Μια φορά κι έναν καιρό στην πλατεία ενός μικρού χωριού φάνηκε ένας ταξιδιώτης. Ήταν κατασκονισμένος και κατάκοπος. Τα ρούχα του ήταν κουρελιασμένα· έσερνε τα πόδια του σαν να είχε βαδίσει μέρες ολόκληρες χωρίς σταματημό. Τα παιδιά που έπαιζαν εκεί γύρω τον περικύκλωσαν γεμάτα περιέργεια. Τον ρώτησαν από πού έρχεται, ενώ εκείνος, ζήτησε ένα ποτήρι νερό, σκούπισε τον ιδρώτα του, αναστέναξε και είπε:
«Έρχομαι από το Βασίλειο της Τύχης, τον πιο παράξενο τόπο της γης ολόκληρης. Στα ποτάμια του ρέει χρυσάφι· τα δέντρα έχουν ασημένια φύλλα. Τα σπίτια είναι φτιαγμένα από χρυσό, τα τείχη από καθαρό ασήμι και τα κανόνια, αντί για μπάλες, ρίχνουν διαμαντόπετρες. Οι δρόμοι είναι στρωμένοι με χρυσά νομίσματα και οι πέτρες στα χωράφια είναι μπριλάντια μεγάλα σαν καρύδια».
Τα παιδιά τον κοίταζαν με ανοιχτό το στόμα, ανίκανα να πιστέψουν ότι υπάρχει τέτοιο μέρος στον κόσμο.
«Το κακό όμως είναι», συνέχισε ο ταξιδευτής, «ότι το μονοπάτι που οδηγεί στο Βασίλειο είναι κακοτράχαλο και δύσβατο και οι περισσότεροι το εγκαταλείπουν στα μισά...»
Ο Ενρίκε το πιο έξυπνο και το πιο ζωηρό αγόρι του χωριού, είχε εντυπωσιαστεί περισσότερο απ' όλους.
«Ξέρεις τον δρόμο γι' αυτό το μαγεμένο μέρος;», ρώτησε.
«Και βέβαια, γιε μου· όμως δεν θα σε συμβούλευα να δοκιμάσεις».
«Γιατί;»
«Για να φτάσεις στο Βασίλειο υπάρχουν δύο μονοπάτια: το ένα είναι στενό, γεμάτο πέτρες, θάμνους και αγκάθια· αν το διαλέξεις, οι μυτεροί βράχοι θα σου ξεσκίσουν τα πόδια, ένα σωρό άγρια τέρατα θα προσπαθήσουν να σε εμποδίσουν, θα κάνεις δέκα βήματα μπρος και οκτώ πίσω, κι αν τελικά καταφέρεις να ξεπεράσεις όλα τα εμπόδια, θα φτάσεις στο Βασίλειο γέρος και τσακισμένος, όταν τα πλούτη θα σου είναι άχρηστα πια. Το άλλο, είναι σύντομο και ομαλό, αλλά...».
«Φτάνει, φτάνει!» φώναξε ο Ενρίκε, «δεν χρειάζεται ν' ακούσω τίποτ' άλλο. Δείξε μου το μονοπάτι και θα βρω μόνος μου τα υπόλοιπα».
«Καλά, καλά...», απάντησε ο ταξιδιώτης. «Αφού το θέλεις θα στο δείξω. Όμως θα το μετανιώσεις που δεν με άκουσες ως το τέλος...».
Ο Ενρίκε ανυπομονούσε. Ούτε που χαιρέτησε τον πατέρα και τους φίλους του, κι άρχισε να βαδίζει προς την κατεύθυνση που του είχε δείξει ο ταξιδιώτης. Η καρδιά του πετούσε από ενθουσιασμό στη σκέψη των αμύθητων θησαυρών που τον περίμεναν στο Βασίλειο της Τύχης - γιατί ήταν σίγουρος πως θα κατάφερνε να φτάσει ως εκεί.
Το βράδυ της δεύτερης μέρας έφτασε στις όχθες ενός μεγάλου ποταμού. Δεμένη σ' έναν πάσσαλο ήταν μια βάρκα και πλάι της έστεκε ένας θεόρατος άντρας.
«Καλέ μου άνθρωπε, ξέρεις πού είναι το Βασίλειο της Τύχης;», ρώτησε ο Ενρίκε.
«Από την άλλη πλευρά του ποταμού».
«Μπορείς να με περάσεις απέναντι;».
«Ναι, αλλά πρέπει να με πληρώσεις. Χρήματα έχεις;»
«Αν είχα θα πήγαινα στο Βασίλειο της Τύχης;»
«Τότε θα πρέπει να με πληρώσεις μ' ένα μικρό κομμάτι απ' την καρδιά σου.
Δεν θα πονέσει, θα δεις».
Ο Ενρίκε ούτε που το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Άφησε τον άντρα να του ανοίξει το στήθος και να του πάρει ένα κομματάκι απ' την καρδιά του, κι έτσι βρέθηκε στην απέναντι όχθη... Ήδη μπορούσε να δει από μακριά το Βασίλειο της Τύχης, ν' αστράφτει στο ηλιοβασίλεμα. Όμως πρόσεξε ότι δεν ανυπομονούσε τόσο να φτάσει, κι ένιωθε ένα παράξενο κενό στο στήθος. Παρ' όλα αυτά συνέχισε να προχωράει. Ούτε εκατό βήματα δεν είχε κάνει, όταν έφτασε σ' ένα στενό πέρασμα ανάμεσα σε δύο βουνά. Τα φρουρούσε ένας άλλος άντρας, ακόμη πιο μεγαλόσωμος από τον πρώτο.
«Μπορώ να περάσω;»
«Αν με πληρώσεις μ' ένα κομμάτι απ' την καρδιά σου...», απάντησε ο φρουρός.
Χωρίς να διστάσει, ο Ενρίκε άνοιξε το πουκάμισό του και ο άντρας έκοψε ένα κομμάτι απ' την καρδιά του. Τώρα η πανέμορφη πόλη βρισκόταν κοντά κι άστραφτε τόσο, που μολονότι είχε νυχτώσει, ήταν σαν μέρα μεσημέρι. Όμως ο Ενρίκε την κοίταζε με κάτι σαν αδιαφορία· η λαχτάρα του σαν να είχε σβήσει. Άλλωστε, μπροστά στα μάτια του ανοιγόταν μια τεράστια χαράδρα και γεφύρι δεν φαινόταν πουθενά. Αποκαρδιωμένος, ο Ενρίκε κάθισε σε μια πέτρα σκεφτικός.
Ξαφνικά, άκουσε πλατάγισμα φτερών. Σήκωσε τα μάτια και είδε μπροστά του έναν τεράστιο γύπα.
«Θέλεις να περάσεις; Δώσε μου τότε ένα κομμάτι απ' την καρδιά σου».
«Πάρε όσο θες», είπε ο Ενρίκε και το αρπακτικό άνοιξε με το ράμφος του το στήθος του παιδιού κι έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι απ' την καρδιά του. Υστέρα, τον άρπαξε με τα νύχια του και τον κουβάλησε στην άλλη πλευρά της αβύσσου.
Τώρα βρισκόταν μπροστά στις πύλες του Βασιλείου - κι εκεί, όμως, στέκονταν θεόρατοι φρουροί. Άνοιξαν το στήθος του, πήραν ό,τι είχε απομείνει απ' την καρδιά του και στη θέση της έβαλαν μιαν άλλη, φτιαγμένη από ατσάλι και σκληρή σαν διαμάντι. Τους ξέφυγε μονάχα ένα ελάχιστο κομματάκι αληθινής καρδιάς, που συνέχισε να χτυπάει αδύναμα.
«Επιτέλους, έφτασα», μονολόγησε ο Ενρίκε.
Όμως, τι παράξενο, δεν ένιωθε ούτε έκπληξη ούτε χαρά! Το χρυσάφι τού φαινόταν φτηνό αλουμίνιο, τα πετράδια ψεύτικα στολίδια. Έψαξε να βρει φίλους, όμως κανένας δεν του έδινε σημασία, γιατί όλοι στο Βασίλειο της Τύχης είχαν ατσάλινη καρδιά. Το ελάχιστο κομματάκι αληθινής καρδιάς μέσα στο στήθος του άρχισε να υποφέρει. Το παιδί ήθελε τώρα να γυρίσει πίσω. Ακολούθησε τον πρώτο δρόμο που βρήκε μπροστά του και γρήγορα βρέθηκε έξω από τη μεγάλη πόλη. Ένιωσε ένα σκίρτημα χαράς, που αμέσως πνίγηκε σαν από σιδερένιο χέρι. Όμως τα πόδια του είχαν βγάλει φτερά. Έτρεχε, χωρίς να λογαριάζει τις μυτερές πέτρες και τ' αγκάθια και σε λίγο βρέθηκε στο χωριό του.
Ήταν φτωχός όπως και πριν. Στο στήθος του, η μεταλλική καρδιά δεν τον άφηνε να ανασάνει. Πέρασε το κατώφλι του σπιτιού του, χωρίς να νιώσει καμία χαρά. Ένα χέρι βαρύ πίεζε το στήθος του και τον γέμιζε με αγωνία. Η ψεύτικη καρδιά χτυπούσε μηχανικά, σαν ρολόι: τικ-τακ, τικ-τακ... Τα πρόσωπα των αδελφών του, των φίλων, του πατέρα του, του φαίνονταν ξένα. Τότε, στην πόρτα φάνηκε η μητέρα του.
Όρμησε στο παιδί της, το έσφιξε στην αγκαλιά της κι ένα δάκρυ χαράς κύλησε απ' τα μάτια της κι έπεσε στο στήθος του Ενρίκε. Και τότε, η ατσάλινη καρδιά, σαν να ξεκουρντίστηκε. Άρχισε να χτυπάει ακανόνιστα και ξαφνικά πήδησε έξω από το στήθος του αγοριού, σαν σπασμένο ελατήριο από χαλασμένο ρολόι. Το μικρό κομματάκι είχε ξαναγίνει κανονική καρδιά και ο Ενρίκε ήταν ευτυχισμένος. «Αν είναι ν' αποκτήσουμε πλούτη και να χάσουμε την καρδιά και τα όνειρά μας, καλύτερα να μείνουμε φτωχοί», έλεγε στους φίλους του όταν τον ρώτησαν για το Βασίλειο της Τύχης. Και ρίχτηκε στο παιχνίδι, με έναν ενθουσιασμό που δεν είχε νιώσει ποτέ ως τότε.