Ιστορική επιμέλεια:
Γ. Η. ΟΡΦΑΝΟΣ*
Πηγή: www.haniotika-nea.gr
Πολλοί αποδίδουν τα δεινά της σύγχρονης κοινωνικοπολιτικής ζωής στην Ελλάδα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και στη 'νόθα' ανάπτυξη πολιτικών θεσμών από τα χρόνια της Επανάστασης του 1821 και δώθε. Είναι, όμως, αυτό η αλήθεια; Οι επαναστατημένοι Έλληνες, όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821, όπως βλέπουμε στις διάφορες περί το νεότερο ελληνισμό ελληνικές και ξενόγλωσσες ιστοριογραφίες (π.χ. Παπαρρηγόπουλος, Κορδάτος, Βουρνάς, Φίνλεϋ κ.ά.), κατάλαβαν από νωρίς πως η συγκρότηση πρώτα, βεβαίως τοπικής, περιφερειακής και κεντρικής αργότερα εξουσίας ήταν επιτακτική ανάγκη για τον Αγώνα τους.
Για τρεις, κυρίως, λόγους: για τη στρατολόγηση δυνάμεων, για τη συντήρησή τους και για τον σχεδιασμό των (σε πολεμικό και σε διπλωματικό στάδιο) επιχειρήσεων.
Πυρήνες πολιτικής εξουσίας προϋπήρχαν. Ήσαν οι κοτζαμπάσηδες ή πρόκριτοι ή προεστοί, οι οποίοι: (i) ήσαν αιρετοί ή όχι, (ii) διαχειρίζονταν την εξουσία, (iii) συντηρούσαν ή είχαν δυνατότητα να συντηρούν ένοπλα τμήματα με αρχηγούς που όριζαν αυτοί.
Πριν από το 1821, βεβαίως, υπήρχαν διάφορες μορφές κοινοτήτων ανά την Ελλάδα: Στη Μάνη, υπήρχε στρατιωτικός φεουδαρχισμός, με τον λαό υποταγμένο στους άρχοντες. Στο Σούλι, συναντούμε το καθεστώς της πατριαρχικής οργάνωσης σε φάρες. Στο Πήλιο, στα Μαντεμοχώρια της Χαλκιδικής, στα Ζαγοροχώρια, συναντούμε οργάνωση, επηρεασμένη από την οικονομική τους ανάπτυξη και τις σχέσεις τους με τον έξω κόσμο (Βαλκάνια, Ευρώπη κ.ά.), η οποία θυμίζει... ομόρρυθμη εταιρεία. Οι εμποροναυτικές κοινότητες των μικρομέγαλων νησιών στο Σαρωνικό και στο Αιγαίο έχουν επικεφαλής ντόπιους άρχοντες και λογοδοτούν απευθείας στους Τούρκους, που διορίζουν διοικητές, για να καταστείλουν τις αντιθέσεις λαού – προεστών.
Στην πορεία, όμως, του εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα ζήτησαν μερίδιο στη νομή της εξουσίας κι οι εμπειροπόλεμοι κλεφτοκαπεταναίοι, που είλκυαν τη δύναμή τους από τις πολεμικές του επιτυχίες κατά των Τούρκων. Καθώς οι πρόκριτοι καταλαβαίνουν πως η καρέκλα τους τρίζει και ότι το επίμαχο θέμα της διάθεσης των φόρων πιθανόν να απέβαινε εις βάρος τους, οι νέοι, οι πολεμικοί, ηγέτες δεν ανέχονταν να παραγκωνιστούν, αφού ήταν στον νου τους αυτονόητο ότι στα στρατιωτικά, τουλάχιστον, θέματα δεν ήταν δυνατόν να είναι μόνιμα εξαρτημένοι από τους προκρίτους και γι’ αυτό πίστευαν πως αυτοί (οι στρατιωτικοί) έπρεπε να διευθύνουν τις επιχειρήσεις.
Όταν διώχτηκαν οι Τούρκοι, το κενό εξουσίας προσπάθησαν να καλύψουν οι προεπαναστατικοί πρόκριτοι – κοτζαμπάσηδες, που αντλούσαν τη δύναμή τους από την πείρα, τα χρήματα και την πολιτική μεθοδολογία που διέθεταν και οι αναφυόμενοι πολεμικοί ηγέτες, που βασίζονταν στην αίγλη. Την πρωτοκαθεδρία, βεβαίως, στη μετεπαναστατική πολιτική σκηνή της Ελλάδος διεκδίκησαν και όσοι Φαναριώτες κατέβηκαν στην Επανάσταση και έχασαν τίτλους, αξιώματα και δύναμη που, όλα, είχαν την αρχική τους προέλευση στην οθωμανική διοίκηση. Όμως ο πλούτος που έφεραν μαζί τους στην Ελλάδα και η πνευματική τους καλλιέργεια τους έδωσαν θέση υπεροχής στο νέο ελληνικό κράτος όσο και αν στάθηκαν ανταγωνιστικές και δύσπιστες απέναντί τους άλλες ηγετικές ή και λαϊκές ομάδες.
Στο σημείο αυτό, όμως, κρίνεται σκόπιμο να γίνει μια μικρή παρέκβαση, για να εξηγήσουμε ποιοι ήσαν οι Φαναριώτες, που διεκδίκησαν τα πρωτεία με το πέρας του εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα. Οι Φαναριώτες είχαν πάρει την επονομασία τους εκ της περιοχής του Φαναρίου ή διπλοφάναρου του Κερατίου κόλπου, την οποία είχε ως έδρα το Οικουμενικό Πατριαρχείο από το 1601, ύστερα από τις πολλές μετακινήσεις του σε διαφόρους ιστορικούς ναούς της Κωνσταντινουπόλεως. Βαθμηδόν, το Φανάρι μεταβλήθηκε σε κέντρο των ομογενών εμπόρων και των μορφωμένων κληρικών, οι οποίοι αποτέλεσαν μια διοικητική «αριστοκρατία», αποτελούµενη από λαϊκούς αξιωματούχους, μορφωμένους, γλωσσομαθείς και ορθοδόξους. Η οικονομική, φιλεκπαιδευτική, κοινωνική, εκκλησιαστική και πολιτική δράση των Φαναριωτών καθιέρωσε την ονομαζόμενη «Φαναριώτικη περίοδο», η οποία άρχισε κατά το ξεκίνημα του 17ου αιώνα και τέλειωσε αμέσως μετά την επανάσταση του 1821.
Οι Φαναριώτες άρχισαν να διαπρέπουν στο εμπόριο και έγιναν οι αυτοκρατορικοί συλλέκτες των φόρων. Ανέλαβαν το μονοπώλιο του άλατος, την εκτέλεση οικοδομικών έργων και το εμπόριο του σίτου στη Μαύρη Θάλασσα, ενώ εξασκούσανε και το επάγγελμα του δικηγόρου στα οθωμανικά δικαστήρια.
Σπουδασμένοι στην Εσπερία οι Φαναριώτες, συν τω χρόνω, έγιναν απαραίτητοι στους Οθωμανούς, κυρίως ως διπλωμάτες στις σχέσεις με τους Δυτικούς. Έτσι, πέρα από το ρυθμιστικό ρόλο τους στην εκλογή του πατριάρχη, μονοπώλησαν και το αξίωμα του Μεγάλου Διερμηνέως της Πόλης, ισοδύναμο με αυτό του υπουργού των Εξωτερικών καθώς και το αξίωμα του Διερμηνέως του Στόλου, ενώ, από τις αρχές του 18ου αιώνα, διορίζονταν σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα, βοεβόδες ή και οσποδάροι στις δύο παραδουνάβιες ηγεμονίες (Μολδαβία και Βλαχία).
Οι παραδουνάβιες ηγεμονίες απολάμβαναν αυτονομία εντός των ορίων της επικράτειας της οθωμανικής αυτοκρατορίας και οι ηγεμόνες τους είχαν αρκετά προνόμια. Αυτοί οι ηγεμόνες καθίσταντο στο αξίωμά τους με ειδική εκκλησιαστική τελετή στέψεως που λάμβανε χώρα στον πατριαρχικό ναό υπό του εκάστοτε πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Οι Φαναριώτες ηγεμόνες ενδιαφέρθηκαν για την παιδεία, εκδώσανε βιβλία, μετέφρασαν Ευρωπαίους λόγιους και ίδρυσαν τις Ελληνικές Ακαδηµίες στη σημερινή Ρουμανία και ήσαν και μεγάλοι ευεργέτες, αφού ίδρυαν σχολές, βιβλιοθήκες, τυπογραφεία, ορφανοτροφεία, ιατρεία και πτωχοκομεία. Υπήρξαν σθεναροί υποστηρικτές του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των απαράγραπτων δικαίων και προνομίων του στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, αλλά και ενώπιον της Υψηλής Πύλης, όπου υπερασπίζονταν το Πατριαρχείο επιτυχώς λόγω των νευραλγικών αξιωμάτων που κατείχαν.
Εδώ, όμως, πρέπει να γραφεί και ότι όσοι ήλθαν έξω από το Μοριά γενικότερα και συμμετείχαν ως πολεμικοί (: στρατιωτικοί) ηγέτες, ο Παπαφλέσσας π.χ. και ο Δ. Υψηλάντης, στις επιχειρήσεις του Αγώνα θα έλεγε κάποιος, κρίνοντας από τον τρόπο που στράφηκαν κατά των προυχόντων, ότι η συμμετοχή τους στην Επανάσταση δεν είχε σκοπό την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού των ραγιάδων, αλλά την κατάληψη της εξουσίας, που έως τότε, με τη λαϊκή στήριξη και παρά τα «τρωτά» τους, κρατούσαν οι νοικοκυραίοι και οι δεσποτάδες. Έτσι, προσεταιρίστηκαν και τους κλεφτοκαπεταναίους, τους οποίους έστρεψαν κατά των προεστών σπέρνοντας «ζιζάνια» και παραπλανώντας τους, ενώ χαρακτηριστικό παράδειγμα τούτου είναι το ότι ο Θ. Κολοκοτρώνης, αν και είχε διοριστεί γενικός αρχηγός της πολιορκίας της Πάτρας από την 1η εθνοσυνέλευση (1822), φαίνεται πως ξεγελάστηκε και πίστεψε σε ό,τι του έγραφαν ότι η κυβέρνηση και οι πρόκριτοι, από ζηλοφθονία και για να μην τους πάρει τη… δόξα, δεν τον βοηθούν στην πολιορκία.
Τα κατοπινά, βεβαίως, χρόνια και μετά από την απελευθέρωση του Γένους, για να δικαιολογηθούν, κυρίως, οι «αρχομανείς αξιώσεις» των κοτζαμπάσηδων, πολλοί ήσαν εκείνοι που θέλησαν να αποδώσουν «δάφνες» δόξας, πρωτοβουλίας και δράσης στα πεδία των μαχών και της διπλωματίας στον ανώτερο κλήρο και τους προεστούς. Όμως, είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι δεν ήσαν λίγες οι φορές, που, για να εξυπηρετηθούν τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντά τους, οι πρόκριτοι και ο κλήρος τάσσονταν με τους Τούρκους και ακολουθούσαν «προδοτική (:ανθελληνική!)» στάση (ο καλόγερος Γεράσιμος Παπαδόπουλος π.χ. στην Καλαμάτα), ενώ αξιοσημείωτη είναι και η σθεναρή άρνηση, κατά τις παραμονές της Επανάστασης σε γράμματα του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, του Χρ. Περραιβού και του Ανθίμου Γαζή και σε δια ζώσης συνομιλίες με τον Παπαφλέσσα, των Υδραίων προυχόντων (Κουντουριώτηδες κ.ά.) να λάβουν μέρος στον Αγώνα, για να μη χάσουν το βιος και τα προνόμιά τους.
Αντίλογο στα παραπάνω και ότι η Εκκλησία, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, συμπαρατασσόταν, σχεδόν πάντα, στο πλευρό του καταπιεζόμενου ελληνικού λαού σε συνεργασία με τις συντεχνίες βρίσκουμε στον Μιχαήλ Καλινδέρη, που σημειώνει: «[…] Ειρηνικοί παράγοντες αμφότεροι, Εκκλησία και συντεχνίαι, ηγωνίζοντο τον καλόν δρόμον της σωτηρίας και κατά το δυνατόν της βελτιώσεως των συνθηκών της δουλείας […] Είναι αληθές ότι κατά τόπους και καιρούς Μητροπολίται και Επίσκοποι, ως και πρωτομαΐστορες των εσναφίων ενεπλάκησαν εις τας διενέξεις και διαμάχας των Κοινοτήτων, εις τα λεγόμενα γκοτζαμπασλίκια.
Αλλά τοιαύται εκδηλώσεις, εάν δεν προήρχοντο εκ των ανθρωπίνων αδυναμιών και εκ της πολιτικής της τουρκικής διοικήσεως της αποσκοπούσης εις την φθοράν των ενημερουσών ιδίως Κοινοτήτων των υποδούλων, πρέπει κατά τινα τρόπον να οφείλωνται περισσότερον εις τας επιδιώξεις των προεστώτων, «των τσορμπατζήδων» περί των οποίων η ιστορία της Τουρκοκρατίας γενικώτερον έχει εκφρασθή ουχί ευμενώς.
Εν πάση περιπτώσει η Εκκλησία μαρτυρείται ότι σπανιώτατα δεν συνετάγη με τας λαϊκάς μάζας, αφού είχεν εξαντλήσει τας ειρηνευτικάς και κατευναστικάς της προσπαθείας συμφώνως προς την βαθυτέραν υφήν του προορισμού της […]. ».
Επιπλέον, κοντά σ’ αυτά, ο Γ. Μεταλληνός υπογραμμίζει: «[…] Περισσότερες από 70 είναι, κατά τον υπολογισμό μας, οι εξεγέρσεις και τα επαναστατικά κινήματα σ' όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη ανάλογες κινήσεις σε βενετοκρατούμενες περιοχές. Και σ' όλα πρωτοστατούν Κληρικοί κάθε βαθμού και Μοναχοί. Το Ράσο γίνεται ένα είδος επαναστατικού λαβάρου και σημαίας. Βέβαια, τα αποτυχημένα αυτά επαναστατικά κινήματα επιτρέπουν και κάποιες άλλες σημαντικές διαπιστώσεις: α) Το Γένος δεν συμβιβάσθηκε ποτέ με την κατάσταση της δουλείας και δεν έπαυσε να πιστεύει στη δυνατότητα αποκαταστάσεώς του. β) Οι επανειλημμένες αποτυχίες των επαναστατικών αυτών κινημάτων δικαιολογούν, αλλά και ερμηνεύουν συνάμα, τους δισταγμούς των Ηγετών του Γένους το 1821, όταν μάλιστα το φόβο της νέας τραγικής αποτυχίας τον ενίσχυε η καταθλιπτική παρουσία της «Ιεράς Συμμαχίας» (από το 1815). γ) Αποδεικνύεται τελείως αβάσιμο το επιχείρημα, ότι ο Διαφωτισμός και ιδίως η Γαλλική Επανάσταση (1789) γέννησαν το ’21, όταν το Γένος δεν παύει στιγμή να βρίσκεται σε επαναστατικό βρασμό. H Γαλλική Επανάσταση ήταν φυσικό να επιταχύνει τους ρυθμούς και να ενθαρρύνει την αστική τάξη, όχι όμως και να προκαλέσει τον Αγώνα του '21, ο οποίος δεν είναι παρά ένας σταθμός στη μακραίωνη φιλελεύθερη πορεία του Γένους μας […]».
Όμως, κατακριτέοι ήσαν και όσοι οπλαρχηγοί, στη διάρκεια του Αγώνα, επιδίδονταν, με απώτερο σκοπό το προσωπικό όφελος, σε πλιάτσικα, όχι σε βάρος των Τούρκων, αλλά των ελληνικών πληθυσμών…
*Το παρόν άρθρο είναι απόσπασμα
από εκτενέστερη ανέκδοτη μελέτη
για την Επανάσταση του 1821
Γ. Η. ΟΡΦΑΝΟΣ*
Πηγή: www.haniotika-nea.gr
Πολλοί αποδίδουν τα δεινά της σύγχρονης κοινωνικοπολιτικής ζωής στην Ελλάδα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και στη 'νόθα' ανάπτυξη πολιτικών θεσμών από τα χρόνια της Επανάστασης του 1821 και δώθε. Είναι, όμως, αυτό η αλήθεια; Οι επαναστατημένοι Έλληνες, όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821, όπως βλέπουμε στις διάφορες περί το νεότερο ελληνισμό ελληνικές και ξενόγλωσσες ιστοριογραφίες (π.χ. Παπαρρηγόπουλος, Κορδάτος, Βουρνάς, Φίνλεϋ κ.ά.), κατάλαβαν από νωρίς πως η συγκρότηση πρώτα, βεβαίως τοπικής, περιφερειακής και κεντρικής αργότερα εξουσίας ήταν επιτακτική ανάγκη για τον Αγώνα τους.
Για τρεις, κυρίως, λόγους: για τη στρατολόγηση δυνάμεων, για τη συντήρησή τους και για τον σχεδιασμό των (σε πολεμικό και σε διπλωματικό στάδιο) επιχειρήσεων.
Πυρήνες πολιτικής εξουσίας προϋπήρχαν. Ήσαν οι κοτζαμπάσηδες ή πρόκριτοι ή προεστοί, οι οποίοι: (i) ήσαν αιρετοί ή όχι, (ii) διαχειρίζονταν την εξουσία, (iii) συντηρούσαν ή είχαν δυνατότητα να συντηρούν ένοπλα τμήματα με αρχηγούς που όριζαν αυτοί.
Πριν από το 1821, βεβαίως, υπήρχαν διάφορες μορφές κοινοτήτων ανά την Ελλάδα: Στη Μάνη, υπήρχε στρατιωτικός φεουδαρχισμός, με τον λαό υποταγμένο στους άρχοντες. Στο Σούλι, συναντούμε το καθεστώς της πατριαρχικής οργάνωσης σε φάρες. Στο Πήλιο, στα Μαντεμοχώρια της Χαλκιδικής, στα Ζαγοροχώρια, συναντούμε οργάνωση, επηρεασμένη από την οικονομική τους ανάπτυξη και τις σχέσεις τους με τον έξω κόσμο (Βαλκάνια, Ευρώπη κ.ά.), η οποία θυμίζει... ομόρρυθμη εταιρεία. Οι εμποροναυτικές κοινότητες των μικρομέγαλων νησιών στο Σαρωνικό και στο Αιγαίο έχουν επικεφαλής ντόπιους άρχοντες και λογοδοτούν απευθείας στους Τούρκους, που διορίζουν διοικητές, για να καταστείλουν τις αντιθέσεις λαού – προεστών.
Στην πορεία, όμως, του εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα ζήτησαν μερίδιο στη νομή της εξουσίας κι οι εμπειροπόλεμοι κλεφτοκαπεταναίοι, που είλκυαν τη δύναμή τους από τις πολεμικές του επιτυχίες κατά των Τούρκων. Καθώς οι πρόκριτοι καταλαβαίνουν πως η καρέκλα τους τρίζει και ότι το επίμαχο θέμα της διάθεσης των φόρων πιθανόν να απέβαινε εις βάρος τους, οι νέοι, οι πολεμικοί, ηγέτες δεν ανέχονταν να παραγκωνιστούν, αφού ήταν στον νου τους αυτονόητο ότι στα στρατιωτικά, τουλάχιστον, θέματα δεν ήταν δυνατόν να είναι μόνιμα εξαρτημένοι από τους προκρίτους και γι’ αυτό πίστευαν πως αυτοί (οι στρατιωτικοί) έπρεπε να διευθύνουν τις επιχειρήσεις.
Όταν διώχτηκαν οι Τούρκοι, το κενό εξουσίας προσπάθησαν να καλύψουν οι προεπαναστατικοί πρόκριτοι – κοτζαμπάσηδες, που αντλούσαν τη δύναμή τους από την πείρα, τα χρήματα και την πολιτική μεθοδολογία που διέθεταν και οι αναφυόμενοι πολεμικοί ηγέτες, που βασίζονταν στην αίγλη. Την πρωτοκαθεδρία, βεβαίως, στη μετεπαναστατική πολιτική σκηνή της Ελλάδος διεκδίκησαν και όσοι Φαναριώτες κατέβηκαν στην Επανάσταση και έχασαν τίτλους, αξιώματα και δύναμη που, όλα, είχαν την αρχική τους προέλευση στην οθωμανική διοίκηση. Όμως ο πλούτος που έφεραν μαζί τους στην Ελλάδα και η πνευματική τους καλλιέργεια τους έδωσαν θέση υπεροχής στο νέο ελληνικό κράτος όσο και αν στάθηκαν ανταγωνιστικές και δύσπιστες απέναντί τους άλλες ηγετικές ή και λαϊκές ομάδες.
Στο σημείο αυτό, όμως, κρίνεται σκόπιμο να γίνει μια μικρή παρέκβαση, για να εξηγήσουμε ποιοι ήσαν οι Φαναριώτες, που διεκδίκησαν τα πρωτεία με το πέρας του εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα. Οι Φαναριώτες είχαν πάρει την επονομασία τους εκ της περιοχής του Φαναρίου ή διπλοφάναρου του Κερατίου κόλπου, την οποία είχε ως έδρα το Οικουμενικό Πατριαρχείο από το 1601, ύστερα από τις πολλές μετακινήσεις του σε διαφόρους ιστορικούς ναούς της Κωνσταντινουπόλεως. Βαθμηδόν, το Φανάρι μεταβλήθηκε σε κέντρο των ομογενών εμπόρων και των μορφωμένων κληρικών, οι οποίοι αποτέλεσαν μια διοικητική «αριστοκρατία», αποτελούµενη από λαϊκούς αξιωματούχους, μορφωμένους, γλωσσομαθείς και ορθοδόξους. Η οικονομική, φιλεκπαιδευτική, κοινωνική, εκκλησιαστική και πολιτική δράση των Φαναριωτών καθιέρωσε την ονομαζόμενη «Φαναριώτικη περίοδο», η οποία άρχισε κατά το ξεκίνημα του 17ου αιώνα και τέλειωσε αμέσως μετά την επανάσταση του 1821.
Οι Φαναριώτες άρχισαν να διαπρέπουν στο εμπόριο και έγιναν οι αυτοκρατορικοί συλλέκτες των φόρων. Ανέλαβαν το μονοπώλιο του άλατος, την εκτέλεση οικοδομικών έργων και το εμπόριο του σίτου στη Μαύρη Θάλασσα, ενώ εξασκούσανε και το επάγγελμα του δικηγόρου στα οθωμανικά δικαστήρια.
Σπουδασμένοι στην Εσπερία οι Φαναριώτες, συν τω χρόνω, έγιναν απαραίτητοι στους Οθωμανούς, κυρίως ως διπλωμάτες στις σχέσεις με τους Δυτικούς. Έτσι, πέρα από το ρυθμιστικό ρόλο τους στην εκλογή του πατριάρχη, μονοπώλησαν και το αξίωμα του Μεγάλου Διερμηνέως της Πόλης, ισοδύναμο με αυτό του υπουργού των Εξωτερικών καθώς και το αξίωμα του Διερμηνέως του Στόλου, ενώ, από τις αρχές του 18ου αιώνα, διορίζονταν σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα, βοεβόδες ή και οσποδάροι στις δύο παραδουνάβιες ηγεμονίες (Μολδαβία και Βλαχία).
Οι παραδουνάβιες ηγεμονίες απολάμβαναν αυτονομία εντός των ορίων της επικράτειας της οθωμανικής αυτοκρατορίας και οι ηγεμόνες τους είχαν αρκετά προνόμια. Αυτοί οι ηγεμόνες καθίσταντο στο αξίωμά τους με ειδική εκκλησιαστική τελετή στέψεως που λάμβανε χώρα στον πατριαρχικό ναό υπό του εκάστοτε πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Οι Φαναριώτες ηγεμόνες ενδιαφέρθηκαν για την παιδεία, εκδώσανε βιβλία, μετέφρασαν Ευρωπαίους λόγιους και ίδρυσαν τις Ελληνικές Ακαδηµίες στη σημερινή Ρουμανία και ήσαν και μεγάλοι ευεργέτες, αφού ίδρυαν σχολές, βιβλιοθήκες, τυπογραφεία, ορφανοτροφεία, ιατρεία και πτωχοκομεία. Υπήρξαν σθεναροί υποστηρικτές του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των απαράγραπτων δικαίων και προνομίων του στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, αλλά και ενώπιον της Υψηλής Πύλης, όπου υπερασπίζονταν το Πατριαρχείο επιτυχώς λόγω των νευραλγικών αξιωμάτων που κατείχαν.
Εδώ, όμως, πρέπει να γραφεί και ότι όσοι ήλθαν έξω από το Μοριά γενικότερα και συμμετείχαν ως πολεμικοί (: στρατιωτικοί) ηγέτες, ο Παπαφλέσσας π.χ. και ο Δ. Υψηλάντης, στις επιχειρήσεις του Αγώνα θα έλεγε κάποιος, κρίνοντας από τον τρόπο που στράφηκαν κατά των προυχόντων, ότι η συμμετοχή τους στην Επανάσταση δεν είχε σκοπό την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού των ραγιάδων, αλλά την κατάληψη της εξουσίας, που έως τότε, με τη λαϊκή στήριξη και παρά τα «τρωτά» τους, κρατούσαν οι νοικοκυραίοι και οι δεσποτάδες. Έτσι, προσεταιρίστηκαν και τους κλεφτοκαπεταναίους, τους οποίους έστρεψαν κατά των προεστών σπέρνοντας «ζιζάνια» και παραπλανώντας τους, ενώ χαρακτηριστικό παράδειγμα τούτου είναι το ότι ο Θ. Κολοκοτρώνης, αν και είχε διοριστεί γενικός αρχηγός της πολιορκίας της Πάτρας από την 1η εθνοσυνέλευση (1822), φαίνεται πως ξεγελάστηκε και πίστεψε σε ό,τι του έγραφαν ότι η κυβέρνηση και οι πρόκριτοι, από ζηλοφθονία και για να μην τους πάρει τη… δόξα, δεν τον βοηθούν στην πολιορκία.
Τα κατοπινά, βεβαίως, χρόνια και μετά από την απελευθέρωση του Γένους, για να δικαιολογηθούν, κυρίως, οι «αρχομανείς αξιώσεις» των κοτζαμπάσηδων, πολλοί ήσαν εκείνοι που θέλησαν να αποδώσουν «δάφνες» δόξας, πρωτοβουλίας και δράσης στα πεδία των μαχών και της διπλωματίας στον ανώτερο κλήρο και τους προεστούς. Όμως, είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι δεν ήσαν λίγες οι φορές, που, για να εξυπηρετηθούν τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντά τους, οι πρόκριτοι και ο κλήρος τάσσονταν με τους Τούρκους και ακολουθούσαν «προδοτική (:ανθελληνική!)» στάση (ο καλόγερος Γεράσιμος Παπαδόπουλος π.χ. στην Καλαμάτα), ενώ αξιοσημείωτη είναι και η σθεναρή άρνηση, κατά τις παραμονές της Επανάστασης σε γράμματα του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, του Χρ. Περραιβού και του Ανθίμου Γαζή και σε δια ζώσης συνομιλίες με τον Παπαφλέσσα, των Υδραίων προυχόντων (Κουντουριώτηδες κ.ά.) να λάβουν μέρος στον Αγώνα, για να μη χάσουν το βιος και τα προνόμιά τους.
Αντίλογο στα παραπάνω και ότι η Εκκλησία, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, συμπαρατασσόταν, σχεδόν πάντα, στο πλευρό του καταπιεζόμενου ελληνικού λαού σε συνεργασία με τις συντεχνίες βρίσκουμε στον Μιχαήλ Καλινδέρη, που σημειώνει: «[…] Ειρηνικοί παράγοντες αμφότεροι, Εκκλησία και συντεχνίαι, ηγωνίζοντο τον καλόν δρόμον της σωτηρίας και κατά το δυνατόν της βελτιώσεως των συνθηκών της δουλείας […] Είναι αληθές ότι κατά τόπους και καιρούς Μητροπολίται και Επίσκοποι, ως και πρωτομαΐστορες των εσναφίων ενεπλάκησαν εις τας διενέξεις και διαμάχας των Κοινοτήτων, εις τα λεγόμενα γκοτζαμπασλίκια.
Αλλά τοιαύται εκδηλώσεις, εάν δεν προήρχοντο εκ των ανθρωπίνων αδυναμιών και εκ της πολιτικής της τουρκικής διοικήσεως της αποσκοπούσης εις την φθοράν των ενημερουσών ιδίως Κοινοτήτων των υποδούλων, πρέπει κατά τινα τρόπον να οφείλωνται περισσότερον εις τας επιδιώξεις των προεστώτων, «των τσορμπατζήδων» περί των οποίων η ιστορία της Τουρκοκρατίας γενικώτερον έχει εκφρασθή ουχί ευμενώς.
Εν πάση περιπτώσει η Εκκλησία μαρτυρείται ότι σπανιώτατα δεν συνετάγη με τας λαϊκάς μάζας, αφού είχεν εξαντλήσει τας ειρηνευτικάς και κατευναστικάς της προσπαθείας συμφώνως προς την βαθυτέραν υφήν του προορισμού της […]. ».
Επιπλέον, κοντά σ’ αυτά, ο Γ. Μεταλληνός υπογραμμίζει: «[…] Περισσότερες από 70 είναι, κατά τον υπολογισμό μας, οι εξεγέρσεις και τα επαναστατικά κινήματα σ' όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη ανάλογες κινήσεις σε βενετοκρατούμενες περιοχές. Και σ' όλα πρωτοστατούν Κληρικοί κάθε βαθμού και Μοναχοί. Το Ράσο γίνεται ένα είδος επαναστατικού λαβάρου και σημαίας. Βέβαια, τα αποτυχημένα αυτά επαναστατικά κινήματα επιτρέπουν και κάποιες άλλες σημαντικές διαπιστώσεις: α) Το Γένος δεν συμβιβάσθηκε ποτέ με την κατάσταση της δουλείας και δεν έπαυσε να πιστεύει στη δυνατότητα αποκαταστάσεώς του. β) Οι επανειλημμένες αποτυχίες των επαναστατικών αυτών κινημάτων δικαιολογούν, αλλά και ερμηνεύουν συνάμα, τους δισταγμούς των Ηγετών του Γένους το 1821, όταν μάλιστα το φόβο της νέας τραγικής αποτυχίας τον ενίσχυε η καταθλιπτική παρουσία της «Ιεράς Συμμαχίας» (από το 1815). γ) Αποδεικνύεται τελείως αβάσιμο το επιχείρημα, ότι ο Διαφωτισμός και ιδίως η Γαλλική Επανάσταση (1789) γέννησαν το ’21, όταν το Γένος δεν παύει στιγμή να βρίσκεται σε επαναστατικό βρασμό. H Γαλλική Επανάσταση ήταν φυσικό να επιταχύνει τους ρυθμούς και να ενθαρρύνει την αστική τάξη, όχι όμως και να προκαλέσει τον Αγώνα του '21, ο οποίος δεν είναι παρά ένας σταθμός στη μακραίωνη φιλελεύθερη πορεία του Γένους μας […]».
Όμως, κατακριτέοι ήσαν και όσοι οπλαρχηγοί, στη διάρκεια του Αγώνα, επιδίδονταν, με απώτερο σκοπό το προσωπικό όφελος, σε πλιάτσικα, όχι σε βάρος των Τούρκων, αλλά των ελληνικών πληθυσμών…
*Το παρόν άρθρο είναι απόσπασμα
από εκτενέστερη ανέκδοτη μελέτη
για την Επανάσταση του 1821
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου