Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Μύθοι και κοινωνικά ναρκωτικά για γυναίκες

Αναρτήθηκε από: Βελίκης Ιωάννης, Ψυχολόγος PhD, τηλ. 6932683468

του Γιάννη Βελίκη

Η ιστορία της καταπίεσης των γυναικών αρχίζει, πάνω κάτω, ως εξής: από την απαρχή της ανθρώπινης πορείας, γύρω στο 154.000 π.Χ., έως και την Αγροτική Επανάσταση, οι άνθρωποι ήταν νομάδες και τροφοσυλλέκτες· οι δε γυναίκες απολάμβαναν υψηλό κοινωνικό κύρος διότι γεννούσαν και μεγάλωναν τα παιδιά τους. Με την καλλιέργεια της γης (10.000 π.Χ.), ωστόσο, και την μόνιμη εγκατάσταση των πληθυσμών σε συγκεκριμένες εκτάσεις, δημιουργήθηκαν πολύ διαφορετικά δεδομένα: οι γυναίκες άρχισαν να απασχολούνται κυρίως στις αγροτικές εργασίες, ενώ οι άντρες ανέλαβαν το κυνήγι και την προστασία αυτών των πρώιμων κοινοτήτων. Επίσης δημιουργήθηκαν οι πρώτες περιουσίες που απαιτούσαν προστασία (και επομένως μία αρχαϊκή μορφή «αστυνομίας») και νεκροταφεία που απαιτούσαν ιερείς (για να βεβαιώσουν ότι οι νεκροί δεν θα απειλήσουν την κοινότητα). Δεδομένου το ότι η προστασία της κοινότητας επιτελούνταν από τους, μυϊκά πιο δυνατούς, άντρες, τους προσέδωσε μεγάλο κοινωνικό κύρος, και «έριξε» το αντίστοιχο κύρος των γυναικών που έμεναν πια στο σπίτι.
Το γεγονός, ωστόσο, την ίδια εποχή και στις περιοχές της Αφρικής και της Μεσοπόταμιας, που άλλαξε άρδην το κοινωνικό κύρος των φύλων και υποτίμησε μια για πάντα τις γυναίκες στα πιο χαμηλά στρώματα της κοινωνίας, ήταν η συνειδητοποίηση ότι τα παιδιά γεννιούνται μετά από γενετήσια πράξη, και επομένως είναι ο άντρας αυτός που καθορίζει αν και πότε θα γεννηθεί ένα παιδί. Επίσης είναι αυτός που θα κρατήσει τη γυναίκα του μακριά από τους ενδεχόμενους βιασμούς της από άλλους άντρες και θα αναμετρηθεί μαζί τους για την αύξηση της οικογενειακής περιουσίας. Ο άντρας είναι αυτός που θα εγγυηθεί την προστασία των παιδιών, και είναι αυτός που θα τους μεταβιβάσει την περιουσία του πριν πεθάνει. Και είναι αυτός, που προκειμένου να γνωρίζει ότι οι κληρονόμοι του θα είναι όντως τα δικά του παιδιά, θα αναγκάσει τη γυναίκα του να περιοριστεί στο σπίτι, με μόνες αρμοδιότητες να αναθρέψει τα παιδιά και να φροντίσει τις αγροτικές εργασίες.
Έκτοτε ο κόσμος έγινε πατριαρχικός, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Ο άντρας έγινε στρατιώτης και στρατιωτικός, πολιτικός και διπλωμάτης, δικαστικός και αστυνόμος, ιερέας, δάσκαλος και φιλόσοφος. Οι θεοί που ως τότε ήταν ζώα της φύσης άρχισαν να ανθρωποποιούνται και να «ανδροποιούνται», μέχρις ότου φτάσαμε στις μεγάλες μονοθεϊστικές και πατριαρχικές θρησκείες του Χριστιανισμού, του Ιουδαϊσμού και του Ισλάμ. Αυτές οι θρησκείες έχουν ως στόχο τον ουρανό (αρσενικό σε αντιπαραβολή με τη γη που είναι «θηλυκή»), και σύμβολο του το γνωστό «θόλο» των εκκλησιών τους. Στις μονοθεϊστικές θρησκείες το θηλυκό είναι αυτό που «μολύνει», που παρασέρνει στην αμαρτία και παραπλανά τους ηθικούς άντρες. Επίσης, στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, διάχυτη είναι η αναγωγή του αρσενικού ως του ορθού, του δυνατού, και του υγιούς, σε αντίθεση με το θηλυκό που είναι το αδύναμο, το ασθενές και το αποφευκταίο. Έτσι, ο θηλυκός άνθρωπος, τα τελευταία 12.000 χρόνια, από την Νεολιθική εποχή έως και σήμερα, έζησε συκοφαντημένος ότι εμπεριέχει όλα τα κακά, περιορισμένος, και υποτιμημένος.
Ο αποκλεισμός της γυναίκας από όλα τα πολιτικά της δικαιώματα, τη μόρφωση, την κοινωνική ζωή, τη δυνατότητα μετακινήσεων, και την ίση μεταχείριση από το νόμο δεν ήταν εύκολος, δεδομένου ότι πολύ συχνά κάποιες γυναίκες επαναστατούσαν π.χ. η Αντιγόνη του Σοφοκλή. Έτσι, εκτός από την τρομοκρατία, τη φυσική και ψυχολογική βία, τις απειλές και τις αυστηρότατες διώξεις, επιστρατεύτηκαν και ηπιότερα «μέσα» προκειμένου να δεχτούν οι γυναίκες να απαρνηθούν την ισότητα τους έναντι των αντρών: πρόκειται για πολιτισμικά κατασκευάσματα σε μορφή μύθων, που αναπαράγονται και διατηρούνται διαχρονικά, προκειμένου να υποκινήσουν να δεχθεί από μόνη της η γυναίκα τον κοινωνικό ρόλο που της ετοιμάζουν και να αποφευχθούν άλλες πιο βίαιες πρακτικές. Οι μύθοι αυτοί προβάλλονται τόσο μαζικά, που ακόμη και αν αμφισβητηθούν από μεγάλη ομάδα γυναικών τείνουν να επιβιώνουν στις υπόλοιπες, ενώ συνήθως μεταβιβάζονται ως απαραίτητο κοινωνικοποιητικό στοιχείο από γενιά σε γενιά.
Τέτοιοι μύθοι (που λειτουργούν και σαν κοινωνικά ναρκωτικά) είναι:

1ος Μύθος: Ο Θεός είπε … η γυνή να φοβήται τον άνδρα
Σύμφωνα με την επιστήμη της Συγκριτικής Θεολογίας, αλλά και της Θεολογίας και της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, οι ηθικοί κανόνες που θέτουν οι θρησκείες εξαρτώνται άμεσα από το είδος της θρησκείας, το συγκεκριμένο κοινωνικο – οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο στο οποίο επιδρούν, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που τις μελετάμε, την κοινωνική τάξη στην οποία απευθύνονται κ.λπ. Συνεπώς κανένας ηθικός κανόνας δεν είναι απόλυτος, ούτε ισχύει για πάντα.
Ο ρόλος του Θεού μπορεί να ποικίλει από πολύ αυστηρός, ή πολύ άδικος έως επιεικής, δίκαιος, ή σοφός. Το ζήτημα της κάθε κοινωνίας είναι (μέσω του εκάστοτε ιερατείου του) να ορίσει τί είδους Θεό θέλει. Και το πιο «σοφό» θα ήταν, το να επιδιώκει ένα Θεό που να ορίζεται ως δίκαιος.
Η Χριστιανική διδασκαλία μας μιλάει για έναν τέτοιο Θεό, ένα Θεό απόλυτα δίκαιο, συμπονετικό, συγχωρητικό, που απαιτεί από τον κάθε άνθρωπο να βλέπει τους άλλους «ως εαυτόν». Με ποια λοιπόν δικαιολογία ζητά από τους μισούς ανθρώπους του πλανήτη, τις γυναίκες, να φοβούνται τους άλλους μισούς;
Προφανώς, η εντολή «…να φοβείται» μεταφράζεται στο να παραμένει στο γάμο της, να μην «κοιτά» άλλους άντρες, να ασχολείται μόνο με το νοικοκυριό και το μεγάλωμα των παιδιών. Γι’ αυτό το λόγο, το φόβο των εξωσυζυγικών σχέσεων, άλλωστε, διατηρείται ακόμη η απαράδεκτη συνήθεια της κλειτοριδεκτομής, όπως παραδέχονται οι ίδιοι οι θύτες. Επίσης για το φόβο των εξωσυζυγικών σχέσεων κακοποιούνται κάθε μέρα εκατομμύρια γυναίκες σε όλο τον πλανήτη. Η εν λόγω εντολή, συνεπώς, είναι ένα εντελώς ανθρώπινο και κοινωνικό κατασκεύασμα και καμία σχέση δεν έχει με το Θεό και τις βουλές του.

2ος Μύθος: Η γυναίκα είναι μονογαμική
Μάλλον πολύ λίγα είδη στον πλανήτη είναι από φύσεως μονογαμικά. Τα περισσότερα είναι πολυγαμικά. Αυτό έχει αποδειχτεί από μελέτες ηθολόγων, όπου μετά από ανάλυση του DNA των απογόνων, ακόμη και σε είδη πουλιών ή ζώων που θεωρούνται αυστηρά μονογαμικά βρέθηκε, κατά κανόνα, να μην προέρχονται όλοι οι απόγονοι από τον «επίσημο» πατέρα.
Στους ανθρώπους, οι γυναίκες εκπαιδεύονται να είναι αυστηρά μονογαμικές, και μάλιστα μόνο με τον άντρα που έχουν παντρευτεί. Τα υψηλά ποσοστά των εξωσυζυγικών σχέσεων και των διαζυγίων, ωστόσο, αποδεικνύει περίτρανα ότι καμία εκ φύσεως τάση μονογαμικότητας δεν υπάρχει στις γυναίκες. Αντίθετα, αν αυτή εκδηλώνεται, προέρχεται από την κοινωνικοποίηση και την ανατροφή, το φόβο της τιμωρίας σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, και πολύ πιο σπάνια από συνειδητή επιλογή. Επομένως είναι θέμα κοινωνικοποίησης ή προσωπικότητας και όχι ενστίκτου.
Πιθανόν, βεβαίως, το ένστικτο να παίζει κάποιο ρόλο σε σχέση με την ανατροφή των απογόνων. Ως γνωστόν η ύπαρξη απογόνων, προκαλεί μία σειρά ορμονικών αλλαγών στο σώμα της γυναίκας (ορμονών και φερομονών), που διευκολύνει το δεσμό μητέρας και παιδιών, και ενδεχομένως να αποτρέπει την επιθυμία σύναψης ενός εξωσυζυγικού δεσμού. Στην κατεύθυνση αυτή βοηθά και η δέσμευση της μητέρας απέναντι στα παιδιά της να μην τα «εκθέσει» κοινωνικά, στην περίπτωση που «πιαστεί» με έναν άλλον άντρα, ή τα «πληγώσει» ως μοιχαλίδα, τουλάχιστον όσο διάστημα είναι ανήλικα.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η γυναίκα, όπως και κάθε άλλο πλάσμα αυτού του κόσμου, έχει ανάγκες για συνεύρεση, για έρωτα, για συναισθηματικούς δεσμούς που πολύ δύσκολα (αν όχι ποτέ) θα συμβαδίζουν με έναν άνθρωπο για όλη την ενήλικη ζωή της. Οι άνθρωποι αλλάζουν, μεγαλώνουν και εξελίσσονται, και στη διάρκεια του χρόνου είναι πολύ δύσκολο, ως αδύνατο, να συμβαδίζουν απόλυτα συνταιριασμένες οι ανάγκες τους, ακόμη και αν έχουν επιλέξει και ορκιστεί να ζήσουν για πάντα μαζί. Η μόνη δύναμη που πραγματικά επιβάλλει τη μονογαμία είναι η κοινωνία, που όπως έχει αποδειχτεί, μόνο με αυτήν την συνθήκη επιτυγχάνεται η συνοχή και η διατήρηση των δεσμών της, αγνοώντας τις επιμέρους πραγματικές ανάγκες των μελών της.

3ος Μύθος: Η γυναίκα είναι ρομαντική
Σύμφωνα με τον σπουδαίο ψυχαναλυτή Kernberg, άντρες και γυναίκες έχουν διαφορετικά ενδιαφέροντα, στόχους και ερωτισμό από την πολύ μικρή τους ηλικία. Οι άντρες, λόγω του ότι είναι εξ αρχάς αποδεκτοί λόγω φύλου από τη μητέρα τους, μαθαίνουν να δέχονται τις σωματικές φροντίδες χωρίς να το έχουν ζητήσει ή να πρέπει μετά να προσφέρουν και αυτοί κάτι σε αντάλλαγμα. Αντίθετα οι γυναίκες, λόγω του ότι εξ αρχάς δεν είναι αποδεκτές από τις μητέρες τους, μιας και είναι του ιδίου φύλου, πρέπει, για να κερδίσουν το ενδιαφέρον τόσο της μητέρας όσο και του πατέρα, να αναπτύξουν κατά κύριο μέλημα συναισθηματικές σχέσεις μαζί τους και να αφήσουν τις σωματικές φροντίδες σε δεύτερη μοίρα. Αυτός είναι και ο λόγος, σύμφωνα πάντα με τον Kernberg, που κατά την εφηβεία καταλήγει η πορνογραφία να είναι, για τους μεν άντρες το σεξ χωρίς συναισθηματικές σχέσεις και για τις γυναίκες οι συναισθηματικές σχέσεις χωρίς σεξ (ρομαντικές και πλατωνικές ιστορίες τύπου Άρλεκιν).
Οι μύθοι για τη γυναικεία ερωτική ψυχολογία και τον ρομαντισμό της είναι από την παιδική της ηλικία πολύ συγκεκριμένοι, και μπορούν να συνοψιστούν στα παραμύθια τύπου «Πεντάμορφη και το Τέρας», η «Ωραία Κοιμωμένη» και η «Σταχτοπούτα». Το σενάριο περιλαμβάνει πάντα μία ωραία και καλή κοπέλα, που βασανίζεται στη ζωή της, αλλά μετά από τις δυσκολίες που περνάει και εντελώς μαγικά, ένας ωραίος, καλός νέος, συνήθως πρίγκιπας, την παντρεύεται, και από τότε ζουν για πάντα καλά. Το συγκεκριμένο σενάριο έχει επαναληφθεί και θα επαναλαμβάνεται εσαεί, λόγω των όμορφων συναισθημάτων που προκαλεί, τόσο στα παραμύθια, όσο και στο θέατρο ή στον κινηματογράφο (π.χ. το Pretty Woman με τη Τζούλια Ρόμπερτς).
Άλλοι επίσης ευρέως διαδεδομένοι μύθοι είναι το ότι είναι πολύ σημαντική η πρώτη ερωτική σκηνή που θα ζήσει η γυναίκα, τόσο που θα τη σημαδέψει και θα τη θυμάται για πάντα, ότι θα την αγαπήσει ένας άντρας γατί είναι τόσο ξεχωριστή από όλες τις άλλες γυναίκες, και ότι θα την αγαπάει μόνο αυτή για πάντα, κάνοντας πέρα όλες τις άλλες γυναίκες για χάρη της. Εννοείται ότι πάντα αυτός θα είναι ο καλύτερος άντρας (πάντα πρίγκιπας ή κάτι ανάλογο) και αυτή θα είναι, αν όχι πριγκίπισσα, σίγουρα η βασίλισσα στην καρδιά του. Ένα επιπλέον στοιχείο σε αυτούς τους μύθους, είναι ότι στη γυναίκα αρέσει η νύχτα, το φεγγάρι και τα αστέρια, προφανώς γιατί ο ήλιος, η δύναμη, και η μέρα έχει συνδεθεί με τους άντρες. Σε κάθε περίπτωση, ένας άντρας που γνωρίζει πώς να χρησιμοποιεί «έξυπνα» αυτούς τους μύθους, μπορεί να «αποπλανά» εύκολα πολλές γυναίκες, και έτσι κινούνται σε στρατηγικό επίπεδο τακτικής οι ανά τον κόσμο γυναικοκατακτητές (Δον Ζουάν).
Η πραγματικότητα είναι ότι ο στόχος των μύθων είναι να εκπαιδευτεί η γυναίκα στη μονογαμία, στην υποτέλεια από τον άντρα (τον πρίγκιπα) και στην ενασχόληση μόνο με τα του οίκου της (πυργοδέσποινα).
Διαφορές σε σχέση με τον άντρα υπάρχουν, μόνο που είναι άλλου επιπέδου. Λόγω του δεδομένου ότι η σύλληψη και η ανατροφή των παιδιών προϋποθέτει απίστευτα μεγάλη ψυχική επένδυση, οργάνωση, συνέπεια, υπευθυνότητα, ετοιμότητα, υπομονή και προσεκτικές επιλογές, η γυναίκα είναι φτιαγμένη έτσι ώστε να ζητά εγγυήσεις, να είναι προσεκτική και να ζυγίζει τις σχέσεις της, αντίθετα με τον άντρα που, εκ φύσεως, αν κατακτήσει μία γυναίκα, του περνάει και το ενδιαφέρον να παραμείνει μαζί της.
Με ποδοσφαιρικούς όρους, ένας άντρας ενδιαφέρεται μόνο για να βάλει γκολ. Αντίθετα, η γυναίκα θα συμπεριφερθεί έτσι ώστε να οργανώσει τα πράγματα ώστε σε κάθε αγώνα να μπορεί να βάζει γκολ ο άντρας, και επομένως να του μαγειρεύει τις σωστές τροφές, να του δίνει κίνητρο να γυμνάζεται, να τον κρατά σε καλή ψυχολογία πριν τον αγώνα, να μην τον αφήσει να εκτονώσει εντελώς τη χαρά του μετά τη νίκη ώστε να κρατήσει «δυνάμεις» και για τον επόμενο αγώνα κ.λπ. Η γυναίκα είναι αυτή που σε κάθε περίπτωση σκέφτεται πιο περίπλοκα τα δεδομένα της πραγματικότητας, κάτι που ουδεμία σχέση έχει με τον «ρομαντισμό».

4ος Μύθος: Η γυναίκα για να πετύχει πρέπει να είναι όμορφη
Η έννοια της ομορφιάς είναι σχετική. Το γνωρίζουμε αυτό, διότι σε κάθε πολιτισμό και σε κάθε εποχή τα πρότυπα της ομορφιάς αλλάζουν. Και όμως… ο άνθρωπος, και δη ο θηλυκός άνθρωπος, είναι το μόνο ον στον πλανήτη Γη που νιώθει άσχημος – καμιά γατούλα ποτέ δεν πρόκειται να το νιώσει. Η ασχήμια, ως βίωμα, που είναι μια κοινωνική κατασκευή, δομείται σιγά - σιγά και σταθερά από την παιδική ηλικία ως και το τέλος της ζωής, και όταν γίνεται αποδεκτή (κάτι που συμβαίνει τις συντριπτικά περισσότερες φορές), ορίζει και την συνεπαγόμενη έλλειψη αυτοεκτίμησης που θα βιώνει αυτός /η που τη φέρει. Συνήθως τα πρώτα λόγια των συγγενών ενός βρέφους αναφέρονται στα χαρακτηριστικά της εικόνας του.
Η ομορφιά, που κατά την κρατούσα άποψη βασίζεται στις σωστές αναλογίες προσώπου και σώματος, ανέκαθεν απασχολούσε τον άνθρωπο, στη δε εποχή μας, λόγω των εικόνων των Μ.Μ.Ε., έχει εκθειαστεί. Θεωρείται το πιο απαραίτητο προσόν για την επαγγελματική, την οικογενειακή και την κοινωνική επιτυχία. Ο όμορφος γίνεται αντικείμενο ζήλιας, και φοράει προστατευτικά για να μην τον «ματιάσουν». Οι διαπιστώσεις των ανθρωπολόγων για την αρχαία Εύα, την πρώτη άνθρωπο - γυναίκα, είναι ότι ήταν πιθηκόμορφη και καμία σχέση δεν είχε με την εικόνα που εμφανίζεται στους αναγεννησιακούς πίνακες ως όμορφη, λευκή με κόκκινα μαλλιά. Σε μελέτες στον εκπαιδευτικό χώρο, έχει αποδειχτεί ότι οι δάσκαλοι μεροληπτούν υπέρ των όμορφων παιδιών, ενώ το ίδιο συμβαίνει για την επιλογή φρουράς στον στρατό, στην υποδοχή καλεσμένων στα υπουργεία, στην επιλογή των υποψηφίων πολιτευτών από τα κόμματα. Η ομορφιά μοιάζει να είναι πασπαρτού για την εκπλήρωση όλων των επιθυμιών και των ονείρων ενός ανθρώπου και αυτή η άποψη τείνει να διαδίδεται, να συντηρείται και να δικαιώνεται. Για το λόγο αυτό, έχουν αναπτυχθεί μεγάλες βιομηχανικές μονάδες παραγωγής «ομορφιάς», με τζίρους δισεκατομμυρίων δολαρίων, που ασχολούνται είτε με την παραγωγή προϊόντων που ομορφαίνουν, είτε με την προώθηση του τί είναι «όμορφο» σε κάθε περίσταση.
Η αλήθεια είναι ότι η ενασχόληση με την ομορφιά, από τα Μ.Μ.Ε. έχει δύο στόχους: τον εμπορικό και τον πολιτικό.
Ο πρώτος είναι και ο πιο προφανής· να έχει δουλειά η βιομηχανία της ομορφιάς (βιομηχανίες καλλυντικών, ινστιτούτα αισθητικής, κομμωτήρια, γυμναστήρια, διαιτολόγοι και διαιτητικά προϊόντα, κέντρα πλαστικής ιατρικής) και οι βιομηχανίες που την στηρίζουν (διαφήμιση, τηλεοπτικά κανάλια, περιοδικά, διοργάνωση καλλιστείων κ.α.).
Ο δεύτερος είναι συγκαλυμμένος· να δικαιολογηθεί ο αποκλεισμός από την πολιτική και οικονομική εξουσία τεράστιων πληθυσμών, με το επιχείρημα ότι δεν είναι αρκετά εμφανίσιμοι. Παρά το παράλογο αυτής της δικαιολογίας, για τους περισσότερους γίνεται εύκολα αποδεκτή, και παραιτούνται από τη διεκδίκηση υψηλών θέσεων στην πολιτική ή στις επιχειρήσεις, διότι παραδέχονται ότι υπολείπονται της απαραίτητης εικόνας. Και αυτό συμβαίνει, ενώ όπως γνωρίζουμε, πολλοί «άσχημοι» άνθρωποι έχουν στο παρελθόν πετύχει τόσο στον επιχειρηματικό όσο και στον πολιτικό κόσμο. Παρ’ αυτά, ο κοινωνικός ρατσισμός για τους λιγότερο ωραίους, συνεχίζει απρόσκοπτα να επιβιώνει και να διαδίδεται.
Τέλος η ομορφιά δεν συνδέεται με την επιτυχία, όσο τουλάχιστον προβάλλεται. Απόδειξη η συνήθης κατάθλιψη, μοναξιά, και ψυχικές διαταραχές των «όμορφων» ανθρώπων. Όμορφα μοντέλα, ηθοποιοί, καλλιτέχνες κ.α. δεν τυγχάνει πολλές φορές να είναι και ευτυχισμένοι. Οι όμορφες γυναίκες συχνά θεωρούνται χαζές (π.χ. οι χαζές ξανθές), το ίδιο και οι άνδρες κούροι (γνωστά ποπ είδωλα, νεαροί ηθοποιοί κ.λπ.). Η ομορφιά, σε αυτές τις περιπτώσεις, γίνεται λόγος να μην αναπτυχθεί επαρκώς η προσωπικότητα, ο χαρακτήρας και το μυαλό του όμορφου ανθρώπου, αφού έχει την κοινωνική αποδοχή εξασφαλισμένη, και έπειτα να κατακρίνεται γι’ αυτό.
Υπάρχει όμως και ένας ακόμη λόγος για τη δυστυχία των «όμορφων». Αυτοί, περισσότερο από τους «άσχημους» ή τους «κοινούς», γίνονται συχνά στόχος απατεώνων, προαγωγών, επιχειρηματιών, που δεν θέλουν τίποτε περισσότερο από το να τους εκμεταλλευτούν και να κάνουν τη δουλειά τους. Έτσι συνήθως υπόσχονται στα θύματα τους την απόλυτη επιτυχία και στήριξη τους, και μόλις πάρουν αυτό που θέλουν εξαφανίζονται. Η διαπίστωση της εξαπάτησης, ή το απόλυτο χάσιμο της διασημότητας είναι οι λόγοι που κάνουν τα όμορφα άτομα να εμφανίζουν ψυχικές διαταραχές. Στην αντίθετη περίπτωση, άνθρωποι με πιο «κοινά» επίπεδα ομορφιάς μπορεί να έχουν λιγότερες ευκαιρίες επιτυχίας, αυτές όμως συνήθως προσφέρονται από πιο τίμιους και συνεπείς ανθρώπους, με αποτέλεσμα η εξέλιξη τους να έχει λιγότερα σκαμπανεβάσματα, και συνεπώς να προκαλεί λιγότερες ψυχολογικές κρίσεις.

5ος Μύθος: Η γυναίκα για να πετύχει πρέπει να ακολουθεί τη μόδα
Οι γυναίκες του Δυτικού πολιτισμού , ως γνωστόν, είναι οι πιο συχνοί πελάτες της μόδας. Οι ντουλάπες τους είναι γεμάτες ρούχα, αξεσουάρ και κυρίως παπούτσια, τα δε περισσότερα γυναικεία περιοδικά αναφέρονται αποκλειστικά, ή σε μεγάλο μέρος τους στη μόδα.
Τα ρούχα και τα αξεσουάρ, ως γνωστόν, δηλώνουν την κοινωνική θέση κάποιου, το επίπεδο της κοινωνικής του «επιτυχίας», το επάγγελμα ή ακόμη και τις πολιτικές του απόψεις (π.χ. οι αριστεροί δεν φοράνε γραβάτα, οι καλλιτέχνες αφήνουν μακριά μαλλιά και φοράνε σκουλαρίκι στο αριστερό αυτί κ.λπ.). Μπορούν, ωστόσο, κάλλιστα να δηλώσουν και σε ποια θέση θέλει να ανήκει ένα άτομο. Έτσι κάποιος που «μεγαλοπιάνεται» θα προσπαθήσει να ντυθεί με ρούχα που συνηθίζουν να φορούν οι ανώτερες οικονομικά τάξεις ώστε να «μοιάζει σαν αυτούς», και αφενός να μπορεί πιο εύκολα να μπαίνει στον κύκλο τους, αφετέρου να νιώθει «ανώτερος» σε σχέση με τη δική του τάξη. Αυτήν ακριβώς την επιθυμία εκμεταλλεύονται οι βιομηχανίες παραγωγής ρούχων και αξεσουάρ, ενώ χάρη στο φαινόμενο της «μόδας» δουλεύουν και οι συνακόλουθες βιομηχανίες αυτοκινήτων, οι βιομηχανία του τουρισμού, του lifestyle, των κατασκευών σπιτιών και εξοχικών κ.λπ.
Εκτός από τον πόθο για κοινωνική άνοδο, η μόδα εκμεταλλεύεται την επιθυμία για μίμηση, επιθυμία να μοιάζει κανείς με το πρότυπο του. Για παράδειγμα, οι έφηβοι συχνά θέλουν να μοιάζουν με τους αγαπημένους τους ποδοσφαιριστές, οι έφηβες με τις τραγουδίστριες, οι γυναίκες με τις τηλεοπτικές παρουσιάστριες, και οι άντρες με τους πλούσιους και διάσημους επιχειρηματίες. Σε αυτά τα άτομα – πρότυπα στοχεύει η βιομηχανία, προκειμένου να προωθήσει τα προϊόντα της. Έτσι, άλλοι μεγάλοι τραγουδιστές διαφημίζουν ρολόγια, άλλοι ρούχα, τραγουδίστριες διαφημίζουν βαφές μαλλιών, άλλες διαιτητικά προϊόντα κ.λπ. Εταιρίες διακόσμησης, εμπορίας οικιακών ειδών, μακιγιέρ, κομμωτές κ.α. διαφημίζονται στο τέλος κάθε τηλεοπτικής εκπομπής ότι «έντυσαν» το χώρο και τους παρουσιαστές. Οι δε διαφημίσεις, για να είναι κανείς στη μόδα, στα γήπεδα, στην τηλεόραση και στις διαφημιστικές πινακίδες του δρόμου είναι αναπόσπαστο συμπλήρωμα της συνήθους εικόνας τους.
Πολλοί άνθρωποι και πολλές ειδικότητες ασχολούνται στην εφεύρεση προϊόντων και υπηρεσιών που προωθούνται χάρη «στη μόδα». Οι γνωστές σχολές Art & Design, η εκπαίδευση στην ραπτική, στις κομμώσεις κ.α. αποσκοπούν στο να κάνουν ικανούς τους φοιτητές τους να πετυχαίνουν αποτελέσματα που θα ανήκουν «στην τελευταία λέξη της μόδας». Περιοδικά, τηλεοπτικές εκπομπές, ιστοσελίδες, γιγαντοαφίσες, ενημερώνουν συνεχώς σχετικά με το τί είναι κάθε φορά «μοδάτο» ή αγγλιστί «in». Η ψυχολογική πίεση που ασκείται στους καταναλωτές – θύματα αυτής της διαδικασίας είναι ότι α) αν βιαστούν θα είναι οι πρώτοι που θα το φορέσουν (ή θα το οδηγήσουν, ή θα το εξασφαλίσουν κ.ο.κ.), και β) και αν ακόμη δεν είναι οι πρώτοι, μπορούν να προλάβουν ένα από τα λίγα περιορισμένα κομμάτια που απέμειναν ώστε να είναι στους εκλεκτούς. Έτσι βλέπουμε ορδές ανθρώπων έξω από το κατάστημα που θα διαθέσει την πρώτη σειρά βιντεοπαιχνιδιών που μόλις παρήχθησαν, ή ανθρώπους να στριμώχνονται για να αποχτήσουν το παντελόνι που μόλις βγήκε σε «limited edition».
Τα πιο ευάλωτα θύματα αυτής της επιβεβλημένης από το μάρκετινγκ συνήθειας είναι οι έφηβοι, οι άνθρωποι με ψυχολογικά προβλήματα, οι άνθρωποι που «νιώθουν άδειοι». Η μόδα είναι εθιστική, και τα θύματα της αναφέρονται συχνά ως «fashion victims».
Το πιο παράλογο αυτής της τάσης είναι με τους «κριτικούς» της μόδας. Σε κάθε «fashion show», σε κάθε τηλεοπτική εκπομπή για γυναίκες, σε κάθε περιοδικό, υπάρχουν άνθρωποι που «κρίνουν» αν κάτι είναι «in» και της «μόδας» ή όχι. Άντρες και γυναίκες (συνήθως άντρες) σχολιάζουν το πώς ντύθηκαν οι σταρς, αν τους «πήγαιναν» τα ρούχα, αν έχουν γούστο, αν είναι ενημερωμένοι για τις νέες τάσεις, αν φοράνε όλα τα ίδια κ.λπ. Οι απόψεις των «κριτικών» συνήθως γίνονται σεβαστές, και πολύ συχνά οι σταρς προσαρμόζουν το στυλ τους σύμφωνα με τις κριτικές τους.
Όλο αυτό το παράλογο και αντιπαραγωγικό «παιχνίδι του κρυμμένου θησαυρού» για το τι είναι «in», βοηθά τη βιομηχανία, την αγορά και τους απασχολούμενους στο χώρο της μόδας. Κάθε χρόνο δαπανώνται απίστευτα χρηματικά ποσά για άχρηστα υφάσματα, περιττά αυτοκίνητα, δαπανηρούς προορισμούς τουρισμού, μόνο και μόνο γιατί είναι «της μόδας», ενώ υπάρχουν τόσες, απόλυτα αναγκαίο να καλυφτούν, κοινωνικές ανάγκες.
Τέλος, το βέβαιο είναι, ότι κανένα αξεσουάρ της μόδας (ή ρούχο, ή κατάσταση) δεν μπορεί να αντικαταστήσει την προσωπικότητα, το προσωπικό γούστο και την προσωπική μαεστρία στο συνδυασμό στοιχείων, που ο καθένας μπορεί να αναπτύξει για να τονίσει την ιδιαίτερη του ταυτότητα. Ο άνθρωπος που ξέρει να ντυθεί, που έχει πραγματικό γούστο και δεν είναι θύμα της μόδας, μπορεί ακόμη και με παλιά ρούχα να είναι καλόγουστος, με στυλ και ενδυματολογικό «χαρακτήρα».

6ος Μύθος: Η γυναίκα για να πετύχει πρέπει να είναι σέξι
Κάθε εποχή και πολιτισμός θέτουν τα κριτήρια και τις κοινωνικές επιταγές προκειμένου να είναι οι γυναίκες επιθυμητές, και άρα να αυξήσουν τις πιθανότητες τους για πετυχημένη οικογένεια, εργασία και πλούσια κοινωνική ζωή. Στις Αραβικές χώρες το πρότυπο είναι το να ντύνεται η γυναίκα εξ ολοκλήρου αφήνοντας μόνο σε κοινή θέα τα μάτια, σε χώρες της Αφρικής το να έχει ψηλό λαιμό ώστε να φαίνεται όμορφη όταν μεταφέρει ταψιά στο κεφάλι της. Οι γκέισες έπρεπε να έχουν μικρά πόδια, ενώ οι Τζαμαϊκανές έπρεπε να είναι παχουλές. Αντίστοιχα, στο Δυτικό κόσμο (ΗΠΑ και Ευρώπη), οι γυναίκες πρέπει να είναι σέξι.
Η συγκεκριμένη κοινωνική επιταγή είναι προϊόν μεγάλων αγώνων από τη μεριά των γυναικών, προκειμένου να χειραφετηθούν και να παρουσιάζουν το σώμα τους όπως το επιθυμούν, με το κίνημα του Μάη του ’68, τους χίπις, τα μίνι (μισοφόρια), τους γυμνιστές κ.λπ. Σήμερα, η σέξι περιβολή έχει πια περάσει όχι μόνο στο αποδεκτό αλλά στο επιβεβλημένο. Γενικώς θεωρείται πρέπον το να αφήνεται εσκεμμένα μέρος του γυναικείου σώματος ελεύθερο από ρούχα σε συνεντεύξεις για πρόσληψη σε εργασία, σε νυχτερινές εξόδους, σε επίσημα γεύματα κ.α. Η μόδα έχει παράξει πολλά γυναικεία ενδύματα που αποκαλύπτουν καίρια σημεία του γυναικείου σώματος όπως μπούστο, μπράτσα, κοιλιά, πόδια, πλάτη, ακόμη και φτέρνες. Υπάρχουν εποχές που στην αγορά δεν υπάρχουν καθόλου κανονικά παντελόνια, παρά μόνο χαμηλοκάβαλα.
Ωστόσο, ο συγκεκριμένος ενδυματολογικός κώδικας εμπεριέχει δύο κινδύνους:
Α) το να χαρακτηριστεί μία γυναίκα κακόγουστη (κιτς): παρά τη γενική επιταγή του τύπου «ντυθείτε σέξι», είναι τελικά πολύ περιοριστικό από την κοινωνία το ποιες γυναίκες δικαιούνται να ντύνονται με σέξι ρούχα. Αν μία εύσωμη γυναίκα βάλει μίνι θα γίνει περίγελος, αν μία πολύ αδύνατη με μικρό μπούστο βάλει μπλούζα με ντεκολτέ θα σχολιαστεί αρνητικά κ.α. Επίσης, αν μία γυναίκα ντυθεί πιο σέξι από το μέσο όρο θα προκαλέσει τη ζήλια των άλλων και επομένως τα πικρόχολα σχόλια τους.
Β) το να δώσει λάθος μηνύματα για τη σεξουαλικότητα της: όταν μια γυναίκα ντύνεται «ελαφρά», προκαλεί έκκριση ορμονών στους άντρες που θα συναντήσει. Αυτό θα καταλήξει σε συμπεριφορές από απλό πείραγμα, σεξουαλική παρενόχληση ως και βιασμό. Οι άντρες συνήθως απορούν γιατί ενώ πλησιάζουν μία γυναίκα ντυμένη σέξι, που γι’ αυτούς σημαίνει ότι «τα θέλει», αυτή πολλές φορές τους απωθεί. Επίσης απορούν γιατί ενώ οι γυναίκες σπαταλούν τόσο χρόνο προετοιμασίας ώστε να παρουσιαστούν στη βραδινή έξοδο ως «επιθυμητές», στους περισσότερους που τις πλησιάζουν λένε «όχι». Η αντίδραση σε αυτό το «όχι» μπορεί να ποικίλει από την απλή απογοήτευση, τη βρισιά ως και τον εξαναγκασμό σε σεξουαλική πράξη. Δεν είναι λίγοι οι βιασμοί που σημειώθηκαν σε ερημικούς δρόμους ή σε πάρκα, σε γυναίκες που γυρίζανε στο σπίτι μετά από νυχτερινή έξοδο. Και το εξωφρενικό είναι, ότι σε ενδεχόμενη δίκη του βιαστή σε δεύτερο χρόνο, αυτός πάντα θα ισχυρίζεται ότι η γυναίκα «τα ήθελε», δεδομένων των ρούχων που φορούσε.
Συνεπώς, η κοινωνική επιταγή του να είναι μία γυναίκα «σέξι» δεν ισχύει για όλους, σε όλους τους τόπους και σε όλες τις περιστάσεις. Το καλύτερο είναι για μία γυναίκα να «ζυγίζει» κάθε φορά, ανεξάρτητα από τη μόδα, τί θα φορέσει και ποιούς ανθρώπους θα αντιμετωπίσει. Και το σημαντικότερο είναι το να μπορεί να «στηρίζει» το ντύσιμο της με τον χαρακτήρα και τις εκάστοτε διαθέσεις της, κάτι που είναι επίσης ανελεύθερο και καταπιεστικό.

7ος Μύθος: Η γυναίκα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τα άστρα
Ο άνθρωπος από τις απαρχές της εξέλιξης του στράφηκε στη μελέτη των άστρων. Σε εποχές, χιλιάδες χρόνια πριν, που δεν υπήρχε φως τις νύχτες πέραν αυτού των άστρων, είναι φυσικό αυτά τα μικρά μαγικά φωτάκια στον ουρανό να τραβούσανε την προσοχή και το ενδιαφέρον των ανθρώπων. Οι διαφορετικές τους θέσεις στον ουρανό ανάλογα με την εποχή, οι κατάταξη τους σε σύνολα (π.χ. μεγάλη Άρκτος) και η απόδοση σε αυτά μαγικών και θεϊκών ιδιοτήτων ήταν σύνηθες στους περισσότερους αρχαίους πολιτισμούς. Η δε πεποίθηση ότι τα άστρα ευθύνονται για τα παράξενα του χαρακτήρα των ανθρώπων ήταν επίσης κοινή πεποίθηση που επιβιώνει ως τις μέρες μας, και πολλοί επαγγελματίες εργάζονται με στόχο να αποκωδικοποιήσουνε τις βουλές των άστρων (και των ζωδίων). Ως επί των πλείστων, οι πελάτες αυτών των επαγγελματιών είναι γυναίκες και γι αυτό κατηγορούνται ως ευκολόπιστες και αφελείς.
Η αστρολογία όντως δεν είναι επιστήμη, μιας και τα πορίσματα της είναι αυθαίρετα, διαψεύδονται, δεν μπορούν να επαναληφθούν, και διαφέρουν ανάλογα με τον αστρολόγο. Σε μία επιστήμη, για παράδειγμα, όπως τη μετεωρολογία, μπορεί οι ανά τον κόσμο μετεωρολόγοι να διαφωνήσουν ως προς την πρόβλεψη τους για την ακριβή θερμοκρασία της αυριανής ημέρας, η απόκλιση τους, ωστόσο, θα είναι μικρή. Μπορεί ο ένας να λέει ότι η θερμοκρασία θα είναι 15ο βαθμοί Κελσίου και ο άλλος 16ο. Μπορεί ο ένας να λέει ότι θα φυσάει άνεμος 7 μποφόρ και ο άλλος 6. Σε καμιά περίπτωση όμως η διαφορά τους δεν θα είναι της τάξης του πάνω από 5%, όπως συμβαίνει στην αστρολογία, και αυτή είναι η ειδοποιός τους διαφορά.
Η αστρολογία, παρ’ αυτά, έχει πολλούς πελάτες, κυρίως πελάτισσες, που προσπαθούν να κατανοήσουν τη συμπεριφορά των αγαπημένων τους προσώπων, κυρίως συντρόφων, μέσω των αστρολόγων. Αστρολόγοι εμφανίζονται πάντα σε τηλεοπτικές εκπομπές για γυναίκες, σε γυναικεία περιοδικά, στις εφημερίδες, ακόμη και σε αυτόνομες βραδινές εκπομπές τηλεπροβλέψεων με τηλεφωνική χρέωση. Οι γυναίκες κατηγορούνται ως αφελείς που προστρέχουν στους αστρολόγους, που δαπανούν χρήματα σε «υπηρεσίες» αυτού του είδους, που συζητάνε και ασχολούνται με το όλο θέμα.
Υπάρχουν, ωστόσο, πολλοί λόγοι που η αστρολογία βρίσκει πελάτες στο γυναικείο φύλο. Πρώτα από όλα διαφημίζεται συνεχώς και με κάθε ευκαιρία· σε κάθε περιοδικό, σε κάθε εφημερίδα, σε κάθε καθημερινή εκπομπή, κάθε καινούργια χρονιά σε ειδικούς τόμους. Επίσης διαδίδεται ότι και αρχηγοί κρατών, ή πετυχημένοι επιχειρηματίες συμβουλεύονται «τον αστρολόγο τους». Ένας άνθρωπος που στερείται της πρόσβασης στην εξουσία, όπως συμβαίνει για την πλειοψηφία των γυναικών, θα γίνει πολύ εύκολα θύμα και της διαφήμισης και της επιρροής των επιδέξιων επαγγελματιών αστρολόγων.
Τέλος, ένας επιπρόσθετος λόγος που οι γυναίκες ανέκαθεν συμβουλευόταν τους αστρολόγους, είναι γιατί γενικότερα ενδιαφέρονται, περισσότερο από τους άντρες, να ερμηνεύσουν τις σκέψεις και τα συναισθήματα των οικείων τους. Δεδομένου ότι η αστρολογία στο παρελθόν ήταν από τα λίγα συστήματα ανάλυσης χαρακτήρων και συμπεριφορών, επόμενο ήταν οι γυναίκες να στραφούν σε αυτήν. Από την εμφάνιση και τη διάδοση της επιστήμης της Ψυχολογίας, ήδη πολλές γυναίκες αμφισβητούν πια την αστρολογία και στρέφονται στην επιστήμη. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι στο μέλλον η αστρολογία θα ατονήσει δεδομένης της ύπαρξης της Ψυχολογίας, και των εγκυρότερων μεθόδων της στην ανάλυση χαρακτήρων, την ερμηνεία συμπεριφορών και την αξιόπιστη πρόβλεψη καταστάσεων μετά από επιστημονική στάθμιση όλων των διαθέσιμων δεδομένων.

8ος Μύθος: Η γυναίκα είναι κουτσομπόλα
Όταν εμφανίστηκαν οι πρώτες κουτσομπολίστικες εφημερίδες, και αργότερα οι αντίστοιχες τηλεοπτικές εκπομπές, όλοι απόρησαν. Με τον καιρό όμως καθιερώθηκαν και πλέον είναι οι μεν πολύ κερδοφόρες επιχειρήσεις οι δε εκπομπές με τεράστια τηλεθέαση. Οι δημοσιογράφοι που τις τροφοδοτούν ονομάστηκαν παπαράτσι και έχουν φτάσει στο να καταλύσουν κάθε έννοια και δικαίωμα προσωπικού χώρου των «επωνύμων». Το πιο διάσημο χρονικό τέτοιου είδους είναι το δυστύχημα της Λαίδης Νταϊάνας μετά από κυνηγητό των αχόρταγων δημοσιογράφων. Κάμερες υπερσύχρονες, γιωτ, ελικόπτερα, κρυμμένα μικρόφωνα και άλλες τεχνικές χρησιμοποιούνται προκειμένου να δοθεί στο αδηφάγο κοινό (τις γυναίκες) κάτι από τη ζωή ή τα σχέδια των ηρώων του.
Σε παλιότερες εποχές, στα χωριά μετά τις δουλείες του σπιτιού, συνήθως το απόγευμα, καθόταν οι γυναίκες στις πόρτες των σπιτιών τους (δεν τους επιτρεπόταν να εμφανιστούν στην πλατεία) και κουτσομπολεύανε. Εκεί το αντικείμενο των κουτσομπολιών αφορούσε τα πρόσωπα του χωριού, τους έρωτες και τα βάσανα, τις δυσκολίες και τις χαρές των συγχωριανών, καθώς επίσης και αυτά της ευρύτερης κοινωνίας (κοντινά χωριά, τοπικούς άρχοντες κ.α.). Σε κάθε περίπτωση, οι γυναίκες χαρακτηριζόταν και χαρακτηρίζονται ως κουτσομπόλες. Είναι όμως έτσι;
Μία γυναίκα που είναι εκπαιδευμένη να ζει στο σπίτι, που δεν έχει ή δεν έμαθε να αναζητά παραστάσεις και πρόσβαση στο ευρύτερο πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό περιβάλλον, που αποκλείεται από κάθε εξουσία πέραν του νοικοκυριού της, για ποιό θέμα θα συζητούσε με τις ομοπαθείς της, εκτός των σχετιζομένων με το νοικοκυριό και τη ζωή των γνωστών της; Και τί θα της προκαλούσε εντύπωση αν όχι οι ζωές των επωνύμων και των σπουδαίων, μιας και έχουν ότι αυτή δεν έχει;
Και μήπως το ίδιο δεν κάνουν και οι άντρες, όταν ξημεροβραδιάζονται στο καφενείο βρίζοντας και σχολιάζοντας πολιτικούς, ποδοσφαιριστές και επιχειρηματίες; Μήπως η πολιτική δεν έχει κουτσομπολιό, και μάλιστα με το όνομα παραπολιτική; Ή μήπως οι αθλητικές εφημερίδες εκδίδονται για άλλο λόγο πέραν της παρουσίασης γνωμών και κουτσομπολιών πριν και μετά τους αγώνες. Μήπως, τέλος, οι καλλιτέχνες δεν κουτσομπολεύουν όταν ο ένας «βγάζει τα άπλυτα» του άλλου με την κάθε ευκαιρία;
Ο άνθρωπος, άντρας ή γυναίκα, είναι εκ φύσεως κουτσομπόλης. Το μόνο που διαφέρει σε κάθε περίπτωση, είναι ο στόχος του εκάστοτε κουτσομπολιού.

Συμπεράσματα
Η γυναίκα, σήμερα και ανέκαθεν, εκπαιδεύεται από μικρή για να είναι καλή νοικοκυρά, καλή μητέρα, καλή οικοδέσποινα, σεμνή, καλή στο κρεβάτι, απολιτική, πιστή στον άντρα της, θεοφοβούμενη, με «συνετά» όνειρα και περιορισμένες φιλοδοξίες.
Η αλήθεια, ωστόσο, είναι, ότι ο θηλυκός άνθρωπος, η γυναίκα, έχει απείρως περισσότερες και μεγαλύτερες ικανότητες στην οργάνωση και στη βελτίωση της ζωής μιας κοινότητας, στην επίτευξη της αρμονίας και της οικολογικής ισορροπίας, καθώς και στην επίτευξη και διατήρηση της ευτυχίας και της ευημερίας όλων των μελών της, σε σχέση με τον άντρα. Η βιβλική ιστορία της Πτώσης παραποιεί τα δεδομένα. Κατ’ αυτήν, η γυναίκα παρασύρθηκε από το διάβολο και μετά πλάνεψε τον άντρα και εκπέσανε από τον Παράδεισο. Στην πραγματικότητα, όσο οι κοινωνίες ήταν τροφοσυλλεκτικές και μητριαρχικές δεν υπήρχε κοινωνική διαστρωμάτωση, πλούσιοι και φτωχοί, ελεύθεροι και δούλοι, στρατιώτες και αστυνόμοι. Αντίθετα, όταν οι κοινωνίες τέθηκαν υπό την ισχύ των αντρών, εμφανίστηκε η κοινωνική κυριαρχία και οι κατακτητικοί πόλεμοι. Συνεπώς μάλλον ο άντρας ευθύνεται για την απώλεια του Παραδείσου και όχι η γυναίκα.
Και αυτό, ίσως να συμβαίνει λόγω του ότι κυοφορεί και ανατρέφει παιδιά, επομένως χρειάζεται αυτές τις ικανότητες για να αντεπεξέλθει στο πολύ δύσκολο και απαιτητικό αυτό έργο. Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι γυναίκες λειτουργούν από φύσεως με πιο οικονομικούς και οικολογικούς τρόπους, ρισκάρουν λιγότερο, λαμβάνουν περισσότερο υπόψη τους το μέλλον, είναι πιο συμπονετικές και συνεργατικές, συγχωρούν πιο εύκολα, και αντέχουν καλύτερα τη ματαίωση και τον πόνο.
Αντίθετα οι άντρες ρισκάρουν πιο πολύ, είναι κατακτητικοί, εποφθαλμιούν τα αγαθά των άλλων, συνεργάζονται πιο δύσκολα, είναι πιο επιθετικοί και ανταγωνιστικοί, σταθμίζουν δυσκολότερα τις μελλοντικές ζημιές, ζουν περισσότερο για το άμεσο κέρδος, και υποθέτουν πιο εύκολα ότι οι περιβαλλοντικοί πόροι ή η ίδια η ζωή είναι ανεξάντλητη. Η αλήθεια, εδώ, είναι, ότι η αφόρητη σημερινή ζωή με τον υπερπληθυσμό, την πυρηνική απειλή, την οικονομική κρίση, την παγκόσμια φτώχια, τη βία, την εγκληματικότητα, την εξαθλίωση της εργασίας (ειδικά στον Τρίτο Κόσμο) και την τεράστια ανεργία, την παράνομη μετανάστευση, την προσφυγιά κ.α. είναι αποτελέσματα της κατακτητικότητας και της απληστίας των ανδρών, και της συνήθους πρακτικής τους ότι μετά από ένα πόλεμο ο νικητής τα παίρνει όλα. Με αυτήν την τακτική η παγκόσμια Τράπεζα και οι πολυεθνικές εταιρίες απομυζούν τους φυσικούς πόρους των χωρών, στο χρηματιστήριο πωλείται ακόμη και το νερό του πλανήτη, δικτατορικά καθεστώτα στηρίζονται για να σφάξουν τους αντιφρονούντες, κράτη παρακινούνται να εξαφανίσουν ολόκληρους πληθυσμούς ή φυλές, ανώτερες τάξεις αποτρέπουν τις χαμηλότερες από τη μόρφωση και την κοινωνική τους άνοδο κ.λπ. Η λογική της κατάκτησης όλο και περισσοτέρων πόρων, μία καθ’ όλα αντρική παρόρμηση, έχει μετατρέψει τη ζωή σε κόλαση, σε αντίθεση με τη σοφότερη, οικονομικότερη και οικολογικότερη προοπτική που θα είχε ο κόσμος αν διοικούνταν από γυναίκες.
Ίσως η εξαφάνιση των προαναφερόμενων μύθων και των κοινωνικών ναρκωτικών που προωθούνται για τις γυναίκες, η προώθηση της μόρφωσης και της αυτοπραγμάτωσης τους, η επαναφορά τους στην ισονομία και ισοπολιτεία, καθώς και η παραχώρηση σε αυτές της εξουσίας και της διακυβέρνησης των κοινωνιών, να είναι και η μοναδική πια ελπίδα για το ανθρώπινο γένος, που έχει φτάσει στο σημείο όπου κάθε λάθος ενέργεια θα είναι μη αναστρέψιμη προς στην κατεύθυνση της καταστροφής του κόσμου με τη μορφή που τον γνωρίζουμε.