Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΠΙΣΤΗ;



Αναρτήθηκε από: Βελίκης Ιωάννης, Ψυχολόγος PhD, τηλ. 6932683468

 «Η λέξη "Θεός" δεν είναι για εμένα τίποτα παραπάνω από την έκφραση και το προϊόν της ανθρώπινης αδυναμίας, η Βίβλος μία συλλογή αξιότιμων αλλά και πάλι πρωτόγονων θρύλων, που είναι ωστόσο αρκετά παιδιάστικοι. Καμία ερμηνεία, όσο λεπτή, δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό. Για εμένα, η Εβραϊκή θρησκεία, όπως όλες οι άλλες θρησκείες, είναι η ενσάρκωση των πιο παιδικών δεισιδαιμονιών».
                                                                                                                              Άλμπερτ Αϊνστάιν

του Γιάννη Βελίκη

Η πίστη είναι μια μη-λογική πεποίθηση για την ορθότητα κάποιας πρότασης. Μια μη-λογική πεποίθηση είναι η πεποίθηση που είναι αντίθετη προς το σύνολο των αντικρουόμενων στοιχείων για την πεποίθηση αυτή. Μια πεποίθηση είναι αντίθετη προς το σύνολο των στοιχείων, εάν υπάρχουν συντριπτικά στοιχεία ενάντια στην πεποίθηση αυτή, π.χ. ότι η γη είναι επίπεδη, κοίλη ή ότι είναι το κέντρο του σύμπαντος. Μια πεποίθηση είναι επίσης αντίθετη προς το σύνολο των στοιχείων, εάν τα στοιχεία φαίνονται να είναι εξίσου υπέρ και κατά της πεποίθησης αυτής, και παρ' όλα αυτά κάποιος υποστηρίζει τη μια από τις δυο - ή άλλες εξίσου υποστηριζόμενες- θέσεις 1.
Σύμφωνα μα τη Wikipedia, πίστη είναι η βεβαιότητα κάποιου για την αλήθεια ενός ισχυρισμού, ανεξάρτητα αν η βεβαιότητα αυτή είναι δικαιολογημένη ή όχι. Στην περίπτωση που η βεβαιότητα είναι δικαιολογημένη μιλάμε για γνώση και όχι για πίστη. Η ομαδική ή κοινή πίστη ορίζεται στις κοινές αλήθειες που μοιράζεται μια ομάδα πιστών ή ένα ευρύτερο σύνολο από πιστούς, που ακολουθούν για παράδειγμα μια θρησκεία.
Ο όρος πίστη χρησιμοποιείται για να περιγράψει:
·  το σύνολο των αληθειών που αντιλαμβάνεται και εναγκαλίζει μια θρησκεία
·  τις θεμέλιες παραδοχές μιας φιλοσοφίας
·  την εμπιστοσύνη στις δυνατότητες του εαυτού, άλλου προσώπου, ομάδας, κινήματος κ.λπ.
·  την αναγνώριση της αξίας και της δυναμικής ενός σκοπού
·  τον ενστερνισμό ατομικών ή συλλογικών απόψεων ή ιδεών
·  την εμπιστοσύνη στην ηθική κάποιου προσώπου (ο όρος Καλή πίστη είναι μία από τις βασικές αρχές που διέπουν το σύστημα του Αστικού Δικαίου)
·  την εμπιστοσύνη της απόδοσης οικονομικών πόρων (χρηματοπιστωτικό σύστημα)
Στα πλαίσια της θρησκείας, η έννοια της πίστης ταυτίζεται με τη βεβαιότητα της ύπαρξης ενός ανώτερου όντος, του Θεού. Αν και η πίστη αυτή προέρχεται από τον χώρο του υπερφυσικού, διάφοροι φιλόσοφοι επιχείρησαν κατά καιρούς να αποδείξουν την ύπαρξη του υπέρτατου όντος.
Η απόδειξη αυτή για να θεωρηθεί γνωστικά έγκυρη θα πρέπει να προέρχεται είτε από τη λογική, είτε από την εμπειρία. Επειδή όμως η εμπειρία δεν μπορεί να εφοδιάσει τον φιλόσοφο με αποδεικτικά επιχειρήματα δεδομένου ότι κανείς ποτέ δεν συνάντησε τον Θεό στην καθημερινή ζωή, πολλοί ήταν οι φιλόσοφοι εκείνοι που προσπάθησαν να αποδείξουν την ύπαρξη του Θεού με λογικά επιχειρήματα.
Έτσι προέκυψε η διατύπωση της οντολογικής, της κοσμολογικής και της τελεολογικής απόδειξης, καθώς και της προκαθορισμένης αρμονίας του Γερμανού φιλόσοφου Λάιμπνιτς. Όμως όπως ισχυρίστηκε αργότερα ο Καντ (στο έργο του «Κριτική του καθαρού λόγου»), κανένα από τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι άτρωτο στην κριτική. Αυτό σημαίνει ότι η ύπαρξη του Θεού δεν μπορεί να αποδειχθεί ούτε με την εμπειρία, ούτε με τη λογική, συνεπώς η θρησκεία θα πρέπει από αλλού να αντλήσει τη βεβαιότητα για την ύπαρξη του Θεού. Η πηγή αυτή είναι η διαίσθηση ή η ενόραση, η οποία βεβαιώνει για την ύπαρξη του Θεού, χωρίς όμως να παρέχει έγκυρα γνωστικά στοιχεία που να μπορούν να ελεγχθούν από την εμπειρία ή τη λογική. Άρα, η ύπαρξη του Θεού βεβαιώνεται αποκλειστικά και μόνο από την πίστη.

Α) Προγραμματισμένοι για το Θεό;
Σε μια εξαιρετική σειρά μεταφρασμένων κειμένων περί του θρησκευτικού φαινομένου που εξέδωσε το ΒΗΜΑ, ο Τζάστιν Λ. Μπάρετ, βασιζόμενος σε μελέτες της Αναπτυξιακής Ψυχολογίας, της Ανθρωπολογίας και ιδιαίτερα της Γνωσιακής Επιστήμης της Θρησκείας, υποστηρίζει ότι η θρησκεία μάς έρχεται σχεδόν εξίσου φυσικά όσο η γλώσσα. Η τεράστια πλειονότητα των ανθρώπων είναι «γεννημένοι πιστοί», έχουν μια φυσική ροπή να βρίσκουν τους θρησκευτικούς ισχυρισμούς και τις θρησκευτικές ερμηνείες γοητευτικές και εύληπτες, όπως και να αποκτούν ευχέρεια στο να τις χρησιμοποιούν. Αυτή η έλξη προς τη θρησκεία αποτελεί ένα εξελικτικό υποπροϊόν του γνωσιακού εξοπλισμού μας και, παρ’ ότι δεν μας λέει τίποτε για την αλήθεια ή μη των θρησκευτικών ισχυρισμών, μας βοηθάει να δούμε τη θρησκεία υπό μια ενδιαφέρουσα νέα οπτική γωνία.
Με το που γεννιούνται, τα μωρά αρχίζουν να προσπαθούν να καταλάβουν τον κόσμο γύρω τους. Κατά τη διαδικασία αυτή το μυαλό τους εμφανίζει συγκεκριμένες τάσεις. Από τη γέννησή τους τα παιδιά δείχνουν ορισμένες προδιαθέσεις ως προς το τι κερδίζει την προσοχή τους και το τι έχουν την τάση να σκεφτούν. Μας προσελκύουν έντονα οι ερμηνείες γεγονότων με όρους που αφορούν ενέργειες παραγόντων – ιδιαίτερα όταν αυτά δεν εξηγούνται εύκολα με τους όρους της απλής νομοτέλειας.
Ο Φιλίπ Ροσά και οι συνάδελφοί του στο Πανεπιστήμιο Εμορι στην Ατλάντα της Τζόρτζια διεξήγαγαν μια σειρά πειραμάτων, τα οποία δείχνουν ότι στον πρώτο χρόνο της ζωής τους τα παιδιά ξεχωρίζουν την κίνηση των απλών αντικειμένων από την κίνηση των παραγόντων, ακόμη και αν τα εν λόγω αντικείμενα και οι παράγοντες είναι μόνο γραφικά του υπολογιστή με τη μορφή χρωματιστών δίσκων. Σε ηλικία εννέα μηνών τα μωρά έδειξαν ότι δεν ήταν απλώς ευαίσθητα στη νομοτελειακή σχέση μεταξύ δύο δίσκων που φαίνονταν να κυνηγούν ο ένας τον άλλον, αλλά και ότι μπορούσαν να ξεχωρίσουν ποιος κυνηγούσε ποιον. Τα μωρά αρχικά είδαν είτε έναν κόκκινο δίσκο να κυνηγάει έναν μπλε είτε το αντίστροφο, ώσπου συνήθισαν – με άλλα λόγια, βαρέθηκαν. Τότε οι ερευνητές αντέστρεψαν το κυνηγητό. Τα μωρά παρατήρησαν τη διαφορά και άρχισαν να παρακολουθούν ξανά.
Τα μωρά φαίνονται επίσης ευαίσθητα απέναντι σε άλλα δύο σημαντικά χαρακτηριστικά των παραγόντων τα οποία τους επιτρέπουν να κατανοούν τον κόσμο αλλά ταυτόχρονα τα κάνουν δεκτικά απέναντι στους θεούς. Πρώτον, οι παράγοντες ενεργούν για να επιτύχουν στόχους. Δεύτερον, δεν χρειάζεται να είναι ορατοί. Για να λειτουργήσουμε σε κοινωνικές ομάδες, να αποφύγουμε τους θηρευτές και να συλλάβουμε τη λεία μας πρέπει να μπορούμε να σκεφτόμαστε παράγοντες τους οποίους δεν μπορούμε να δούμε.
Η ευκολία με την οποία οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τη βασισμένη σε παράγοντες λογική δεν εξαντλείται με την παιδική ηλικία. Σε στο Κολέγιο Κάλβιν στο Γκραντ Ράπιντς του Μίσιγκαν ζητήσανε από τους σπουδαστές να αφηγηθούν τις ενέργειές τους, ενώ τοποθετούσαν μεταλλικές μπίλιες επάνω από τρύπες σε έναν πίνακα. Περιοδικά ένας ηλεκτρομαγνήτης έκανε τις μπίλιες να γυρίζουν ανατρέποντας τις προσδοκίες με βάση τους νόμους της Φυσικής. Σχεδόν τα δύο τρίτα των σπουδαστών αναφέρθηκαν αυθόρμητα στις μπίλιες σαν να ήταν παράγοντες, κάνοντας σχόλια όπως «εκείνη δεν ήθελε να σταθεί», «α, κοίτα, εκείνες οι δύο φιλήθηκαν» ή «δεν συνεργάζονται».
Αυτή η συλλογιστική του παράγοντα που πυροδοτείται με το παραμικρό, μαζί με μια φυσική τάση να αναζητούμε παράγοντες στον κόσμο γύρω μας, αποτελούν ένα μέρος των δομικών στοιχείων της πίστης στους θεούς. Από τη στιγμή που θα συνδυαστούν με κάποιες άλλες γνωσιακές τάσεις, όπως η αναζήτηση σκοπού, κάνουν τα παιδιά εξαιρετικά δεκτικά απέναντι στη θρησκεία.
 Η Ντέμπορα Κέλεμεν του Πανεπιστημίου της Βοστώνης έδειξε ότι από την παιδική μας ηλικία μάς προσελκύουν οι βασισμένες σε έναν σκοπό ερμηνείες των φυσικών αντικειμένων – από τους πιθήκους και τους ανθρώπους ως τα δέντρα και τα παγόβουνα. Τα τετράχρονα και τα πεντάχρονα παιδιά θεώρησαν πιο λογικό το ότι η τίγρη «φτιάχτηκε για να τρώει και να περπατάει και να τη βλέπουμε στον ζωολογικό κήπο» από το «αν και μπορεί να φάει και να περπατήσει και να τη δούμε στον ζωολογικό κήπο, δεν φτιάχτηκε γι’ αυτό».
Κατά τον ίδιο τρόπο, όσον αφορά τις υποθέσεις για την προέλευση των φυσικών πραγμάτων τα παιδιά είναι πολύ δεκτικά σε εξηγήσεις οι οποίες σχετίζονται με τον σχεδιασμό ή τον σκοπό. Τους φαίνεται πιο λογικό τα ζώα και τα φυτά να έχουν προκύψει για κάποιον λόγο παρά να έχουν προκύψει χωρίς λόγο. Η Μάργκαρετ Εβανς του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν στο Ανν Αρμπορ διεπίστωσε ότι για τα ζωντανά πλάσματα τα παιδιά κάτω των δέκα ετών προτιμούν τις ερμηνείες που βασίζονται στον δημιουργισμό από εκείνες που βασίζονται στην εξέλιξη – ακόμη και τα παιδιά των οποίων οι γονείς και οι δάσκαλοι υποστηρίζουν την εξελικτική θεωρία. Έχουν επίσης γίνει πειράματα με ενηλίκους, τα οποία δείχνουν ότι η προτίμηση αυτή δεν ξεπερνιέται απλώς με την ηλικία, αλλά πρέπει να κατασταλεί εξαναγκαστικά μέσω της εκπαίδευσης.
Φαίνεται ότι όλοι μοιραζόμαστε ένα ένστικτο, το οποίο υπαγορεύει ότι η τάξη και ο σχεδιασμός που βλέπουμε στον κόσμο γύρω μας απαιτούν έναν παράγοντα για να επιτευχθούν. Ένα πρόσφατο πείραμα από τον Τζορτζ Νιούμαν του Πανεπιστημίου Γέιλ υποστηρίζει αυτή την άποψη. Σε αυτό ένα αντικείμενο σε σχήμα μπάλας με πρόσωπο κινείτο πίσω από το εμπόδιο και φαινόταν είτε να βάζει σε τάξη είτε να διαλύει τα τούβλα. Σε αυτή την περίπτωση καμία απεικόνιση δεν προκάλεσε στα μωρά μεγαλύτερη έκπληξη από την άλλη. Η πιο ξεκάθαρη εξήγηση είναι ότι τα μωρά έχουν τα ίδια ένστικτα με τους μεγάλους: οι άνθρωποι, τα ζώα, οι θεοί ή οι άλλοι παράγοντες μπορούν να δημιουργήσουν τάξη ή αταξία, όμως οι μη παράγοντες, όπως οι καταιγίδες ή οι μπάλες που κυλάνε, μπορούν να δημιουργήσουν μόνο αταξία.
Φυσικά οι θεοί δεν δημιουργούν μόνο ή βάζουν τάξη στον φυσικό κόσμο, διαθέτουν επίσης υπερδυνάμεις: υπεργνώση, υπεραντίληψη και αθανασία. Σε μια σειρά μελετών άλλων ερευνητών τα παιδιά φαίνεται να θεωρούν ότι όλοι οι παράγοντες έχουν υπεργνώση, υπεραντίληψη και αθανασία, μέχρις ότου διδαχθούν το αντίθετο. Για παράδειγμα, σε μια μελέτη που έγινε στο Μεξικό με επικεφαλής τη Νίκολα Νάιτ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης οι ερευνητές έδειξαν σε παιδιά των Μάγιας ηλικίας από τεσσάρων ως επτά ετών μια γαβάθα από νεροκολοκύθα στην οποία συνήθως βάζουν τορτίγιας. Έχοντας το άνοιγμά της σκεπασμένο, ρωτούσαν τα παιδιά τι είχε μέσα. Αφού αυτά απαντούσαν «τορτίγιας», τους έδειχναν – προς έκπληξή τους – ότι τελικά περιείχε σορτσάκια. Οι ερευνητές στη συνέχεια κάλυπταν ξανά το άνοιγμα και ρωτούσαν αν διάφοροι παράγοντες θα μπορούσαν να ξέρουν τι είχε μέσα. Στους παράγοντες περιλαμβάνονταν ο θεός της καθολικής θρησκείας, ο θεός ήλιος των Μάγιας, τα πνεύματα του δάσους, ένα είδος μπαμπούλα ονόματι Τσιτσί και ένας άνθρωπος. Στην κουλτούρα των Μάγιας ο θεός των Καθολικών βλέπει τα πάντα και γνωρίζει τα πάντα, ο θεός ήλιος γνωρίζει όλα όσα συμβαίνουν υπό τον ήλιο, η γνώση των πνευμάτων του δάσους περιορίζεται στο δάσος, ενώ ο Τσιτσί είναι απλώς ένας μπελάς.
Τα μικρότερα παιδιά απάντησαν ότι όλοι οι παράγοντες θα ήξεραν τι είχε μέσα η γαβάθα. Στην ηλικία των επτά η πλειονότητα πίστευε ότι ο θεός των Καθολικών θα ήξερε ότι η γαβάθα είχε μέσα σορτσάκια αλλά ο άνθρωπος θα νόμιζε ότι είχε τορτίγιας. Είχαν επίσης αίσθηση των διαφορετικών αποχρώσεων στο επίπεδο γνώσης των άλλων υπερφυσικών παραγόντων. Παρόμοιες διαπιστώσεις έχουν γίνει με παιδιά στην Αλβανία, στο Ισραήλ, στη Βρετανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η διαπίστωση ότι τα παιδιά των Μάγιας θεωρούσαν ότι όλοι οι θεοί θα ήξεραν τι ήταν μέσα στη γαβάθα είναι σημαντική για έναν ακόμη λόγο: δεν μπορεί να αποδοθεί στην απλή κατήχηση. Ό,τι και αν λένε κάποιοι, τα παιδιά δεν χρειάζεται να κατηχηθούν για να πιστέψουν στον Θεό. Εκ φύσεως κατατείνουν προς αυτή την ιδέα.
Ο ισχυρισμός του Τζάστιν Λ. Μπάρετ, είναι ότι αυτά τα ποικίλα χαρακτηριστικά του αναπτυσσόμενου μυαλού – μια έλξη προς τις βασιζόμενες σε παράγοντες εξηγήσεις, μια τάση ερμηνείας του φυσικού κόσμου μέσω του σχεδιασμού και του σκοπού, μια υπόθεση ότι οι άλλοι έχουν υπερδυνάμεις – καθιστά τα παιδιά εκ φύσεως δεκτικά στην ιδέα ότι ίσως υπάρχει ένας ή περισσότεροι θεοί, μια ιδέα που τα βοηθάει να ερμηνεύσουν τον κόσμο γύρω τους. Ο συγγραφέας πιστεύει ότι αυτή η αντίληψη της θρησκείας ξεφεύγει από τις θεολογικές πεποιθήσεις. Τα παιδιά είναι γεννημένοι πιστοί, όχι του χριστιανισμού, του Ισλάμ ή οποιασδήποτε άλλης θεολογίας, αλλά αυτού που αποκαλώ «φυσική θρησκεία». Έχουν ισχυρές φυσικές τάσεις προς τη θρησκεία, αλλά οι τάσεις αυτές δεν τα προωθούν αναπόφευκτα προς κάποια θρησκευτική πίστη. Αντίθετα, ο τρόπος με τον οποίο το μυαλό μας λύνει τα προβλήματα παράγει έναν εννοιολογικό χώρο ο οποίος έχει το σχήμα του Θεού και περιμένει να γεμίσει από τις λεπτομέρειες του πολιτισμού στον οποίο γεννιόμαστε.
Σύμφωνα με τον κ. Αρα Νορενζαγιάν , η θρησκεία αρχικά δεν είχε σχέση με την ηθική, αλλά με τη συνεργασία. Το «άγρυπνο μάτι» του Θεού ώθησε τους ανθρώπους να δείξουν τον καλύτερο εαυτό τους. Μια άποψη η οποία κερδίζει έδαφος είναι ότι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και τα τελετουργικά ανέκυψαν ως ένα εξελικτικό υποπροϊόν συνηθισμένων γνωσιακών λειτουργιών. Από τη στιγμή που αυτό συνέβη, το πεδίο ήταν έτοιμο για τη γρήγορη πολιτισμική εξέλιξη που οδήγησε τελικά σε μεγάλες κοινωνίες με «Μεγάλους Θεούς».
Κάποιες πρώιμες πολιτισμικές παραλλαγές της θρησκείας πιστεύεται ότι προωθούσαν φιλοκοινωνικές συμπεριφορές όπως η συνεργασία, η εμπιστοσύνη και η αυτοθυσία ενώ παράλληλα ενθάρρυναν τις επιδείξεις θρησκευτικής ευλάβειας όπως οι νηστείες, τα σχετικά με την τροφή ταμπού, τα υπερβολικά τελετουργικά και άλλες «δύσκολες να τις υποκριθεί» κανείς συμπεριφορές οι οποίες εξέπεμπαν αξιόπιστα την ειλικρινή πίστη των πιστών και επεδείκνυαν την πρόθεσή τους να συνεργαστούν. Με αυτόν τον τρόπο η θρησκεία μετέτρεψε τους ανώνυμους ξένους σε ηθικές κοινότητες συνδεδεμένες με ιερούς δεσμούς υπό μια κοινή υπερφυσική δικαιοδοσία.
Οι ομάδες αυτές θα πρέπει να ήταν μεγαλύτερες και περισσότερο συνεργάσιμες και άρα πιο επιτυχημένες στον ανταγωνισμό για πόρους και τόπους κατοικίας. Καθώς αυτές οι συνεχώς επεκτεινόμενες ομάδες μεγάλωναν, έπαιρναν μαζί τους και τη θρησκεία τους, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο την κοινωνική αλληλεγγύη σε μια ραγδαία διαδικασία η οποία άμβλυνε τους περιορισμούς που έθεταν στο μέγεθος των ομάδων η συγγένεια και η αμοιβαιότητα.
Από εκεί και πέρα απομένει ένα μικρό βήμα για να φθάσει κανείς στους ηθικά ανήσυχους Μεγάλους Θεούς των μεγάλων θρησκειών του κόσμου. Όσοι έχουν γαλουχηθεί στις αβρααμικές πίστεις έχουν τόσο πολύ συνηθίσει να βλέπουν μια σχέση ανάμεσα στη θρησκεία και την ηθική ώστε τους είναι δύσκολο να φανταστούν ότι η θρησκεία δεν ξεκίνησε έτσι. Παρ’ όλα αυτά οι θεοί των μικρότερων ομάδων των κυνηγών – τροφοσυλλεκτών, όπως των Χάτζα στην Ανατολική Αφρική και των Σαν στην έρημο Καλαχάρι, δεν ασχολούνται με την ηθική των ανθρώπων. Σε αυτές τις διαφανείς κοινωνίες, όπου η πρόσωπο με πρόσωπο αλληλεπίδραση αποτελεί τον κανόνα, είναι δύσκολο να ξεφύγει κανείς από τον κοινωνικό προβολέα. Ο αλτρουισμός και η αμοιβαιότητα μεταξύ συγγενών αρκούν για τη διατήρηση των κοινωνικών δεσμών.
Παρ’ όλα αυτά, καθώς οι ομάδες μεγαλώνουν σε μέγεθος, η ανωνυμία εισβάλλει στις σχέσεις και η συνεργασία διακόπτεται. Μελέτες δείχνουν ότι το αίσθημα της ανωνυμίας – ακόμη και όταν είναι απατηλό, όπως όταν φοράει κανείς μαύρα γυαλιά – είναι ο φίλος του εγωισμού και της εξαπάτησης. Η κοινωνική επιτήρηση, όπως όταν είναι κανείς μπροστά σε μια κάμερα ή σε ένα ακροατήριο, έχει το αντίθετο αποτέλεσμα. Ακόμη και η ανεπαίσθητη έκθεση σε σκίτσα που μοιάζουν με μάτια ενθαρρύνει την καλή συμπεριφορά προς τους ξένους.
Είναι λοιπόν επόμενο το ότι οι άνθρωποι συμπεριφέρονται καλά όταν πιστεύουν ότι υπάρχει ένας θεός που παρακολουθεί τους ίδιους και τους γύρω τους. Τα ανθρωπολογικά στοιχεία υποστηρίζουν αυτή την ιδέα. Με το πέρασμα από τις μικρότερης κλίμακας ανθρώπινες κοινωνίες στις μεγαλύτερες και πιο σύνθετες οι Μεγάλοι Θεοί – ισχυροί, πανταχού παρόντες, παρεμβατικοί παρατηρητές – γίνονται όλο και πιο διαδεδομένοι ενώ η ηθική και η θρησκεία συνδέονται όλο και περισσότερο.
Ο Κουέντιν Ατκινσον και ο Χάρβεϊ Γουάιτχαουζ ανακάλυψαν μια παρόμοια στροφή στις μορφές των τελετουργικών: καθώς οι κοινωνίες γίνονται μεγαλύτερες και πιο σύνθετες, τα τελετουργικά εξελίσσονται σε συνήθη διαδικασία και χρησιμοποιούνται για τη μετάδοση και την ενίσχυση των δογμάτων. Κατά τον ίδιο τρόπο οι έννοιες της υπερφυσικής τιμωρίας, το κάρμα, η καταδίκη και η σωτηρία, ο Παράδεισος και η Κόλαση είναι διαδεδομένες στις σύγχρονες κοινωνίες αλλά σχετικά λιγότερο συνηθισμένες στους πολιτισμούς των κυνηγών – τροφοσυλλεκτών.
Η θρησκεία, με την πίστη της σε θεούς που παρακολουθούν και τα υπερβολικά τελετουργικά και τις πρακτικές της, αποτέλεσε μια κοινωνική κόλλα στο μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας. Πρόσφατα όμως κάποιες κοινωνίες πέτυχαν να συντηρήσουν τη συνεργασία μέσω κοσμικών θεσμών όπως τα δικαστήρια, η αστυνομία και οι μηχανισμοί για την τήρηση των συμβάσεων. Σε ορισμένα μέρη του κόσμου, ιδιαίτερα στη Σκανδιναβία, οι θεσμοί αυτοί έχουν επισπεύσει την παρακμή της θρησκείας οικειοποιούμενοι τις λειτουργίες της που «χτίζουν» τις κοινωνίες. Αυτές οι κοινωνίες με τις αθεϊστικές πλειονότητες – οι οποίες είναι από τις πιο συνεργάσιμες, ειρηνικές και ευημερούσες κοινωνίες στον κόσμο – ανέβηκαν τη σκάλα της θρησκείας και μετά την κλώτσησαν μακριά.
Σύμφωνα με τον κ. Ρόμπερτ Μακ Κόλεϊ από πολύ μικρή ηλικία οι άνθρωποι συναντούν πολυάριθμα θεμελιώδη προβλήματα τα οποία θα πρέπει να επιλύσουν προκειμένου να μπορέσουν να λειτουργήσουν στον κόσμο. Σε αυτά περιλαμβάνονται η διάκριση μεταξύ άψυχων αντικειμένων και «παραγόντων» οι οποίοι μπορούν να επενεργήσουν στο περιβάλλον τους, η αναγνώριση προσώπων, η αποφυγή των ρύπων, η γραμματική ανάλυση του λόγου και η ανάγνωση των προθέσεων των άλλων. Μέχρις ότου τα παιδιά γίνουν έξι ή επτά ετών το γνωσιακό τους σύστημα για την επίλυση αυτών των προβλημάτων έχει ήδη «στηθεί» και λειτουργεί πλήρως.
Τα γνωσιακά συστήματα του είδους είναι «ωριμανσιακά φυσικά», προκύπτουν δηλαδή χωρίς προσπάθεια και κυριολεκτικά καθορίζουν τη φυσιολογική γνωσιακή ανάπτυξη. Αν και ο πολιτισμός παρεισφρέει σε αυτά – καθορίζοντας, για παράδειγμα, τη γλώσσα που μαθαίνει ένα παιδί –, η απόκτησή τους δεν εξαρτάται από τη διδασκαλία ή την εκπαίδευση.
Τα ωριμανσιακά φυσικά συστήματα είναι επίσης, όπως τα αποκαλεί ο νομπελίστας ψυχολόγος Ντάνιελ Κάνεμαν, «γρήγορα» – λειτουργούν αυτόματα και χωρίς προσπάθεια. Για τον λόγο αυτόν είναι εξαιρετικά επιρρεπή σε λανθασμένους «υπερθεματισμούς». Για παράδειγμα, το υπερευαίσθητο σύστημά μας για την ανίχνευση των ανθρώπινων μορφών μάς κάνει να βλέπουμε πρόσωπα στα σύννεφα, ενώ η «συσκευή ανίχνευσης παραγόντων» μας μάς κάνει να μιλάμε στον υπολογιστή ή στο αυτοκίνητό μας.
Αυτά τα γρήγορα και αυτόματα συστήματα κάνουν επίσης τους ανθρώπους δεκτικούς στις θρησκείες. Οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να αρπάξουν, να καταβροχθίσουν και να χωνέψουν θρησκευτικές ιστορίες όπως ένας βάτραχος θα αρπάξει, θα καταβροχθίσει και θα (προσπαθήσει να) χωνέψει μια μπίλια που περνάει πετώντας από δίπλα του.
Οι επιτυχημένες θρησκείες εκμεταλλεύονται επιδέξια αυτές τις προδιαθέσεις. Τα υπερφυσικά όντα ενεργοποιούν τη φυσική πίστη μας στην ύπαρξη των παραγόντων και τη θεωρία του νου μας. Οι ιεροί χώροι και τα αντικείμενα ενεργοποιούν τις ενστικτώδεις προφυλάξεις μας εναντίον των ρύπων. Δεν είναι σύμπτωση ότι τόσο πολλά θρησκευτικά τελετουργικά σχετίζονται με τον καθαρμό και τον εξαγνισμό.
Παρόμοια στοιχεία έχουν εμφανιστεί σε θρησκευτικά συστήματα σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας και σε όλον τον κόσμο. Νέες θρησκείες ξεπηδούν συνεχώς, εκείνες όμως που διαρκούν περισσότερο αναμειγνύουν τα ίδια παλαιά συστατικά. Αυτά τα επανεμφανιζόμενα θέματα – μύθος, τελετουργικό, ιεροί χώροι, πίστη σε υπερφυσικούς παράγοντες κ.ο.κ. – αποτελούν τα στοιχεία εκείνου το οποίο αποκαλείται «λαϊκή θρησκεία».

Β) Η οδός της μικρότερης αντίστασης και ο ανεπαρκής έλεγχος
Σύμφωνα με τον Michael Brooks η θρησκευτική πίστη είναι η οδός της ... μικρότερης αντίστασης, δεχόμενος ότι υποστηρίζεται από την «καλωδίωση» του εγκεφάλου μας, αντίθετα με τη μη-πίστη που απαιτεί ιδιαίτερη προσπάθεια. Η στροφή των ανθρώπων προς το θείο σε περιόδους οικονομικών κρίσεων έρχεται να τους επιβεβαιώσει. Παρ΄ ότι πολλοί θεσμοί και ιδρύματα κατέρρευσαν με το Μεγάλο Κραχ του 1929, ένας τομέας τα πήγε απρόσμενα καλά. Σε εκείνους τους τόσο δύσκολους καιρούς οι πιο αυστηρές, πιο αυταρχικές εκκλησίες είδαν τα ποίμνιά τους να πληθύνονται.
Το παράδοξο αυτό έγινε αντιληπτό στις αρχές της δεκαετίας του 1970, αλλά μόλις σήμερα η επιστήμη αρχίζει να εξηγεί τις αιτίες του. Όπως δείχνουν οι πρώτες έρευνές της, τα ανθρώπινα όντα έχουν μια φυσική κλίση προς τη θρησκευτική πίστη, ιδιαίτερα στις δύσκολες εποχές: ο εγκέφαλός μας συνθέτει αυθόρμητα έναν φανταστικό κόσμο με πνεύματα, θεούς και τέρατα και όσο περισσότερο ανασφαλείς νιώθουμε τόσο δυσκολότερο είναι να αντισταθούμε στην έλξη αυτού του υπερφυσικού κόσμου. Φαίνεται ότι το μυαλό μας είναι συντονισμένο έτσι ώστε να πιστεύει σε θεούς.
Μία, παράλληλης σκέψης, άποψη υποστηρίζει την προσφυγή στη θρησκεία στις περιπτώσεις που χάνουμε τον έλεγχο... Η άποψη αυτή υποστηρίζεται από ένα πείραμα που δημοσιεύτηκε πέρυσι. Η Τζένιφερ Γουίτσοντου Πανεπιστημίου του Τέξας και ο Άνταμ Γκαλίτσκι του Πανεπιστημίου Νorth Western του Ιλινόι ζήτησαν από εθελοντές να εντοπίσουν πρότυπα σε διάφορες διατάξεις κουκκίδων και πληροφοριών από το χρηματιστήριο. Προηγουμένως οι δύο ερευνητές δημιούργησαν στους εθελοντές μια αίσθηση έλλειψης του ελέγχου είτε δίνοντάς τους άσχετες πληροφορίες είτε κάνοντάς τους να θυμηθούν εμπειρίες στις οποίες είχαν χάσει τον έλεγχο μιας κατάστασης.
Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά. Οι εθελοντές που ένιωσαν απώλεια του ελέγχου έτειναν πολύ περισσότερο να διακρίνουν πρότυπα εκεί όπου δεν υπήρχαν.
«Μας εξέπληξε το γεγονός ότι το φαινόμενο είναι τόσο διαδεδομένο» λέει η κυρία Γουίτσον. Όταν αισθανόμαστε ότι δεν έχουμε τον έλεγχο, εξηγεί, καταφεύγουμε σε δεισιδαιμονικούς τρόπους σκέψης. Αυτό μπορεί να δώσει μια ερμηνεία στο γιατί οι θρησκείες αναβιώνουν στους δύσκολους καιρούς. Ακόμη και αν η θρησκεία αποτελεί μια φυσική συνέπεια της λειτουργίας του εγκεφάλου μας, όλοι οι ερευνητές τονίζουν ότι τίποτε από τα παραπάνω δεν μας λέει κάτι για την ύπαρξη των θεών: όπως υπογραμμίζει ο κ. Μπάρετ, το αν μια πεποίθηση είναι αληθινή ή όχι είναι ανεξάρτητο από το γιατί οι άνθρωποι την πιστεύουν. Αυτό όμως το οποίο αφήνουν να διαφανεί είναι ότι η πίστη στον Θεό δεν πρόκειται να υποχωρήσει και ότι ο αθεϊσμός θα εξακολουθήσει να μένει στο περιθώριο. Η θρησκευτική πίστη, τονίζει ο κ. Μπουαγέ, είναι«η οδός της μικρότερης αντίστασης» ενώ η μη πίστη απαιτεί προσπάθεια.

Γ) Θεός , συνείδηση και νευροεπιστήμες
Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Γεωργίου στην αρχή του 21ού αιώνα, διαφαίνεται ότι η εξελισσόμενη επανάσταση της νευροεπιστήμης έχει τη δυνατότητα να δράσει καταλυτικά, όχι μόνο στο χώρο της επιστήμης, αλλά γενικότερα στον τρόπο που οι άνθρωποι βλέπουν τους εαυτούς τους και τον κόσμο γύρω τους.
Όπως έγραψε ο Ντέηβιντ Μπρουκς σε ένα σημαντικό άρθρο στους New York Times, στην πραγματικότητα η περί αθεϊσμού διαμάχη τελικά δεν θα υποσκάψει την πίστη στο Θεό γενικά, αλλά το πολύ - πολύ να υποσκάψει την πίστη στον προσωπικό Θεό της Βίβλου, στον οποίο πιστεύουν – ο καθένας με τον τρόπο του – Χριστιανοί, Εβραίοι και Μουσουλμάνοι, δηλαδή οι μονοθεϊστικές θρησκείες.
Το κλειδί – και το μεγάλο οχυρό κατά του υλισμού – βρίσκεται στο μείζον μυστήριο της συνείδησης. Όλο και περισσότεροι νευροεπιστήμονες, με την υποστήριξη διαφόρων πειραμάτων, σκιαγραφούν σταδιακά μια άλλη εικόνα: ο εγκέφαλος φαίνεται πια όλο και λιγότερο σαν μια ψυχρή μηχανή που κάνει αδιάκοπους υπολογισμούς όπως ένα κομπιούτερ. Αντίθετα, το νόημα, η πίστη, η θέληση και κυρίως η συνείδηση φαίνεται να ξεπηδούν μυστηριωδώς από τα κυκλώματα των εγκεφαλικών νευρώνων. Τα συναισθήματα παίζουν καθοριστικό ρόλο στη νοημοσύνη, ενώ η αγάπη είναι ζωτική για την ανάπτυξη του εγκεφάλου.
Από την άλλη, τα γονίδια δεν φαίνεται να είναι απλώς εγωιστικά, όπως ακράδαντα πιστεύει ο Ντόκινς, αλλά αντίθετα οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ενστικτωδώς φαίνεται πως έχουν βαθειά ηθικά αισθήματα, όπως η δικαιοσύνη, η στοργή κ.α. Τελικά, αρκετοί επιστήμονες αρχίζουν να εκτιμούν όλο και πιο πολύ τις υπερβατικές πνευματικές εμπειρίες και να μην τις θεωρούν απλώς αυταπάτη. Ο νους, όπως έχουν δείξει διάφορα πειράματα, φαίνεται πως έχει την ικανότητα να υπερβαίνει τον εαυτό του και να συγχωνεύεται με μια ανώτερη παρουσία (που πολλοί ονομάζουν Θεό), η οποία γίνεται αντιληπτή ως πιο πραγματική από την καθημερινή υλική πραγματικότητα.
Επιστήμονες που ανήκουν σε αυτό το νέο ρεύμα επιστήμης, είναι, μεταξύ άλλων, οι Andrew Newberg, Daniel Siegel, Michael Gazzaniga, Jonathan Haidt, Antonio Damasio, Marc Hauser κ.α., τα πειράματα και τα βιβλία των οποίων επηρεάζουν πλέον όλο και περισσότερο το δημόσιο διάλογο. Με δεδομένο ότι από όλες τις θρησκείες, αυτή που δέχεται μια ανώτερη πραγματικότητα, αλλά δεν την ταυτίζει με ένα προσωπικό Θεό, είναι κατ' εξοχήν ο βουδισμός, το νέο επιστημονικό ρεύμα, σύμφωνα με τον Μπρουκς, θα μπορούσε να αποκληθεί «νευρωνικός βουδισμός».
Οι επιστήμονες αυτοί πρεσβεύουν ότι: α) ο εαυτός δεν είναι μια σταθερή και λίγο – πολύ μόνιμη οντότητα, αλλά μια δυναμική διαδικασία αλληλεξαρτώμενων σχέσεων, β) κάτω από την επιφάνεια των διαφόρων θρησκειών, οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο έχουν κοινές ηθικές αντιλήψεις, αξίες και ενοράσεις, γ) οι άνθρωποι έχουν τον κατάλληλο «εξοπλισμό» για να βιώνουν το ιερό και να έχουν εμπειρίες πνευματικής ανάτασης, στη διάρκεια των οποίων ξεπερνούν στα στενά σύνορα του εαυτού τους και πλημμυρίζουν από αγάπη για τον υπόλοιπο κόσμο, και δ) ο Θεός μπορεί καλύτερα να γίνει αντιληπτός, ως η φύση αυτού που βιώνει ο άνθρωπος κατά τις ανωτέρω στιγμές και θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «το άγνωστο σύνολο όλων όσων υπάρχουν». Όπως παρατηρεί ο Μπρουκς, είναι ευκολότερο για τον Ντόκινς και τους υπόλοιπους μαχητικούς άθεους να επιτίθενται κατά του προσωπικού Θεού στο όνομα της επιστήμης, αλλά θα αποδειχτεί πολύ δυσκολότερο να κάνουν το ίδιο κατά των επιστημόνων συναδέλφων τους, οι πεποιθήσεις των οποίων εν μέρει επικαλύπτονται με το βουδισμό και οι οποίοι, αν και όντως θεωρούν τις θρησκείες πολιτιστικά κατασκευάσματα χτισμένα πάνω στα κοινά χαρακτηριστικά της ανθρωπότητας, σέβονται την αίσθηση του ιερού και το μυστήριο της συνείδησης.

Δ) Τι είναι τελικά η θρησκευτική πίστη;
Από τις έως τώρα σχετικές ερευνητικές εργασίες, συμπεραίνεται με ασφάλεια ότι, η πίστη (θρησκευτική ή μη) είναι μία απαραίτητη και πανταχού παρούσα λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου, ανεξάρτητα αν κατέχει πρωτεύοντα ή δευτερεύοντα ρόλο στο τελικό προϊόν της σκέψης, του συναισθήματος και της συμπεριφοράς. Με άλλα λόγια, ακόμη και στους ανθρώπους που δηλώνουν άπιστοι, άθεοι ή ορθολογικοί, η πίστη συνεχίζει να λειτουργεί, έστω και στο υπόβαθρο του μυαλού αυτών των ανθρώπων. Επομένως, φαίνεται ότι είναι περιττό να συζητάμε αν η πίστη λειτουργεί σε όλους ή όχι, αλλά μπορούμε να συζητούμε το κατά πόσο λαμβάνεται υπόψη και χαίρει αξίας από τον κάθε άνθρωπο, σε σχέση με άλλες εγκεφαλικές λειτουργίες (ορθολογική σκέψη, φαντασία, συναίσθημα, εκφράσεις σώματος κ.λπ.), για μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή της ζωής του!
Ο λόγος είναι απλός: όπως αρχικά είχε δείξει ο Piaget, και τον επιβεβαίωσαν αργότερα πλήθος άλλων ερευνητών, ο άνθρωπος ως παιδί σκέφτεται με διαφορετικά συστήματα σκέψης που αναπτύσσονται καθώς μεγαλώνει. Με την γέννηση του ξεκινά η αισθισιοκινητική σκέψη, όπου τα πάντα έχουν να κάνουν με την αντίληψη των αισθήσεων και των κινήσεων. Η σπουδαιότητα της περιόδου αυτής είναι τεράστια, δεδομένου ότι η αντίληψη των αισθήσεων και των κινήσεων είναι καταλυτική για την επιβίωση και την εξέλιξη του ανθρώπου. Προβλήματα ανάπτυξης σε αυτήν την περίοδο μπορούν να προδιαθέσουν σε αυτιστικά ή ψυχωτικά σύνδρομα, στα οποία ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται διαφορετικές αισθήσεις και κινήσεις από τους υπόλοιπους ανθρώπους.  
Κάπου στα 3 του χρόνια (λίγο πριν ή λίγο μετά), περνά στο προσυλλογιστικό στάδιο της σκέψης: στο στάδιο αυτό, που ονομάζεται και μαγική σκέψη, τα πάντα έχουν ζωή και ψυχή. Τα δέντρα μιλάνε, τα σύννεφα χαμογελάνε, και τα αντικείμενα στα οποία το νήπιο σκοντάφτει το …χτυπάνε. Το νήπιο έχει ζωτική ανάγκη από την παρουσία των ενηλίκων που το προστατεύουν και, λόγω της μειονεκτικής του θέσης ως προς την δυνατότητα επιβίωσης του, τους πιστεύει απόλυτα σε ότι κι αν του πουν. Αυτή ακριβώς είναι η περίοδος που αναπτύσσεται η σκέψη με τη μορφή πίστης (προσυλλογιστική, ανορθολογική), κατά την οποία το παιδί εμπιστεύεται ότι οι γονείς του το αγαπάνε, έχουν κάποιο καλό σχέδιο για αυτό και πάντα το προστατεύουν με ένα άγρυπνο μάτι (όπως αργότερα θα πιστεύουν τα ίδια για το Θεό). Διαταραχές στην εξίσου πολύ σπουδαία αυτή περίοδο της ζωής, μπορεί να καταλήξουν σε βαριές νευρωσικού τύπου διαταραχές (αγχώδεις, ψυχαναγκαστικές κ.α.). Π.χ. σε περίπτωση βιασμού από το γονέα, όπου το παιδί έρχεται σε μεγάλο αδιέξοδο μεταξύ της πράξης αυτής και της πεποίθησης του ότι ο γονιός το αγαπάει.
Επόμενη και μεθεπόμενη περίοδος της σκέψης, σύμφωνα πάντα με τον Piaget, είναι η περίοδος της λογικής σκέψης (τότε που το παιδί παρακολουθεί το δημοτικό σχολείο) και της αφηρημένης σκέψης (όταν ξεκινήσει το Γυμνάσιο και μετά). Εδώ η σκέψη αλλάζει περιεχόμενο και προκειμένου να γίνει αποδεκτή ζητάει αποδείξεις.
Το σημαντικό, ωστόσο, είναι, ότι με την πάροδο της ηλικίας, καμία μορφή σκέψης δεν ακυρώνεται! Ένας ενήλικος άνθρωπος σκέφτεται και αισθισιοκινητικά (γι’ αυτό και διαχωρίζεται σε οπτικός, ακουστικός ή κιναισθητικός), και ανορθολογικά (με βάση τις διαμορφωμένες του πεποιθήσεις), και λογικά (του τύπου 1 συν 1 κάνουν 2) και αφηρημένα (π.χ. απαντάει στο τί είναι δημοκρατία). Αυτό που αλλάζει σε κάθε άνθρωπο, και σε κάθε χρονική στιγμή της ζωής του, είναι το ποσοστό της κάθε μιας από αυτές τις σκέψεις και το ποια μορφή σε κάθε περίπτωση υπερισχύει! Έτσι σε έναν ενήλικα μπορεί να υπερισχύει η λογική σκέψη, αλλά όταν αυτός γεράσει, μπορεί να πάρει και πάλι την πρωτοκαθεδρία η ανορθολογική του σκέψη.
Εξαιτίας της ταυτόχρονης αυτής λειτουργίας και των 4 τύπων σκέψης, είναι μάταιη η αντιπαράθεση που συχνά συμβαίνει μεταξύ των υποστηρικτών των θρησκειών και των αντιπροσώπων των επιστημών. Η θρησκεία (και όλα τα άλλα συστήματα πίστης και πεποιθήσεων) ανήκουν στο προσυλλογιστικό επίπεδο της σκέψης, ενώ η επιστήμη στο λογικό. Τα δύο αυτά επίπεδα σκέψης και δεν μπορούν και δεν πρέπει να συγκρίνονται.
Ειδικότερα, όσον αφορά την περίοδο της προσυλλογιστικής σκέψης, εκτός της εδραίωσης των πεποιθήσεων, ωριμάζει και η αντίληψη των συναισθημάτων. Για πρώτη φορά το νήπιο αντιλαμβάνεται καθαρά το πότε είναι χαρούμενο, πότε θλιμμένο και πότε θυμωμένο. Και φυσικά, τα συναισθήματα δεν είναι καθόλου ξέχωρα από τις πεποιθήσεις. Το αντίθετο: «πάνε πακέτο»! Για παράδειγμα, αν ένα νήπιο πιστεύει ότι έκανε κάτι κακό, ή ότι το ίδιο είναι κακό, τότε νιώθει αυτό – υποτίμηση και θλίψη. Αν πιστεύει ότι είναι καλό ή δυνατό νιώθει αυτοεκτίμηση και χαρά.
Για τον παντοδύναμο αυτό συνδυασμό των πεποιθήσεων με τα  συναισθήματα και για τις συνέπειες που έχει η ηλικία μεταξύ 3 – 6 ετών για το μελλοντικό χαρακτήρα συμφωνούν όλοι οι ειδικοί. Για παράδειγμα, οι δύο πρωτοπόροι της ψυχανάλυσης, Φρόιντ και Έρικ Έρικσον, και ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της γνωστικής – συμπεριφοριστικής θεραπείας A. Beck μίλησαν αμφότεροι για τη μεγάλη σημασία αυτού του σταδίου:
ο Φρόιντ με το φαλλικό στάδιο όπου
«στα αγόρια το άγχος του ευνουχισμού αναπτύσσεται και εντείνεται όταν το περιβάλλον απαγορεύει τις τάσεις αυνανισμού του. Το άγχος αυτό παίζει και καταλυτικό ρόλο για τη λύση στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα, αφού η απειλή του ευνουχισμού οδηγεί προς την ταύτιση με τον πατέρα, ενώ η ίδια απειλή υπάρχει και ως παθητική λύση όταν το αγόρι ταυτίζεται με τη μητέρα. Τα κορίτσια, καθώς ανακαλύπτουν ότι δεν έχουν πέος, επιθυμούν να αποκτήσουν και έτσι προκύπτει ο φθόνος του πέους. Στην περίοδο αυτή η φαντασία του παιδιού γίνεται προοδευτικά συμβολική, ενώ πριν ήταν άμεση και φανερή. Τα παραμύθια, οι δράκοι, οι πριγκίπισσες, οι ήρωες κ.τ.λ., θεωρείται ψυχαναλυτικά ότι αντιπροσωπεύουν και απευθύνονται ακριβώς στον συμβολισμό των απωθημένων αιμομικτικών τάσεων του παιδιού καθώς και της τάσης του για παντοδυναμία». 
ο Έρισκον
«στο στάδιο 3 «πρωτοβουλία έναντι ενοχής», το παιδί αποκτά κοινωνική συμπεριφορά , αρχίζει να αναλαμβάνει την ευθύνη για τον εαυτό του και να κατανοεί το χρόνο. Αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, περίοδος έντονης δοκιμής της πραγματικότητας , της φαντασίας και μίμηση της συμπεριφοράς ενηλίκων. Το παιδί που χειρίζεται ή επιλύει τις συγκρούσεις της περιόδου αυτής αποκτά εμπιστοσύνη και κοινωνικότητα. Σημαντικά εμπόδια στην επίτευξη : Υπερβολικά αυστηρή πειθαρχία, εσωτερίκευση άκμπτων ηθικών στάσεων που παρεμποδίζουν τον αυθορμητισμό του παιδιού και τη δοκιμή της πραγματικότητας. Μερικά παιδιά μπορεί να εμφανίσουν εφιάλτες, φοβίες στην προσπάθεια επίλυσης συγκρούσεων».
Και ο Beck
«όλοι μας διακατεχόμαστε από το προσωπικό μας σύστημα αξιών και πεποιθήσεων και μέσα από αυτό φιλτράρουμε τις καταστάσεις που βιώνουμε. Οι πεποιθήσεις αυτές έχουν διαμορφωθεί από την παιδική μας ηλικία και λειτουργούν ως ένα φίλτρο μέσω του οποίου επεξεργαζόμαστε τις νέες εμπειρίες και πληροφορίες στη ζωή μας. Κατ' επέκταση, διαμορφώνουμε την εικόνα για τον ίδιο μας τον εαυτό, τον κόσμο και το μέλλον, βιώνουμε αντίστοιχα συναισθήματα και εκδηλώνουμε σχετικές συμπεριφορές».
Συνεπώς, σε αυτήν ακριβώς την ηλικία και ανάλογα με την εξέλιξη του νηπίου, εδραιώνεται ο μελλοντικός χαρακτήρας του ατόμου, το σύστημα πεποιθήσεων του (που αργότερα δρα υποσυνείδητα) και ο συναισθηματικό του κόσμος. Και ενώ η σύγχρονη κουλτούρα έδινε πάντα βάση στη λογική και στον ορθολογισμό, μια ματιά στο σύγχρονο κόσμο της επιστήμης και της τεχνολογίας, θα δείξει ότι ο κόσμος σκέφτεται κυρίως με την προσυλλογιστική σκέψη. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Ντάνιελ Κάνεμαν, ψυχολόγος καθηγητής στο Πρίνστον, μετά από χρόνια έρευνας στο πεδίο της οικονομικής ψυχολογίας πήρε το Νόμπελ Οικονομικών, διότι απέδειξε ότι ο κάθε άνθρωπος σκέφτεται με τουλάχιστον δύο συστήματα σκέψης: τη διαισθητική και την ορθολογική. Η πρώτη είναι κατά πολύ ισχυρότερη γιατί είναι η «φυσική» μας σκέψη. Είναι εύκολη, με την έννοια ότι δεν χρειάζεται κόπο μιας και είναι αυθόρμητη. Με αυτόν τον τρόπο σκέφτονται τα μικρά παιδιά, οι άνθρωποι των πρωτόγονων φυλών, οι νοητικά στερημένοι και όλοι χωρίς εξαίρεση οι άνθρωποι, στην πρώτη φάση που ένα ερέθισμα έρχεται σε επαφή με το γνωστικό τους σύστημα. Αν δεν έχουν αναπτύξει επαρκών τα υπόλοιπα συστήματα της λογικής και της αφηρημένης σκέψης (που μόνο με πολύ και αποδοτική εκπαίδευση αναπτύσσονται), συνεχίζουν να σκέφτονται μόνο με τη διαισθητική!
Έτσι, η ηλικία των 3 – 6 χρόνων καθίσταται η ιδανική, ώστε να εμφυτευτούν στα νήπια – παιδιά, όλες οι μετέπειτα αξίες που θα έχουν στη ζωή τους, οι πεποιθήσεις, ο χαρακτήρας και ο συναισθηματικός τους κόσμος. Γι’ αυτό και όλα τα συστήματα κατήχησης (της πολιτικής, της θρησκείας, της διαφήμισης) στοχεύουν σε αυτές τις ηλικίες, ώστε στο μέλλον να έχουν τους «προσδοκώμενους» ενήλικες.
Αν η πρώτη φάση ζωής (0 – 3 χρόνια), είναι αυτή που καθορίζει το γενικότερο επίπεδο ζωτικότητας του οργανισμού (βασισμένο στη διατροφή, τους κύκλους ύπνου – ξύπνιου, και της κίνησης), η δεύτερη φάση (3 – 6 χρόνια) εξειδικεύει αυτή τη ζωτικότητα, έτσι ώστε αυτή να κινείται ανάλογα με ορισμένα σήματα – σύμβολα. Για παράδειγμα, η έκφραση του γονιού (χαλαρή ή αυστηρή) θα δείξει στο παιδί αν αυτό που κάνει είναι επιτρεπτό ή όχι. Ο «Γρηγόρης» και ο «Σταμάτης» στο φανάρι θα δείξει πότε περνάμε ένα δρόμο και πότε όχι κ.ο.κ.
Οι άνθρωποι δύσκολα μπορούν να ζήσουν χωρίς σύμβολα διότι, τα σύμβολα αφότου εδραιωθούν, στη συνέχεια ενεργοποιούν τις ζωές των ανθρώπων. Το σύνολο των αφηρημένων προσυλλογιστικών σκέψεων τοποθετούνται εντός κάποιων συμβόλων, και αργότερα οι άνθρωποι νιώθουν να θέλουν να ενεργούν ανάλογα με το πρίσμα που δημιουργείται μέσω αυτών τωνσύνολο των συμβόλων.
Έτσι, τα νήπια μαθαίνουν το πώς πρέπει να αντιδρούν στην σημαία της πατρίδας τους (να χαίρονται και να είναι υπερήφανα), στο σύμβολο της ποδοσφαιρικής ομάδας του μπαμπά (Ολυμπιακός, ΠΑΟΚ κ.ο.κ.), στο χριστιανικό σταυρό (να νιώθουν ευλάβεια), να νιώθουν επιθετικά αισθήματα στην σημαία κράτους με εχθρικές διαθέσεις (π.χ. Τουρκίας ή Σκοπίων) κ.ο.κ. Τα συναισθήματα αυτά (καθώς και οι προπορευόμενες πεποιθήσεις) γίνονται   τόσο πολύ ένα με τον χαρακτήρα, που αργότερα πολύ λίγοι είναι σε θέση να αλλαξοπιστήσουν (να αλλάξουν θρησκεία, ποδοσφαιρική ομάδα, σύστημα αξιών κ.α.). Αν τα σύμβολα αυτά (π.χ. τα θρησκευτικά όπως ο σταυρός, η ιερή αγελάδα, το Κοράνι κ.ο.κ.) δεχθούν επίθεση, τότε οι πιστοί αντιδρούν έντονα, μιας και αυτά έχουν ριζώσει βαθιά μέσα στο ψυχισμό, στο χαρακτήρα και στο συναισθηματικό τους κόσμο.
Συμπερασματικά, λοιπόν, θρησκευτική πίστη, είναι η πίστη σε ένα σύστημα αξιών, που συνήθως περιλαμβάνει ένα πακέτο πεποιθήσεων (προέλευση και τέλος του κόσμου, ηθικές αξίες, μεταθανάτια ζωή), το οποίο εδραιώνεται στο προσυλλογιστικό στάδιο σκέψης και διαρκεί σε όλη τη ζωή, παράλληλα με τα υπόλοιπα συστήματα σκέψης (αν και εφόσον αναπτυχθούν). Είναι μη – λογική, μη – αποδείξιμη, προκαλεί πολύ έντονα συναισθήματα και συμπεριφορές, γίνεται μέρος του χαρακτήρα και είναι πολύ δύσκαμπτη στο να δεχθεί αλλαγές. Μπορεί να συνυπάρχει με τη λογική και την αφηρημένη σκέψη, άλλοτε σε αρμονία και άλλοτε σε σύγκρουση. Αν και δεν έχει μελετηθεί ακόμη επαρκώς επιστημονικά, είναι ίσως η σημαντικότερη μορφή σκέψης για τη ζωή, το χαρακτήρα, τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά όλων μας!


1 Το Λεξικό του Σκεπτικιστή http://www.skepdic.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια: