Η πολιτισμική στειρότητα της τυφλής λατρείας και μίμησης του παρελθόντος
[ O Koρνήλιος Καστοριάδης ανέκαθεν πίστευε, ότι η Ιστορία είναι γνήσια και πρωτότυπη δημιουργία και διαφωνούσε τόσο με την αντίληψη περί ιστορικής “νομοτέλειας”, όσο και με την αντίληψη των θεωρουμένων ως σημαντικών ιστορικών δημιουργιών σαν πρότυπα προς στείρα μίμηση.
Το κείμενο αυτό, το οποίο είναι από διάλεξη, που έδωσε ο Κ. Καστοριάδης το 1994 “φωτογραφίζει” εκτός από την δουλική αρχαιολατρεία, τον βυζαντινοθρεμμένο εθνικό κομπλεξισμό, την καθαρευουσιάνικη γλωσσική “καθαρότητα” και -χωρίς να το έχει επιδιώξει- κάποιες άλλες φαιδρές καταστάσεις της σημερινής Ελλάδας (π.χ. χλαμυδοφορίες κ.λπ.) εντάσσοντας στα σωστά ιστορικά τους πλαίσια τις σημερινές γραφικότητες και αντιλήψεις, που ταλανίζουν την νεοελληνική κοινωνία. ]
Τι σηµαίνει το γεγονός, ότι διερωτώµεθα για τη σχέση µας µε την Παράδοση; Οτι κατά κάποιον τρόπο έχουµε βγει απʼ την Παράδοση. Αυτό το καταλαβαίνουµε πρώτα-πρώτα εµπειρικά. Οι φυλές και οι λαοί, που έχουν µείνει κλεισµένοι µέσα στην παράδοσή τους δεν βλέπουν καν την Παράδοση σαν Παράδοση: Ζουν µέσα σε αυτήν και θεωρούν την παρούσα ζωή τους σαν συνέχεια ενός αµετάβλητου τρόπου ζωής. Και µπορούµε να το καταλάβουµε και λογικά: Για να διερωτηθούµε για τη σχέση µας µε την Παράδοση πρέπει η σχέση αυτή να έχει γίνει, περισσότερο ή λιγότερο προβληµατική, πρέπει να έχει δηµιουργηθεί µια απόσταση απʼ την Παράδοση. Απόσταση δεν σηµαίνει απεµπόληση ή λησµονιά. Σηµαίνει και άλλου είδους παρουσία και άλλου είδους σχέση. Μια σύντοµη ανασκόπηση της ανθρώπινης ιστορίας µας δείχνει ακριβώς δυο κύριους τύπους σχέσης µε την Παράδοση.
Ετερόνομες κοινωνίες: Η παθητική σχέση με την Παράδοση
Ο πρώτος, που ασφαλώς πρέπει να ήταν και µόνος για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια µέχρι την 1η χιλιετία π.Χ., είναι ο τύπος των αρχαϊκών (ή πρωτόγονων ή αγρίων) κοινωνιών. Αν στηριχτούµε στη γνώση, που έχουµε για τέτοιου τύπου κοινωνίες από την εθνολογία (που τις µελέτησε τους δυο τελευταίους αιώνες), θα συνάγουµε, ότι σε αυτές τις κοινωνίες τρόπος ζωής, έθιµα, οργάνωση, τεχνική, διαβιβάζονται σχεδόν αναλλοίωτα από γενιά σε γενιά. Ανεπαίσθητες αλλοιώσεις βέβαια συνεχώς εµφανίζονται, αλλιώς δεν θα υπήρχε διάκριση ανάµεσα στις διάφορες ηωλιθικές, παλαιολιθικές και νεολιθικές εποχές. Αλλά οι κοινωνίες αυτές δεν έχουν συνείδηση αυτών των αλλοιώσεων. Πιστεύουν, ότι από τότε που υπάρχει η φυλή τους, η ζωή τους και οι νόµοι τους έµειναν οι ίδιοι. Βέβαια από όσο ξέρουµε, όχι µόνο υπάρχει µια συνείδηση του χρόνου και της διαδοχής των γενεών, αλλά υπάρχει και µια µυθική παράσταση ενός πρώτου χρόνου ή «πρώτης στιγµής», στιγµής δηµιουργίας και του κόσµου και της ίδιας της φυλής. Αυτή αποδίδεται σε έναν ή πολλούς θεούς και σε έναν ή πολλούς «ήρωες» ή προγόνους, που έθεσαν µια για πάντα τους νόµους, την τάξη και την οργάνωση του κόσµου και της φυλής. Οι δηµιουργοί αυτοί, θείοι ή ανθρώπινοι, έχουν πάντως µια ιερή φύση που φυσικά µεταβιβάζουν και στα δηµιουργήµατά τους. Από αυτά απορρέει άµεσα ο ιερός χαρακτήρας των θεσµών της φυλής, που κάνει ιερόσυλη και βλάσφηµη κάθε ιδέα µεταβολής τους. Οι θεσµοί, όπως ο τρόπος ζωής, είναι κυριολεκτικά καθιερωµένοι µια για πάντα λόγω της ιερής προέλευσής τους.
Η κλασική Εβραϊκή Παράδοση, που κληρονόµησε και ο Χριστιανισµός και το Ισλάµ, παρʼ όλο που προέρχεται από µια κοινωνία, που µε κανένα τρόπο δεν θα µπορούσε να χαρακτηριστεί αρχαϊκή, πρωτόγονη ή άγρια, προσφέρει µια τέλεια εικόνα αυτής της κατάστασης. Ο θεός δηµιούργησε τον κόσµο και τους ανθρώπους, διάλεξε ανάµεσα σʼ αυτούς µια φυλή, στην οποία µια σειρά από θεόπνευστους «ήρωες» -Αβραάµ, Ισαάκ, Ιακώβ και τελικά Μωυσής παρουσίασαν τους νόµους του Θεού.
Αυτές οι κοινωνίες µπορούν να ονοµαστούν ετερόνοµες, γιατί θεωρούν τους νόµους τους δοσµένους από κάποιον ανώτερο Άλλο και συνεπώς απαγορεύουν στον εαυτό τους οπιαδήποτε µεταβολή αυτών των νόµων. Από την σκοπιά όπου τοποθετηθήκαµε, η σχέση αυτών των κοινωνιών µε την Παράδοση µπορεί να ονοµαστεί παθητική.
Σεβασμός και μεταμόρφωση: Η ενεργητική σχέση με την Παράδοση
Μια ιστορική στροφή, καλύτερα ρήξη, εµφανίζεται µε την αρχαία Ελλάδα και ξανά µετά από πολλούς αιώνες στη Δυτική Ευρώπη. Και στις δυο αυτές περιπτώσεις η σχέση µε την Παράδοση αλλάζει και µπορεί να ονοµαστεί ενεργητική. Η αλλαγή αυτή είναι φυσικά οργανικά συνδεδεµένη µε αυτό που συνιστά την απόλυτη ιστορική ιδιοµορφία της αρχαίας Ελλάδας, τη δηµιουργία για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία µιας κίνησης προς την αυτονοµία, δηλαδή την ελευθερία, σε σχεδόν όλους τους τοµείς της κοινωνικής ζωής, κατά πρώτο λόγο στην πολιτική µε τη δηµιουργία της δηµοκρατίας και στη σκέψη µε τη δηµιουργία της φιλοσοφίας και της επιστήµης.
Η δηµιουργία αυτή ισοδυναµεί βέβαια µε µια ριζική ρήξη µε την προηγούµενη κατάσταση πραγµάτων. Η Αθηναϊκή δηµοκρατία, στην ουσία της, δεν έχει καµµιά σχέση µε τις οµηρικές ή µινωικές ή µυκηναϊκές βασιλείες, όπως και η φιλοσοφία αναδύεται ως καταστροφή της Μυθικής Παράδοσης του κόσµου. Π.χ. και οι δυο πρώτοι ιστορικοί, ο Εκαταίος και ο Ηρόδοτος αρχίζουν τα συγγράµατά τους και τα δικαιολογούν µε την βεβαίωση, ότι αυτά που οι Ελληνες διηγούνται για το παρελθόν τους είναι παραµύθια. Εν τούτοις, αυτά µε κανέναν τρόπο δεν σηµαίνουν απεµπόληση ή λησµονιά της Παράδοσης. Συµβαδίζουν µε την διαµόρφωση µιας νέας σχέσης ανάµεσα στο παρόν και το παρελθόν, που µπορεί να τη χαρακτηρίσει κανείς µε δυο λέξεις φαινοµενικά αντιφατικές, σεβασµός και µεταµόρφωση. Η αντίφαση αίρεται άµα σκεφτούµε ότι σʼ αυτό το πεδίο σεβασµός δεν σηµαίνει τυφλή λατρεία και παγωµένη συντήρηση, αλλά αναζωογόνηση του παρελθόντος µέσω της µεταµόρφωσης των στοιχείων του, που έτσι γίνονται σηµαντικά για το παρόν.
Σεβασµός δεν σηµαίνει τυφλή λατρεία και παγωµένη συντήρηση, αλλά αναζωογόνηση του παρελθόντος µέσω της µεταµόρφωσης των στοιχείων του, που έτσι γίνονται σηµαντικά για το παρόν.
Θα προσπαθήσω να κάνω κατανοητό αυτό που θέλω να πω µε παραδείγµατα από τον χώρο της τέχνης και ιδιαίτερα αυτού που ονοµάζουµε λογοτεχνία. Ξέρουµε, ότι ο Οµηρος έµεινε πάντα ζωντανός στην κλασική Ελλάδα, τα οµηρικά έπη τα τραγουδούσαν στις γιορτές και τα παιδιά τα µάθαιναν στο σχολείο. Ξέρουµε όµως επίσης, ότι µετά τον Ησίοδο και το έπος και το χαρακτηριστικό του µέτρο, το δακτυλικό εξάµετρο, εξαφανίζονται και ότι οι καινούργιοι ποιητές ο Αρχίλοχος, η Σαπφώ και αυτοί που ακολούθησαν δηµιουργούν νέα µέτρα, νέα θέµατα, νέες µορφές ποίησης. Αυτό δεν εµπόδισε τους κλασικούς φιλόσοφους, Πλάτωνα και Αριστοτέλη, να παραθέτουν τους οµηρικούς στίχους στα φιλοσοφικά τους κείµενα. Αλλά µόνο στην Αλεξανδρινή Εποχή, εποχή παρακµής, µε τα «Αργοναυτικά» του Απολλώνιου του Ρόδιου, εµφανίζεται µια προσπάθεια µίµησης των οµηρικών επών, φυσικά µε πολύ µέτρια αποτελέσµατα.
Αλλά το πιό λαµπρό παράδειγµα αυτής της δηµιουργικής µεταµόρφωσης της Παράδοσης µας το δίνει η Αθηναϊκή Τραγωδία και η σχέση της µε την άλλη προαιώνια µεγάλη Ελληνική δηµιουργία, το Μύθο. Ολοι οι λαοί έχουν ωραίους µύθους, αλλά µόνο οι αρχαίοι Ελληνικοί µύθοι είναι αληθινοί, µεστοί από ανθρωπολογικά και κοσµολογικά νοήµατα, αληθινά που παρουσιάζονται µε µυθική µορφή. Είναι φυσικά αδύνατο να ξέρουµε ως ποιό βαθµό αυτό το νόηµα των µύθων σε όλη του την έκταση και την ένταση µπορούσαν να το αφοµοιώσουν και να το οικειοποιηθούν οι Ελληνες, ας πούµε του 6ου π.Χ. αιώνα. Λογικό είναι να υποθέσουµε, ότι τουλάχιστον ασυνείδητα και υπόγεια τους άγγιξε, αλλιώς και οι µύθοι ως µύθοι δεν θα είχαν διασωθεί. Αυτό που εµφατικά ξέρουµε είναι, ότι η τραγωδία, που µε µόνη εξαίρεση τους «Πέρσες» του Αισχύλου και την «Μιλήτου Αλωση» του Φρύνιχου έχει ως αποκλειστικό θέµα της τους µύθους, αφʼ ενός αναλαµβάνει αυτό το νόηµα, το κάνει προσιτό σε όλους, το πλουτίζει, ασφαλώς το µεταµορφώνει και του δίνει µιας εκπληκτικής έντασης και ενάργειας παρουσίαση µε την ενσάρκωσή του σε ανθρώπινους χαρακτήρες και λόγους, αφʼ ετέρου εκσυγχρονίζει τους µύθους, τους πλέκει µε τα καινούργια προβλήµατα, που αντιµετωπίζουν οι Αθηναίοι του 5ου αιώνα.
Η Τραγωδία ούτε επαναλαµβάνει το µύθο, ούτε τον χρησιµοποιεί σαν παθητικό υλικό. Στηρίζεται στις δυνατότητές του και δηµιουργεί µια καινούργια µορφή τέχνης, που της επιτρέπει σε µια οργανική συνέχεια µε το µύθο να παρουσιάσει καινούργια περιεχόµενα.
Ταυτόχρονα βλέπουµε τους ποιητές να τροποποιούν και να πλουτίζουν την πλοκή των µύθων. Αναµφισβήτητη ένδειξη µας δίνει στην ποιητική του ο Αριστοτέλης, λέγοντας ότι η σηµαντικότερη αρετή του τραγικού ποιητή είναι η µυθοσκοπία. Θα έπρεπε να είχαµε το χρόνο να το δείξουµε αυτό πάνω σε συγκεκριµένα παραδείγµατα. Θα περιοριστώ να αναφέρω την «Ορέστεια» του Αισχύλου, τις τρεις Θηβαϊκές τραγωδίες του Σοφοκλή («Οιδίπους τύραννος», «Οιδίπους επί Κολονώ», «Αντιγόνη») και τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη. Συνοπτικά η Τραγωδία ούτε επαναλαµβάνει το Μύθο, ούτε τον χρησιµοποιεί σαν παθητικό υλικό. Στηρίζεται στις δυνατότητές του και δηµιουργεί µια καινούργια µορφή τέχνης, που της επιτρέπει σε µια οργανική συνέχεια µε το µύθο να παρουσιάσει καινούργια περιεχόµενα. Ανάλογες αναπτύξεις θα µπορούσε να κάνει κανείς για την Αρχιτεκτονική, τη Γλυπτική ή τη Ζωγραφική, όσο την ξέρουµε από τα αγγεία.
Δυτικοευρωπαϊκός Πολιτισμός: Μιά καινούρια σχέση με την Παράδοση
Από αυτή τη σκοπιά, τη δηµιουργία µιας καινούργιας σχέσης µε την Παράδοση, ο µόνος αληθινός κληρονόµος της αρχαίας Ελλάδας είναι η Δυτική Ευρώπη. Χωρίς να µακρυγορήσω θα υπενθυµίσω πόσο ο Δυτικοευρωπαϊκός Πολιτισµός από τον 11ο αιώνα και πέρα και υπήρξε επαναστατικά δηµιουργός και διατήρησε µια γνήσια σχέση µε την Παράδοση, που είχε πίσω του είτε λαϊκή, είτε «καλλιεργηµένη». Η Παράδοση αυτή περιλαµβάνει βέβαια κατά πρώτο λόγο τη Χριστιανική κληρονοµιά και αργότερα την Ελληνορωµαϊκή κληρονοµιά.
Και σʼ αυτήν την περίπτωση, µιλώντας πολύ σύντοµα, θα πάρω για παράδειγµα την καταπληκτική εξέλιξη της Δυτικοευρωπαϊκής Ζωγραφικής, που αρχίζει µε µια εκκλησιαστική εικονογραφία, παραφυάδα της Βυζαντινής και από τον Giotto και µετά παρουσιάζει µια ακατάπαυστη δηµιουργική ανανέωση, που όµως είναι ταυτόχρονα µια αδιάκοπη οργανική συνέχεια ως το 1950. Το ίδιο ισχύει και για την µουσική που βγαίνει και από την εκκλησιαστική ρίζα του Γρηγοριανού Άσµατος και από την φολκλορική ρίζα λαϊκών µελωδών, ρυθµών και τρόπων. Η βαθειά σχέση µεγάλων µουσικών δηµιουργών, όπως οι κλασικοί Γερµανοί, ο Chοpin, o Mussorgsky, o Albéniz, µʼ αυτές τις ρίζες, αλλά και η ικανότητά τους να µετουσιώνουν επαναστατικά τα στοιχεία της Παράδοσης, που χρησιµοποιούν είναι προφανείς. Το πιό έντονο παράδειγµα αυτής της σχέσης προσφέρει ίσως η Δυτικοευρωπαϊκή Φιλοσοφία η οποία, µέσα από τις συνεχείς τοµές στην ιστορία της σκέψης, που παρουσιάζει εξελίσσεται πάνω σε ρητή αναφορά µε την Παράδοση της Φιλοσοφικής Θεολογίας του Μεσαίωνα και της Κλασικής Ελληνικής Φιλοσοφίας.
Βυζάντιο: Στείρα, µιµητική και επαναληπτική σχέση με την Παράδοση
Η περίπτωση της Δυτικής Ευρώπης παίρνει για µας όλο το τραγικό της βάρος, αν την αντιπαραθέσουµε µʼ αυτά που έγιναν ή δεν έγιναν στο ανατολικό µέρος της άλλοτε Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας, στο Βυζάντιο. Παρά το ότι το Βυζάντιο δεν υποχρεώθηκε να διασχίσει την περίοδο καθαρής βαρβαρότητας που υπέστη η Δυτική Ευρώπη από τον 5ο ως τον 11ο αιώνα, ο πολιτισµός του µας δίνει στις µεγάλες του γραµµές µια στατική εικόνα απολιθωµένων µορφών. Η σχέση µε την Παράδοση εδώ είναι στείρα, µιµητική και επαναληπτική. Η Ζωγραφική γίνεται µια εικονογραφία, που πολύ γρήγορα φτάνει σε τυποποιηµένες µορφές τις οποίες µετά απλώς επαναλαµβάνει µιµούµενη τον εαυτό της. Το ίδιο ισχύει και για την Αρχιτεκτονική. Η τέχνη του Λόγου µένει µια ισχνή και ανιαρή αποµίµηση των αρχαίων προτύπων. Εξω από τη Λαϊκή Μουσική, που γιʼ αυτή την περίοδο ελάχιστα ξέρουµε, η Μουσική καθηλώνεται στο µονωδικό εκκλησιαστικό άσµα.
Δύο παραδείγµατα µπορούν να συνοψίσουν τη βυζαντινή και µεταβυζαντινή πολιτισµική κατάσταση. Οι Βυζαντινοί κληρονόµησαν ό,τι περίπου σώζεται και σήµερα από την Αρχαία Ελληνική Γραµατεία. Απʼ αυτούς την παίρνουν και την µεταφράζουν οι Αραβες και αργότερα οι Δυτικοευρωπαίοι. Οι Αραβες, όχι µόνο σχολιάζουν τον Πλάτωνα και ιδίως τον Αριστοτέλη, αλλά µέσα απʼ αυτή την επαφή γεννούν τουλάχιστον δύο σηµαντικούς φιλοσόφους, τον Αβικένα και τον Αβερρόη.
«Ποιά είναι η ακρότατη Εξουσία; Η Παράδοση.» Φρ. Νίτσε.
Για τους Δυτικοευρωπαίους, η «ανακάλυψη» των αρχαίων Ελληνικών κειµένων δηµιουργεί έναν εκρηκτικό συγκλονισµό, που βρίσκει το πρώτο του κορύφωµα στην Αναγέννηση αλλά, που οι δονήσεις του δεν σταµατούν∙ περιοδικά διαπιστώνεται κάτι σαν επιστροφή στους Ελληνες. Τώρα τι κάνουν οι Βυζαντινοί; Απλώς αντιγράφουν τα αρχαία χειρόγραφα και τους σχολιαστές τους και κάπου κάπου προσθέτουν και κανένα σχόλιο.
Το άλλο παράδειγµα είναι ο Γκρέκο. Παινευόµαστε και ξιπαζόµαστε µε τον Γκρέκο χωρίς να καταλαβαίνουµε τι σηµαίνει η περίπτωσή του. Ο Γκρέκο είναι βέβαια βαθειά ριζωµένος στην χριστιανική παράδοση και ξεκινάει από Βυζαντινούς τύπους. Αλλά το πέρασµά του από τη Βενετία και η εγκατάστασή του στην Ισπανία τον αλλάζουν ριζικά. Η ζωγραφική του σαφώς µαρτυράει την προέλευσή του π.χ. σε παραλλαγές χρωµατικής ή στην περίφηµη επιµήκυνση των προσώπων και των σωµάτων. Αλλά τα αριστουργήµατα της ισπανικής εποχής «Η ταφή του κόµητος Οργκάθ», «Οι απόψεις του Τολέδου», «Η κυρία µε τη γούνα» είναι αδύνατα και αδιανόητα στο Βυζάντιο ή στη Κρήτη του 17ου αιώνα. Οι σηµερινοί βυζαντινοκάπηλοί µας δεν στέκονται µια στιγµή να αναρωτηθούν γιατί ο Δοµήνικος Θεοτοκόπουλος έπρεπε να εγκατασταθεί στην Ισπανία και να γίνει El Greco; Το Βυζάντιο και η εποχή της Τουρκοκρατίας µας προσφέρουν το παράδειγµα ενός µεταελληνικού πολιτισµού, που έχει κάποια γνώση της Αρχαιότητας σε σχέση µε αυτήν, αλλά που µένει καθηλωµένη σε µια µιµητική, εξωτερική και άγονη σχέση µε την Παράδοση.
Σε διαμετρική αντίθεση Αρχαία Ελλάδα και Βυζάντιο
Τέλος, έρχοµαι στο σύγχρονο Ελληνικό Δράµα. Τα κεντρικά στοιχεία του Ελληνικού Δράµατος είναι, από τη µια µεριά, η τριπλή αναφορά που περιέχει για µας η Παράδοση: Αναφορά στους αρχαίους Ελληνες, αναφορά στο Βυζάντιο, αναφορά στη λαϊκή ζωή και κουλτούρα, όπως αυτή δηµιουργήθηκε στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου και κάτω από την Τουρκοκρατία. Από την άλλη µεριά, η αντιφατική και, θα µπορούσε να πει κανείς, ψυχοπαθολογική σχέση µας µε τον Δυτικοευρωπαϊκό Πολιτισµό, που περιπλέκεται ακόµα περισσότερο από το γεγονός, ότι ο Πολιτισµός αυτός έχει µπει εδώ και δεκαετίες σε µια φάση έντονης κρίσης και υποβόσκουσας αποσύνθεσης.
Στον Β΄ τόμο της «Ελληνικής ιδιαιτερότητας» ο Κορνήλιος Καστοριάδhς προωθεί μιά δημιουργική αντίληψη για την Αρχαία Ελληνική Δημοκρατία σε αντίθεση με τις δουλικές μιμήσεις και τον πολιτιστικό πιθηκισμό, που επικρατούν στον πνευματικό κόσμο της Ρωμιοσύνης.
Η διπλή και ταυτόχρονη αναφορά στην Αρχαία Ελλάδα και στο Βυζάντιο, που αποτέλεσε το επίσηµο «πιστεύω» του νεοελληνικού κράτους και του πολιτιστικού κατεστηµένου της χώρας οδήγησε και οδηγεί σε αδιέξοδο, κατά πρώτο και κύριο λόγο διότι οι δυο αυθεντίες που επικαλείται βρίσκονται σε διαµετρική αντίθεση µεταξύ τους. Ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισµός είναι πολιτισµός ελευθερίας και αυτονοµίας, που εκφράζεται στο πολιτικό επίπεδο στην πολιτεία ελεύθερων πολιτών, που συλλογικά αυτοκυβερνώνται και στο πνευµατικό επίπεδο µε την ακατάπαυστη επαναστατική ανανέωση και αναζήτηση. Ο Βυζαντινός Πολιτισµός είναι πολιτισµός θεοκρατικής ετερονοµίας, αυτοκρατορικού αυταρχισµού και πνευµατικού δογµατισµού. Στο Βυζάντιο δεν υπάρχουν πολίτες, αλλά υπήκοοι του αυτοκράτορα, ούτε στοχαστές, µόνο σχολιαστές ιερών κειµένων.
Η προσπάθεια συνδυασµού και συµφιλίωσής τους δεν µπορούσε παρά να νεκρώσει κάθε δηµιουργική προσπάθεια και να οδηγήσει σε ένα στείρο σχολαστικισµό, όπως αυτός, που χαρακτήριζε το πνευµατικό κατεστηµένο της χώρας επί ενάµισυ σχεδόν αιώνα µετά την ανεξαρτησία και που επαναλάµβανε τα χειρότερα µιµητικά στοιχεία του Βυζαντίου. Καθʼ όσο ξέρω, είµαστε ο µόνος λαός µε µεγάλο πολιτιστικό παρελθόν, που πρόσφερε στον κόσµο το γελοίο και θλιβερό θέαµα προσπάθειας τεχνητής επαναφοράς της Γλώσσας, που µιλιόταν πριν από 25 αιώνες. Ούτε οι Ιταλοί προσπάθησαν να ξαναζωντανέψουν τα Λατινικά, ούτε οι Ινδοί τα Σανσκριτικά. Και είναι εξ ίσου χαρακτηριστικό, ότι ενώ η Δυτική Ευρώπη στους δυο περασµένους αιώνες γέννησε δεκάδες λαµπρούς ελληνιστές, µόνο τρία ονόµατα έχουµε, που µπορούν να σταθούν αχνά στο ίδιο επίπεδο µε αυτούς: Τον Κοραή, τον Βερναρδάκη και τον Συκουτρή, τον οποίο Συκουτρή οδήγησε χαρακτηριστικά σε αυτοκτονία ο φθόνος και το µίσος των κηφήνων του εν Αθήνησι Πανεπιστηµίου. Περηφανευόµαστε, ότι είµαστε απόγονοι των αρχαίων, αλλά για να µάθουµε τι έλεγαν και τι ήταν οι αρχαίοι πρέπει να προσφύγουµε σε ξένες εκδόσεις και σε ξένες µελέτες.
Η προσπάθεια συνδυασµού και συµφιλίωσής Αρχαίας Ελλάδας - Βυζαντίου δεν µπορούσε παρά να νεκρώσει κάθε δηµιουργική προσπάθεια και να οδηγήσει σε ένα στείρο σχολαστικισµό, όπως αυτός, που χαρακτήριζε το πνευµατικό κατεστηµένο της χώρας µετά την ανεξαρτησία και που επαναλάµβανε τα χειρότερα µιµητικά στοιχεία του Βυζαντίου.
Αυτή η ίδια στάση έκανε ασφαλώς επίσης αδύνατη τη γονιµοποίηση της λαϊκής Παράδοσης και τη µεταφορά της στο χώρο της έντεχνης Παιδείας, µε εµφατική εξαίρεση την Ποίηση. Αρκεί να σκεφτεί κανείς, ότι ο τεράστιος µουσικός πλούτος της λαϊκής μουσικής σε µελωδίες, ρυθµούς, κλίµακες και όργανα έµεινε νεκρός στα χέρια των νεοελλήνων συνθετών, όπως έµεινε άχρηστος και ο αρχιτεκτονικός και διακοσµητικός πλούτος της λαϊκής παράδοσης.
Η σχιζοφρενική μας σχέση με το Δυτικοευρωπαϊκό Πολιτισμό
Τέλος, αυτή η αναφορά στα δύο µεγάλα παρελθόντα, µε τον αποστειρωτικό τρόπο που τέθηκε, είναι στη ρίζα της σχιζοφρενικής µας σχέσης µε το Δυτικοευρωπαϊκό Πολιτισµό, του συνδυασµού ενός κακοµοιριασµένου αισθήµατος κατωτερότητας και µιας ψωροπερήφανης και αστήρικτης αυθάδειας. Ετσι παίρνουµε από τους ξένους τις BMW, τις τηλεοράσεις, τα κατεψυγµένα, κ.λπ., κ.λπ., χωρίς να µιλήσω για τα πακέτα Ντελόρ και τους βρίζουµε για την υποδούλωσή τους στην τεχνική και στον ορθολογισµό τους. Πράγµατα που η Δύση βέβαια δεν περίµενε τους νεοφώτιστους ελληνοορθόδοξους για να τα κριτικάρει και να τα καταγγείλει η ίδια και που δεν απαλείφονται µε µια ετήσια εκδροµή στο Αγιο Ορος.
Βυζαντινισμός – Νεοδωδεκαθεισμός: Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος της δουλικής μίμησης. Πάνω που κάποιοι σʼ αυτή τη χώρα της Ρωμιοσύνης πήγαν να ανοίξουν τα μάτια τους από το Βυζαντινό σκοτάδι και να απεγκλωβιστούν από την «παράδοσή» της (βλ. βυζαντινό σχολαστικισμό στην τήρηση των «εθίμων», στην «διαφύλαξη της ιστορικής κληρονομιάς», στα κοινωνικά «πρωτόκολλα» κ.λπ.) τα ξανάκλεισαν, για να γίνουν δέσμιοι μιάς «επανεφευρεθείσας» (όπως οι ίδιοι την αποκαλούν) δήθεν αντίπαλης παράδοσης, η οποία όμως, αναπαράγει την ίδια ακριβώς παθογένεια από την «ανάποδη»: καταστροφική για τη δημιουργικότητα προγονολατρεία, θρησκευτική αντίληψη και αιτιολόγηση της Eλληνικής ιστορικής δημιουργίας, νοσταλγικές απόπειρες μίμησης κάποιων επιφανειακών και αναχρονιστικών εκδηλώσεων του Eλληνικού Πολιτισμού (που συνεισφέρουν μόνο στο γενικότερο γραφικό νεοελληνικό φολκλόρ), πνευματική στειρότητα και στασιμότητα. Χρώμα στα ράσα άλλαξαν μόνο αφού, παρά την διαμετρική αντίθεση των σημείων αναφοράς τους (Eλληνικός Πολιτισμός – Χριστιανισμός) τα νοητικά τους αντανακλαστικά παραμένουν πανομοιότυπα (βλ. "Παπούα και νεοδωδεκαθεϊστές".)
Φαντάζοµαι, ότι δεν περιµένετε από µένα να δώσω συνταγές, για το πώς θα µπορούσαµε να υπερβούµε αυτή τη δραµατική βουβαµάρα, που πολιτισµικά µας χαρακτηρίζει σήµερα. Για ένα πράγµα είµαι βέβαιος: αυτό που από την Ελληνική Ιστορία διαδόθηκε, γονιµοποίησε τον κόσµο και παραµένει σηµείο αναφοράς και πηγή έµπνευσης είναι η αρχαία Ελληνική δηµιουργία και η ανάδυση µέσα από αυτήν των ιδεών της Αυτονοµίας και της Ελευθερίας.
Αν η Δυτική Ευρώπη µπόρεσε, µε τη σειρά της, να µεγαλουργήσει κι αυτή επί δέκα σχεδόν αιώνες είναι, και διότι µπόρεσε να συγκροτήσει µέσα από τις δυο Αναγεννήσεις την κλασική εποχή, το Διαφωτισµό και τις µετέπειτα εξελίξεις, µια σχέση δηµιουργικού διαλόγου κι όχι µιµητικής επανάληψης µε τα αρχαία Ελληνικά σπέρµατα.
Για µας σήµερα, αν είµαστε ικανοί να τον συγκροτήσουµε, ένας τέτοιος διάλογος, που προϋποθέτει και τη βαθειά γνώση και το σεβασµό της λαϊκής µας παράδοσης δεν µπορεί παρά να είναι διπλός: και µε τους αρχαίους και µε την τεράστια πολιτιστική κληρονοµιά της Δυτικής Ευρώπης. Οπως το ανέφερα ήδη, και αυτός ο Δυτικός Πολιτισµός περνάει σήµερα µια βαθειά κρίση, που δεν ξέρουµε αν και πότε θα µπορέσουν οι δυτικοί λαοί να την ξεπεράσουν. Είτε το θέλουµε είτε δεν το θέλουµε, στο ίδιο καράβι είµαστε µπαρκαρισµένοι κι εµείς και δεν εννοώ τις οικονοµικές και διπλωµατικές διασυνδέσεις.
Αν µπορέσουµε να αφοµοιώσουµε δηµιουργικά τον απέραντο πολιτισµικό πλούτο, που δηµιούργησε η Δύση –και που περιέχει έστω και ανεπαρκώς την αρχαία Ελληνική αναφορά- θα µπορέσουµε ίσως να µιλήσουµε µια πραγµατικά δική µας γλώσσα και να παίξουµε την παρτίδα µας σε µια νέα πολιτιστική συµφωνία.
Αλλιώς, θα εξακολουθήσουµε να βράζουµε στο ζουµί µας και να καλλιεργούµε την περιθωριακή µας ασηµαντότητα.
Κορνήλιος Καστοριάδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου