Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

Ο σεβασμός στούς τιτλούχους από τη μεσαιωνική έως τη σημερινή Αγγλία...

ΠΟΤΕ

ΘΑ ΠΑΨΟΥΜΕ

ΝΑ ΣΚΕΦΤΟΜΑΣΤΕ

ΣΑ ΖΩΑ;

Ένα παληότερο, αλλά πάντα επίκαιρο

κείμενο τού Νίκου Τσιφόρου


...Ως τότε, ο αγγλικός κλήρος ήτανε ασύδοτος. Οι άγγλοι ιερείς και πρωθιερείς δεν ξέρανε τίποτα από πειθαρχία και εγκράτεια. Τα πίνανε, τρέχανε με γυναίκες, κάνανε βρωμιές, παίζανε ζάρι και κανένας δεν τους ενοχλούσε.

Ο νορμανδός βασιλιάς φώναξε τον Λανφράν: «Τι θα γίνει, ρε, μ΄ αυτούς;». Πιάσανε, λοιπόν, και τούς επιβάλανε μια διαγωγή μετρημένη. Τούς απαγορεύσανε τις γυναίκες, το γάμο και αφήσανε όσους ήτανε παντρεμένοι να ΄ναι παντρεμένοι. Τούς βάλανε σε μια πειθαρχία, να μην πίνουνε, να μην παίζουνε, να μη βλαστημάνε, να φέρονται κύριοι. Και το σπουδαιότερο, θεσπίσανε, ότι μόνον από τη Ρώμη διορίζεται κανείς ιερωμένος κι όχι ν΄ αγοράζει το παπαδίστικο αξίωμα, όπως γινότανε μέχρι τότε.

Έγινε κι ένα εκκλησιαστικό συμβούλιο να λογοδοτούνε τούτοι οι ατίθασοι, και επίσης η αγγλική Εκκλησία αναγνωριζότανε από τη νορμανδική, που πάλι αναγνωριζότανε από τη Ρώμη. Δηλαδή δεν εξαρτιότανε πια παρά από τον ίδιο τον νορμανδό βασιλιά... Αμ πώς;

Όλα τούτα σημαίνουνε, ότι ο βασιλιάς πήρε όλες τις εξουσίες στα χέρια του κι έκανε ό,τι τού γουστάριζε. Κι επειδή έκανε ό,τι τού γουστάριζε, έκανε κι αδικίες. Αμα, λοιπόν, κανένας βαρόνος αδικιότανε, επαναστατούσε. Όλη η Αγγλία, λοιπόν, μοιράστηκε σε «φέουδα», σε μεγάλα τσιφλίκια, που τα είχανε οι βαρόνοι. Οι βαρόνοι παίρνανε τα χρήματα κι είχανε υποχρέωση αν γίνει πόλεμος να ενισχύσουνε το βασιλιά με ιππότες και στρατό.
Για να ΄χουνε, όμως, ιππότες, έπρεπε από τα χτήματα που παίρνανε να μοιράσουνε στους βασάλους τους κάμποσα. Να πούμε: Ένας βαρόνος έπαιρνε εκατό τσιφλίκια. Κράταγε τα σαράντα για πάρτη του, να έχει να καλοπερνάει, και τα άλλα εξήντα τα μοίραζε σε τριάντα βασάλους του. Τα χτήματα τα καλλιεργούσανε οι χωριάτες, που δίνανε στο βαρόνο ή στο βασάλο όλον τον καρπό και κρατάγανε μόνον όσον τούς χρειαζότανε για συντήρηση τους... Οι χωριάτες ήτανε ή ελεύθεροι ή σκλάβοι. Αλλά με τον καιρό, επειδή δεν μπορούσανε να πάνε πουθενά μήτε οι ελεύθεροι, καταντήσανε όλοι «δουλοπάροικοι», δηλαδή ήτανε δεμένοι με τη γη που καλλιεργούσανε κι άμα κάποιος αφέντης πούλαγε το κτήμα του, τούς πούλαγε μαζί και τούς χωριάτες του.

Το φόρο τον πληρώνανε όλοι οι ευγενείς, ανάλογα με το εισόδημα τους, στο βασιλιά. Άμα οι ευγενείς είχανε διαφορές μεταξύ τους, τις δίκαζε το Συμβούλιο των Ευγενών. Αμα είχανε οι χωριάτες, τις δίκαζε ο αφέντης τους. Στα τσιφλίκια μέσα χτίζανε πύργους και τον άρχοντα τον λέγανε λορντ, κύριο, τούς λόρδους που λέμε σήμερα. Ο λόρδος είχε και τούς τεχνίτες του. Σιδεράδες, παπουτσήδες, ράφτες, αμαξάδες κ.λπ.. Τούτοι οι τεχνίτες ήτανε παραπάνω από τούς δουλοπάροικους, αλλά κάπως σκλάβοι κι αυτοί με περισσότερα δικαιώματα. Ένας λόρδος μπορούσε:

- Να κάνει ελεύθερο το σκλάβο του.

- Να τον πουλήσει σε άλλον αφέντη.

- Να χαίρεται τις κόρες τού σκλάβου του.

- Να τον βάζει το σκλάβο να δουλεύει όπου θέλει.

- Να τον τιμωρεί όπως θέλει, ακόμα και με θάνατο.

- Να τον κάνει στρατιώτη.

Οι στρατιώτες τού άρχοντα ήτανε ακόμα πιο ελεύθεροι κι αυτοί επιστατούσανε την τάξη στα χτήματά του. Επειδή όμως μετά τον πόλεμο έγινε ειρήνη, στις πόλεις οι έμποροι, δηλαδή οι αστοί -τούς λέγανε μπουρκς-, πηγαίνανε καλά με το εμπόριο και πλουτίζανε. Δημιουργήθηκε, λοιπόν, μια άλλη τάξη ανάμεσα στούς ευγενείς και στο λαό. Οι αστοί. Και κοντά τους ήρθανε οι τεχνίτες, που κι αυτοί κάνανε περιουσίες. Μπήκανε μέσα κι οι εβραίοι, που σαν έξυπνοι έμποροι τα βολέψανε μια χαρά.



Τώρα, λοιπόν, έγινε άλλη δουλειά. Οι ευγενείς σπαταλούσανε τα λεφτά τους και μένανε από λεφτά. Πηγαίνανε να δανειστούνε από τούς εμπόρους. Οι έμποροι δίνανε λεφτά με τόκο και με υποθήκη τη γη. Αμα ο πλούσιος δεν πλήρωνε, τού παίρνανε τη γη κι έτσι βρεθήκανε οι έμποροι με γη. Κι επειδή τον τόκο τον παίρνανε οι εβραίοι, τούς βάζανε άγριο χέρι και τούς καταδιώκανε σαν αντίχριστους... Οι εβραίοι, λοιπόν, τρέχανε στο βασιλιά να ζητήσουνε προστασία: «Αμάν, μάς σφάζουνε». Ο βασιλιάς τούς προστάτευε, αλλά τούς έπαιρνε λεφτά για τούτη δω την εξυπηρέτηση... Και πλούτιζε ο βασιλιάς και κάθε φορά που χρειαζότανε λεφτά να κάνει πόλεμο ή να αντιμετωπίσει καμμιάν επανάσταση ευγενούς, τα πληρώνανε οι εβραίοι.


Δηλαδή, τη χειρότερη μοίρα την είχανε οι παραγωγοί, οι χωριάτες. Αυτοί πληρώνανε, αυτοί δουλεύανε σαν ζώα. αυτοί δεν τρώγανε, αυτοί ήτανε σκλάβοι, αυτούς αδικούσανε. Επειδή, όμως, και πριν από τον Γουλιέλμο τα ίδια τραβάγανε, δεν τούς έκανε και μεγάλη εντύπωση... Και εκτός από τούς ευγενείς, ό,τι περίσσευε το έτρωγε ο κλήρος και το παπαδαριό για να σώσει την... ψυχή τους.

Οι άνθρωποι, αμόρφωτοι και πρωτόγονοι, πιστεύανε τυφλά ό,τι τούς λέγανε και δίνανε, γιατί τυραννισμένοι στη Γη, περιμένανε μια καλύτερη τύχη στον Παράδεισο...

Για τον ίδιο λόγο, επειδή δηλαδή έτσι είχανε μάθει, σεβόντουσαν και το αφεντικό τους. Πάππου προς πάππου έτσι ήτανε. Και σήμερα ακόμα στην Αγγλία υπάρχει αυτός ο σεβασμός των ανθρώπων στούς τιτλούχους, γιατί εκεί διατηρείται κάποια παράδοση... Κι επειδή είχανε και ειρήνη και ησυχία, παραδεχτήκανε, ότι έτσι έπρεπε να γίνεται και να ζούνε και δε ζητάγανε το καλύτερο... Ακριβώς όπως τα ζώα, που έχουμε στην αυλή μας...

Πότε θα πάψουμε άραγε να σκεφτόμαστε σα ζώα; Εδώ είναι η απορία, που έλεγε κι ο δανέζος πρίγκιπας ο Άμλετ...

Νίκος Τσιφόρος (*)

Δεν υπάρχουν σχόλια: