του Γιάννη Βελίκη
Από τις αρχές του 20ου αιώνα, η ψυχοθεραπεία, αρχικά με τη μορφή της ψυχανάλυσης και αργότερα με ένα πλήθος θεραπευτικών μεθόδων, επιδιώκει να βοηθήσει τους πελάτες – χρήστες της να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα τις ψυχολογικές διαταραχές που βιώνουν και τα συνεπαγόμενα συμπτώματα τους. Ωστόσο αμφισβητείται τόσο η αποτελεσματικότητα των μεθόδων της, όσο και το αν στην πραγματικότητα στοχεύει στην ψυχική υγεία των χρηστών της ή στην προσαρμογή τους σε μία «άρρωστη» κοινωνία που είναι στην ουσία υπεύθυνη για τη «δημιουργία» των συγκεκριμένων προβλημάτων.
Η αποτελεσματικότητα των ποικίλων μορφών ψυχοθεραπείας σύμφωνα με μετά – αναλύσεις δεν ξεπερνά το 16% των περιπτώσεων. Τα υπόλοιπα περιστατικά είτε δεν βελτιώνονται είτε εγκαταλείπουν τη θεραπεία. Γι αυτό το λόγο, άλλωστε, τα διάφορα διεθνή ινστιτούτα ψυχοθεραπειών (π.χ. Διεθνής Ψυχαναλυτική Εταιρεία, Διεθνής Εταιρεία Ομαδικής Θεραπείας κ.λπ.) προσβλέπουν στα έσοδα από την εκπαίδευση νέων μελών περισσότερο από αυτά των υποτιθέμενων θεραπειών. Η απογοητευτική αυτή αποτελεσματικότητα (16%) έχει δώσει επιπλέον επιχείρημα στις φαρμακευτικές εταιρίες για να κατασκευάζουν νέα φάρμακα και να συνεχίσουν απρόσκοπτα να απομυζούν τους κρατικούς προϋπολογισμούς υγείας και τα εισοδήματα των δύστυχων ασθενών με ψυχολογικές διαταραχές, που ενίοτε λειτουργούν και ως πειραματόζωα.
Ο βασικός λόγος για την αναποτελεσματικότητα της ψυχοθεραπείας είναι απλός: για να θεραπεύσεις ένα παιδί με ψυχικές διαταραχές πρέπει να «θεραπεύσεις» την οικογένεια του. Η θέση αυτή είναι γνωστή και δεδομένη σε όλους τους ψυχολόγους και ψυχοθεραπευτές όλου του κόσμου. Συχνά και μόνο με παρεμβάσεις στην οικογένεια, το παιδί επανέρχεται στη φυσιολογική συμπεριφορά. Στις περισσότερες, ωστόσο, περιπτώσεις, για να θεραπεύσεις τη συνολική συμπεριφορά των μελών μιας οικογένειας, δεδομένου ότι η οικογένεια αυτή είναι μέλος μιας κοινότητας, θα χρειαστεί να παρέμβεις σε κοινοτικό επίπεδο (εξάλειψη στίγματος, αλλαγή στερεοτύπων, νοοτροπιών, μύθων). Ακόμη όμως και μετά από αυτήν την παρέμβαση, θα απαιτηθεί να υπάρξουν παρεμβάσεις σε οικονομικά και πολιτισμικά θέματα σε περιφερειακό επίπεδο (χρηματοδοτήσεις, θρησκευτικοί κανόνες κ.α.), και ακόμη οι παρεμβάσεις μπορεί να χρειαστεί να γίνουν ακόμη και σε εθνικό επίπεδο (σύνταγμα, νομοθεσία) ή το διεθνές περιβάλλον. Για παράδειγμα, σε μία φτωχή Αφρικανική χώρα όπου πολυεθνικές εταιρίες καρπώνονται όλο τον πλούτο της, με συνέπεια να μην διατίθενται πόροι για υγεία, εκπαίδευση και κοινωνική πολιτική, είναι εξαιρετικά δύσκολο με ψυχοθεραπεία να προσπαθείς να θεραπεύσεις την κατάθλιψη ενός έφηβου κακοποιού. Και παρά τις μεμονωμένες επιτυχίες που μπορεί να έχεις, η πλειοψηφία των περιστατικών με παρόμοιες διαταραχές είναι βέβαιο ότι θα επιδεινωθεί. Επομένως, η ψυχική υγεία, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι θέμα που εξαρτάται στις περισσότερες περιπτώσεις από το ευρύτερο περιβάλλον: πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό.
Λόγω των συγκεκριμένων δεδομένων, που δύσκολα μπορούν να αμφισβητηθούν για την ορθότητα τους, η ανάπτυξη της σύγχρονης επιστήμης της ψυχολογίας, καθώς και των ποικίλων μορφών της ψυχοθεραπείας, οδηγούνται σε λάθος κατευθύνσεις και επιτελούν σκοπούς άλλους από αυτούς που θα έπρεπε κανονικά να υπηρετούν. Πιο συγκεκριμένα:
1. Η ψυχοθεραπεία, στις περισσότερες μορφές της (εκτός ίσως από την αφηγηματική – narrative θεραπεία), στοχεύει σε προσωπικές ή το πολύ οικογενειακές αλλαγές των πελατών – χρηστών της, χωρίς ποτέ να αμφισβητεί το πολιτικό, οικονομικό ή πολιτισμικό περιβάλλον στο οποίο ζουν. Για κάθε πρόβλημα που της παρουσιάζεται (π.χ. κατάθλιψη) αναζητά τις αιτίες και επιζητεί να επιφέρει αλλαγές μόνο στην προσωπική ζωή και ιστορία των πελατών της. Στις περισσότερες όμως των περιπτώσεων, τα ψυχολογικά προβλήματα των χρηστών της ψυχοθεραπείας οφείλονται στο γενικότερο πλαίσιο στο οποίο ζουν. Έτσι, για παράδειγμα, μία ορθόδοξη χριστιανή μπορεί να βιώσει καταθλιπτικά συμπτώματα σε περίπτωση που ερωτευτεί μουσουλμάνο, αν η οικογένεια της δεν της επιτρέπει να τον παντρευτεί. Ή ένας «αδύναμος χαρακτήρας» μπορεί να απελπιστεί, όταν στην σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία δεν έχει τα χρήματα να αγοράσει ότι διαφημίζεται. Ή ένας 50χρονος πατέρας μικρών παιδιών μπορεί να βιώσει έντονη κατάθλιψη αν χάσει τη δουλειά του και μείνει για καιρό άνεργος. Σε τέτοιου είδους περιπτώσεις η ψυχοθεραπεία μπορεί να προσφέρει ελάχιστα, και με δεδομένο το μεγάλο της κόστος (από 50 – 150 ευρώ η 50λεπτη συνάντηση) γίνεται απρόσιτη υπηρεσία για τους περισσότερους. Σε κάθε, δε, περίπτωση, δεν υπάρχει ψυχοθεραπευτική μέθοδος που να αμφισβητήσει τη σύγχρονη κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα (κυριαρχία της διαφήμισης, δημιουργία πλαστών αναγκών, περιορισμός των πόρων για κοινωνική πολιτική κ.α.), την πολιτική ή τη δικαστική εξουσία (παρά τα συνεχή τεκμήρια διαφθοράς, χρηματισμού κ.λπ.), την πολιτισμική εξουσία (κατευθυνόμενη από τις επιχειρήσεις επιστημονική έρευνα, απαρχαιωμένοι θρησκευτικοί κανόνες κ.α.). Αντίθετα, η εφαρμογή της ψυχοθεραπείας σε συνταγές ευτυχίας και επιτυχίας τύπου «γίνε ο καλύτερος πωλητής», «κατέκτησε τον άνδρα των ονείρων σου σε 30 ημέρες», καθώς και η διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού προκειμένου αυτό να συνεχίσει να εργάζεται αδιαμαρτύρητα στις πολυεθνικές επιχειρήσεις, έχουν αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό.
2. Η ανάπτυξη της σύγχρονης ψυχολογίας είναι προβληματική, για τον πολύ απλό λόγο ότι και πάλι δεν αμφισβητεί το γενικότερο κοινωνικοοικονομικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Τόσο οι διπλωματικές εργασίες, όσο και οι έρευνες μεταπτυχιακών σπουδαστών, υποψήφιων διδακτόρων ή εκλεγμένων καθηγητών εκπονούνται, όχι με κριτήριο την πρωτοτυπία ή την καινοτόμα σκέψη τους (ως θα όφειλαν), αλλά με στόχο να δημοσιευτούν σε κάποιο από τα, υψηλά σε κατάταξη, επιστημονικά περιοδικά. Αυτή η δημοσίευση θα τους χρησιμεύσει για την επαγγελματική τους βιωσιμότητα και ανέλιξη. Ωστόσο, τα επίσημα περιοδικά, έχουν συχνά κατηγορηθεί ότι δημοσιεύουν πολύ επιλεκτικά μόνο έρευνες «γνωστών» επιστημόνων, που συνήθως χρηματοδοτούνται από μεγάλες πολυεθνικές ή φαρμακευτικές εταιρίες. Επίσης, έχουν κατηγορηθεί ότι αποκλείουν τη δημοσίευση οποιασδήποτε έρευνας θα μπορούσε να θίξει τα συμφέροντα του κατεστημένου επιστημονικού και εμπορικού κόσμου. Για παράδειγμα, αν ανακαλυπτόταν μία πάμφθηνη θεραπεία του καρκίνου που δεν θα μπορούσε να πατενταριστεί, αμφισβητείται το αν τα μεγάλα περιοδικά θα τη δημοσίευαν. Έτσι, αντί της πρωτότυπης ή ακόμη και της αντισυμβατικής έρευνας, οι συντάκτες των περιοδικών μένουν σε λεπτομέρειες όπως το αν οι δημοσιεύσεις ξεπερνούν τις 5000 λέξεις, αν η βιβλιογραφία γράφεται με τον αυστηρά ενδεδειγμένο τρόπο κ.α. Και, για παράδειγμα, στο χώρο της ψυχολογίας δημοσιεύονται μόνο «ανώδυνες» έρευνες σε σχέση με τα πρώτα χρόνια της ανάπτυξης των παιδιών, το αν η ευτυχία είναι μεταδοτική, ή το πώς λειτουργούν τα κοινωνικά δίκτυα. Οτιδήποτε αφορά σε μη ενδεδειγμένους τομείς έρευνας εκπονείται συνήθως εκτός Πανεπιστημίων.
3. Κεντρικός στόχος για τις περισσότερες μορφές ψυχοθεραπείας είναι η επίτευξη της αυτο – εκτίμησης των πελατών – χρηστών της. Για την καλλιέργεια και την επίτευξη αυτού του στόχου χρησιμοποιεί τεχνικές υποβολής και αυθυποβολής που επιχειρούν να εδραιώσουν την αντίληψη στο άτομο ότι είναι μοναδικό, υπέροχο, καταπληκτικό, ότι έχει απεριόριστες δυνατότητες και ικανότητες, και ότι μπορεί να μεταχειριστεί οποιοδήποτε μέσο ή άνθρωπο, ή κοινωνικό δίκτυο για να αυτό – πραγματωθεί. Σύμφωνα με το P. C. Vitz, συγγραφέα του βιβλίου «Η Ψυχολογία ως Θρησκεία», «…ποτέ άλλοτε τόσοι άνθρωποι δεν ήταν σε εγρήγορση για το άτομο τους, τόσο πεπεισμένοι πως ο εαυτός είναι κάτι που πρέπει να εκφραστεί… ο εαυτός έχει καταντήσει αντικείμενο του εαυτού του». Είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι η επίτευξη ενός βαθμού αυτο – εκτίμησης είναι απαραίτητη και χρήσιμη. Από το σημείο εκείνο, ωστόσο, και έπειτα, θα πρέπει να δοθεί ίδιας σπουδαιότητας βάρος στην ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων, στη συμπόνια για τον διπλανό, στη βοήθεια στον συνάνθρωπο κ.λπ., θέματα που ακόμη πραγματεύεται και προβάλλει, αντί της ψυχοθεραπείας, η θρησκεία.
4. Τέλος, ένα σημαντικό δεδομένο που θέτει σε αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα της ψυχοθεραπείας, είναι το γεγονός ότι ασκείται από επαγγελματίες που αναζητούν πελάτες. Ως συνέπεια αυτού, οι ψυχοθεραπευτές έχουν συμφέρον να «χαϊδεύουν» τα αυτιά των πελατών τους, να τους κρατούν όσο μπορούν περισσότερο σε «θεραπευτικές» συνεδρίες είτε χρειάζεται είτε όχι, να κακολογούν συναδέλφους τους, να «φουσκώνουν» τα συμπτώματα των πελατών τους, και να τους απαλλάσσουν από ενοχές για τα δικά τους λάθη φορτώνοντας τα σε γονείς, δασκάλους ή την κοινωνία. Καλώς ή κακώς, η καριέρα ενός ψυχοθεραπευτή εξαρτάται από τη μεγάλη και συχνή πελατεία του, και αυτό αποτελεί μεγάλη πρόκληση για την υιοθέτηση μιας ανήθικης ή μη δεοντολογικής του επαγγελματικής συμπεριφοράς.
Η μεγάλη αλήθεια είναι ότι μόνο ο πελάτης – χρήστης που έχει αποφασίσει ότι θέλει να αλλάξει (νοητικά, συναισθηματικά, συμπεριφορικά) μπορεί και να αλλάξει μέσω της ψυχοθεραπείας. Μήπως λοιπόν το 16% των επιτυχημένων ψυχοθεραπειών αντιστοιχούν στο ποσοστό αυτών των ανθρώπων, που ακόμη και χωρίς την επαγγελματική βοήθεια των ψυχοθεραπευτών θα άλλαζαν; Και μήπως, τόσο η ψυχοθεραπεία, όσο και η ψυχολογία, χρειάζονται ανθρώπους με γνώση και ήθος για να κάνουν σωστά τη δουλειά τους, αλλιώς απλώς εξυπηρετούν το σύστημα της αγοράς και των ανταγωνιστικών κοινωνικοοικονομικών σχέσεων;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου