Το έργο του Βίκτωρος Ουγκώ «Οι Άθλιοι» (“Les misérables)”), ένα από τα μεγαλύτερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας,
αναφέρεται στην προσπάθεια ενός χαρακτήρα, του Γιάννη Αγιάννη, να
ενταχθεί στην κοινωνία, μέσω της αναγνώρισης, έχοντας ξεκινήσει ως
πάμφτωχος κλέφτης μιας φραντζόλας ψωμιού. Εξαιτίας αυτής του της πράξης
στιγματίζεται για όλη τη ζωή του από τον εγκλεισμό του στη φυλακή και
κατά τη διάρκεια όλου του έργου προσπαθεί να διαφύγει από αυτό το
παρελθόν (εκπρόσωπος του οποίου είναι ο Ιαβέρης-ο αστυνομικός που τον
κυνηγά με πάθος).
Η
ιστορία του Γιάννη Αγιάννη έχει αίσιο τέλος και η κάθαρση επιτυγχάνεται
στον επίλογο του έργου. Εκεί πια φαίνεται να έχει αποκατασταθεί η
αλήθεια του ήρωα μέσα από την αναγνώριση, όχι μόνο από τον δημόσιο
κατήγορό του αλλά και από τους σημαντικούς άλλους (την θετή κόρη του και
τον άντρα της). Η αποκατάσταση του προσώπου του Αγιάννη έχει να κάνει
και με την αντιμετώπιση της ντροπής του στιγματισμού, όταν αποκαλύπτει
το παρελθόν του στους δικούς του ανθρώπους, κάτι που ως το τέλος της
ζωής του προσπαθούσε να απωθήσει.
Το
έργο έχει γραφτεί σε μία περίοδο μεγάλων κοινωνικών αναταραχών και
κοινωνικοοικονομικής κρίσης. Όπως και σήμερα, εξαιτίας των κοινωνικών
συνθηκών, μεγάλο τμήμα του πληθυσμού πέφτει στην φτώχεια και την
εξαθλίωση.
Καθώς
δουλεύω μέσα από την τέχνη, θα επανέρθουμε στην λογοτεχνική αυτή
ιστορία και αργότερα, καθώς μπορεί να βοηθήσει στη μεγαλύτερη κατανόηση
του θέματος.
Σκοπός του σημερινού άρθρου είναι να γίνει ο διαχωρισμός μεταξύ της φτώχειας και της μιζέριας.
Η
φτώχεια είναι η επίπτωση κοινωνικών αιτιών ενώ η μιζέρια αναφέρεται στην
ψυχολογική αντανάκλασή της, δηλαδή στο πώς αισθάνεται, συνήθως, ο
φτωχός και τι προβάλλεται πάνω του από την κοινωνία.
Η γαλλική λέξη misère σημαίνει την αθλιότητα, αλλά και τη δυστυχία.
Η
μιζέρια φαίνεται να είναι το αποτέλεσμα μιας διαπροσωπικής συνάντησης. Η
κάθε συνάντηση ενεργοποιεί την προβληματική της ταυτότητας αυτών που
συναντιούνται. Ακόμη κι από την πρώτη ματιά, αυτόματα λειτουργεί η
κατηγοριοποίηση, η κοινωνική σύγκριση από την οποία ανακαλύπτουμε
ομοιότητες ή διαφορές από τον άλλο.
Σε
αυτή τη διαδικασία παρεμβαίνουν τόσο οι αναπαραστάσεις που έχουμε για τα
πράγματα όσο και κοινωνικά στερεότυπα που λιγότερο ή περισσότερο
συνειδητά εμπλέκονται και καθορίζουν τη στάση μας προς τον άλλο.
Στους
τελευταίους αιώνες συχνά η φτώχεια συνδέεται με την ανικανότητα, την
τεμπελιά και άλλες αρνητικά φορτισμένες ψυχολογικές ιδιότητες. Έτσι,
αυτός που εκπίπτει στη φτώχεια έρχεται αντιμέτωπος με όλες αυτές τις
αρνητικές κοινωνικές αντιλήψεις και καλείται να τις διαχειριστεί.
Αυτή
η διαχείριση όμως είναι εξαιρετικά δύσκολη (αλλά όχι αδύνατη, γιαυτό
και επιμένω σήμερα σε αυτό) καθώς το άτομο έρχεται συνεχώς σε επαφή με
το απαξιωτικό βλέμμα των άλλων, με τον αποκλεισμό, αλλά και με την
επιθετικότητα.
Σε
αυτό συμμετέχει και η δική του αντίληψη, καθώς όντας κοινωνικό
υποκείμενο, δεν μπορεί παρά να συμμερίζεται τις επικρατούσες απόψεις της
εποχής του ως ένα βαθμό τουλάχιστον, αφού φιλτράρονται και από την
άμεση εμπειρία του.
Εσωτερικεύοντας
τις αρνητικές αντιλήψεις περί φτώχειας, χάνει τη θέση του. Έτσι, από τη
δυσκολία να καλύψει τις ανάγκες της επιβίωσης, καταλήγει στην
κακομοιριά (κακή μοίρα) και τη μιζέρια. Η κατάθλιψη εγκαθιδρύεται με
συναισθήματα αυτοκατηγορίας, ανικανότητας, αδυναμίας και απαξίωσης του
εαυτού.
Η
μιζέρια έχει μεγάλο ψυχικό πόνο. Είναι οδυνηρή γιατί δεν αφορά μόνο την
ανεύρεση της τροφής, στέγης, ρούχων, αλλά κυρίως γιατί επιφέρει μία κακή
εικόνα εαυτού και προκαλεί συναισθήματα αφόρητα, ιδιαίτερα ντροπή.
Η
ταυτότητα πλήττεται λοιπόν δραματικά. Συνέπειες αυτής είναι η
εγκαθίδρυση της απελπισίας και η παθητικότητα. Εξαιτίας αυτών των
χαρακτηριστικών, η μιζέρια-ως ψυχολογική πραγματικότητα-μειώνει
σημαντικά τις πιθανότητες εξόδου από την φτώχεια.
Ο
Γιάννης Αγιάννης, καταφέρνει τελικά να μπει στον ίσιο δρόμο. Να φύγει
από την παρανομία (στην οποία είχε υποπέσει εξαιτίας της ανάγκης
επιβίωσης αρχικά και αργότερα εξαιτίας του στιγματισμού του ως
κλέφτης-όταν κλέβει το σπίτι του ιερέα που είναι ο μόνος που δέχεται να
τον φιλοξενήσει μετά την έξοδο του από τη φυλακή) και να ανέλθει
κοινωνικοοικονομικά. Αποκτά κύρος και δύναμη.
Σε
αυτή τη μεταστροφή του, μοχλός της αλλαγής φαίνεται να είναι η στάση του
ιερέα, ο οποίος, όχι μόνο δεν τιμωρεί τον Αγιάννη για την πράξη του,
αλλά τον καλύπτει στην αστυνομία. Αργότερα ακολουθεί ένας διάλογος
μεταξύ τους που μαζί με την στάση του ιερέα λειτουργεί ως καταλύτης.
Εδώ
ερχόμαστε σε επαφή και με την έννοια της συγχώρεσης, ως υπάρχει χώρος
για το μαζί (συν+χώρος). Η μιζέρια ένα από τα δεινά που φέρει είναι η
αποπροσωποποίηση του υποκειμένου. Το υποκείμενο εργαλειοποιείται, χάνει
το πρόσωπό του. Ιδιαίτερα στη φτώχεια και στην ανεργία ο άνθρωπος
νοιώθει άχρηστος-μη χρηστικός, λες και πρόκειται για ένα γρανάζι ή
κατσαβίδι...
Η
αλλαγή του Αγιάννη έχει να κάνει με το ότι ξαναβρίσκει το πρόσωπό του
μέσα από τη συνάντησή του με τον ιερέα. Ο ιερέας αναγνωρίζει ότι έχει
βρεθεί στην παρανομία λόγω φτώχειας κι όχι εξαιτίας άλλων «φυσικών»
αιτιών και γονιδίων.
Η
φτώχεια ασχημαίνει τον άνθρωπο. Τα ρούχα του δεν ανανεώνονται, είναι
φθαρμένα. Τα μαλλιά του δεν φροντίζονται σε κομμωτήρια ή κουρεία. Τα
δόντια του πέφτουν και δεν φροντίζονται γιατί δεν έχει πρόσβαση σε
βασικές ιατρικές υπηρεσίες.
Η
συνεχής ενασχόληση με την αναζήτηση για την κάλυψη βασικών αναγκών, δεν
αφήνει χρόνο για πνευματική καλλιέργεια ή σκέψη για άλλα θέματα. Έτσι,
αναγκαστικά υπάρχει και μία έκπτωση στο γνωστικό επίπεδο.
Από την άλλη, η κοινωνία συνεχώς τονίζει την κοινωνική ανισότητα, ακόμη και οι ίδιοι οι θεσμοί των πιο ανεπτυγμένων χωρών.
Έτσι,
οι ατελείωτες ουρές στα συσίτια, στα γραφεία αλλοδαπών για την ανανέωση
της άδειας παραμονής, σε οργανισμούς πρόνοιας καταδεικνύουν την απουσία
σεβασμού της κοινωνίας προς τους φτωχούς. Η αναμονή είναι ένα από τα
πολλά δείγματα εξουσίας καθώς δεν αναγνωρίζεται ότι ο χρόνος αυτού που
περιμένει έχει αξία.
Ασπίδα
ενάντια στη μιζέρια είναι ένα ισχυρό εγώ. Ένα ισχυρό εγώ δεν θα καμφθεί
εύκολα στην αναμέτρησή του με το βλέμμα του άλλου. Η ταυτότητα του στην
κρίση αυτή δεν θα υποστεί σημαντικές αλλοιώσεις. Θα αποφευχθεί η ψυχική
αναπηρία αφού η παθητικότητα δεν θα βρει έδαφος για να εγκατασταθεί.
Δεν θα σταματήσει η ελπίδα κι άρα ούτε η δράση για τη βελτίωση των
συνθηκών ζωής. Το βλέπουμε συχνά στις θεραπείες, όπου μέσα σε καιρούς
ανεργίας και οικονομικής κρίσης τα μέλη των ομάδων καταφέρνουν να
βρίσκουν δουλειά και όσο περισσότερο έχουν ενδυναμωθεί ψυχικά, τόσο
περισσότερο οι δουλειές που βρίσκουν είναι αξιόλογες.
Για
το λόγο αυτό είναι απαραίτητη η διάσωση των δημοσίων δομών που παρέχουν
ψυχοθεραπευτικές υπηρεσίες στους μη έχοντες. Μπορούν κι αυτές με τον
τρόπο τους να βοηθήσουν στην ανάκαμψη της οικονομίας ζωντανεύοντας την
ελπίδα των απελπισμένων. Αλλά και οι ιδιώτες, όσοι μπορούμε, νομίζω ότι
έχει έρθει ο καιρός να διαθέσουμε κάποιες λίγες ώρες από το εβδομαδιαίο
πρόγραμμά μας σε εθελοντική εργασία με άτομα που κινδυνεύουν να
εγκλωβιστούν στη μιζέρια.