Τότε χτίζεται η ιδεολογία της “συνέχειας” και επιστρατεύονται οι εθνικοί μύθοι για να τη στηρίξουν.

Για τους μαρξιστές, δεν είναι οι ήρωες, οι μονάρχες, οι στρατηλάτες που γράφουν την Ιστορία. Την Ιστορία τη δημιουργεί η δράση των απλών ανθρώπων στις συγκεκριμένες συνθήκες που κάθε φορά βρίσκονται. Σήμερα, η Αριστερά οφείλει να είναι ενάντια σ’ αυτούς που ζητούν την απόσυρση του βιβλίου και που κόπτονται για τα “κρυφά σχολειά”, ενώ ταυτόχρονα επιτίθενται με λύσσα ενάντια στα «φανερά» σχολεία και πανεπιστήμια. Δηλαδή, ενάντια στη δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση και στο μεγάλο κίνημα των δασκάλων, μαθητών, φοιτητών, πανεπιστημιακών και της νεολαίας, που συγκλόνισε για μήνες την ελληνική κοινωνία, άλλαξε το πολιτικό σκηνικό και «έγραψε» Ιστορία.





Αν πρέπει να «αποσυρθεί» κάτι για το καλό μας, αυτό είναι οι Χριστόδουλοι, οι Μαριέττες, οι Πολύδωρες, το κόμμα που τους στηρίζει και το σύστημα που τους παράγει.

Σημειώσεις

(1) Γιάνη Κορδάτου: «Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επανάστασης του 1821». (2) Ο Αλέξης Ηρακλείδης είναι καθηγητής στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. (3) Άλκης Αγγέλου (καθηγητής Μέσης και Ανώτατης Εκπαίδευσης) στο βιβλίο του «Το κρυφό σχολειό: το χρονικό ενός μύθου» (εκδόσεις Εστία, 1997). (4) Παράδειγμα: ο Γιάννης Γιαννουλόπουλος (καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο), σε άρθρο του στην εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (24/3/07), για να δείξει ότι εθνική ταυτότητα δεν υπήρχε τότε, ξεκινάει με ένα ποίημα του φιλέλληνα Charles Collins (την περίοδο γύρω στα 1821): «Αλβανοί – γιοι της Ελλάδας (…)θα φωνάξει Η μάχη αυτή πρέπει ν’ αρχίσει και να χαθεί ή να κερδηθεί προτού χαράξει. Ελευθερία μάς ζητάει η Ελλάδα Με δυνατή φωνή Την κραυγή της που φέρνει θλίψη στις καρδιές μας Θα την περάσουμε εν σιγή;» (5), (6) Γιάννη Σκαρίμπα: «Το ’21 και η αλήθεια».

Βιβλιογραφία

1. Γιάνη Κορδάτου: «Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επανάστασης του 1821». 2. Γιάνη Κορδάτου: «Ο Ρήγας Φεραίος και η Βαλκανική Ομοσπονδία». 3. Γιάννη Σκαρίμπα: «Το ’21 και η αλήθεια» (τρεις τόμοι, εκδόσεις «Κάκτος»). 4. Ανωνύμου του Ελληνος: «Ελληνική Νομαρχία – ήτοι λόγος περί Ελευθερίας» (εκδόθηκε στην Ιταλία το 1806 και είναι αφιερωμένο στον Ρήγα). 5. Ζοέλ Νταλέγκρ: «Έλληνες και Οθωμανοί, 1453-1923» (εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, 2006). 6. Πέρι Άντερσεν: «Από την αρχαιότητα στη φεουδαρχία».

23.07.07

Δεν υπάρχουν σχόλια: