Ιωάννης Π. Ζώης
Το
παρόν άρθρο αποτελεί μια σύνοψη του πολύ ενδιαφέροντος πρόσφατου
βιβλίου του Τζάστιν Μπάρετ: «Γεννημένοι Πιστοί: Η επιστήμη της
θρησκευτικής πίστης του παιδιού»: Justin L. Barrett: “Born Believers: The science of children’s religious belief”,
Free Press, 2012). O Τζάστιν Μπάρετ είναι διευθυντής του κέντρου Thrive
Centre for Human Development και καθηγητής Φυσιολογίας στο Fuller
Graduate School of Psychology. Έχει εργασθεί ως ερευνητής στο Centre for
Anthropology and Mind και στο Institute for Cognitive and Evolutionary
Anthropology στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και σε ανάλογα ερευνητικά
κέντρα στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν (Ann Arbor), στο πανεπιστήμιο
Cornell κλπ.
Είναι γνωστό
ότι ο διάσημος συνθέτης κλασικής μουσικής Μότζαρτ έπαιζε πιάνο και
άρχισε να συνθέτει μουσική από την ηλικία των 5 ετών: Ήταν γεννημένος
μουσικός, είχε έμφυτο μουσικό ταλέντο και με ελάχιστη προσπάθεια
μεγαλουργούσε στη μουσική.
Ελάχιστοι
άνθρωποι γεννιούνται βέβαια τόσο προικισμένοι από την φύση. Στις
περισσότερες περιπτώσεις, η μουσική θα πρέπει να εισχωρήσει μέσα μας με
την διδασκαλία, την επανάληψη και την εξάσκηση, όλες χρονοβόρες και
επίπονες διαδικασίες που απαιτούν προσπάθεια και δεν γίνονται «φυσικά».
Σε άλλα πεδία, όπως η γλώσσα ή το περπάτημα, (σχεδόν) όλοι μας
γεννιόμαστε «ομιλητές» και «βαδιστές» (εκτός διαφόρων «ατυχημάτων»). Τι
συμβαίνει όμως με την θρησκεία; Μοιάζει περισσότερο με την μουσική ή με
την γλώσσα;
Η απάντηση
που προκύπτει από τα μέχρι στιγμής επιστημονικά δεδομένα της εξελικτικής
φυσιολογίας, της γνωστικής ανθρωπολογίας και περισσότερο από την
γνωστική επιστήμη της θρησκείας φαίνεται πως η θρησκεία είναι στον
άνθρωπο σχεδόν τόσο φυσική όσο και η γλώσσα. Η συντριπτική πλειοψηφία
των ανθρώπων είναι «γεννημένοι πιστοί», με φυσική ροπή στην αποδοχή
θρησκευτικών ισχυρισμών και ερμηνειών. Αυτή η γοητεία της θρησκείας
αποτελεί εξελικτικό παράγωγο του συνήθους γνωστικού εξοπλισμού και αν
και φυσικά δεν μπορεί να πει κάτι για την ορθότητα των θρησκευτικών
πεποιθήσεων, εν τούτοις βοηθά να δούμε την θρησκεία κάτω από ένα νέο
πρίσμα.
Από την αρχή της
ζωής τους τα βρέφη ξεκινούν την προσπάθεια κατανόησης του κόσμου γύρω
τους. Από την γέννησή του ο άνθρωπος επιδεικνύει διάφορες καθορισμένες
προτιμήσεις στο τι του κεντρίζει την προσοχή και στο τι κλίνει να
σκέφτεται. Ένα κομβικό στοιχείο στην διαδικασία αυτή είναι η αναγνώριση
της διαφοράς μεταξύ συνηθισμένων φυσικών αντικειμένων και «υποκειμένων»
(agents)-δηλαδή αντικειμένων που επιδρούν στο περιβάλλον τους. Τα βρέφη
κατανοούν πως για παράδειγμα τα βιβλία και οι μπάλες θα πρέπει να τα
πιάσει κάποιος για να μετακινηθούν ενώ υποκείμενα όπως τα ζώα και οι
άνθρωποι κινούνται από μόνα τους.
Εξ
αιτίας της ανεπτυγμένης κοινωνικότητάς μας, δίδουμε ιδιαίτερα μεγάλη
προσοχή στα υποκείμενα. Υπάρχει ισχυρή έλξη για ερμηνείες με την βοήθεια
δράσης κάποιου υποκειμένου, ιδιαίτερα σε γεγονότα που δεν ερμηνεύονται
άμεσα με συνήθεις αιτιοκρατικούς όρους. Για παράδειγμα ο Φίλιπ Ρόχατ και
οι συνεργάτες του στο Πανεπιστήμιο Ιμορυ στην Ατλάντα της Γεωργίας των
ΗΠΑ διεξήγαγαν σειρά πειραμάτων που αποδεικνύουν πως από το πρώτο έτος
της ζωής τους τα παιδιά μπορούν να διακρίνουν την κίνηση αντικειμένων
από την κίνηση υποκειμένων ακόμη και εάν τα αντικείμενα και τα
υποκείμενα ήταν χρωματιστοί δίσκοι σε γραφικά σε οθόνη υπολογιστή. Από
τους 9 μήνες τα βρέφη έδειχναν ότι μπορούν να καταλάβουν όχι μόνο την
αιτιοκρατική σχέση μεταξύ δυο δίσκων που φαίνονταν να κυνηγούν ο ένας
τον άλλο αλλά μπορούσαν επίσης να διακρίνουν ποιος κυνηγά ποιον. Τα
βρέφη αρχικά παρακολουθούσαν είτε έναν κόκκινο δίσκο να κυνηγά έναν μπλε
ή αντίστροφα μέχρι να συνηθίσουν, δηλαδή με άλλα λόγια μέχρι να
βαρεθούν. Μετά ο πειραματιστής αντέστρεφε το κυνηγητό. Τα βρέφη
συνειδητοποιούσαν την διαφορά και άρχιζαν και πάλι να παρακολουθούν ξανά
(βλέπε Perception, vol 33, page 355).
Τα
βρέφη επίσης δείχνουν ευαισθησία σε δύο άλλα σημαντικά χαρακτηριστικά
των υποκειμένων που επιτρέπουν να κατανοήσουν τον κόσμο αλλά επίσης τα
κάνουν να αποδεχθούν «θεούς»: Πρώτον τα υποκείμενα δρουν για να
επιτύχουν στόχους και δεύτερο δεν χρειάζεται τα υποκείμενα να είναι
εμφανή (οπτικά). Για να μπορούμε να λειτουργούμε σε κοινωνικές ομάδες,
να αποφεύγουμε τα αρπακτικά και να πιάνουμε την λεία, θα πρέπει να
είμαστε ικανοί να σκεφτούμε υποκείμενα που δεν μπορούμε να δούμε. Η
ευκολία με την οποία εμείς οι άνθρωποι επιστρατεύουμε την αιτιοκρατία
που βασίζεται σε υποκείμενα δεν σταματά στην παιδική ηλικία. Σε ένα
πείραμα που έκανε ο συγγραφέας του εν λόγω βιβλίου Τζάστιν Μπάρετ με την
Αμάντα Τζόνσον στο Κολέγιο Γκάλβιν του Μίσιγκαν ρώτησαν φοιτητές να
διηγηθούν τις δραστηριότητές τους ενώ τοποθετούσαν μπάλες στις τρύπες
ενός πίνακα. Περιοδικά ένας ηλεκτρομαγνήτης ανάγκαζε τις μπάλες να
κυνηγιούνται κόντρα στην φυσική τους κίνηση που θα ανέμενε κανείς.
Σχεδόν τα 2/3 των φοιτητών ενστικτωδώς αναφέρονταν στις μπάλες σαν να
ήταν υποκείμενα κάνοντας σχόλια της μορφής «Αυτή δεν θέλει να μπει!» ή
«Δες, αυτές φιλήθηκαν μεταξύ τους!» ή «Αυτές δεν θέλουν να
συνεργασθούν!» (βλέπε Journal of Cognition and Culture, vol 3 p.208).
Αυτή η καταγεγραμμένη και αδιαμφισβήτητη φυσική τάση των ανθρώπων να
ψάχνουν για υποκείμενα στον κόσμο γύρω τους αποτελούν αναπόσπαστο
κομμάτι των βάσεων της πίστης σε “θεούς”. Αν συνδυαστούν με μερικές
ακόμη γνωστικές τάσεις όπως η αναζήτηση νοήματος, κάνουν τα παιδιά
δεκτικά στην θρησκεία.
Έρευνες
της Ντέμπορα Κέλεμεν από το Πανεπιστήμιο της Βοστώνης αποδεικνύουν ότι
από την παιδική ηλικία μας γοητεύουν τελεολογικές ερμηνείες φυσικών
αντικειμένων από τους πιθήκους και τους ανθρώπους μέχρι τα δέντρα και τα
παγόβουνα. Η συντριπτική πλειοψηφία παιδιών 4 και 5 ετών που ρωτήθηκαν
πιστεύει πως είναι πιο λογικό ότι μια τίγρη «δημιουργήθηκε για να τρώει,
να περπατάει και να εκτίθεται σε ζωολογικό κήπο» από το ότι «αν και
τρώει, περπατάει, εκτίθεται σε ζωολογικό κήπο, δεν δημιουργήθηκε για
αυτό» (βλέπε περιοδικό Journal of Cognition and Development vol 6, p3).
Παρομοίως,
αν εξετάσουμε υποθέσεις σχετικά με την προέλευση των φυσικών
αντικειμένων, τα παιδιά είναι πολύ πιο δεκτικά σε ερμηνείες που
εμπεριέχουν σχεδιασμό και σκοπό. Φαίνεται πολύ πιο λογικό στα παιδιά ότι
τα ζώα και τα φυτά δημιουργήθηκαν για κάποιο σκοπό από το να
δημιουργήθηκαν χωρίς λόγο. Έρευνες της Μάργκαρετ Έβανς από το
Πανεπιστήμιο Ann Arbor του Μίσιγκαν απέδειξαν πως τα παιδιά κάτω των 10
ετών στην συντριπτική πλειοψηφία προτιμούν να αποδεχθούν τις ερμηνείες
δημιουργίας των ζωντανών πραγμάτων από κάποιο δημιουργό παρά τις
εξελικτικές ερμηνείες, και αυτό συμβαίνει ακόμη και σε παιδιά των
οποίων οι γονείς και οι δάσκαλοί τους υιοθετούν και υποστηρίζουν
εξελικτικές ερμηνείες (βλέπε περιοδικό Cognitive Psychology vol 42,
p.217). Επιπρόσθετες έρευνες της Κέλεμεν δείχνουν πως η αποδοχή
εξελικτικών ερμηνειών δεν είναι «φυσικές» αλλά «επιβάλλονται» από την
διαδικασία της επίσημης εκπαίδευσης (βλέπε περιοδικό Cognition vol 111,
p.138).
Φαίνεται ότι όλοι
μοιραζόμαστε την διαίσθηση πως η προφανής τάξη και σχεδίαση που
παρατηρούμε στον κόσμο γύρω μας απαιτεί την ύπαρξη ενός υποκειμένου που
την σχεδίασε και την έφτιαξε. Ένα πρόσφατο πείραμα του Τζωρτζ Νιούμαν
από το Πανεπιστήμιο του Γέηλ (Yale University) υποστηρίζει αυτή την
άποψη: Σε βρέφη 12 και 13 μηνών έδειξαν δυο γραφικά σε οθόνη υπολογιστή:
Το ένα έδειχνε μια μπάλα να χτυπά ένα σωρό από συγκεντρωμένα
αντικείμενο και να τα κάνει να απομακρύνονται μεταξύ τους (σαν την
μπίλια στο μπιλιάρδο που χτυπά τις συγκεντρωμένες μπίλιες και τις κάνει
να απομακρύνονται) ενώ το δεύτερο γραφικό έδειχνε το αντίστροφο, δηλαδή
η μπάλα να προκαλεί συγκέντρωση απομακρυσμένων αντικειμένων. Ο κάθε
ενήλικας θα θεωρήσει το δεύτερο σενάριο απρόσμενο. Την ίδια έκπληξη
επέδειξαν και τα βρέφη, το δεύτερο γραφικό το παρακολουθούσαν για πολύ
περισσότερο χρόνο. Αυτό υποδηλώνει πως και τα βρέφη 1 έτους βρίσκουν μια
μπάλα να δημιουργεί τάξη πιο εκπληκτικό-ασυνήθιστο, παράξενο, απρόσμενο
από το να δημιουργεί αταξία.
Ακόμη
πιο ενδιαφέρον ήταν ένα δεύτερο πείραμα: Αν κολλούσαν μια εικόνα ενός
ανθρώπινου προσώπου πάνω στην μπάλα που κινείται και χτυπά τον σωρό με
τα συγκεντρωμένα αντικείμενα, τα βρέφη δεν έδειξαν καμία έκπληξη σε
κανένα από τα δύο σενάρια! (βλέπε Proceedings of the National Academy of
Sciences USA, vol 107, p.17140, τα Πρακτικά της Εθνικής Ακαδημίας
Επιστημών των ΗΠΑ).
Η πιο
προφανής ερμηνεία είναι ότι τα βρέφη έχουν την ίδια διαίσθηση με τους
ενήλικες: Άνθρωποι, ζώα, ««θεοί»» ή άλλα υποκείμενα δημιουργούν τάξη ή
αταξία αλλά τα μη-υποκείμενα όπως καταιγίδες, κυλιόμενες μπάλες,
δημιουργούν μόνο αταξία.
Φυσικά
οι ««θεοί»» απλά δεν δημιουργούν ή θέτουν σε τάξη τον φυσικό κόσμο,
έχουν και υπερδυνάμεις: υπερ-γνώση, υπερ-αντίληψη και αθανασία. Οι
ιδιότητες αυτές των «θεών» που ξεπερνούν κατά πολύ τις ανθρώπινες
ικανότητες είναι άραγε δύσκολο για τα παιδιά να τις αποδεχθούν;
Ακριβώς
το αντίθετο φαίνεται να συμβαίνει! Σε μια σειρά μελετών φαίνεται πως τα
παιδιά πιστεύουν πως όλα τα υποκείμενα έχουν υπερφυσικές δυνάμεις μέχρι
να διδαχθούν το αντίθετο.
Για
παράδειγμα σε μια έρευνα στο Μεξικό του Νίκολα Νάιτ του πανεπιστημίου
της Οξφόρδης, σε παιδιά ηλικίας 4-7 της φυλής των Μάγιας έδειξαν ένα
σκεπασμένο ειδικό κουζινικό σκεύος που χρησιμοποιείται για την
τοποθέτηση και συντήρηση τορτίγιας. Τα παιδιά ρωτήθηκαν τι περιέχει το
σκεπασμένο σκεύος και όλα απάντησαν τορτίγιας. Όταν ξεσκεπάστηκε το
σκεύος φάνηκε πως μέσα υπήρχε ένα ρούχο. Στη συνέχεια ο πειραματιστής
σκέπασε ξανά το σκεύος, επανέλαβε το πείραμα και ρώτησε τα παιδιά εάν
διάφορα υποκείμενα γνώριζαν τι υπήρχε μέσα. Τα υποκείμενα ήταν ο
χριστιανικός Θεός, ο θεός ήλιος των Μάγιας, τα πνεύματα του δάσους, ένα
τοπικό ζαβολιάρικο ξωτικό που λέγεται Τσιίτσι και ένας άνθρωπος. Στην
κουλτούρα των Μάγιας, ο χριστιανικός Θεός γνωρίζει τα πάντα, ο θεός
ήλιος γνωρίζει μόνο όσα συμβαίνουν υπό το φως του ήλιου, τα πνεύματα του
δάσους γνωρίζουν μόνο πράγματα σχετικά με το δάσος ενώ το Τσιίτσι
αποτελεί απλά μια ενόχληση. Τα μικρότερα παιδιά 4 ετών απάντησαν ότι όλα
τα υποκείμενα γνώριζαν τι υπήρχε στο σκεύος, τα μεγαλύτερα 7 ετών
απάντησαν πως ο χριστιανικός Θεός γνώριζε τι υπήρχε μέσα αλλά ο άνθρωπος
όχι και υπήρχαν διαβαθμίσεις στην γνώση που αποδιδόταν στο κάθε
υποκειμένου ανάλογα και με την ηλικία (βλέπε Journal of Cognition and
Culture, vol 8, p235). Παρόμοια πειράματα με ανάλογα αποτελέσματα έγιναν
και σε παιδιά από την Αλβανία, το Ισραήλ, την Βρετανία και τις ΗΠΑ.
Κάτι
παρόμοιο συμβαίνει και με την κατανόηση των παιδιών του αναπόφευκτου
του θανάτου. Έρευνες της Έμιλι Μπάρντετ από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης
υποδηλώνουν πως τα παιδιά από προγραμματισμό (“by default” που λένε οι
κομπιουτεράδες) πιστεύουν πως οι άλλοι είναι αθάνατοι. Τα πειράματα με
τα παιδιά δείχνουν πως δεν χρειάζεται να εισαχθούν στην έννοια του Θεού,
κατά κάποιο (μυστήριο) τρόπο ρέπουν προς αυτή την ιδέα. Είναι σημαντικό
εδώ να ξεκαθαρίσουμε πως ναι μεν τα πειράματα δείχνουν φανερά μια
«φυσική ροπή» των παιδιών προς την θρησκεία και την θρησκευτικότητα εν
γένει, αλλά σε καμία περίπτωση δεν υποδεικνύουν ροπή προς κάποιο
συγκεκριμένο δόγμα ή πίστη (πχ Χριστιανισμό, βουδισμό, ιουδαϊσμό,
μουσουλμανισμό κλπ). Κατά κάποιο τρόπο υπάρχει ένα «φυσικό δοχείο
θρησκευτικότητας» στη συνείδηση των παιδιών που μπορεί να γεμίσει (σε
μια πρώτη φάση) με τις «λεπτομέρειες» του πολιτισμικού περιβάλλοντος που
αυτά γεννήθηκαν και μεγαλώνουν.
Εγείρεται
το εξής ερώτημα μετά από τα παραπάνω: Μήπως τελικά η έννοια του Θεού
είναι μια «παιδιάστικη» και άρα αφελής αντίληψη-ιδέα; Κατ’ αρχή να
παρατηρήσουμε πως πολλοί άνθρωποι (ξανα) βρίσκουν το Θεό ως ενήλικες ενώ
στην νεότητά τους Τον είχαν απορρίψει (συμβαίνει βέβαια και το
αντίστροφο). Άλλοι πάλι επανεξέτασαν την «φυσική» παιδική τοποθέτηση της
πίστης τους στο Θεό και συνέχισαν να την αποδέχονται και ως ενήλικες.
Πρόκειται όμως αληθινά για μια παιδιάστικη και αφελή ιδέα; Σίγουρα τα
παιδιά κάνουν λάθη, δεν έχουν γνώσεις και κρίση όπως οι ενήλικες. Από
παιδιά όμως μαθαίνουμε μερικές πολύ βασικές και θεμελιώδεις αλήθειες
όπως πχ ότι «η μάνα μας μας αγαπά». Όσο λοιπόν παιδιάστικη και αφελής
είναι η αλήθεια πως η μάνα μας μας αγαπά, το ίδιο «παιδιάστικο» και
«αφελές» είναι και το ότι ο Θεός Πατέρας μας αγαπά. Άλλωστε όπως έχουν
γράψει και οι ποιητές, η πραγματική πατρίδα είναι η παιδική ηλικία…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου