του Χάραλντ Βέλζερ
Λίγο καιρό πριν τη χρεοκοπία της «Λέμαν μπράδερς» ο πρόεδρος της «Ντόιτσε μπανκ» Γιόζεφ 'Ακερμαν (Josef Ackermann), άφηνε να εννοηθεί πως τα χειρότερα είχαν περάσει. Στις πυρετώδεις εβδομάδες που μεσολάβησαν, πολιτικοί και ειδήμονες ξεπέρασαν εαυτούς στην αναζήτηση μεθόδων για την τόνωση της κατανάλωσης, λες κι ο καπιταλισμός συνέχιζε να κινείται και το μόνο που χρειαζόταν ήταν να πυροδοτήσουμε εκ νέου τον αέναο δημιουργικό του κύκλο.
Προφανώς η ιδέα πως εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι περισσότερο από μία «κρίση» δεν πέρασε από το μυαλό κανενός. Η ζωή συνεχίζεται: δανείζουμε, κάνουμε κανά φορολογικό μερεμέτι, και πάνω απ' όλα ελπίζουμε να περάσει η μπόρα όσο το δυνατό γρηγορότερα. Η απουσία της πλέον στοιχειώδους διορατικότητας σε σχέση με τη μέθοδο αντιμετώπισης και τις συνέπειες της οικονομικής κατάρρευσης, αποδεικνύει το βαθμό στον οποίο η κρίση δεν είχε προβλεφθεί: πολυάριθμες χρεοκοπίες τραπεζών, κλυδωνισμός ασφαλιστικών εταιρειών, ολόκληρα κράτη στο χείλος της χρεοκοπίας... Και τα δισεκατομμύρια δολάρια που διοχετεύονται για να απαλυνθούν όλα αυτά, τι άλλο είναι παρά «φανταστικά» λεφτά που ρίχνονται αφειδώς σε ένα σύστημα που βρίσκεται στα όρια της κατάρρευσής του ακριβώς λόγω του... μη-πραγματικού χαρακτήρα των συναλλαγών του;
Την ίδια ώρα που η οικονομική καταστροφή συνεχίζει αδυσώπητα την πορεία της, αδιαφορώντας σε κάθε μέτρο ανάσχεσής της και πλήττοντας τον έναν κλάδο μετά τον άλλο, τα κοψίματα, τα ραψίματα, τα παραγεμίσματα και η ατέλειωτη σειρά των συνόδων κορυφής πασχίζουν να δώσουν την εντύπωση πως η κρίση βρίσκεται υπό έλεγχο.
Ο κόσμος παρατηρεί την κρίση σκυθρωπός, αλλά όχι πανικόβλητος. Παρά την καθημερινή σοδειά καταστροφικών νέων από την «global economy», οι πολίτες ελάχιστα ταράσσονται.
Ας σημειώσουμε κατ' αρχήν πως τα γεγονότα που αργότερα καταγράφονται ως «ιστορικά», σπανίως αξιολογούνται ως τέτοια την ώρα που συμβαίνουν. Εκ των υστέρων αιφνιδιαζόμαστε όταν βλέπουμε την καταχώρηση ενός Κάφκα (Kafka) στο ημερολόγιό του, την ημέρα που η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία (1/8/1914): «η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία. Απόγευμα: μάθημα κολύμβησης». Αλλά στις σύγχρονες και πολύπλοκες κοινωνίες μας τα κύματα ενός σοκ διατρέχουν μεγάλη πορεία και καθυστερούν μέχρι να φτάσουν από το αρχικό σημείο καταστροφής στις μάζες των πολιτών. Οπότε είναι μάλλον σπάνιο να βιώνεται μία κοινωνική αναστάτωση ως τέτοια από τους συγχρόνους της. Η καταγραφή της πραγματικότητας επαφίεται μάλλον στους ιστορικούς.
Οι οικολόγοι π.χ. παραπονιούνται συχνά για το ότι ο κόσμος δεν καταφέρνει να κατανοήσει πως το περιβάλλον του αλλάζει. Μία έρευνα σε οικογένειες ψαράδων στην Καλιφόρνια έδειξε πως οι νεότεροι συνειδητοποιούσαν λιγότερο το πρόβλημα της υπεραλίευσης και της εξαφάνισης των ειδών.
Σήμερα στην κοινωνική σφαίρα παρατηρούνται αλλαγές στις αντιλήψεις και τις αξίες ανάλογες με εκείνες που αφορούν το περιβαλλοντικό πρόβλημα: ας αναλογιστούμε την πλήρη ανατροπή των αξιών στη γερμανική κοινωνία επί Χίτλερ (Hitler).
Σε εκείνη την κοινωνία, ακόμα και το 1933 οι μη-Εβραίοι θα θεωρούσαν αδιανόητο πως λίγα μόλις χρόνια αργότερα, και μάλιστα με την ενεργό συμμετοχή τους, οι Εβραίοι συμπολίτες τους δεν θα γίνονταν απλά αντικείμενο λεηλασίας, αλλά θα φορτώνονταν σε τρένα για να οδηγηθούν σε στρατόπεδα θανάτου. Κι όμως, οι ίδιοι άνθρωποι το 1941 παρατηρούσαν απαθείς την πομπή των εκτοπισμένων να οδεύει προς την ανατολή· ένα καθόλου αμελητέο ποσοστό ανάμεσά τους αγόραζαν («αριανοποιούσαν») τις κουζίνες, τα έπιπλα και τα καλλιτεχνικά τους έργα · άλλοι αναλάμβαναν τη διαχείριση των «ιουδαϊκών» επιχειρήσεων ή μετακόμιζαν σε σπίτια εκτοπισμένων Εβραίων: και οι πάντες τα θεωρούσαν αυτά φυσιολογικά!
Το ότι τέτοιες αλλαγές στο πλαίσιο της καθημερινότητας ή τις συναινετικές νόρμες γίνονται ελάχιστα αντιληπτές, οφείλεται εν πολλοίς στο ότι οι αισθητές αλλαγές αφορούν ένα ελάχιστο τμήμα της βιωμένης πραγματικότητας. Συνήθως υποτιμούμε το βαθμό στον οποίο το καθημερινό πήγαινε-έλα, οι συνήθειες, η λειτουργία των θεσμών, των μίντια, η συνέχιση της λειτουργίας της αγοράς κ.λπ συντηρούν την πίστη πως «τίποτα δεν πρόκειται να συμβεί»: τα λεωφορεία κυκλοφορούν, τα αεροπλάνα απογειώνονται, τα αυτοκίνητα «κολλάνε» στην κυκλοφορία του Σαββατοκύριακου, τα μαγαζιά διακοσμούν τις βιτρίνες τους για τα Χριστούγεννα. Όλα αυτά λειτουργούν ως αποδείξεις ομαλότητας, που τροφοδοτούν μάλιστα τη βαθιά ριζωμένη πεποίθηση πως η ζωή συνεχίζεται, σαν τον παλιό καλό καιρό.
Ενώ δημιουργείται η ιστορία, οι άνθρωποι συνεχίζουν να ζουν τη ζωή τους. Σε αντίθεση με τις κοινωνικές καταστροφές, τους κυκλώνες και τους σεισμούς, οι κοινωνικές αναστατώσεις να μεν δεν έρχονται απροειδοποίητες, αλλά από την άλλη εξελίσσονται τόσο ανεπαίσθητα, που μόνο κατόπιν εορτής ονομάζονται «καταρρεύσεις» ή «ανάδυση ενός νέου πολιτισμού».
Είναι πασίγνωστο πως η γνώση αυξάνει παράλληλα με την άγνοια· συνεχίζουμε όμως να δίνουμε στη φράση αυτή τη μάλλον αισιόδοξη εκδοχή που της έδινε και ο Καρλ Πόπερ (Karl Popper), ως μία εξασφάλιση σταθερότητας των κοινωνιών της γνώσης. Όμως σήμερα οι κρίσεις που συσσωρεύονται στον ορίζοντα (του κλίματος, του περιβάλλοντος, της ενέργειας, των πρώτων υλών και της οικονομίας) δηλούν πως θα αναγκασθούμε να αγωνιστούμε ταυτόχρονα σε πολλαπλά μέτωπα, ενώ ταυτόχρονα μας κατέχει η πιο αβυσσαλέα άγνοια για τις συνέπειες των πράξεών μας.
Αυτή η αποσύνθεση της εμπειρίας μας όμως, δε σηματοδοτεί από μόνη της πως βρισκόμαστε σε ένα «σημείο καμπής» (tipping point), πέραν του οποίο δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα;
Για να βρούμε την τελευταία ανάλογη κατάσταση, θα χρειαστεί να πάμε είκοσι χρόνια πίσω: στην απόλυτη κατάρρευση -που κανείς δεν είχε προβλέψει- ενός ολόκληρου πολιτικού σύμπαντος, που άλλαξε έως και τα σύνορα των κρατών. Τότε ο θρίαμβος της δύσης έμοιαζε εξασφαλισμένος: σπεύσαμε να διακηρύξουμε «το τέλος της ιστορίας» αλλά έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα είναι πολύ πιθανό σε πενήντα χρόνια οι ιστορικοί να τοποθετήσουν στο 1989 την αρχή της παρακμής των δημοκρατιών. Ίσως μάλιστα να διαγνώσουν πως η τρέχουσα οικονομική κρίση δεν είναι παρά ένας ακόμα κρίκος σε μία μακρά αλυσίδα παρακμιακών γεγονότων.
Μπορούμε μολοταύτα ήδη από σήμερα να χαρακτηρίσουμε ως επιτάχυνση της διαδικασίας μετάβασης από μια εποχή σε μία άλλη το γεγονός πως ο αχαλίνωτος νεοφιλελευθερισμός αντικαθίσταται από την κρατική παρέμβαση, μια διαδικασία που φέρνει τα πάνω-κάτω σε όλα όσα γνωρίζαμε, όχι μόνο στον τομέα της οικονομίας, αλλά και των περιβαλλοντικών πολιτικών.
Κι όμως, κανείς δεν τολμά να εξετάσει το ενδεχόμενο της πλήρους αδυναμίας μας να αντιδράσουμε στις κρίσεις αυτές, την οικονομική, την ενεργειακή ή την κλιματική. Θεωρούμε απίθανη την πλήρη κατάρρευση του οικονομικού μας συστήματος και αρνούμαστε πεισματικά να αντιμετωπίσουμε την προοπτική η σπάνη των ορυκτών καυσίμων να φτάσει σε τέτοια επίπεδα που σε λίγα χρόνια, ακόμα και στα πλούσια κράτη, οι λιγότερο πλούσιοι δεν θα μπορούν να έχουν θέρμανση!
Πού βρισκόμαστε σήμερα; Οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου θα συνεχίσουν να αυξάνονται λόγω της παγκόσμιας εκβιομηχάνισης, και θα ξεπεραστεί η περίφημη αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2oC, πέραν της οποίας η κλιματική αλλαγή θα εξελιχθεί καταστροφικά. Οι ειδήμονες κλιματολόγοι μας δίνουν το πολύ έως επτά χρόνια για να αλλάξουμε ρότα. Από εκεί και πέρα, ο αυξανόμενος ανταγωνισμός για τις πρώτες ύλες θα μπορούσε άριστα να εκφυλιστεί σε μία σειρά βίαιων συγκρούσεων, προκειμένου να ξεχωρίσουν οι νικητές από τους νικημένους.
Σήμερα κανείς δεν ξέρει από ποια πλευρά θα βρεθεί η Ευρώπη. Προς το παρόν είμαστε απασχολημένοι με το να φορτώνουμε βάρη στις επόμενες γενεές, ιδίως με τη διόγκωση του χρέους και την υπερεκμετάλλευση των πρώτων υλών. Αυτός ο «αποικισμός» του μέλλοντος φυσικά θα έχει κόστος, μιας και το συναίσθημα της διαγενεακής αδικίας είναι ιστορικά ένας από τους πλέον ισχυρούς καταλύτες ριζοσπαστικών κοινωνικών αλλαγών, που δεν πρέπει να τις θεωρούμε εξορισμού θετικές, όπως έδειξε το εγχείρημα της ριζοσπαστικής νεανικότητας με την οποία συνδέθηκε ο εθνικοσοσιαλισμός.
Ο συνδυασμός ενός κυκεώνα προβλημάτων με την αδυναμία επίλυσής τους οδηγεί σε αυτό που στη ψυχολογία αποκαλείται «γνωστική διαταραχή». Αλλιώς, για να το θέσουμε σαν τον Γκρούτσο Μαρξ (Groucho Marx): «και γιατί να με νοιάζει το μέλλον; Πότε δηλαδή νοιάστηκε το μέλλον για μένα;»
Φυσικά, και το να θέτουμε απλά ως στόχο τη διαγενεακή ισότητα σημαίνει πως αμφισβητούμε ριζικά το στόχο της βραχυπρόθεσμης ανάπτυξης, όπως και την αντίληψη πως η ευτυχία περνά από τη αέναη κινητικότητα και την ηλεκτροδότηση ολόκληρου του πλανήτη 24 ώρες το 24ωρο.
Είναι ακριβώς στις περιόδους κρίσεων που βλέπουμε συλλογικές πολιτικές οντότητες που δεν έχουν ιδέα για το τι θέλουν να είναι. Κοινωνίες που, τον καιρό ακόμα που η οικονομία τους λειτουργούσε, αρκούνταν στο να ικανοποιούν τα ένστικτά τους διαμέσου της κατανάλωσης και στερούνταν κάθε δυνατότητας να αποκτήσουν μια κοινή ταυτότητα νοήματος και συναισθημάτων, έναν ορισμό του τι είναι η ευτυχία, δεν διαθέτουν καν το δίκτυ που θα καθυστερήσει την πτώση τους.
Πόσο μάλλον που αυτό συμβαίνει ενώ οι ειδήμονές τους στέκουν αμήχανοι και άφωνοι, χωρίς να έχουν τίποτα σοβαρό να προτείνουν. Ίσως να είναι κι αυτό ένα σημείο της επικείμενης αναγέννησης: εκείνης του πολιτικού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου