Του Γ. Η. Ορφανού*
Από τους πολυτιμότερους «βοηθούς» του για να τα επιλύσει θεωρείται και το «καλό» βιβλίο.
Ποιο είναι, όμως, το «καλό» και ποιο το «κακό» βιβλίο; «Καλό» είναι κείνο που παρουσιάζει τη μεγαλύτερη κίνηση στην αγορά; «Κακό» λέμε όποιο μένει στα … αζήτητα;
Μελετώντας το «καλό» βιβλίο, το γραμμένο με ειλικρίνεια και δίχως αχαλίνωτα πάθη, αλλά με ρεαλισμό, ο σύγχρονος νέος έρχεται σ’ επαφή με τη γνώση του παρόντος και ταυτόχρονα με την πείρα των παλαιότερων γενεών· έτσι, ύστερα από μία εσωτερική πάλη, οδηγείται βαθμιαία και χωρίς σκοταδιστικές και ξεπερασμένες προκαταλήψεις πρώτα στην ορθολογική ανάπτυξη του εσωτερικού του κόσμου και κατόπιν σε μια σωστή αντίληψη για το νόημα της ζωής και της αγάπης προς τον πλησίον.
Το βιβλίο, στις ημέρες μας και παρά τον «πόλεμο» που δέχεται από το «μαγικό κόσμο» των ηλεκτρονικών υπολογιστών και των μέσων μαζικής επικοινωνίας (το Μάη του 2011 για πρώτη φορά οι πωλήσεις ηλεκτρονικών βιβλίων για τους ηλεκτρονικούς αναγνώστες ξεπέρασαν τις πωλήσεις όλων των τυπωμένων βιβλίων σύμφωνα με το αμερικάνικο διαδικτυακό βιβλιοπωλείο Amazon, το οποίο ανακοίνωνε το μήνα εκείνο ότι πουλάει 105 ηλεκτρονικά βιβλία για 100 τυπωμένα βιβλία, ενώ στη Γαλλία, όπως έγινε γνωστό, αρχές του φετινού Ιούλη το 17% των λογοτεχνικών βιβλίων πωλείται στο Διαδίκτυο και η Amazon ελέγχει το 70% μέχρι στιγμής αυτής της αγοράς!), εξακολουθεί, ας το πούμε στα παιδιά μας προτρέποντάς τα να στραφούν σε αυτό και να το αγαπήσουν, να είναι πολύτιμος καθημερινός αρωγός της ανθρωπότητας. Συγκεκριμένα, ακόμα και τώρα προσφέρει στους ανθρώπους, ακόμη και στους ασθενέστερους κοινωνικά ή οικονομικά, τη γνώση άγνωστων και ασυνήθιστων γι’ αυτούς θεωριών και αντιλήψεων για τη φύση, την κοινωνία, την κοινωνικοπολιτική οργάνωση, τη θρησκεία· τους βοηθά να βρούνε τρόπους να ξεπεράσουν το καθημερινό άγχος και την αγωνία για το (κοντινό και μακρινό) μέλλον.
Επιπλέον, το «καλό» βιβλίο διδάσκει στους πολίτες, από την παιδική τους ηλικία ήδη, τους νόμους και την υπέρ του κοινωνικού συνόλου συνεπή εφαρμογή τους από άρχοντες και αρχόμενους.
Πριχού φτάσουμε στο τέλος του παρόντος αρθριδίου, ας ιδούμε και κάποια ενδιαφέροντα στατιστικά στοιχεία. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής (Αθήνα, 2010) για τον ελεύθερο χρόνο των Ελλήνων εφήβων, δύο στους 5 εφήβους ηλικίας 15 ετών (46,4%) δεν διαβάζουν καθόλου εξωσχολικά βιβλία. Την ίδια στιγμή, οι δραστηριότητες των εφήβων στον ελεύθερο χρόνο τους με συχνότητα μία φορά την εβδομάδα ή περισσότερο είναι κατά σειρά προτίμησης: η ακρόαση μουσικής (83%), η ενασχόληση με αθλητικές δραστηριότητες (69,6%), τα ηλεκτρονικά παιχνίδια στον υπολογιστή (62,1%), το «κατέβασμα» μουσικών κομματιών από το ιντερνέτ (50,7%) και η επεξεργασία φωτογραφιών στον υπολογιστή (40,5%). Ακολουθούν, η ανάγνωση εξωσχολικών βιβλίων (33,9%),η ενασχόληση με κάποιο μουσικό όργανο (18,5%)), και η συμμετοχή σε εκδηλώσεις της εκκλησίας (10,1%). Αξίζει να προσέξουμε, ότι σύμφωνα με την ίδια έρευνα, σημαντική είναι η διαφορά μεταξύ των δύο φύλων ως προς την ανάγνωση εξωσχολικών βιβλίων, με το ποσοστό των κοριτσιών να είναι σχεδόν διπλάσιο (40,8%) από εκείνο των αγοριών (26,6%).
Έτσι, καταλήγοντας, ενθυμούμενοι ότι – χάρη στα «καλά» βιβλία – βλέπουμε τα σφάλματα του παρελθόντος και πώς μπορούμε να μην τα ξανακάνουμε, ας ξαναδιαβάσουμε το απόσπασμα του Πλουτάρχου: «Δεν είναι αρκετό να κάνουμε τους νεαρούς εγκρατείς στις απολαύσεις του φαγητού και του πιοτού· πρέπει, επίσης, να τους παρακολουθούμε στις μελέτες τους και να τους συνηθίζουμε να χρησιμοποιούνε με μέτρο, όπως τα καρυκεύματα, τις απολαύσεις που τους προσφέρουν και να επιδιώκουνε από δαύτες ό,τι τους ωφελεί και τους σώζει…»
* Στους γονείς μου και πρώτους μου διδασκάλους, Ηρακλή και Σωτηρία Ορφανού, για τη στοργή τους και για την αγάπη που μου εμφύσησαν για τα βιβλία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου