Όλη μας η ζωή ακολουθεί την ίδια λογική: η φαντασιακή
τάξη μάς δημιουργεί ψεύτικες εικόνες επιτυχίας, ευτυχίας, πληρότητας που
μας επιτρέπουν εντούτοις να επιβιώνουμε την ανθρώπινη μοίρα των
καθημερινών ματαιώσεων και αποτυχιών. Όπως η επιθυμία περνάει από την
αναγνώριση, το ερώτημα «τι θέλει ο άλλος για να με αγαπήσει» μας
βασανίζει.
Έλλειψη, εικόνες και λέξεις
Η ψυχαναλυτική θεωρία εξηγεί λεπτομερώς τη διαδικασία σύστασης του εαυτού. Σύμφωνα με τον Ζακ Λακάν, τον μαθητή του Φρόιντ, το βρέφος διαχωρίζεται από τη μητέρα όχι στη γέννα, αλλά όταν αρχίζει να μιλάει, μπαίνοντας έτσι στη συμβολική τάξη. Η απόκτηση της ομιλίας και οι κοινωνικές εντολές και απαγορεύσεις –που αντιπροσωπεύονται από τον πατέρα– λειτουργούν σαν ένας τρίτος πόλος που παρεμβαίνει και διασπά την αρχική δυάδα μητέρας και βρέφους. Ο διαχωρισμός εγγράφει την απώλεια, την απουσία και την έλλειψη στην καρδιά του νεογέννητου. Η έλλειψη αυτή καλύπτεται εν μέρει με την ταύτιση του βρέφους με σημαίνοντα, με εικόνες και λέξεις.
Πρώτα εικόνες. Στο περίφημο «στάδιο του καθρέφτη», το βρέφος ηλικίας από έξι έως δεκαοκτώ μηνών βιώνει μια αίσθηση αγαλλίασης όταν αναγνωρίζει για πρώτη φορά την εικόνα του στον καθρέφτη ή στο βλέμμα της μητέρας. Η αντανάκλαση στον καθρέφτη κάνει το βρέφος να ταυτιστεί με ένα πλήρες και ολοκληρωμένο σώμα και με την αίσθηση ότι αποτελεί μια ανεξάρτητη και ακέραιη μονάδα. Ομως, η εικόνα της ολότητας διαφέρει από την εμπειρία των αισθήσεων: τα μέλη του βρέφους είναι ανυπάκουα, το σώμα του κομματιασμένο, αφοδεύει και ουρεί χωρίς έλεγχο, πεινάει και πονάει χωρίς αιτία. Η βιολογική εξήγηση είναι ότι οι ικανότητες αντίληψης και όρασης αναπτύσσονται πολύ πριν από τις κινητικές λειτουργίες και τον σωματικό συντονισμό.
Η πρώτη αίσθηση ταυτότητας είναι λοιπόν έξω από το εγώ, μια εικόνα του εγώ που φανερώνεται στα μάτια. Το εγώ δεν προηγείται αλλά ακολουθεί αυτή την εικόνα, δημιουργείται κατ’ εικόνα της εικόνας. Η αίσθηση ενότητας και μοναδικότητας που έχουμε είναι φαντασιακή με δύο έννοιες. Αποτελεί ψευδαίσθηση, οπτικό φαινόμενο και φανταστικό ομοίωμα. Το ασυντόνιστο σώμα προβάλλεται σε μια αξιαγάπητη οπτική εικόνα, αποτέλεσμα μιας μελλοντικά προσδοκώμενης ολότητας, η οποία κατασκευάζεται στη φαντασία. Ολη μας η ζωή ακολουθεί την ίδια λογική: η φαντασιακή τάξη μάς δημιουργεί ψεύτικες εικόνες επιτυχίας, ευτυχίας, πληρότητας που μας επιτρέπουν εντούτοις να επιβιώνουμε την ανθρώπινη μοίρα των καθημερινών ματαιώσεων και αποτυχιών. Οπως η επιθυμία περνάει από την αναγνώριση, το ερώτημα «τι θέλει ο άλλος για να με αγαπήσει» μας βασανίζει ακατάπαυστα, αλλά δεν βρίσκει απάντηση μεγαλώνοντας την εναγώνια αναζήτηση. Οσο περισσότερο κάποιος εμφανίζεται ασφαλής, σίγουρος, γεμάτος αλαζονεία, τόσο περισσότερο καταδιώκεται υπόγεια από αμφιβολίες και Ερινύες και προσπαθεί απελπισμένα να τις αποκρύψει.
Η οπτική διαδικασία αποξένωσης και φαντασίωσης ολοκληρώνεται με την είσοδο στη γλώσσα. Η γλώσσα δημιουργεί αυθαίρετες συνδέσεις ανάμεσα στα σημαίνοντα (τη λέξη «τραπέζι») και τα σημαινόμενα (την έννοια του τραπεζιού) και ανάμεσα στις λέξεις και τα πράγματα (το τραπέζι πάνω στο οποίο γράφω αυτή τη στιγμή). Η δύναμη του σημαίνοντος είναι και πάλι δημιουργική. Η σωματική μας ενότητα και χρονική συνέχεια οργανώνεται γύρω από το όνομα που μας έχει δοθεί, Φαίδρα, Αλεξάνδρα ή Κώστας, ή το «εσύ» που η μητέρα απευθύνει στο βρέφος. Το όνομα «Κώστας» μου δίνει ταυτότητα και συνέχεια στον χρόνο και κάνει τους άλλους να με αναγνωρίζουν. Αλλά το σημαίνον αυτό, οι δύο ασήμαντες συλλαβές «Κω» – «στας» δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τη συνείδηση και αίσθηση εαυτού. Το υποκείμενο αποκτά την ύπαρξή του μέσω της γλώσσας, όταν αποξενώνεται δηλαδή για δεύτερη φορά από τη σωματική και αισθητηριακή εμπειρία, στον ψυχρό κόσμο των σημείων. Η ταυτότητα και η σωματική ολότητα κατασκευάζονται με την εσωτερίκευση εξωτερικών εικόνων και λέξεων και την επαναλαμβανόμενη αναγνώριση των σημείων του εαυτού από τον άλλο.
Ο νόμος του πατέρα
Η διαδικασία διαχωρισμού και διαφοροποίησης του εαυτού από τη μητέρα ολοκληρώνεται με τον νόμο του πατέρα. Η διπλή οιδιπόδεια απαγόρευση της αιμομιξίας και της πατροκτονίας εμποδίζει το βρέφος να επιστρέψει στην πρωταρχική ενότητα με το μητρικό σώμα και οδηγεί το παιδί στην ταύτιση με τον πατέρα, δηλαδή με την κανονική κοινωνική τάξη με τις διαφοροποιήσεις και ιεραρχίες της. Για την ψυχανάλυση, επομένως, η ανθρωπότητα συγκροτείται μέσω της διαίρεσης και του διαχωρισμού: διαίρεση από το μητρικό σώμα, μέσω του οιδιπόδειου νόμου του πατέρα, από το ίδιο το σώμα μας μέσω της ναρκισσιστικής ταύτισης με την εικόνα, από τον άλλο άνθρωπο μέσω της αντικατάστασής μας από σημεία. Πρέπει να αποδεχτώ ότι είμαι αυτό που δεν είμαι, να μεταφέρω τη ναρκισσιστική αγάπη σε αγάπη για τον άλλο, πρέπει να πω με τον Ρεμπό «Je est un autre». Το εγώ είναι από την αρχή άλλο. Γεννιέται από τη συνάντησή του με τον μεγάλο Αλλο, το γλωσσικό-νομικό σύμπαν που διαχωρίζει και διαφοροποιεί εντάσσοντάς μας στις περίπλοκες κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις, αφεντικά και εργάτες, ιδιοκτήτες και νοικάρηδες, καθηγητές και φοιτητές.
Ωστόσο, ένα υπόλοιπο της αρχικής ενότητας με το μητρικό σώμα επιβιώνει στην είσοδο στη συμβολική τάξη. Αυτό το υπόλοιπο, που ο Λακάν το ονομάζει Πραγματικό, φαλλό ή «μικρό αντικείμενο α», συμβολίζει την ακεραιότητα που χάσαμε χωρίς ποτέ να έχουμε και διακαώς επιθυμούμε. Μια ολότητα που είναι ταυτόχρονα αδύνατη (αφού ο εαυτός δημιουργείται μόνο μετά τον διαχωρισμό και δεν έχει πρόσβαση στην αρχική προ-γλωσσική ενότητα) και απαγορευμένη (μέσω της λειτουργίας των οιδιπόδειων απαγορεύσεων). Αυτό το υπόλειμμα του Πραγματικού μετά την απαγόρευσή του από το συμβολικό, είναι το βαθύτερο μυστικό μας, ο «πυρήνας» του υποκείμενου. Δημιουργεί μια ασταμάτητη πίεση επιστροφής στην αρχική δυαδική ενότητα (την «ορμή του θανάτου»), η οποία γεννάει μια τρομακτική όσο και πανίσχυρη απόλαυση, την jouissance. Το αντικείμενο της επιθυμίας μας – η πλήρωση του κενού της ύπαρξης – διαρκώς αναβάλλεται. Αλλά η ορμή του θανάτου έλκεται ακατάπαυστα από την έλλειψη και επιστρέφει στον σκοτεινό αυτό τόπο συνεχώς. Περιστρεφόμαστε στο χείλος της αβύσσου της επιθυμίας, τριγυρίζουμε ασταμάτητα στις αποτυχίες και τα συμπτώματά μας, σε ένα μοιραίο γαϊτανάκι που ταυτόχρονα μας απωθεί και μας έλκει, μας τραυματίζει και μας χαρίζει ενέργεια και δημιουργικότητα.
Οι οιδιπόδειες απαγορεύσεις προσπαθούν να μας προστατεύσουν από αυτή την αβυσσαλέα επιθυμία. Είναι προτιμότερο να ταυτιστούμε συμβολικά με τον κοινωνικό άλλο, που εμποδίζει την απόλαυση, παρά να παραδοθούμε στην άβυσσο του Πραγματικού. Κατασκευάζουμε λοιπόν φανταστικά σενάρια που μετατοπίζουν τη ριζική επιθυμία προς κανονικά αντικείμενα και απολαύσεις. Προσκολλώμεθα σε φετίχ, όπως το αυτοκίνητο του γείτονα, μια καλύτερη δουλειά, περισσότερα χρήματα ή κοινωνική αναγνώριση. Όμως, η απόκτηση της φαντασίωσης δεν ικανοποιεί την επιθυμία. Αυτή αμέσως μετατοπίζεται και προσκολλάται σε νέο αντικείμενο, σε ένα πιο γρήγορο αυτοκίνητο ή μια ακόμα προαγωγή ή ένα πιο κατάλληλο σύντροφο, επ’ άπειρον. Ο στόχος της επιθυμίας πάντοτε αναβάλλεται, γιατί η επιστροφή στο Πραγματικό είναι αδύνατη και απαγορευμένη.
Να δίνεις ό,τι δεν έχεις
Εδώ ακουμπάμε τη βάση του κοινωνικού δεσμού. Όταν διατυπώνουμε ένα αίτημα δεν ζητάμε απλώς από τον άλλο να ικανοποιήσει μια ανάγκη, αλλά και να μας προσφέρει ανεπιφύλακτα την αγάπη του. Κάθε φορά που η ανάγκη για ένα αντικείμενο μπαίνει στη γλώσσα και απευθύνεται στον άλλο –δηλαδή κάθε φορά που μιλάμε– ζητάμε αναγνώριση από τον άλλο και τη συμβολική τάξη. Ενα βρέφος που ζητάει το στήθος χρειάζεται τροφή, αλλά απαιτεί ταυτόχρονα την προσοχή και την αγάπη της μητέρας. Η επιθυμία είναι πάντοτε επιθυμία για τον άλλο και δηλώνει ακριβώς το πλεόνασμα της ζήτησης επί της ανάγκης. Μια μετανάστρια που υποστηρίζει ότι η μη πρόσληψή της σε μια δουλειά αποτελεί φυλετική διάκριση, προβάλλει δύο σχετικά ανεξάρτητες αξιώσεις: αναφέρεται πρώτα στην ανάγκη της για εργασία. Αλλά, ταυτόχρονα, η άδικη άρνηση εργασίας αμαυρώνει την ευρύτερη ταυτότητά της, με το εγγενές φυλετικό της στοιχείο. Κάθε πολιτική αξίωση και δικαίωμα συνδέει λοιπόν ένα μέρος του σώματος ή της προσωπικότητας με κάτι που υπερβαίνει την ανάγκη: την επιθυμία εκείνου που αρθρώνει το αίτημα να αναγνωριστεί και να αγαπηθεί ως πλήρες και ακέραιο άτομο, κάτι που δεν υπάρχει και δεν μπορεί να αποκτηθεί.
Κι αυτό γιατί ούτε ο μεγάλος Άλλος της συμβολικής τάξης (γλώσσα, νόμος, κράτος) ούτε το άλλο πρόσωπο μπορούν να ανταποκριθούν στο αίτημα απροϋπόθετης αναγνώρισης. Ο μεγάλος Άλλος είναι η αιτία και το σύμβολο της έλλειψης και δεν αποτελεί μια ενοποιημένη, ακέραιη και διάφανη τάξη. Τίποτε δεν μπορεί να κάνει το δίκαιο για παράδειγμα εσωτερικά συνεπές, συνεκτικό και ολοκληρωμένο παρά τους ισχυρισμούς της νομικής ιδεολογίας. Εξίσου, το άλλο πρόσωπο, του οποίου την αγάπη λαχταράμε, υπόκειται στον ίδιο με μας διαχωρισμό και έλλειψη. Ο άλλος δεν μπορεί να προσφέρει αυτό που μου λείπει, γιατί λείπει και από εκείνον.
Έχουμε λοιπόν δύο είδη επιθυμίας. Πρώτα την επιθυμία του άλλου, που συνήθως αστοχεί μια και ο άλλος δεν μπορεί να μας δώσει αυτό που ούτε εμείς ούτε αυτός έχει. Αναγκάζεται λοιπόν η επιθυμία να φτιάχνει φαντασιακές κατασκευές και να μετατοπίζεται κάθε φορά που ματαιώνονται. Η δεύτερη ριζική επιθυμία είναι το πλεόνασμα της ζήτησης επί της ανάγκης, το κομμάτι κάθε αιτήματος που δεν μπορεί να αναχθεί σε ανάγκη. Επειδή δεν μπορούμε και δεν πρέπει να πλησιάσουμε το πραγματικό αντικείμενο του πόθου, το εκτοπίζουμε συνεχώς σε ανεπαρκή αντικατάστατα. Το αντικείμενο του πόθου πάντοτε αναβάλλεται γιατί αναφέρεται στην επιθυμία να γίνουμε ξανά ολόκληροι, να αγαπηθούμε πλήρως από τον άλλο. Αγάπη εδώ σημαίνει να δώσουμε στον άλλο αυτό που δεν έχουμε. Αυτή η δεύτερη επιθυμία βρίσκεται πίσω από κάθε μεγάλη ριζική αλλαγή και ενώνει εαυτό και συλλογικότητες. Εδώ πιθανώς πρέπει να διερευνήσουμε το μέλλον του σοσιαλισμού και της νέας Ελλάδας.
(*) O Κώσταw Δουζίνας είναι καθηγητής της Νομικής, αντιπρύτανης και διευθυντής του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Ερευνών στο Κολέγιο Μπίρκμπεκ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου
Του Κώστα Δουζίνα(*)
Μια εγγλέζικη διαφήμιση για αυτοκίνητα δείχνει μια μικροαστική
οικογένεια να θαυμάζει το νέο μοντέλο που μόλις απόκτησε, ενώ οι
γείτονες κρυφοκοιτούν γεμάτοι ζήλια πίσω από τη μάντρα του κήπου. Η φωνή
που συνοδεύει λέει «Μη μείνετε πίσω από τους Σμιθ» – Σμιθ είναι το πιο
συνηθισμένο αγγλικό επίθετο, κάτι σαν Παπαδόπουλος. Το υποκείμενο είναι
δημιούργημα της επιθυμίας του άλλου (του γείτονα) και η επιθυμία
μεσολαβείται από το αντικείμενο (το αυτοκίνητο). Οπως υποστηρίξαμε στο
προηγούμενο, η επιθυμία και ο αγώνας για αναγνώριση παίζουν κεντρικό
ρόλο στη σύσταση της ταυτότητας. Η ψυχανάλυση προσθέτει ότι η επιθυμία
του άλλου, του άλλου ανθρώπου ή του «μεγάλου Αλλου», της «συμβολικής
τάξης» της γλώσσας, του νόμου και των κοινωνικών θεσμών, είναι λειψή,
συχνά λαθεμένη, ενώ η αναγνώριση που μας δίνουν αποτελεί συνήθως
παραγνώριση. Μια βαθιά δυσαρμονία χαρακτηρίζει το υποκείμενο και
προσδιορίζει τις σχέσεις με τους άλλους.Έλλειψη, εικόνες και λέξεις
Η ψυχαναλυτική θεωρία εξηγεί λεπτομερώς τη διαδικασία σύστασης του εαυτού. Σύμφωνα με τον Ζακ Λακάν, τον μαθητή του Φρόιντ, το βρέφος διαχωρίζεται από τη μητέρα όχι στη γέννα, αλλά όταν αρχίζει να μιλάει, μπαίνοντας έτσι στη συμβολική τάξη. Η απόκτηση της ομιλίας και οι κοινωνικές εντολές και απαγορεύσεις –που αντιπροσωπεύονται από τον πατέρα– λειτουργούν σαν ένας τρίτος πόλος που παρεμβαίνει και διασπά την αρχική δυάδα μητέρας και βρέφους. Ο διαχωρισμός εγγράφει την απώλεια, την απουσία και την έλλειψη στην καρδιά του νεογέννητου. Η έλλειψη αυτή καλύπτεται εν μέρει με την ταύτιση του βρέφους με σημαίνοντα, με εικόνες και λέξεις.
Πρώτα εικόνες. Στο περίφημο «στάδιο του καθρέφτη», το βρέφος ηλικίας από έξι έως δεκαοκτώ μηνών βιώνει μια αίσθηση αγαλλίασης όταν αναγνωρίζει για πρώτη φορά την εικόνα του στον καθρέφτη ή στο βλέμμα της μητέρας. Η αντανάκλαση στον καθρέφτη κάνει το βρέφος να ταυτιστεί με ένα πλήρες και ολοκληρωμένο σώμα και με την αίσθηση ότι αποτελεί μια ανεξάρτητη και ακέραιη μονάδα. Ομως, η εικόνα της ολότητας διαφέρει από την εμπειρία των αισθήσεων: τα μέλη του βρέφους είναι ανυπάκουα, το σώμα του κομματιασμένο, αφοδεύει και ουρεί χωρίς έλεγχο, πεινάει και πονάει χωρίς αιτία. Η βιολογική εξήγηση είναι ότι οι ικανότητες αντίληψης και όρασης αναπτύσσονται πολύ πριν από τις κινητικές λειτουργίες και τον σωματικό συντονισμό.
Η πρώτη αίσθηση ταυτότητας είναι λοιπόν έξω από το εγώ, μια εικόνα του εγώ που φανερώνεται στα μάτια. Το εγώ δεν προηγείται αλλά ακολουθεί αυτή την εικόνα, δημιουργείται κατ’ εικόνα της εικόνας. Η αίσθηση ενότητας και μοναδικότητας που έχουμε είναι φαντασιακή με δύο έννοιες. Αποτελεί ψευδαίσθηση, οπτικό φαινόμενο και φανταστικό ομοίωμα. Το ασυντόνιστο σώμα προβάλλεται σε μια αξιαγάπητη οπτική εικόνα, αποτέλεσμα μιας μελλοντικά προσδοκώμενης ολότητας, η οποία κατασκευάζεται στη φαντασία. Ολη μας η ζωή ακολουθεί την ίδια λογική: η φαντασιακή τάξη μάς δημιουργεί ψεύτικες εικόνες επιτυχίας, ευτυχίας, πληρότητας που μας επιτρέπουν εντούτοις να επιβιώνουμε την ανθρώπινη μοίρα των καθημερινών ματαιώσεων και αποτυχιών. Οπως η επιθυμία περνάει από την αναγνώριση, το ερώτημα «τι θέλει ο άλλος για να με αγαπήσει» μας βασανίζει ακατάπαυστα, αλλά δεν βρίσκει απάντηση μεγαλώνοντας την εναγώνια αναζήτηση. Οσο περισσότερο κάποιος εμφανίζεται ασφαλής, σίγουρος, γεμάτος αλαζονεία, τόσο περισσότερο καταδιώκεται υπόγεια από αμφιβολίες και Ερινύες και προσπαθεί απελπισμένα να τις αποκρύψει.
Η οπτική διαδικασία αποξένωσης και φαντασίωσης ολοκληρώνεται με την είσοδο στη γλώσσα. Η γλώσσα δημιουργεί αυθαίρετες συνδέσεις ανάμεσα στα σημαίνοντα (τη λέξη «τραπέζι») και τα σημαινόμενα (την έννοια του τραπεζιού) και ανάμεσα στις λέξεις και τα πράγματα (το τραπέζι πάνω στο οποίο γράφω αυτή τη στιγμή). Η δύναμη του σημαίνοντος είναι και πάλι δημιουργική. Η σωματική μας ενότητα και χρονική συνέχεια οργανώνεται γύρω από το όνομα που μας έχει δοθεί, Φαίδρα, Αλεξάνδρα ή Κώστας, ή το «εσύ» που η μητέρα απευθύνει στο βρέφος. Το όνομα «Κώστας» μου δίνει ταυτότητα και συνέχεια στον χρόνο και κάνει τους άλλους να με αναγνωρίζουν. Αλλά το σημαίνον αυτό, οι δύο ασήμαντες συλλαβές «Κω» – «στας» δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τη συνείδηση και αίσθηση εαυτού. Το υποκείμενο αποκτά την ύπαρξή του μέσω της γλώσσας, όταν αποξενώνεται δηλαδή για δεύτερη φορά από τη σωματική και αισθητηριακή εμπειρία, στον ψυχρό κόσμο των σημείων. Η ταυτότητα και η σωματική ολότητα κατασκευάζονται με την εσωτερίκευση εξωτερικών εικόνων και λέξεων και την επαναλαμβανόμενη αναγνώριση των σημείων του εαυτού από τον άλλο.
Ο νόμος του πατέρα
Η διαδικασία διαχωρισμού και διαφοροποίησης του εαυτού από τη μητέρα ολοκληρώνεται με τον νόμο του πατέρα. Η διπλή οιδιπόδεια απαγόρευση της αιμομιξίας και της πατροκτονίας εμποδίζει το βρέφος να επιστρέψει στην πρωταρχική ενότητα με το μητρικό σώμα και οδηγεί το παιδί στην ταύτιση με τον πατέρα, δηλαδή με την κανονική κοινωνική τάξη με τις διαφοροποιήσεις και ιεραρχίες της. Για την ψυχανάλυση, επομένως, η ανθρωπότητα συγκροτείται μέσω της διαίρεσης και του διαχωρισμού: διαίρεση από το μητρικό σώμα, μέσω του οιδιπόδειου νόμου του πατέρα, από το ίδιο το σώμα μας μέσω της ναρκισσιστικής ταύτισης με την εικόνα, από τον άλλο άνθρωπο μέσω της αντικατάστασής μας από σημεία. Πρέπει να αποδεχτώ ότι είμαι αυτό που δεν είμαι, να μεταφέρω τη ναρκισσιστική αγάπη σε αγάπη για τον άλλο, πρέπει να πω με τον Ρεμπό «Je est un autre». Το εγώ είναι από την αρχή άλλο. Γεννιέται από τη συνάντησή του με τον μεγάλο Αλλο, το γλωσσικό-νομικό σύμπαν που διαχωρίζει και διαφοροποιεί εντάσσοντάς μας στις περίπλοκες κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις, αφεντικά και εργάτες, ιδιοκτήτες και νοικάρηδες, καθηγητές και φοιτητές.
Ωστόσο, ένα υπόλοιπο της αρχικής ενότητας με το μητρικό σώμα επιβιώνει στην είσοδο στη συμβολική τάξη. Αυτό το υπόλοιπο, που ο Λακάν το ονομάζει Πραγματικό, φαλλό ή «μικρό αντικείμενο α», συμβολίζει την ακεραιότητα που χάσαμε χωρίς ποτέ να έχουμε και διακαώς επιθυμούμε. Μια ολότητα που είναι ταυτόχρονα αδύνατη (αφού ο εαυτός δημιουργείται μόνο μετά τον διαχωρισμό και δεν έχει πρόσβαση στην αρχική προ-γλωσσική ενότητα) και απαγορευμένη (μέσω της λειτουργίας των οιδιπόδειων απαγορεύσεων). Αυτό το υπόλειμμα του Πραγματικού μετά την απαγόρευσή του από το συμβολικό, είναι το βαθύτερο μυστικό μας, ο «πυρήνας» του υποκείμενου. Δημιουργεί μια ασταμάτητη πίεση επιστροφής στην αρχική δυαδική ενότητα (την «ορμή του θανάτου»), η οποία γεννάει μια τρομακτική όσο και πανίσχυρη απόλαυση, την jouissance. Το αντικείμενο της επιθυμίας μας – η πλήρωση του κενού της ύπαρξης – διαρκώς αναβάλλεται. Αλλά η ορμή του θανάτου έλκεται ακατάπαυστα από την έλλειψη και επιστρέφει στον σκοτεινό αυτό τόπο συνεχώς. Περιστρεφόμαστε στο χείλος της αβύσσου της επιθυμίας, τριγυρίζουμε ασταμάτητα στις αποτυχίες και τα συμπτώματά μας, σε ένα μοιραίο γαϊτανάκι που ταυτόχρονα μας απωθεί και μας έλκει, μας τραυματίζει και μας χαρίζει ενέργεια και δημιουργικότητα.
Οι οιδιπόδειες απαγορεύσεις προσπαθούν να μας προστατεύσουν από αυτή την αβυσσαλέα επιθυμία. Είναι προτιμότερο να ταυτιστούμε συμβολικά με τον κοινωνικό άλλο, που εμποδίζει την απόλαυση, παρά να παραδοθούμε στην άβυσσο του Πραγματικού. Κατασκευάζουμε λοιπόν φανταστικά σενάρια που μετατοπίζουν τη ριζική επιθυμία προς κανονικά αντικείμενα και απολαύσεις. Προσκολλώμεθα σε φετίχ, όπως το αυτοκίνητο του γείτονα, μια καλύτερη δουλειά, περισσότερα χρήματα ή κοινωνική αναγνώριση. Όμως, η απόκτηση της φαντασίωσης δεν ικανοποιεί την επιθυμία. Αυτή αμέσως μετατοπίζεται και προσκολλάται σε νέο αντικείμενο, σε ένα πιο γρήγορο αυτοκίνητο ή μια ακόμα προαγωγή ή ένα πιο κατάλληλο σύντροφο, επ’ άπειρον. Ο στόχος της επιθυμίας πάντοτε αναβάλλεται, γιατί η επιστροφή στο Πραγματικό είναι αδύνατη και απαγορευμένη.
Να δίνεις ό,τι δεν έχεις
Εδώ ακουμπάμε τη βάση του κοινωνικού δεσμού. Όταν διατυπώνουμε ένα αίτημα δεν ζητάμε απλώς από τον άλλο να ικανοποιήσει μια ανάγκη, αλλά και να μας προσφέρει ανεπιφύλακτα την αγάπη του. Κάθε φορά που η ανάγκη για ένα αντικείμενο μπαίνει στη γλώσσα και απευθύνεται στον άλλο –δηλαδή κάθε φορά που μιλάμε– ζητάμε αναγνώριση από τον άλλο και τη συμβολική τάξη. Ενα βρέφος που ζητάει το στήθος χρειάζεται τροφή, αλλά απαιτεί ταυτόχρονα την προσοχή και την αγάπη της μητέρας. Η επιθυμία είναι πάντοτε επιθυμία για τον άλλο και δηλώνει ακριβώς το πλεόνασμα της ζήτησης επί της ανάγκης. Μια μετανάστρια που υποστηρίζει ότι η μη πρόσληψή της σε μια δουλειά αποτελεί φυλετική διάκριση, προβάλλει δύο σχετικά ανεξάρτητες αξιώσεις: αναφέρεται πρώτα στην ανάγκη της για εργασία. Αλλά, ταυτόχρονα, η άδικη άρνηση εργασίας αμαυρώνει την ευρύτερη ταυτότητά της, με το εγγενές φυλετικό της στοιχείο. Κάθε πολιτική αξίωση και δικαίωμα συνδέει λοιπόν ένα μέρος του σώματος ή της προσωπικότητας με κάτι που υπερβαίνει την ανάγκη: την επιθυμία εκείνου που αρθρώνει το αίτημα να αναγνωριστεί και να αγαπηθεί ως πλήρες και ακέραιο άτομο, κάτι που δεν υπάρχει και δεν μπορεί να αποκτηθεί.
Κι αυτό γιατί ούτε ο μεγάλος Άλλος της συμβολικής τάξης (γλώσσα, νόμος, κράτος) ούτε το άλλο πρόσωπο μπορούν να ανταποκριθούν στο αίτημα απροϋπόθετης αναγνώρισης. Ο μεγάλος Άλλος είναι η αιτία και το σύμβολο της έλλειψης και δεν αποτελεί μια ενοποιημένη, ακέραιη και διάφανη τάξη. Τίποτε δεν μπορεί να κάνει το δίκαιο για παράδειγμα εσωτερικά συνεπές, συνεκτικό και ολοκληρωμένο παρά τους ισχυρισμούς της νομικής ιδεολογίας. Εξίσου, το άλλο πρόσωπο, του οποίου την αγάπη λαχταράμε, υπόκειται στον ίδιο με μας διαχωρισμό και έλλειψη. Ο άλλος δεν μπορεί να προσφέρει αυτό που μου λείπει, γιατί λείπει και από εκείνον.
Έχουμε λοιπόν δύο είδη επιθυμίας. Πρώτα την επιθυμία του άλλου, που συνήθως αστοχεί μια και ο άλλος δεν μπορεί να μας δώσει αυτό που ούτε εμείς ούτε αυτός έχει. Αναγκάζεται λοιπόν η επιθυμία να φτιάχνει φαντασιακές κατασκευές και να μετατοπίζεται κάθε φορά που ματαιώνονται. Η δεύτερη ριζική επιθυμία είναι το πλεόνασμα της ζήτησης επί της ανάγκης, το κομμάτι κάθε αιτήματος που δεν μπορεί να αναχθεί σε ανάγκη. Επειδή δεν μπορούμε και δεν πρέπει να πλησιάσουμε το πραγματικό αντικείμενο του πόθου, το εκτοπίζουμε συνεχώς σε ανεπαρκή αντικατάστατα. Το αντικείμενο του πόθου πάντοτε αναβάλλεται γιατί αναφέρεται στην επιθυμία να γίνουμε ξανά ολόκληροι, να αγαπηθούμε πλήρως από τον άλλο. Αγάπη εδώ σημαίνει να δώσουμε στον άλλο αυτό που δεν έχουμε. Αυτή η δεύτερη επιθυμία βρίσκεται πίσω από κάθε μεγάλη ριζική αλλαγή και ενώνει εαυτό και συλλογικότητες. Εδώ πιθανώς πρέπει να διερευνήσουμε το μέλλον του σοσιαλισμού και της νέας Ελλάδας.
(*) O Κώσταw Δουζίνας είναι καθηγητής της Νομικής, αντιπρύτανης και διευθυντής του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Ερευνών στο Κολέγιο Μπίρκμπεκ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου