Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Η πιο απλή στρατηγική forex (αγορά συναλλάγματος) για καθημερινό εισόδημα




του Βελίκη Γιάννη

Οι αγορές συχνά βιώνουν μια  μεγάλη, ομαλή ανοδική ώθηση που στιγματίζεται από βίαιες επαναφορές, και αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, ειδικά όταν έχουμε να εμβαθύνει τη δυναμική της αγοράς.
Η πιο απλή και κερδοφόρος στρατηγική για να έχουμε ένα μόνιμο καθημερινό εισόδημα από τις αγορές συναλλάγματος είναι η εξής:
Χρησιμοποιούμε ένα απλό κινούμενο μέσο όρο (SMA) και το δείκτη σχετικής δύναμης (RSI), και τα δυο περίοδο 20 κεριών.
Είναι πιο αποτελεσματικό ζεύγη και διασταυρώσεις νομισμάτων συναλλάγματος (για παράδειγμα, EUR / JPY, AUD / JPY, EUR / USD, AUD / USD, EUR / NZD, EUR / CAD, GBP / USD, GBP, CHF).
Εμπορευτείτε σε ωριαία διαγράμματα (1H).
Οι κανόνες είναι απλοί: Αγοράστε (BUY), όταν η τιμή είναι πάνω από την SMA και ο RSI είναι άνω των 60.
Πουλήστε (SELL) όταν η τιμή είναι κάτω από την SMA και ο RSI είναι κάτω από 40.
Διατηρήστε ένα το stop loss 90 pips από την τιμή εισόδου. Πάρτε κέρδη 180 pips από την τιμή εισόδου.
Τέλος, εάν η θέση δεν έχει κλείσει μέσα σε 48 ώρες, κλείστε τη χειροκίνητα.

Περισσότερες πληροφορίες:

Ξεκινήστε με τον καλύτερο παγκόσμιο Broker που σας υποστηρίζει στα πάντα και στα Ελληνικά

http://clicks.pipaffiliates.com/afs/come.php?id=34&cid=9139&ctgid=16&atype=1









ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: 
ΑΠΟΛΥΣΤΕ ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΣΑΣ

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

Η ανάγκη για κοινωνική δύναμη

του Γιάννη Βελίκη

Μια κοινωνία εξελιγμένων όντων, όπως είναι οι κοινωνίες των θηλαστικών και των ανθρώπων, δεν μπορεί ποτέ να είναι ισότιμη! Δεν μπορεί ποτέ με άλλα λόγια, όλα τα μέλη της να χαίρουν ίση ηθική αξία, κύρος, δικαιώματα, υποχρεώσεις και αξία. Ο λόγος είναι ότι η εξέλιξη του κάθε μέλους είναι πάντα διαφορετική από των άλλων, γεγονός που τους τοποθετεί αυτόματα σε ιεραρχία, δηλαδή άλλους ψηλότερα και άλλους χαμηλότερα. Είτε η ιεραρχία έχει βάση της τη φυσική δύναμη και την ικανότητα της πάλης (όπως στις κοινωνίες των λιονταριών), είτε έχει βάση της την οικονομική ισχύ ή τη μόρφωση, τα άτομα κατατάσσονται σε ιεραρχία και χαίρουν εκτίμηση ανάλογη με τη θέση τους!
Τα περισσότερα κοινωνικά «πειράματα» για την επίτευξη μια ισότιμης κοινωνίας απέτυχαν: και οι θρησκευτικές κοινότητες (είναι εξαίρεση η ισότιμη διαβίωση σε ορισμένα μοναστήρια ή απομονωμένες θρησκευτικές ομάδες) και ο κομμουνισμός, και οι κοινότητες των χίπις. Και ακόμη και εκεί που πέτυχαν, αναμένουμε ότι με το χρόνο θα διαβρωθούν… Γιατί; Γιατί, η Ιστορία δείχνει ότι διαχρονικά οι άνθρωποι διψούν για κοινωνική κύρος /δύναμη, με σκοπό να γίνουν ιεραρχικά δυνατότεροι από τους ομοίους τους! Καλώς ή κακώς, η δίψα για κοινωνική δύναμη είναι από τις σπουδαιότερες ψυχολογικές ανάγκες των ανθρώπων!

Ορισμοί του κοινωνικού κύρους




Ως κοινωνικό κύρος ή στάτους ή δύναμη μπορεί να οριστεί ο βαθμός τιμής ή πρεστίζ που αποδίδεται στο μέλος μιας κοινωνίας. Οι περισσότερες κοινωνίες διαρθρώνονται μέσα από κοινωνικές ιεραρχίες όπου άλλοι βρίσκονται σε ισχυρές – υψηλές και άλλοι σε χαμηλές κοινωνικές θέσεις.

Όταν ένα άτομο έχει μεγάλη κοινωνική δύναμη, οι συμπεριφορές, οι σκέψεις και τα λόγια του έχουν επίσης μεγάλη επιρροή. Το αντίθετο συμβαίνει για τα άτομα με χαμηλό κοινωνικό κύρος. Όχι μόνο δεν επηρεάζουν παρά ελάχιστους, αλλά το είναι και περισσότερο επιρρεπείς σε εκδηλώσεις βίας, ψυχικές διαταραχές και χρήση ναρκωτικών ουσιών. Σε πολλά ψυχολογικά πειράματα αποδείχτηκε ότι όταν ένα άτομο τεθεί σε χαμηλή ιεραρχική θέση στην ομάδα του, αυξάνεται η πιθανότητα εκδήλωσης από μέρους του η πιθανότητα εκδήλωσης επιθετικής συμπεριφοράς.

Τα άτομα με μεγαλύτερη κοινωνική δύναμη έχουν κατά κανόνα πρόσβαση σε καλύτερες κοινωνικές παροχές όπως π.χ. περίθαλψη, και πετυχαίνουν καλύτερη επαγγελματική αποκατάσταση. Αυτή η ανισότητα σε εξουσία και πόρους δεν γίνεται συχνά συνειδητή στις χαμηλές κοινωνικές ομάδες. Στις δε περιπτώσεις που αυτό αναγνωρίζεται, τα μέλη των κατώτερων ομάδων διεκδικούν κοινωνικές αλλαγές και αρχίζουν οι κοινωνικές συγκρούσεις.

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι το κοινωνικό κύρος δεν έχει σχέση μόνο με τα αποκτήματα και το εισόδημα κάποιου. Το ποιός έχει δικαίωμα να «μιλάει» και να επηρεάζει με τους λόγους του ή τις πράξεις του τους άλλους είναι αιτία συνεχούς διαμάχης στον καθημερινό κοινωνικό στίβο. Έτσι πολλές από τις κοινωνικές συγκρούσεις μπορεί να μεταφραστούν ως πάλη μεταξύ διαφορετικών ομάδων για την υπερίσχυση των αξιών στις οποίες πιστεύει η κάθε μία από αυτές.

Έτσι, το πιο φυσικό είναι το να θέλουν οι κατώτερες σε κοινωνικό κύρος ομάδες να «ανέβουν» και οι ανώτερες να θέλουν να παραμείνουν στην υψηλή τους θέση. Το αποτέλεσμα είναι να μην αλλάζει ποτέ η ιεραρχία της κοινωνίας: πάντα κάποιοι θα είναι «πάνω» και κάποιοι άλλοι «κάτω». Αυτό που αλλάζει είναι το ποιά ομάδα θα είναι κάθε φορά πάνω και ποιά κάτω.

Ο νομπελίστας οικονομολόγος John Harsanyi κάποτε είπε «πέρα από την οικονομική κατάσταση, το κοινωνικό στάτους φαίνεται να είναι το πιο σημαντικό συστατικό της κοινωνικής συμπεριφοράς». Ή όπως έγραφε ο νευροεπιστήμονας Michael Gazzaniga «όταν ξυπνάς το πρωί, δεν σκέφτεσαι τρίγωνα και τετράγωνα και άλλα τέτοια θέματα με τα οποία ασχολούνται οι ψυχολόγοι τα τελευταία 100 χρόνια. Σκέφτεσαι μόνο τη δύναμη. Σκέφτεσαι μόνο τη θέση σου απέναντι στους υπολοίπους της ομάδας σου». Αυτό φαίνεται να ισχύει ειδικά σήμερα, που η κοινωνική διαστρωμάτωση είναι τόσο μεγάλη και πολύπλοκη που δεν έχει ξαναυπάρξει ποτέ ξανά στον κόσμο.

Κοινωνικό στάτους θα πει βασικά το πόση δύναμη έχεις. Όποιος έχει κοινωνική δύναμη μπορεί να επηρεάζει περισσότερο τα πράγματα (συνήθως προς συμφέρον του). Όλες οι κοινωνίες έχουν φτιάξει κοινωνική ιεράρχηση σύμφωνα με την οποία οι πληθυσμοί τους και οι κοινωνικές τους ομάδες κατατάσσονται σε συγκεκριμένη θέση στην κοινωνική ιεραρχία.

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά συστήματα με πολύ έντονη κοινωνική ιεραρχία όπου δεν επιτρέπεται η αλλαγή κοινωνικής θέσης είναι αυτό της Ινδίας. Με το σύστημα των καστών, κάποιος θα πρέπει να ζήσει, να παντρευτεί και να εργαστεί μόνο σύμφωνα με τα δικαιώματα που απορρέουν από την κάστα του, και σε καμία περίπτωση κάτι άλλο. Στην Αγγλία, αντίστοιχα, όταν κάποιος γεννηθεί με έναν τίτλο ευγένειας, συνήθως δεν πρόκειται ποτέ να τον χάσει. Στις πιο «χαλαρές» κοινωνίες του δυτικού κόσμου, η κοινωνική θέση μπορεί να ανεβεί με συγκεκριμένα προσόντα και δεξιότητες (π.χ. πτυχία, επαγγελματική επιτυχία κ.λπ.).

Όπως αναφέρει ο Anderson « ένας από τους πιο σημαντικούς στόχους στην κοινωνική ζωή είναι η επίτευξη κοινωνικής θέσης στις ομάδες όπου ανήκουμε». Τέτοιο κύρος προκύπτει από την ποσότητα σεβασμού, επιρροής και σπουδαιότητα που έχει ο καθένας στα μάτια των άλλων. Οι τρόποι με τους οποίους επιχειρούμε να παρουσιάσουμε τους εαυτούς μας στους άλλους, δίνουν αμέσως την εντύπωση του σε ποιά κοινωνική θέση ανήκουμε.

Το άτομο καταλαμβάνει συγκεκριμένη θέση σε κάθε ομάδα που συμμετέχει και στην κοινωνία γενικότερα. Ανάλογα με την κοινωνική του θέση κατέχει περισσότερη ή λιγότερη εξουσία / δύναμη, υποχρεώσεις και δικαιώματα σε σχέση με τους άλλους. Οι κοινωνικές θέσεις αποδίδονται στα άτομα με βάση τα κοινωνικά τους χαρακτηριστικά, είτε από τη γέννηση τους (οι κάστες στην Ινδία) ή με βάση τα ατομικά προσόντα των ατόμων.

Η συμπεριφορά που οφείλει να έχει το άτομο, επειδή κατέχει μια θέση σε μια κοινωνική ομάδα, προσδιορίζει τον κοινωνικό του ρόλο. Κάθε θέση συνδέεται με ρόλους και τις αντίστοιχες υποχρεώσεις και δικαιώματα. Οι κοινωνικοί ρόλοι προσδιορίζονται από συγκεκριμένους κοινωνικούς κανόνες που καθορίζουν τη συμπεριφορά των ατόμων. Κάθε άτομο προσαρμόζει τη συμπεριφορά του για κάθε ρόλο στη δική του προσωπικότητα.

Η ελευθερία προσαρμογής του κοινωνικού ρόλου στην προσωπικότητα του ατόμου εξαρτάται από την κοινωνία στην οποία ζει. Το άτομο ασκεί πολλούς κοινωνικούς ρόλους ταυτόχρονα. Οι υποχρεώσεις που συνεπάγεται ένας ρόλος μπορεί να έρχονται σε σύγκρουση με τις υποχρεώσεις ενός άλλου ρόλου.

Οι κοινωνικοί κανόνες είναι πρότυπα συμπεριφοράς που διαμορφώνονται με βάση τις κοινωνικές αξίες κάθε κοινωνίας ή κοινωνικής ομάδας. Οι γενικοί κανόνες αφορούν στο κοινωνικό σύνολο, ενώ οι ειδικοί αφορούν στις επιμέρους κοινωνικές ομάδες. Οι αυστηροί κανόνες προβλέπουν ποινές σε όσους τους παραβαίνουν ενώ οι ελαστικοί αφήνουν περιθώρια ελευθερίας. Ο τυπικοί είναι οι γραπτοί νόμοι του κράτους, ενώ οι άτυποι αφορούν σε άγραφα έθιμα και συνήθειες.

Η κοινωνική ανισότητα επικρατεί σε κάθε κοινωνία, εφόσον τα άτομα δεν διαθέτουν τα ίδια κοινωνικά χαρακτηριστικά. Κοινωνική κινητικότητα είναι η δυνατότητα μετακίνησης ενός ατόμου από μια κοινωνική τάξη σε μία άλλη. Η θέση που καταλαμβάνει κανείς στην κοινωνική ιεραρχία έχει απασχολήσει την επιστημονική κοινότητα και είναι πιθανόν, εκτός των άλλων, να οφείλεται και στα γονίδια. Μια έρευνα από τη Χαϊλαν Χου που προσέθεσε γονίδιο σε ποντίκια με το οποίο αυξάνοντας οι συνάψεις και η δραστηριότητα του προμετωπιαίου εγκεφαλικού τους λοβού τα έκανε ηγέτες, ενώ η προσθήκη ενός άλλου γονιδίου που μείωνε τις συνάψεις και τη δραστηριότητα του προμετωπιαίου λοβού τα έκανε υποτελή. Άλλες έρευνες βρήκαν ότι οι κοινωνίες δίνουν μεγαλύτερο στάτους σε αυτούς που δωρίζουν περισσότερο από τα χρήματα τους σε κοινά ταμεία και σε αυτούς που θυσιάζουν τα ατομικά τους ενδιαφέροντα για το κοινό καλό. Βέβαια αυτό συμβαίνει μόνο αν αυτοί οι άνθρωποι συνδέονται και είναι μέλη της κοινότητας. Αν δεν ανήκουν στην ομάδα δεν αυξάνεται το κύρος τους. Από την άλλη, άτομα με υψηλότατο κύρος μπορεί να κάνουν τις πιο ανήθικες πράξεις, θεωρώντας ότι έχουν αυτό το δικαίωμα λόγω της πολύ υψηλής τους θέσης.

Τα οικονομικά του κοινωνικού στάτους




Σε ένα πολύ διαφωτιστικό άρθρο, ο Kevin Simler, πραγματεύεται το κοινωνικό στάτους (ή κύρος ή δύναμη) σα να ήταν ένας τραπεζικός λογαριασμός στον οποίο κάνουμε καταθέσεις και αναλήψεις και συνεπώς άλλοτε αυξάνεται και άλλοτε μειώνεται.

Για τον Simler, το κοινωνικό στάτους είναι κάτι το ευμετάβλητο, το οποίο μπορούμε να ανταλλάξουμε για χρήματα, χάρες, σεξ, πληροφορίες ή το ανάποδο! Οι καθημερινές μας ζωές χαρακτηρίζονται από μικρά κέρδη και μικρές απώλειες της κοινωνικής μας δύναμης.

Το στάτους ζει στα μυαλά των μελών μιας κοινότητας και πιο συγκεκριμένα το στάτους του καθενός μέλους ζει στα μυαλά των υπολοίπων μελών της κοινότητας του.

«Πουλάμε» το στάτους μας για να μας κάνουν χάρες και κάνουμε χάρες σε άλλους για να «αγοράσουμε» στάτους. Ακόμη και οι λέξεις «παρακαλώ» και «ευχαριστώ» που χρησιμοποιούμε, δεν κάνουμε τίποτα άλλο από το να αυξάνουμε το κύρος του ανθρώπου στον οποίο απευθυνόμαστε με σκοπό να σχηματίσει για εμάς μια θετικότερη εικόνα. Αντίστοιχα, όταν τα συναισθήματα μας μάς πληροφορήσουν ότι κάποιος μας «έκλεψε» κοινωνικό στάτους, τότε αντιλαμβανόμαστε αυτόν που μας το έκανε με αρνητικό τρόπο. Φυσικά, όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι ή σε σύγκριση με κάποιον που έχει μεγαλύτερο στάτους μπορεί να νιώσουμε ασήμαντοι (και επομένως αρνητικά), ενώ το αντίθετο μπορεί να συμβεί όταν συγκριθούμε με κάποιον που έχει μικρότερη κοινωνική δύναμη από εμάς. Ένας από τους πιο συνηθισμένους και ανώδυνους τρόπους προκειμένου να μειώσουμε τη δύναμη των ισχυρών της κοινωνίας μας απέναντι μας είναι το κουτσομπολιό. Κουτσομπολεύοντας τις αδυναμίες κάποιου αστέρα της τηλεόρασης ( το βάρος του, τη σεξουαλική του ταυτότητα, τη σύντροφο του) νιώθουμε αμέσως δυνατότεροι και μηδενίζεται το αρνητικό μας συναίσθημα όταν συγκρινόμαστε μαζί του. Βεβαίως υπάρχουν και οι άνθρωποι που δίπλα σε άτομα με κύρος νιώθουν σημαντικότεροι και πιο ασφαλείς, και επομένως η διαχείριση του κύρους εξαρτάται από πολλά προσωπικά και ιδιοσυγκρασιακά στοιχεία.

Το κοινωνικό στάτους, τέλος, δεν αναφέρεται μόνο σε άτομα που το κατέχουν και το διαχειρίζονται, αλλά και σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες, έθνη, ή φυλές. Είναι ευνόητο ότι οι ανώτερες κοινωνικές ομάδες (π.χ. εύποροι, λευκοί, υπήκοοι ισχυρών κρατών) χρησιμοποιούν τη δύναμη τους για να μην επιτρέψουν στις κατώτερες κοινωνικές ομάδες να αποκτήσουν κύρος και αυτό το κάνουν με κοινωνικούς αποκλεισμούς, στιγματισμό, καλλιέργεια στερεοτύπων κ.λπ.

Οι τρόποι με τους οποίους διαχειριζόμαστε καθημερινά την κοινωνική μας δύναμη είναι πολυποίκιλοι. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:

Ένα μέρος των χρημάτων μας (για μερικούς ένα μεγάλο μέρος) δαπανώνται για την ενίσχυση του κοινωνικού μας πρεστίζ! Τί άλλο κάνουμε, αλήθεια, όταν αγοράζουμε καινούργιο πολυτελές αυτοκίνητο, ακριβά ρούχα, εξοχικό ή γιότ; Όταν από την άλλη αποφασίζουμε να πάμε διακοπές στο Μαϊάμι, το κάνουμε για να εξερευνήσουμε το μέρος, ή για να το πούμε αργότερα στους γείτονες μας να ζηλέψουνε; Για τον ίδιο λόγο, συνήθως, δεν αγοράζουμε και σκύλο ράτσας αντί να περιθάλψουμε ένα σκυλάκι των δρόμων;

Συνήθως οι περισσότερες ενέργειες των ανθρώπων αποβλέπουν στην αύξηση του κοινωνικού πρεστίζ! Σπουδάζουμε και δαπανούμε χρόνο και χρήμα στην απόκτηση ενός πτυχίου με την ελπίδα αυτό να μας εξασφαλίσει ένα επάγγελμα υψηλού κοινωνικού κύρους (γιατρός, δικηγόρος κ.λπ.). Αν το επάγγελμα κάποιου δεν βοηθά στην αύξηση της κοινωνικής του δύναμης δημιουργείται μεγάλο πρόβλημα σε αυτόν που θέλει να συνεχίσει να το ασκεί. Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι ένας πτυχιούχος μαθηματικός έχει τελειώσει τις μεταπτυχιακές του σπουδές, βραβεύεται στην επιστήμη του, δημοσιεύει εργασίες σε επιστημονικά περιοδικά, αλλά παρά την αναγνώριση του επιστημονικού του έργου παραμένει άνεργος. Για χαρτζιλίκι μπορεί να παραδίδει και κάποια ιδιαίτερα μαθήματα. Το κύρος που αυτός ο άνθρωπος έχει στο χωριό του, ένα χωριό π.χ. στην Ήπειρο, θα είναι μηδαμινό. Πρώτον γιατί κανείς δεν καταλαβαίνει τι θα πει «ανώτερα μαθηματικά» και δεύτερον διότι δεν έχει εισοδήματα, κάτι που σημαίνει κοινωνική αποτυχία. Αν όμως, αντί για τις περγαμηνές στις σπουδές του, εμφανιζόταν στο χωριό του να οδηγεί μια Mercedes, τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά γι’ αυτόν… Η Mercedes, σύμβολο ευμάρειας και ανωτερότητας της κοινωνικής τάξης του κατόχου της, θα «χτυπούσε στο μάτι» πολύ περισσότερο από τα μεταπτυχιακά, τις βραβεύσεις και την επιστημονική αναγνώριση.

Το πού θα πάμε διακοπές, είναι ένα επίσης τρανταχτό παράδειγμα του πώς επιχειρούμε μέσω του ταξιδιού μας να αυξήσουμε την κοινωνική μας δύναμη. Οι περισσότεροι θέλουν να ταξιδέψουν σε μέρη που ακούγονται εξωτικά ή συμβολίζουν πλούτο ή κουλτούρα. Π.χ. Σεϋχέλλες, Ταϊλανδή, Παρίσι, Ρώμη, Βερολίνο Νέα Υόρκη. Το ίδιο ισχύει και για μέρη της χώρας μας: Μύκονος, Σαντορίνη, Ρόδος, Κρήτη, Κέρκυρα. Μπορεί μια παραλία του Πηλίου ή της Ξάνθης να είναι ισάξια με τις προαναφερόμενες. Δεν έχει όμως την ίδια δύναμη. Εντελώς αλλιώς θα ακουστεί η Μύκονος από το Χορευτό Πηλίου ή τα Μάγγανα της Ξάνθης.

Το ανάλογο συμβαίνει για όλα αυτά που κάνουμε καθημερινά: το σχολείο που πηγαίνουν τα παιδιά μας, το μαγαζί που διασκεδάζουμε το Σαββατόβραδο, το εμπορικό κέντρο που αγοράζουμε τα ρούχα μας, η περιοχή που είναι το σπίτι μας, η μάρκα του αυτοκινήτου μας, η δουλειά που κάνουμε, τα χόμπι που έχουμε, οι σύλλογοι που ανήκουμε, οι συναυλίες και τα θεατρικά που παρακολουθούμε, το μαύρισμα του δέρματος μας το καλοκαίρι, κ.ο.κ. όλα μπαίνουν στο χρηματιστήριο της κοινωνικής δύναμης μας και προσθέτουν ή αφαιρούν πόντους από τη συνολική μας εικόνα.

Ο ιστορικός πολιτικός Ανδρέας Παπανδρέου όταν ρωτήθηκε σε συνέντευξη σχετικά με το τί άφησε στα παιδιά του σαν κληρονομιά, είπε ότι τους άφησε τις σπουδές τους και το όνομα του (δηλ. το κοινωνικό του κύρος).

Το κοινωνικό στάτους μπορεί και να χαθεί πρόσκαιρα ή μόνιμα: ένα τέτοιο παράδειγμα μπορούμε να βρούμε στους τραγουδιστές της Ελλάδος που δοκίμασαν την τύχη τους στην Eurovision και απέτυχαν (η τελική βαθμολόγηση τους ήταν πολύ κακή). Παρά την πρότερη φήμη που απολάμβαναν, η αποτυχία στη Eurovision παρέσυρε προς τα κάτω όλη την προηγούμενη καλή τους εικόνα.

Τα καλλιστεία, τα τηλεπαιχνίδια, τα ριάλιτι κ.λπ. εκμεταλλεύονται κατά κόρον την επιθυμία των ανθρώπων να αποκτήσουν κοινωνική αναγνωρισιμότητα και επομένως κοινωνικό στάτους.

Τα σύμβολά του κύρους είναι συγκεκριμένα και εκτίθενται πάντα για τη δημιουργία συγκεκριμένων εντυπώσεων: ιδιαίτερα φουλάρια, παράξενα χτενίσματα, εκκεντρικά ρούχα, έντονα κοσμήματα, υπεροπτικό ύφος. Όλα αυτά θα μπορούσαν να κάνουν κάποιον να μοιάζει διαφορετικός: ή προς το ένα άκρο (αυτό της τρέλας) ή προς το άλλο άκρο (αυτό του υψηλού κοινωνικού στάτους). Το πώς θα κατηγοριοποιηθεί κανείς τελικά εξαρτάται από το υπόλοιπο υπόβαθρο του. Αν ο εκκεντρικά ντυμένος είναι γνωστός πλούσιος, καλλιτέχνης, ή επιτυχημένος επιχειρηματίας, για παράδειγμα, το εκκεντρικό του ντύσιμο θα ενισχύσει την κοινωνική του εικόνα. Σε έναν άσημο και φτωχό, από την άλλη, ένα εκκεντρικό ντύσιμο θα προκαλούσε μάλλον δυσμενή σχόλια.



Κοινωνική Νοημοσύνη


(αφιερωμένο στην κυρία Μαριάννα Βαρδινογιάννη, που συνδυάζει την απόλυτη οικονομική δύναμη με τη φροντίδα για τον πόνο του άλλου)

Το δίλημμα του κρατούμενου


Αν και δεν είναι αναμενόμενο σε πρώτη σκέψη, επιστημονικά έχει αποδειχθεί ότι οι άνθρωποι συνήθως λειτουργούν ανταγωνιστικά, παρόλο που το κοινό τους συμφέρον θα απαιτούσε να συνεργαστούν.

Σε άρθρο του Λεωνίδα Μανιάτη διαβάζουμε για τη νέα σύγκλιση βιολογίας και οικονομικών υποβοηθήθηκε από μια κοινή μεθοδολογία -τη θεωρία παιγνίων, την οποία εισήγαγε στη βιολογία ο John Maynard Smith.

Ιδού μια δραματοποιημένη εκδοχή ενός παιχνιδιού που έχει αποδειχθεί εξαιρετικά περιεκτικό σε πληροφορίες και για τις δύο επιστημονικές ειδικότητες, «το δίλημμα του κρατουμένου».

Δύο συνένοχοι οδηγούνται σε χωριστά κελιά και ανακρίνονται από την αστυνομία. Ο καθένας τους έρχεται αντιμέτωπος με ένα δίλημμα. Εάν και οι δύο ομολογήσουν, θα πάνε και οι δύο στη φυλακή για τρία χρόνια. Εάν και οι δύο μείνουν σιωπηλοί, θα πάνε στη φυλακή για ένα μόνο χρόνο, για κάποιο μικρότερο παράπτωμα το οποίο μπορεί να αποδείξει η αστυνομία. Αλλά εάν ο ένας ομολογήσει και ο άλλος δεν μιλήσει, ο προδότης θα αφεθεί ελεύθερος κατόπιν συμφωνίας με την αστυνομία, ενώ αυτός που έμεινε πιστός στην συνεργασία τους θα πάει φυλακή για πέντε χρόνια.

Υποθέτοντας ότι οι δύο κρατούμενοι δεν είχαν συζητήσει το δίλημμα πριν συλληφθούν, εμείς βλέπουμε ότι θα συνέφερε και τους δύο κρατουμένους να δράσουν αλτρουιστικά και να μείνουν πιστοί στη συνεργασία τους χωρίς να καρφώσουν ο ένας τον άλλο, γιατί έτσι θα πάνε από ένα μόνο χρόνο φυλακή ο καθένας.

Από τη μεριά του κάθε ενός κρατουμένου όμως, το δίλημμα τίθεται ως εξής: μπορώ να εμπιστευτώ το συνεργάτη μου ότι δεν θα μιλήσει; αν ναι, με συμφέρει να μιλήσω εγώ και να τον προδώσω, γιατί τότε δεν θα πάω καθόλου φυλακή. Αν όχι (οπότε θα με καρφώσει αυτός), με συμφέρει και πάλι να καρφώσω, ώστε τουλάχιστον να πάω μέσα τρία χρόνια και όχι πέντε.

Το αποτέλεσμα είναι ότι τελικά κατηγορούν έτσι ο ένας τον άλλο και πάνε από τρία χρόνια φυλακή, αντί για ένα που θα πήγαιναν εάν κανένας δε μιλούσε. Στη γλώσσα των παιγνίων, λέμε ότι ατομικά ορθολογικές στρατηγικές καταλήγουν σε ένα συλλογικά παράλογο αποτέλεσμα.

Η κοινωνική συνεργασία


Οι βιολόγοι ενδιαφέρονται για το δίλημμα του κρατουμένου ως ένα μοντέλο για την εξέλιξη της συνεργασίας. Υπό ποιες συνθήκες, αναρωτιώνται, θα συνέφερε ένα ζώο να αναπτύξει μια στρατηγική βασισμένη στη συνεργασία μάλλον παρά στην αποστασία;

Όταν δοκίμασαν το δίλημμα στην πράξη, βγήκαν πρωτότυπα συμπεράσματα. Εάν το παιχνίδι είναι ένα μόνο ανάμεσα σε μια μακρά σειρά, που πράγματι παίχτηκαν από φοιτητές, ερευνητές, ή υπολογιστές, για πόντους μάλλον παρά για χρόνια στη φυλακή, βρέθηκε ότι υπό τέτοιες περιστάσεις η καλύτερη ατομική στρατηγική είναι να συνεργαστείς στην πρώτη δίκη, και ύστερα να κάνεις ότι έκανε και ο άλλος την τελευταία φορά. Αυτή η στρατηγική έγινε γνωστή ως ο κανόνας της ανταπόδοσης (tit-for-tat, στα ελληνικά κάτι σαν «μία σου και μία μου», όχι με την αρνητική μόνο έννοια).

Η απειλή της αντεκδίκησης μειώνει κατά πολύ τα πιθανά κέρδη μιας αποστασίας. Ερευνητές που μελέτησαν αθλητικούς αγώνες, βρήκαν ότι δεν υπάρχει στρατηγική ικανή να χτυπήσει την tit-for-tat. Η στρατηγική tit-for-two-tats, δηλαδή να συνεχίσεις τη συνεργασία ακόμη και αν ο άλλος αποστατήσει μια φορά, αλλά όχι εάν αποστατήσει δεύτερη, είναι η μόνη που κάπως την πλησιάζει, αλλά ανάμεσα σε εκατοντάδες στρατηγικές που δοκιμάστηκαν, καμιά δεν δουλεύει καλύτερα. Έκτοτε οι βιολόγοι βρίσκουν τη στρατηγική να εφαρμόζεται σε ολόκληρο το ζωικό βασίλειο. Μία θηλυκή νυχτερίδα βαμπίρ θα προσφέρει αίμα (!) σε μια άλλη θηλυκιά, όχι όμως εάν η τελευταία της αρνήθηκε ανάλογη προσφορά στο παρελθόν.

Τέτοιες περιπτώσεις έχουν πείσει τους βιολόγους ότι η βάση της κοινωνικής ζωής σε ζώα όπως τα πρωτεύοντα και τα δελφίνια, είναι η αμοιβαιότητα. Οι μπαμπουίνοι και οι χιμπατζήδες θυμούνται περασμένες χάρες όταν έρχονται ο ένας σε βοήθεια του άλλου στους καυγάδες. Αλλά και οι άνθρωποι κάνουν το ίδιο. Βρέθηκε, για παράδειγμα, ότι μεταξύ των Ache της Παραγουάης, οι κυνηγοί που έπιασαν θήραμα μοιράζονται το κρέας με αυτούς που τους έχουν βοηθήσει στο παρελθόν ή είναι πιθανό να τους βοηθήσουν στο μέλλον.

Η συνέπεια αυτών των ερευνών είναι ότι όπου η συνεργασία μεταξύ ατόμων πράγματι αναπτύσσεται, υπερνικώντας το δίλημμα του κρατουμένου, το κάνει με τη στρατηγική της ανταπόδοσης. Μια προσεκτική ανταλλαγή εξυπηρετήσεων, επιτρέπει να χτιστεί εμπιστοσύνη πάνω σε μια σκαλωσιά ατομικών αμοιβών. Το συμπέρασμα της βιολογίας, με άλλα λόγια, είναι ελπιδοφόρο: Η συνεργασία μπορεί πράγματι να αναδυθεί φυσιολογικά. Το συλλογικό συμφέρον μπορεί να εξυπηρετηθεί από την επιδίωξη των εγωιστικών συμφερόντων.

Όπως λοιπόν δείχνουν περιπτώσεις όπως της Βαλέντσια, όπου το πρόβλημα των κοινωνικών αγαθών έχει λυθεί, η απάντηση δεν είναι ούτε η ιδιωτικοποίηση ούτε ο συγκεντρωτισμός. Οι ντόπιοι μπορούν και πράγματι λύνουν τα προβλήματά τους από κοινού, στο βαθμό που η κοινότητα παραμένει μικρή, σταθερή, με ανοιχτές γραμμές επικοινωνίας, και έχει ένα ισχυρό ενδιαφέρον για το μέλλον.

Μεταξύ των παραδειγμάτων που αναφέρονται είναι και μια μικρή κοινότητα ψαράδων στο Alanya της Τουρκίας. Τη δεκαετία του '70 οι ντόπιοι ψαράδες έπεσαν στη συνήθη παγίδα της υπεραλίευσης, της διαμάχης και της πιθανής εξάντλησης των φυσικών πόρων. Αλλά τότε ανάπτυξαν ένα ευφυές και πολύπλοκο σύστημα κανόνων, με το οποίο σε κάθε ψαρότοπο επιτρέπεται ένας μόνο ψαράς κυκλικά, ανάλογα με τις εποχές. Τους κανόνες επιβάλλουν οι ψαράδες από μόνοι τους, αν και η κυβέρνηση αναγνωρίζει το σύστημα με νόμο.

Στη Βαλέντσια συμβαίνουν λίγο - πολύ τα ίδια. Τα άτομα γνωρίζονται μεταξύ τους και μπορούν γρήγορα να προσδιορίσουν τους κλέφτες. Επειδή το παιχνίδι παίζεται ξανά και ξανά, κάθε απατεώνας διακινδυνεύει οστρακισμό και κυρώσεις στον επόμενο γύρο. Έτσι μια μικρή, σταθερή κοινότητα, που αλληλεπιδρά επαναλαμβανόμενες φορές, μπορεί να βρει τρόπο να προωθήσει το κοινό συμφέρον -μεταβάλλοντας τους ιδιωτικούς υπολογισμούς.

Μερικοί βιολόγοι ισχυρίζονται ότι ακόμη και αρκετές μεγάλες ομάδες μπορούν να συνεργαστούν. Τα προβλήματα κοινών πόρων έχουν βαθιές ρίζες στη γενετική των φυτών και των ζώων. Για να λειτουργήσει ένας ανθρώπινος οργανισμός, 75.000 διαφορετικά γονίδια πρέπει να συνεργαστούν και να αντιμετωπίσουν τα γονίδια εισβολείς και γενικώς τα καταφέρνουν.

Η αντικοινωνική συμπεριφορά και η θεραπεία της


Τα κοινωνικά πειράματα που απέδειξαν ότι το βασικό μοντέλο της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι ο κανόνας της ανταπόδοσης (μία σου και μία μου), μας επιτρέπουν να δούμε την αντικοινωνική συμπεριφορά και από μια άλλη γωνία: ο αντικοινωνικός άνθρωπος είναι ένα άτομο, που στο παρελθόν έχει βιώσει πολλές απογοητεύσεις, ματαιώσεις και τραύματα και σήμερα «ανταποδίδει» αυτά που έχει ήδη «πάρει». Υπό αυτό το πρίσμα, αν σήμερα δεχτεί μια άλλη συμπεριφορά με θετικά στοιχεία (εμπιστοσύνη, αποδοχή, σεβασμό), είναι πολύ πιθανόν να «ανταποδώσει» αυτά τα νέα στοιχεία και να συμπεριφερθεί με αποδεκτό κοινωνικά τρόπο!

Η σκέψη αυτή δεν είναι ούτε πρωτότυπη ούτε καινούργια. Πολλοί ιερείς και ψυχολόγοι το έχουν αποδείξει αυτό δουλεύοντας σε ψυχιατρεία και φυλακές, όπου ένα μεγάλο ποσοστό τροφίμων (πρώην εγκληματιών) άλλαξαν συμπεριφορά προς το θετικότερο. Το ίδιο έχουν πετύχει και άλλοι φωτισμένοι άνθρωποι στη δουλειά τους με τσιγγάνους, ινδιάνους και άλλες κοινωνικά απομονωμένες ομάδες.

Σε θεωρητικό επίπεδο, την ανάγκη του κάθε ανθρώπου για θετική κοινωνική συμπεριφορά και πραγμάτωση του δυναμικού του, την περιέγραψε πρώτος ο Rogers, που αναγνώρισε ως θεμελιώδη τάση του ανθρώπινου οργανισμού την προσπάθεια του για βελτίωση με απώτερο σκοπό την αυτοπραγμάτωση. Αυτό είναι και το μοναδικό κίνητρο που προσδίδει ο Rogers στην ανθρώπινη φύση. Το άτομο, δεν αντιδρά παθητικά στο περιβάλλον αλλά προχωράει, με γνώμονα, σκοπό και κινητήρια δύναμη την τάση του να πραγματωθεί, να διατηρήσει και να επεκτείνει την εμπειρία του. Η τάση αυτή είναι έμφυτη και αν και δύναται να καταπιεστεί, δεν δύναται να καταστραφεί χωρίς την καταστροφή του οργανισμού. Ο Maddi (1996) το περιγράφει αυτό σαν μια «βιολογική πίεση για να ολοκληρωθεί το γενετικό σχέδιο δράσης. Ο κάθε άνθρωπος, έχει την θεμελιώδη εντολή να εξελίξει το δυναμικό του».

Ίσως η πιο σημαντική επιταγή της Παλαιάς Διαθήκης να ήταν το «οφθαλμός αντί οφθαλμού», και λογοτεχνικά να το διαβάσαμε στην πλήρη της έκφραση στο έργο «Κόμης του Μόντε Κρίστο» (γαλλ.: Le Comte de Monte-Cristo). Ωστόσο, οι μεγαλύτερες μορφές της ανθρώπινης Ιστορίας και της θρησκείας (Σωκράτης, Χριστός) έχουν υπερβεί την σκληρότητα και την εκδίκηση αυτού του κανόνα και θυσιάστηκαν για να αποδείξουν ότι υπάρχει πάντα και ο δρόμος της συγχώρεσης!

Η προέλευση της κοινωνικής δύναμης


Όλοι οι άνθρωποι, μηδενός εξαιρουμένου, επιθυμούν την κοινωνική δύναμη! Από τη στιγμή, που καμία κοινωνία δεν μπορεί για μεγάλο χρονικό διάστημα να είναι ισότιμη, θεωρητικά όλοι θα επιθυμούν να είναι στα υψηλά κλιμάκια αντί των χαμηλών. Απόδειξη η ψυχοπαθολογία και σωματική νόσος που αναπτύσσεται σε πολύ μεγαλύτερα ποσοστά στις χαμηλές κοινωνικά τάξεις και τους κοινωνικά αποκλεισμένους, και η αίσθηση απαξίωσης που νιώθουν σε κοινωνικά πειράματα τα υποκείμενα που τοποθετούνται σε χαμηλές θέσεις.

Ωστόσο, το να είναι κανείς σε υψηλή κοινωνική θέση με μεγάλη δύναμη αποτελεί τη μία όψη του νομίσματος: το πώς απέκτησε αυτή τη δύναμη είναι η άλλη!

Η κοινωνική δύναμη δεν είναι κάτι που υπάρχει κάπου σε αφθονία, όπως το οξυγόνο για παράδειγμα, το οποίο κάποιος αναπνέει και χρησιμοποιεί όσο θέλει. Η κοινωνική δύναμη είναι μοιρασμένη στα μέλη μιας κοινωνίας και για να την κερδίσει κάποιος απαιτείται να την «πάρει» από κάποιον άλλο. Συνεπώς, η απόκτηση της κοινωνικής δύναμης απαιτεί τη νικηφόρα μάχη έναντι άλλου ή άλλων. Το κρίσιμο ζήτημα είναι με ποιόν τρόπο μάχεται κάποιος προκειμένου να αποκτήσει κοινωνική δύναμη: με ηθικό, τίμιο και θεμιτό τρόπο, ή «πατά επί πτωμάτων» για να αποκτήσει αυτό που θέλει.

Καλώς ή κακώς, πολλά επιτίμα και σεβαστά μέλη της παγκόσμιας κοινότητας απέκτησαν τη δύναμη τους με αθέμιτα και παράνομα μέσα. Πολλά άτομα του λεγόμενου «καλού κόσμου» έχουν κάνει χρήματα με «κυβερνητικές χάρες», με «χαρισμένα δάνεια», με «ψεύτικους διορισμούς», και ακόμη χειρότερα εμπορευόμενοι την χειρουργική τους τεχνογνωσία, τη θέση τους στην εφορία, το τελωνείο, την πολεοδομία, και ακόμη πολύ χειρότερα και εγκληματικά πουλώντας ανθρώπους (trafficking) και ναρκωτικά!

Η κοινωνική δύναμη, για να είναι αποδεκτή, πρέπει να αποκτιέται και με νόμιμους και με κοινωνικά δίκαιους τρόπους (π.χ. νόμιμο εμπόριο). Και όπου έχει αποκτηθεί με παράνομους ή ανήθικους τρόπους θα πρέπει, αν μη τι άλλο, να μην αναγνωρίζεται!

Κοινωνική δύναμη και κοινωνική νοημοσύνη


Ίσως σχετικά με την κοινωνική δύναμη, ακόμη και από το πώς αποκτήθηκε, σημαντικότερο να είναι το πώς χρησιμοποιείται! Η πιο διαδεδομένη, και διαχρονικά πιο χρησιμοποιούμενη στρατηγική είναι το να χρησιμοποιείται, με τρόπο ώστε να αποκτήσει ο κάτοχος της κι άλλη δύναμη: ο πλούσιος προσπαθεί να γίνει πλουσιότερος, ο πατέρας προσπαθεί να προικίσει τα παιδιά του και να τα πείσει να συνεχίσουν την επιχείρηση του, ο πολιτικός να κάνει πολιτικούς τα τέκνα του, ο λευκός να μην αφήσει την εξουσία στους μαύρους, οι άντρες να μην δεχτούν στην κυβέρνηση γυναίκες κ.ο.κ.

Με όλες αυτές τις τόσο διαδεδομένες και γνωστές στρατηγικές, ο κόσμος μας είναι άνισος, άδικος, άρρωστος και αυτοκαταστροφικός (σε μερικές δεκαετίες η γη θα στερέψει από πόρους)!

Οι πλούσιοι και δυνατοί αυτού του κόσμου συνήθως περιχαρακώνουν τη δύναμη τους: μένουν σε απομονωμένα μέρη, με ψηλούς τοίχους και σεκιούριτι, κυκλοφορούν με μπράβους, κάνουν παρέες μόνο μεταξύ τους και πηγαίνουν διακοπές σε εξωτικά μέρη όπου η μόνη σύνδεση που έχουν με τους ντόπιους είναι ο ξεναγός.

Ωστόσο, όπως αποδεικνύουν οι ψυχολόγοι και περιγράφει πολύ διεξοδικά ο Daniel Goleman στο έργο του «Κοινωνική Νοημοσύνη», ο εγκέφαλος των ανθρώπων είναι κοινωνικός και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος αν είναι «αποστειρωμένος» από τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα. Η γνωστή χριστουγεννιάτικη ιστορία του Σκρουτζ που είναι πλούσιος και δυστυχισμένος και χαίρεται μόνο όταν αρχίζει να δίνει φαίνεται να λέει μια μεγάλη, παγκόσμια και διαχρονική αλήθεια: κανείς δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος αν δεν δίνει!

Άνθρωποι σαν τον ιδρυτή του facebook (χάρισε 2 δις δολάρια στους άστεγους), τον Hilton, τον Sting, τη Jolie, ή τη Μαριάννα Βαρδινογιάννη, ομολογούν ότι μόνο με την κοινωνική προσφορά τα λεφτά τους βρίσκουν τη θέση τους!

Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει: ο άνθρωπος έχει εγκεφαλικές δομές (π.χ. τους καθρεπτικούς νευρώνες  κ.α.), εξαιτίας των οποίων επηρεάζεται στο συναίσθημα του από το συναίσθημα του κοινωνικού του περιβάλλοντος. Συνεπώς, είναι προς συναισθηματικό συμφέρον του κάθε δυνατού, το να έχει ευχαριστημένους, ειλικρινείς και ευγνώμονες ανθρώπους γύρω του. Και αυτό μπορεί να το πετύχει μόνο με την κοινωνική προσφορά! Σε κάθε άλλη εγωιστικό τρόπο ζωής αναγκαστικά δυστυχεί ή αρρωσταίνει… Υπάρχουν δε πολλά παραδείγματα, όπου κάποιος εγωιστικά σκεπτόμενος άνθρωπος έζησε σε μια δική του «ψευδαισθητική» ευτυχία, αλλά δεν γλύτωσαν από τη δυστυχία και την αρρώστα τα παιδιά του.

Και φυσικά, το κύρος δεν έχει να κάνει μόνο με το χρήμα: κύρος και δύναμη έχει για το παιδί ο γονιός και ο δάσκαλος, για τον πιστό ο ιερέας, για τον πολίτη ο πολιτικός, για το φοιτητή ο καθηγητής, για τον τηλεθεατή ο δημοσιογράφος. Για όλους τους ανθρώπους με κοινωνική δύναμη ισχύει ο ίδιος κανόνας: αν η δύναμη δεν μοιράζεται και δεν προσφέρεται, στην αρχή δυστυχούν αυτοί που έχουν λιγότερη δύναμη και στο τέλος αυτός που έχει την περισσότερη.

Συμπερασματικά, η ανάγκη για κοινωνική δύναμη είναι μεγάλη, πανανθρώπινη και διαχρονική: το από πού όμως προέρχεται και ακόμη πιο σημαντικό, το πώς χρησιμοποιείται, καθορίζει την κοινωνική λειτουργικότητα και συνοχή και υγεία. Αξίες όπως η ηθική, η άμιλλα, και η επιμονή προκειμένου να αποκτηθεί η κοινωνική δύναμη, και η δικαιοσύνη, η γενναιοδωρία, η αλληλεγγύη και η προσφορά όταν αυτή η δύναμη αποκτηθεί είναι η μόνη δυνατότητα ώστε να υπάρξει μία ευτυχισμένη, υγιής και βιώσιμη κοινωνία στον ταλαιπωρημένο μας μικρό πλανήτη!

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Η θεωρία του Μπράβο!!

 της Βέτας Γεωργιάδου
 
Ποτέ δεν ήμουνα των πολλών επαίνων .Ούτε σαν μάνα, ούτε σαν δασκάλα.Αλλά ούτε ένιωθα άβολα με αυτό, παρόλο που ήμουν κόντρα σε αυτό που συνηθίζεται και έχει γίνει κατεστημένο στους γονείς, που είναι να μοιράζουν απερίσκεπτα τα μπράβο σε κάθε κατάσταση και σε κάθε ενέργεια του παιδιού.
Και  ήμουν έτσι ίσως, γιατί στη ζωή μου μέχρι να φτάσω στο όνειρο, ποτέ δεν πήρα πολλά μπράβο. Είναι ελάχιστες οι φορές, που θυμάμαι τους γονείς μου να μου λένε μπράβο στην παιδική μου ηλικία, γιατί  θεωρούσαν πολύ απλά,  ότι είναι αυτονόητο να δουλεύεις από πολύ μικρός και να είσαι υπεύθυνος για τον εαυτό σου και για τους άλλους γύρω σου.  Γυρνώντας πίσω στο χρόνο, τώρα που έφτασα  στη  δημιουργία του σχολείου που ονειρευόμουν, αντιλαμβάνομαι ότι ίσως αυτή εκπαίδευση μου με οδήγησε εδώ. Και αυτό γιατί  είχα να κάνω μόνο με τον εαυτό μου και τους στόχους μου και δεν επηρεαζόμουν από τις σκέψεις και τις αντιλήψεις των άλλων γύρω μου, οι οποίοι είχαν την άποψη ότι αυτό το εγχείρημα της ίδρυσης σχολείου ήταν επικίνδυνο για όλη την οικογένεια.
 Έτσι πιο πολύ από βίωμα λοιπόν  ήμουν φειδωλή στα μπράβο.  Και αυτό που έχω συνειδητοποιήσει  βαθιά σήμερα , κυρίως μέσα από την παρατήρηση  των ανθρώπων γύρω μου και ειδικά των παιδιών, είναι ότι  ο έπαινος  όταν δίνεται υπερβολικά αποπροσανατολίζει τον άνθρωπο από το στόχο του, που σημαίνει κάνω  πράγματα όχι για να πετύχω αυτό που θέλω και έχω επιλέξει για τον εαυτό μου, αλλά για να πάρω το μπράβο. Στην αρχή από το γονιό, το δάσκαλο, το φίλο και μετά από τον προϊστάμενο, τον εργοδότη, τον πολιτικό κ.α.Και έτσι χάνει ο άνθρωπος τον εαυτό του.
 Όταν λέμε μπράβο σε ένα  παιδί για τα αυτονόητα π.χ. γιατί έφαγε μόνο του, γιατί πήγε στην τουαλέτα, γιατί πέταξε τα σκουπίδια στον κάδο ,τότε παύουν να είναι αυτονόητα. Το παιδί το ενισχύουμε μέσα από ενέργειες, που του δίνουν τη δυνατότητα να προσπαθήσει πολλές φορές μέχρι να  πετύχει το στόχο του. Του δίνουμε το χρόνο και το χώρο που χρειάζεται και λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη τις ανάγκες της κάθε ηλικίας. Το σεβόμαστε μέσα από τη γνώση για το τι χρειάζεται σε κάθε στάδιο ανάπτυξης  του  και αυτό μπορούμε να το κάνουμε απλά παρατηρώντας το. Και όχι μπιμπερό, τάισμα και αλεσμένη τροφή ,πάνα , αγκαλιά ή καρότσι κ.α μέχρι ηλικίες που θα έπρεπε να τα  κάνει  με άλλον τρόπο και μόνο του. Το παιδί μας οδηγεί, αρκεί εμείς να έχουμε καθαρή  ματιά για να το δούμε.
Δε λες σε κάποιον μπράβο,γιατί αναπνέει και ικανοποιεί τις ανάγκες του(τρώει μόνος του, πλένει τα χέρια του κ.α.), καθώς  έτσι  του περνάς το μήνυμα ότι θα μπορούσε και να μην το κάνει. Όταν το παιδί μας δείχνει τη ζωγραφιά του  αυτό που ζητάει από εμάς δεν είναι να του πούμε μπράβο και ουσιαστικά να το ξεφορτωθούμε.  Είναι γιατί μέσα από αυτή την έκφραση (τη ζωγραφική) θέλει να επικοινωνήσει μαζί μας σε βαθύτερο επίπεδο, που σημαίνει  ότι  κάνουμε συζήτηση πάνω σε αυτό που εξέφρασε ανάλογα με την ηλικία και το επίπεδό του(π.χ τι είναι ,πως το σκέφτηκε και το φαντάστηκε, γιατί  χρησιμοποίησε αυτά τα χρώματα, τι άλλο θα μπορούσε να κάνει , τι νιώθει κ.α.).
Η φύση είναι δίκαιη και ειλικρινής και γιαυτό είναι η καλύτερη  δασκάλα, γιατί όταν το παιδί φτάνει τελικά να σκαρφαλώσει στο δέντρο , η φύση δε θα του πει μπράβο που τα κατάφερες. Την ικανοποίηση θα την πάρει από την πράξη του και αυτό το κάνει δυνατό, γιατί στηρίζεται στον εαυτό του και τα κίνητρα του είναι εσωτερικά. Γιατί όσες φορές απέτυχε στις προσπάθειες που έκανε, κανείς δε το έκρινε, κανείς δεν του  είπε  προσπάθησε ξανά ή όχι, μπορείς ή δεν μπορείς, είναι επικίνδυνο ή δεν είναι κ.α. κανείς δεν το ενίσχυσε ή το αποθάρρυνε, οπότε όταν έφτασε  στην τελική επιτυχία ήταν γιατί το θέλησε πολύ και γιατί  εμπιστεύτηκε τον εαυτό του.

.
 Ο Γιώργος, ένα από τα παιδιά  που είχα στο Καζαβήτι της Θάσου( 10 μέρες χωρίς γονείς μέσα στο δάσος),  η προσπάθεια και ο πόθος του όλες τις μέρες, ήταν να ανέβει στο μεγάλο πλάτανο της πλατείας. Και όταν τελικά τα κατάφερε  την τελευταία μέρα, ήταν τόσο μεγάλη η χαρά του, που δεν χρειαζόταν κανένα μπράβο για να την κάνει μεγαλύτερη. Το στοίχημα ήταν με τον εαυτό του. Κάθε φορά λοιπόν, που θα βάζει ένα στόχο ο Γιώργος, θα ξέρει να βασίζεται στον εαυτό του. Αν δεν τα καταφέρει θα είναι γιατί δεν το θέλησε με πάθος ή γιατί στην πορεία της εξέλιξης του αποπροσανατολίστηκε από γονείς, οικογένεια,σχολείο κ.α.

« Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΜΟΥ ΜΙΛΗΣΕ ΚΑΙ ΜΟΥ ΕΙΠΕ, «Να μη χαίρεσαι με τον έπαινο και να μη θλίβεσαι με την κατηγόρια». Πριν η ψυχή μου μου μιλήσει, αμφέβαλλα για την αξία του έργου μου. Τώρα καταλαβαίνω ότι τα δέντρα ανθίζουν την άνοιξη και καρπίζουν το καλοκαίρι χωρίς ν' αναζητούν τον έπαινο, και ρίχνουν τα φύλλα τους το φθινόπωρο και γυμνώνονται χωρίς να φοβούνται την κατηγόρια...» Χαλίλ Γκιμπράν, Σκέψεις και Διαλογισμοί.

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

Έρως ανίκατε μάχαν!


του Γιάννη Βελίκη
 
Έρωτας! Λέξη μαγική, σχεδόν ιερή, που σημαίνει πολλά και διαφορετικά για τον καθένα που τη χρησιμοποιεί. Για την ακρίβεια, η λέξη αυτή έχει τόσες σημασίες, όσες και οι άνθρωποι που την εκφέρουν. Σε γενικές γραμμές, φυσικά, αναφέρεται στο πιο συγκλονιστικό, καταιγιστικό και καταλυτικό συναίσθημα που νιώθουν οι άνθρωποι, από την πιο μικρή ηλικία ως τα βαθιά τους γεράματα! Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το συγκεκριμένο θέμα μονοπωλεί τις περισσότερες συζητήσεις, την τέχνη, τη λογοτεχνία, την ποίηση και φυσικά τη μουσική. Είναι το εντονότερο συναίσθημα σε κινητοποίηση ολόκληρου του οργανισμού, συμπεριλαμβανομένης της ψυχικής λειτουργίας, που μόνο το ένστικτο της επιβίωσης τολμά να συγκριθεί μαζί του! Κάποιοι το υμνούν, άλλοι το αφορίζουν, κανείς όμως δεν το αγνοεί… Ο Έρωτας είναι ανίκητος και στις πιο δύσκολες μάχες!
 Το 1965, η ψυχολόγος Dorothy Tennov άρχισε να μελετά την κατάσταση του να είναι κανείς ερωτευμένος ως κάτι διαφορετικό από την αγάπη που νιώθουν γενικά οι άνθρωποι για άλλους ανθρώπους. Η Tennov, βασισμένη σε εκατοντάδες συνεντεύξεις από ερωτευμένους, κατέληξε σε μία γενική περιγραφή της κατάστασης αυτής:
- Στην αρχή, ενδιαφερόμαστε ιδιαίτερα για το άλλο άτομο
- Αν και το άλλο άτομο ενδιαφέρεται εξίσου, εμείς ενδιαφερόμαστε ακόμα περισσότερο.
- Βιώνουμε ένα ενθουσιώδες αίσθημα λαχτάρας για την προσοχή του ατόμου. - Ενδιαφερόμαστε μόνο για αυτό το άτομο και για κανένα άλλο
- Το ενδιαφέρον μας μετατρέπεται σε εμμονή: Δε μπορούμε να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε το άτομο αυτό, ακόμα κι αν προσπαθούμε να συγκεντρωθούμε σε άλλα πράγματα.
- Ονειροβατούμε και φανταζόμαστε συνεχώς το άλλο άτομο.
- Η σχέση, όταν αυτή ξεκινήσει, προκαλεί ευφορία.
- Σκεφτόμαστε τις ερωτικές επαφές με το άτομο.
- Συχνά νιώθουμε ένα αίσθημα πόνου ή τσιμπήματος στο στήθος.
- Αδυνατούμε να προσέξουμε ή να αναγνωρίσουμε ατέλειες στο άτομο αυτό και καμία λογική επιχειρηματολογία δε μπορεί να αλλάξει την θετική μας άποψη. Στο πρώτο αυτό στάδιο μιας ερωτικής σχέσης είναι η ντοπαμίνη και σεροτονίνη που καθορίζουν τα περίεργα συναισθήματα και τις αντιδράσεις μας, όπως υποστηρίζουν οι επιστήμονες. Η ντοπαμίνη είναι ένα χημικό του εγκεφάλου που μας κάνει να νιώθουμε ευφορία. Τα ερωτευμένα άτομα, λένε οι ειδικοί, εμφανίζουν λιγότερη ανάγκη για ύπνο, παραπάνω ενέργεια και μειωμένη όρεξη για φαγητό. Κάποιοι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι δεν είναι τυχαίο ότι τα ίδια χαρακτηριστικά εμφανίζονται στους χρήστες αμφεταμινών και κοκαΐνης. Οι «αντενδείξεις» της ντοπαμίνης είναι άγχος, νευρικότητα και συναισθηματική αστάθεια. Στις παθιασμένες ερωτικές σχέσεις παρατηρείται ότι τα δυσάρεστα αυτά αισθήματα συχνά μπλέκονται με τα ευχάριστα, δημιουργώντας για τους «πάσχοντες», ακόμα πιο έντονες καταστάσεις. Το πρώτο στάδιο του έρωτα διαρκεί, σύμφωνα με τους επιστήμονες, από έξι έως δεκαοκτώ μήνες, σπανιότερα έως τρία χρόνια. Σταδιακά, όμως, ελαττώνεται γιατί οι άνθρωποι συνηθίζουν να είναι ερωτευμένοι, ίσως με τον ίδιο τρόπο που άλλοι άνθρωποι αναπτύσσουν σιγά-σιγά ανεκτικότητα στις επιπτώσεις των παραισθησιογόνων.
Σύμφωνα με το ψυχαναλυτή Ζακ Αλέν Μιλέρ, οι λεπτομέρειες στις οποίες μπορεί να πυροδοτηθεί ο έρωτας είναι απίστευτα ποικίλες: από τον έρωτα που βασίζεται σε μικρά πράγματα, σε «θεϊκές λεπτομέρειες» όπως τα φετίχ, στον έρωτα με «περίεργες» φαντασιώσεις (για παράδειγμα μια γυναίκα μπορεί να φτάνει σε οργασμό με την προϋπόθεση ότι φαντάζεται κατά τη συνουσία ότι την χτυπούν, τη βιάζουν, ή ότι είναι μια άλλη γυναίκα ή ότι είναι κάπου αλλού, απούσα), ως και τις δύο πλευρές του έρωτα που διαχώρισε ο Φρόιντ: είτε ερωτεύεσαι κάποιον που προστατεύει, σε αυτή την περίπτωση τη μητέρα ή ερωτεύεσαι την ναρκισσιστική εικόνα του εαυτού σου. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, ο διάλογος μεταξύ των δύο φύλων είναι αδύνατος όπως είπε ο γάλλος ψυχαναλυτής Λακάν.  Οι ερωτευμένοι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να συνεχίζουν να μαθαίνουν την γλώσσα του άλλου επ’ αόριστον, ψηλαφώντας, αναζητώντας τα κλειδιά, κλειδιά που είναι πάντα ανακλήσιμα.  Ο έρωτας είναι πάντα ένας λαβύρινθος από παρεξηγήσεις όπου η έξοδος δεν υπάρχει.

Η χημεία του Έρωτα

Όταν ο Έρωτας εμφανίζεται….
·         Η τεστοστερόνη των αντρών πέφτει ενώ των γυναικών ανεβαίνει, έτσι ώστε τα επίπεδα να συγκλίνουν. Οι άντρες «γλυκαίνουν» και οι γυναίκες συμπεριφέρονται πιο επιθετικά και κατακτητικά.
·         Έκκριση Ντοπαμίνης. Η ντοπαμίνη κάνει τους ανθρώπους να απολαμβάνουν, να εκστασιάζονται και να παθιάζονται.
·         PEA και Νοραδρεναλίνη (έως 3 μήνες). Συντελούν επίσης στην έξαρση πάθους και δυνατών συγκινήσεων.
·         Ωκυτοκίνη (έως 18 – 30 μήνες). Η σημαντικότατη αυτή ορμόνη κρατά τα αρσενικά (χελιδόνια, ανθρώπους) έως και 30 μήνες στη φωλιά, προκειμένου τα μικρά να μπορούν να ζήσουν αυτόνομα. Για τα περισσότερα είδη, τότε σταματά και ο ρόλος του «πατέρα», ο οποίος και εγκαταλείπει τη φωλιά.
·         Προλακτίνη. Η θέα των παιδιών προκαλεί στον «πατέρα» την έκκριση της συγκεκριμένης θηλυκής ορμόνης. Έτσι η συμπεριφορά του γίνεται πιο περιποιητική και η τεστοστερόνη του πέφτει, έτσι ώστε να μην επιθυμεί συνεύρεση με άλλα θηλυκά.

 

Ο Έρωτας στη Λογοτεχνία

Υπάρχουν κάποια εξαιρετικά έργα με θέμα τον έρωτα, δοκίμια σημαντικών συγγραφέων, όπως ο Ρολάν Μπαρτ στα «Αποσπάσματα του Ερωτικού λόγου» κι ακόμα σημαντικά λογοτεχνικά (ο Κούντερα, για παράδειγμα) και ποιητικά, θεατρικά και κινηματογραφικά έργα κλπ. Στο δεκαπεντάτομο έργο του Μαρσέλ Προυστ, «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο», το αγαπημένο πρόσωπο εκφράζει έναν εφικτό κόσμο, άγνωστο σε μας. Ο αγαπημένος προϋποθέτει, εντυλίγει, φυλακίζει έναν κόσμο που πρέπει να τον αποκρυπτογραφήσουμε. Τα μάτια του θα ήταν μόνο πέτρες, το σώμα του ένα κομμάτι σάρκα, αν δεν εκφράζανε έναν ή πολλούς ενδεχόμενους κόσμους, τοπία και τόπους, τρόπους ζωής, μια πολλαπλότητα από ψυχές. Να αγαπάς, είναι να προσπαθείς να εξηγήσεις, να ξετυλίξεις τους άγνωστους αυτούς κόσμους που παραμένουν τυλιγμένοι μέσα στο αγαπημένο πρόσωπο. Γι αυτό και ερωτευόμαστε τόσο εύκολα γυναίκες που δεν «ανήκουν στον κόσμο μας», που δεν είναι καν του τύπου μας. Γυναίκες που αγαπούμε συνδέονται πολύ συχνά με τοπία που τα γνωρίζουμε τόσο, ώστε να ευχόμαστε να τα δούμε να αντικαθρεφτίζονται στα μάτια μιας γυναίκας, αλλά που η αντανάκλασή τους καλύπτεται τότε από τόσο μυστήριο, ώστε γίνονται για μας χώρες απροσπέλαστες, άγνωστες. Το να πιστεύουμε πως ένα πλάσμα μετέχει σε μια άγνωστη ζωή στην οποία ο έρωτάς του θα μας βοηθούσε να μπούμε, είναι, απ’ όλα όσα χρειάζεται ο έρωτας για να γεννηθεί, αυτό στο οποίο δίνει την πιο μεγάλη σημασία και που τον κάνει ν’ αδιαφορεί για όλα τ’ άλλα. Ακόμα και οι γυναίκες που διατείνονται πως κρίνουν έναν άντρα μόνο απ’ τη σωματική του κατασκευή, βλέπουν σ’ αυτήν κάτι που προέρχεται από μια ξεχωριστή ζωή. Γι’ αυτό αγαπούν τους στρατιωτικούς : η στολή τις κάνει λιγότερο απαιτητικές για το πρόσωπο : νομίζουν πως φιλούν κάτω απ’ το θώρακα μια καρδιά διαφορετική, δοσμένη στην περιπέτεια και στην τρυφερότητα : κι ένας νέος ηγεμόνας, ένας πρίγκιπας διάδοχος του θρόνου, για να κάνει τις πιο κολακευτικές κατακτήσεις, στην ξένη χώρα που επισκέπτεται, δεν χρειάζεται το ωραίο προφίλ που θα ήταν ίσως απαραίτητο σ’ έναν χρηματομεσίτη.
Όταν αγαπούμε, η αγάπη είναι υπερβολικά μεγάλη για να μπορέσει να χωρέσει ολόκληρη μέσα μας : ακτινοβολεί προς την αγαπημένη ύπαρξη, συναντά σ’ αυτή μια επιφάνεια που τη σταματά, την υποχρεώνει να επιστρέψει στο σημείο εκκίνησής της, και είναι αυτό το αντίστροφο χτύπημα της συμπάθειας που ονομάζουμε συναισθήματα του άλλου και που μας γοητεύει έτσι περισσότερο παρά στον πηγαιμό της, γιατί δεν αναγνωρίζουμε ότι έρχεται από μας τους ίδιους.
 Η αγάπη, όταν γίνεται κάτι σαν αρρώστια, απλώνεται πολύ πέρα απ’ την περιοχή του σωματικού πόθου - μπορεί η γυναίκα να ασχημύνει σε σχέση με την εικόνα της στο παρελθόν, αλλά αυτό για τον ερωτευμένο δεν παίζει κανένα ρόλο. Όταν η αρρώστια που είναι η αγάπη πολλαπλασιάζεται, δένεται με όλες τις συνήθειες του ερωτευμένου, όλες του τις πράξεις, τη σκέψη του, την υγεία του, τη ζωή του κι ακόμα μ’ ότι θα επιθυμούσε μετά το θάνατό του, γίνεται τόσο πολύ ένα πράγμα με τον ίδιο, που δε θα μπορούσαν να του αφαιρέσουν αυτή την αρρώστια, χωρίς να καταστρέψουν τον ίδιο ολόκληρο : ο έρωτάς του δεν είναι πια χειρουργήσιμος.
 Η αγαπημένη ύπαρξη είναι διαδοχικά το κακό και το φάρμακο που αναστέλλει και επιδεινώνει το κακό (τα δύο πρόσωπα ή ομάδες προσώπων). Η γυναίκα καθίσταται, σε ακραία περίπτωση, ένα είδος ναρκωτικού. Η περιγραφή των κοινών συμπτωμάτων από τον Προυστ είναι αριστοτεχνική : «Στην περίπτωση αυτή η γυναίκα βρίσκεται στη θέση που βρίσκονται - αυτά όμως χωρίς να το συνειδητοποιούν όπως εκείνη - εκείνα τα πανούργα μέσα στην άγνοιά τους φάρμακα, όπως είναι τα υπνωτικά, η μορφίνη. Δεν είναι σ’ εκείνους στους οποίους χαρίζουν την ευχαρίστηση του ύπνου ή μιας αυθεντικής ευεξίας που τα φάρμακα αυτά είναι απολύτως απαραίτητα. Δεν είναι από ανθρώπους σαν αυτούς που θα αγορασθούν με οποιαδήποτε τιμή, αντάλλαγμα για όλα τα υπάρχοντα του άρρωστου. Αλλά από εκείνη την άλλη τάξη άρρωστων ανθρώπων (που μπορεί ίσως να είναι τα ίδια άτομα διαφοροποιημένα όμως με το πέρασμα του χρόνου), εκείνους που το φάρμακο δεν τους στέλνει για ύπνο, στους οποίους δεν προκαλεί κανένα ρίγος ευχαρίστησης, οι οποίοι όμως, όσο το στερούνται, γίνονται λεία μιας αγωνίας στην οποία με οποιοδήποτε τίμημα πασχίζουν απεγνωσμένα να βάλουν τέλος, ακόμη κι αν το τίμημα θα είναι ο δικός τους θάνατος».

Ο Έρωτας στην Ψυχανάλυση

 
Η Ψυχανάλυση από τα χρόνια του Φρόιντ ακόμη, ασχολήθηκε πολύ με το θέμα του Έρωτα, σε βαθμό που θα μπορούσαμε να το θεωρήσουμε ως κεντρικό. Οι πιο σημαντικές θεωρίες ήταν αυτές του Φρόιντ, όπου για πρώτη φορά αναδείχτηκε η παιδική σεξουαλικότητα και ο ερωτισμός της βρεφικής φροντίδας, η θεωρία της προσκόλλησης και εξατομίκευσης τηςMahler, οι αντικειμενοτρόπες σχέσεις της Κλάιν και φυσικά το μεταβατικό αντικείμενο του Βίννικοτ, όπου τα πάντα αντιπροσωπεύουν για τον άνθρωπο ότι το στήθος της μάνας για το βρέφος!
Ένας από τους ψυχαναλυτές που ασχολήθηκαν με τον ερωτισμό στα δύο φύλα ήταν και οKernberg. Υποστήριξε ότι για πολλούς λόγους βιολογικούς και μη, ο ερωτισμός στα δύο φύλα ξεκινάει με αντίστροφο τρόπο: στα νήπια αγόρια ο σωματικός αισθησιασμός χωρίς συναίσθημα είναι βασικός, ενώ στα κορίτσια βασικό είναι το συναίσθημα το οποίο όταν ικανοποιηθεί οδηγεί αργά στο σωματικό αισθησιασμό. Ακλόνητο επιχείρημα στη θέση τουKernberg είναι το στυλ της πορνογραφίας που προτιμούν τα δύο φύλα: οι άντρες έφηβοι προτιμούν όντως το σεξ χωρίς συναίσθημα (π.χ. πορνεία) ενώ τα κορίτσια έφηβοι το συναίσθημα χωρίς σεξ (Άρλεκιν κ.α.). Ο δε έρωτας μπορεί να είναι δύο επιλογών: ναρκισσιστικός (όπου κάποιος ερωτεύεται ότι μοιάζει με τον εαυτό του) που είναι και ο πιο συχνός ή αντικειμενοτρόπος (όπου κάποιος ερωτεύεται κάποιον που δεν του μοιάζει) που είναι σπάνιος και αναφέρεται σε αυτό που συχνά αποκαλούμε ως αγάπη!
Σύμφωνα με τον ψυχαναλυτή Δημήτρι Βεργέτη «αυτό που διακυβεύεται στο επίπεδο του έρωτα έχει να κάνει με την έλλειψη, ότι κάπου ο έρωτας βρίσκεται σε συνάφεια, σε εγγύτητα με ένα ορισμένο καθεστώς της έλλειψης, η οποία λειτουργεί και σαν αρχή ερωτικοποίησης και επιθυμητότητας ενός αντικειμένου. Δηλαδή ένα αντικείμενο καθίσταται επιθυμητό στο βαθμό που έρχεται να λειτουργήσει στις παρυφές της έλλειψης, υποσχόμενο την αναπλήρωσή της. Ο έρωτας ξεκινάει πάντα κατά τρόπο μονόπλευρο. Ο ένας εκ των δύο κεραυνοβολείται κατά κάποιο τρόπο, υφίσταται αυτή την ερωτική κεραυνοβόληση και καταλαμβάνεται από το ερωτικό πάθος, το οποίο το απευθύνει σε κάποιον και παραμένει όντως δεσμώτης μιας μοναχικής εμπειρίας στο βαθμό που δεν υπάρχει ανταπόκριση. Πρωτογενώς, η εμπλοκή του φύλου στον έρωτα είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Σε αντίθεση, φυσικά, με το σεξ. Γιατί αυτό που αγαπάει κανείς στον έρωτα, όσον αφορά τουλάχιστον μια ορισμένη προσέγγιση, είναι ο ίδιος του ο εαυτός ή μια εξιδανικευμένη εκδοχή του ιδίου του τού εαυτού. Με αυτήν την έννοια, ο έρωτας έχει πάντα κάποιες ναρκισσιστικές καταβολές και αυτό είναι ένα μοτίβο που διατρέχει όλη τη δυτική σκέψη πάνω στον έρωτα. Ναρκισσιστικές καταβολές, ναρκισσιστική αφετηρία, ναρκισσιστική ρίζα του ερωτικού συναισθήματος. Μέσα από αυτό το πρίσμα, ο έρωτας εμπλέκει ένα σώμα, το οποίο στοιχειοθετείται μέσα στη ναρκισσιστική εμπειρία της φαντασιακής, κατοπτρικής ακεραιότητάς του. Πρόκειται για το σώμα που μορφοποιείται μέσα στο στάδιο του καθρέπτη, για ένα σώμα ολοπαγές, ένα σώμα που δεν είναι τραυματισμένο από τον ευνουχισμό, ένα σώμα που δεν είναι προικισμένο με ερωτογόνες ζώνες και ενορμητικά χάσματα. Ήδη από αυτό το επίπεδο βλέπουμε ότι ο έρωτας απευθύνεται στην ολότητα του άλλου, δεν ερωτεύεται κανείς το στήθος μιας γυναίκας, τα έφυγρα χείλη της ή την ψιμυθιωμένη εικόνα της. Ο ερωτευμένος μπορεί μεν να καψουρεύεται το στήθος μιας γυναίκας, να καψουρεύεται τις καμπύλες της, να καψουρεύεται το γοβάκι της, αλλά ο έρωτας ως έρωτας απευθύνεται σε ένα είδος ολότητας του άλλου, τοποθετούμενου σε τελική ανάλυση πέραν του φαντασιακού, πέραν του ναρκισισμού, πέραν της σαγήνης της εικόνας. Για την ακρίβεια, απευθύνεται στο είναι του άλλου. Σε αντίθεση ακριβώς με την εμπειρία της σεξουαλικότητας, η οποία απευθύνεται σε ένα έμφυλο σώμα, προικισμένο με ερωτογόνες ζώνες, με ιδιαιτερότητες, ένα σώμα που λειτουργεί ως αποδέκτης των φαντασιώσεων. Οι φαντασιώσεις αποτελούν τον κατ'εξοχήν συνομιλητή της σεξουαλικότητας, ο παρτενέρ καλείται απλά να τις ενσαρκώσει, να τους προσδώσει σάρκα και οστά. Οποιαδήποτε έμφυλη σχέση συνάπτεται υπό την κηδεμονία των φαντασιώσεων είναι σαφές ότι είναι δομημένη με βάση ένα σεξουαλικό σενάριο. Ενώ η αμιγώς ερωτική σχέση δεν έχει ως πρωτογενή καταλύτης της κάποια σεξουαλική φαντασίωση. Αυτή είναι, λοιπόν, η τεράστια διαφορά. Ο έρωτας σπεύδει προς το είναι του υποκειμένου και από αυτή την άποψη δεν είναι μια αναλώσιμη διαμεσολάβηση για την ικανοποίηση της σεξουαλικής ενόρμησης, δεν είναι η κόσμια πρόσοψη των φαντασιώσεων.
Ο Ματθαίος Γιωσαφάτ σε συνένετευξη ατο Βήμαgazino αναφέρει: «στους ώριμους ανθρώπους υπάρχει αγάπη. Έχουν δεχτεί τα δικά τους ελαττώματα και του συντρόφου τους, έχουν ζήσει την υπαρξιακή μοναξιά. Τον πρώτο χρόνο της ζωής τους έχουν πάρει αρκετή αγάπη από τη μητέρα τους κι έχουν δεχτεί ότι δεν μπορούν να τα έχουν όλα. Η αγάπη ξεκινάει από την ευγνωμοσύνη. Η ευγνωμοσύνη δημιουργεί συνθήκες ενδιαφέροντος για τον άλλον. Ο έρωτας διαρκεί πόσο; Έναν χρόνο; Μετά, ή μεταμορφώνεται σε αγάπη με στοιχεία ευγνωμοσύνης, ή διαλύεται. Οι εξαρτημένοι, οι στερημένοι από μητρική αγάπη ονειρεύονται καρβέλια, μια ιδανική γυναίκα. Ακριβώς όπως τα παιδιά πιστεύουν ότι η μάνα τους είναι όλος ο κόσμος. Δεν βλέπετε πώς κοιτάζονται οι έφηβοι στα πάρκα; Σαν να είναι ο ένας η μητέρα του άλλου. Ο πατέρας στηρίζει τη μάνα. Γίνεται η μητέρα της μητέρας του παιδιού του, παρέχοντας στοργή και τρυφερότητα άνευ όρων. Στην πραγματικότητα, όμως, τι κάνει ο άντρας; Ζηλεύει που η μητέρα αφιερώνεται στο παιδί της και την απατά. Το αρσενικό ζώο είναι πολυγαμικό, η πολυγαμία είναι μέσα στη φύση του άντρα. Γιατί είναι πολυγαμικοί οι άντρες; Επειδή η μόνη άμυνα απέναντι στον θάνατο είναι τα γονίδια. Η γυναίκα ξέρει ότι τα γονίδιά της έχουν πάει στο έμβρυο που κυοφορεί. Ο άντρας δεν ξέρει αν είναι δικό του το παιδί. Στον κόσμο των ζώων τα αρσενικά κατασπαράζουν το ένα το άλλο για να κερδίσουν το θηλυκό. Ή πνίγουν το μωρό τους, επειδή έτσι το θηλυκό αποκτά ξανά οίστρο».

 

Το παραμύθι του Έρωτα

 
Πόσα είδη και κατηγορίες έρωτα υπάρχουν; Θεωρητικά τόσα όσα και οι άνθρωποι! Θα μπορούσαμε, ωστόσο, να ξεχωρίσουμε μερικές μεγάλες ομάδες… Οι στοματικοί τύποι, όπως τους ονόμαζε ο Φρόιντ, οι άνθρωποι που κατ’ αυτόν έχουν άλυτες συναισθηματικές ανάγκες από τη βρεφική τους ακόμη ηλικία, ερωτεύονται οποιονδήποτε άνθρωπο τους δείχνει την παραμικρή αγάπη ή ενδιαφέρον. Οι άνθρωποι αυτοί προσκολλώνται εύκολα και δυνατά σε σχέσεις που ακόμη και αν αργότερα τους υποτιμούν, τους εξαπατούν ή τους κακοποιούν τους είναι αδύνατο να ξεκολλήσουν. Οι πρωκτικοί τύποι, από την άλλη, οι άνθρωποι που έχουν άλυτες συναισθηματικές ανάγκες από την πρώιμη νηπιακή ηλικία είναι σε μόνιμο «εμπορικό» αλισβερίσι… Επιδιώκουν να βρουν τις καλύτερες «ευκαιρίες» στη ζωή και στον έρωτα, όπου θα «δώσουν τα λιγότερα και θα πάρουν τα περισσότερα». Είναι οι άνθρωποι που θα επιδιώξουν έναν συμφεροντολογικό γάμο με καλή προίκα ή θα ψωνίσουν μία όμορφη πόρνη από υποβαθμισμένη χώρα που δεν θα τους κοστίσει ακριβά.
Στη συνέχεια, οι φαλλικοί τύποι, αυτοί που δεν έχουν λύσει το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα τους, θα επιδιώξουν όπως αναμενόταν να «κλέψουν» τη γυναίκα ή τον άντρα ενός άλλου ζευγαριού, ενώ οι διανοητικοί τύποι της λανθάνουσας περιόδου θα ονειρευτούν μία ερωτική σχέση με απαγγελίες ποιημάτων και σεξ με Βetadin
Μια άλλη κατηγοριοποίηση είναι και αυτή των αναγκών του Maslow: οι ανασφαλείς τύποι θα αναζητήσουν στον έρωτα την ασφάλεια, οι σωματικοί τύποι την ηδονή, οι διανοητικοί τύποι τη νόηση, οι συναισθηματικοί το συναίσθημα (βλέπε Άρλεκιν), και οι τύποι με τις υπαρξιακές ανάγκες θα επιχειρήσουν μέσω του έρωτα να νικήσουν το φόβο του θανάτου!
Το βρίσκει ο καθένας αυτό που ζητάει; Δυστυχώς η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων όχι… Βλέπετε, το να βρει κανείς τον άνθρωπο που τον καλύπτει από την πρώτη στιγμή ως και πέραν του έτους, της 7ετίας ή της 20ετίας είναι στο επίπεδο του 2 με 4%! Και τότε; Τι στο καλό συμβαίνει με τον Έρωτα;
Τότε ακριβώς αναλαμβάνει τα ηνία ο Εγκέφαλος. Ο εγκέφαλος, αυτό το μοναδικό σε πολυπλοκότητα όργανο του Σύμπαντος, αναλαμβάνει να γεμίσει τα κενά των σχέσεων προκειμένου να διατηρήσει την ευτυχία των αφεντικών του, κάνοντας κάθε είδους όνειρα, σενάρια και παραμύθια…
Σας φαίνεται παράξενο; Δεν είναι όμως… Σκεφτείτε πως οτιδήποτε αντιλαμβάνεστε είναι αποκλειστικά προϊόν του εγκεφάλου σας και δεν υπάρχει στην πραγματικότητα! Γι’ αυτό άλλωστε και στην περιγραφή ενός δυστυχήματος ο κάθε μάρτυρας λέει τη δική του εκδοχή, ή στην ερμηνεία μιας κινηματογραφικής ταινίας ο καθένας αποκομίζει τις δικές του εντυπώσεις. Πάρτε για παράδειγμα την όραση: αν γυρίσετε τα μάτια σας στο χώρο που βρίσκεστε αυτήν την στιγμή, θα δείτε μια ενιαία εικόνα – την εικόνα αυτή όμως την συνέθεσε και σας τη δίνει ο εγκέφαλος σας. Για την ακρίβεια ο εγκέφαλος λαμβάνει άπειρα ξεχωριστά οπτικά αντεστραμμένα ερεθίσματα με τη μορφή της ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας, και στη συνέχεια τα αντιστρέφει και τα συνθέτει σε μία ενιαία εικόνα…
Και αν μπορεί να κάνει αυτή τη διαδικασία στην ερμηνεία μιας «αντικειμενικής» πραγματικότητας (την ερμηνεία ενός χώρου), φανταστείτε πόσο παρερμηνεύει, μετασχηματίζει και κατά βούληση παραμυθιάζει την αντίληψη μας για ένα άτομο που το ορίζει ως υποψήφιο εραστή!
Ούτε λίγο, ούτε πολύ λοιπόν, το αν μας καλύπτει ή όχι τις ερωτικές μας ανάγκες ένας συγκεκριμένος άνθρωπος, έχει πολύ μικρότερη σημασία, από το πώς ερμηνεύει ο εγκέφαλος μας αυτόν τον άνθρωπο και τη σημασία του δίνει. Καλώς ή κακώς είμαστε θύματα του ίδιου μας του εγκεφάλου και των ιστοριών που αυτός μας πλάθει…
Έτσι, τα όνειρα, οι αναλήθειες, οι παρερμηνείες, οι διαστρεβλώσεις και τα ψέματα που ο εγκέφαλος μας μάς λέει ειδικά στον έρωτα δεν έχουν τέλος. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, προσπαθεί να καλύψει τις ανεπάρκειες της ερωτικής κατάστασης που ζει το αφεντικό του, ώστε να κρατά το αφεντικό του χαρούμενο. Ιδού μερικά παραδείγματα: την ώρα της συνουσίας, αν ένας άντρας νιώθει ανεπαρκής απέναντι σε μία γυναίκα, μπορεί να φαντασιωθεί ότι έρχονται και άλλοι άντρες και όλοι μαζί βιάζουν τη συγκεκριμένη γυναίκα και, ως εκ θαύματος, ξεπερνά αμέσως την ανεπάρκεια του… Μια γυναίκα που κακοποιείται φυσικά και σεξουαλικά από τον άντρα της μπορεί να τον ακούσει να της ζητάει συγνώμη με λουλούδια και να θεωρήσει ότι είναι τελικά «καλός άνθρωπος». Ένας ομοφυλόφιλος, μπορεί να έχει τόσο πολύ πιστέψει ότι είναι γυναίκα, που να μπορεί να κάνει έρωτα με έναν άντρα μην βλέποντας στο ελάχιστο την πραγματικότητα της συνουσίας των δύο αντρών. Ένας που αυνανίζεται συχνά μπορεί να έχει εκλεπτύνει τόσο πολύ τη φαντασία του που άλλοτε να χαϊδεύει το σώμα του σαν αντρικό και άλλοτε σαν γυναικείο… 
Ο Έρωτας, λοιπόν, δεν έχει να κάνει τόσο με το «άλλο» πρόσωπο όσο με την ανάγκη μας να ερωτευτούμε το ίδιο το ερωτικό συναίσθημα ανεξάρτητα από πού προέρχεται! Κινητοποιεί δε τις πιο αρχέγονες και τις πιο δυνατές μας ανάγκες και ο εγκέφαλος μας αναλαμβάνει τα ηνία ώστε να μας πείσει ότι έχουμε κάνει στην κάθε περίπτωση την καλύτερη επιλογή! Είναι όμως έτσι;
 

Έρωτας: ανάγκη ή επιθυμία;

 
Για κάθε τι που χρειαζόμαστε στη ζωή μπορούμε να αναρωτηθούμε: είναι μία ανάγκη μας να το έχουμε ή μπορούμε να ζούμε και χωρίς αυτό αλλά απλώς το επιθυμούμε; Η ανάγκη, σε κάθε περίπτωση, υποδηλώνει μια σοβαρότερη κινητοποίηση του οργανισμού στο να αποκτήσουμε κάτι, μιας και αυτό το κάτι, γίνεται αντιληπτό ως απαραίτητο στοιχείο της επιβίωσης και της υγείας μας. Η επιθυμία, από την άλλη, γενικώς αναφέρεται σε κάτι που θα θέλαμε να έχουμε, χωρίς ωστόσο αυτό να αποτελεί βασικό συστατικό της λειτουργικότητας μας και να μπορούμε να είμαστε υγιείς και χωρίς αυτό. Για παράδειγμα, το νερό είναι μία ανάγκη όπως και ο αέρας: χωρίς αυτά σε λίγο χρόνο δεν θα επιβιώναμε. Το σπορ αυτοκίνητο από την άλλη, θα μπει στην κατηγορία της επιθυμίας: μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς αυτό, και το επιθυμούμε μόνο για την απόλαυση και την κοινωνική επίδειξη που μας προσφέρει.
Ο Έρωτας σε ποια κατηγορία ανήκει; Είναι ανάγκη μας να ερωτευόμαστε ή επιθυμία; Με άλλα λόγια, χωρίς τον Έρωτα μπορούμε να ζήσουμε ή αποτελεί μία απλή «πολυτέλεια» της ψυχικής μας κατάστασης;
Η Ιστορία της ανθρωπότητας δείχνει ότι ο Έρωτας ανέκαθεν αντιμετωπιζόταν ως περιττή και επικίνδυνη κατάσταση, τουλάχιστον όσον αφορούσε στις πλατιές λαϊκές μάζες. Το έργο του εξαίρετου κοινωνιολόγου Φουκώ « η Ιστορία της Σεξουαλικότητας» μας δείχνει πολύ γλαφυρά, πως ανέκαθεν και διαχρονικά η άρχουσα τάξη καταπίεζε την εκδήλωση των ερωτικών συναισθημάτων στις λαϊκές μάζες. Ο λόγος ήταν ότι έτσι οι οικογένειες και οι κοινωνίες ήταν πιο σταθερές και ο καθένας παντρευόταν άτομο της κοινωνικής του τάξης. Μάλιστα στην Αγγλία του Μεσαίωνα, για να συνουσιαστεί ένα ζευγάρι θα έπρεπε να έχει την άδεια του Βασιλιά, και όταν την έπαιρνε συνουσιαζόταν αφού πρώτα τοποθετούσε τη λέξηFUCK στην πόρτα, λέξη που τα γράμματα της ήταν τα αρχικά των λέξεων «συνουσία μετά από άδεια του Βασιλιά».
Πρώτο το κίνημα του Ρομαντισμού, λίγο μετά το Μεσαίωνα, κατάφερε και απενοχοποίησε το θέμα του Έρωτα χωρίς όμως να προκαλέσει μεγάλες κοινωνικές αλλαγές. Η μεγάλη εξέλιξη ήρθε με τα κείμενα του Φρόιντ στις αρχές του 20ου αιώνα, όπου παρά το ανελέητο σφυροκόπημα που δέχτηκε για τις απόψεις από άρχοντες και επιστήμονες, τελικά έπεισε για την αναγκαιότητα της ερωτικής – σεξουαλικής έκφρασης στην ψυχική υγεία. Τέλος, με το κίνημα του φεμινισμού και ιδιαίτερα με την ιδεολογική επανάσταση το Μάιο του 68, ήρθε η πλήρης ηθική αποκατάσταση των ερωτικών αισθημάτων (τουλάχιστον για τον δυτικό κόσμο). Το φαινόμενο αυτό αντανακλάται στις ελληνικές και όχι μόνο ταινίες εκείνης της εποχής, όπου οι νέοι και οι γυναίκες διεκδικούν την ελευθερία των ερωτικών τους αισθημάτων ακόμη και όταν υπάρξει έρωτας μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών τάξεων.
Ο Έρωτας στον 21ο αιώνα θεωρείται πια ανάγκη, τόσο που οι περισσότεροι άνθρωποι του δυτικού κόσμου αδυνατούν να φανταστούν τη ζωή τους χωρίς αυτόν! Τα σήριαλ, ο κινηματογράφος, η ποίηση, η λογοτεχνία και η μουσική ανταγωνίζονται στο ποια τέχνη θα παρουσιάσει την καλύτερη ερωτική ιστορία.
Ωστόσο, ο Έρωτας, δεν μπορεί ποτέ να γίνει και να επιβιώσει ως ανάγκη! Εδώ είναι ακριβώς το σημείο που οι περισσότεροι το «χάνουμε»… Μόλις κανείς ερωτευτεί, ζητάει και επιδιώκει να έχει αυτόν τον έρωτα για πάντα: προσπαθεί να «δέσει» τον σύντροφο του με όρκους, με μάγια, με γάμο, με οικονομική εξάρτηση για να μην του φύγει… Αλλά ο έρωτας είναι σαν το αηδόνι: αν τον φυλακίσεις πεθαίνει!
Γιατί; Για τον απλούστατο λόγο ότι μπορεί να ευδοκιμήσει μόνο σε ελεύθερα σκεπτόμενα και συναισθηματικώς ώριμα άτομα, που καταλαβαίνουν ότι μπορούν να ζήσουν και χωρίς αυτόν και ερωτεύονται χωρίς το συναίσθημα τους να αποτελεί προϋπόθεση επιβίωσης και υγείας. Έτσι, μπορούν να είναι ερωτευμένοι, αφήνοντας τον σύντροφο τους να είναι ο εαυτός του και η σχέση τους να παίρνει καθαρό «αέρα», χωρίς το πνίξιμο και την καταπίεση που προκαλούν τα αισθήματα ζήλιας του ατόμου που έχει ανάγκη επιβίωσης από την ερωτική του σχέση.
Με άλλα λόγια, η έκφραση «βρήκα το άλλο μου μισό» δεν θα έπρεπε να λέγεται: σημαίνει ότι βιώνω τον εαυτό μου ως μισό, επομένως αν βρω το άλλο μου μισό δεν το αφήνω να φύγει γιατί θα ξαναγίνω μισός… Αν όμως προσπαθήσω να «δέσω» το σύντροφο μου θα χάσω τον έρωτα. Θα ήταν πολύ καλύτερο να είμαι «ολόκληρος» και να βρω έναν άλλο άνθρωπο επίσης «ολόκληρο» που δεν τον χρειάζομαι αλλά τον «αγαπάω», γιατί μου κάνει τη ζωή καλύτερη και εμένα κάτι πιο μεγάλο από τον εαυτό που ήξερα! Η ερωτική αγάπη δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από την υπέρβαση του «εγώ» και την επένδυση του «εμείς»! Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο από υγιή και «ολόκληρα» άτομα.
Στο βιβλίο του  A. Carotenuto με τίτλο «Έρως και πάθος» διαβάζουμε:
«Η ερωτική εμπειρία  είναι μια από τις πιο σπουδαίες και για πολλούς η πλέον σημαντική εμπειρία της ζωής του ανθρώπου. Μια βαθύτερη σκέψη πάνω στον έρωτα δεν μπορεί παρά να είναι ένας στοχασμός πάνω στην έννοια της ανθρώπινης ύπαρξης, χαρακτηριστικό της οποίας είναι το ανικανοποίητο, η νοσταλγία, το αίσθημα της μοναξιάς, η επιθυμία για ολοκλήρωση και τελειότητα, ο ψυχικός πόνος.
Εκείνο που κυρίως γοητεύει στον έρωτα είναι ο απόλυτος χαρακτήρας του, η απαίτησή του για αιωνιότητα και τελειότητα, η σιγουριά των ερωτευμένων ότι έχουν βρει το μοναδικό πρόσωπο που μπορεί να ικανοποιήσει το ατέλειωτο των πόθων τους. Το αγαπημένο πρόσωπο, εξιδανικεύεται, θεοποιείται, λατρεύεται, γίνεται στήριγμα της φαντασίας. Η αναπόφευκτη συνέπεια όλων αυτών είναι να κάνουμε τον άλλο υποχείριο και να απογοητευόμαστε όταν τον βλέπουμε στην πραγματικότητά του.
Οι απογοητεύσεις του έρωτα που στρέφεται προς ένα και μοναδικό πρόσωπο, η αγωνία της εγκατάλειψης που μας κατακυριεύει όταν παύει η αγάπη, είναι, μια ευκαιρία για ωρίμανση, όχι μόνο γιατί  επιτρέπουν έναν υψηλότερο βαθμό αυτονομίας, αλλά, και γιατί επιτρέπουν να αναπτυχθούν πιο ώριμες σχέσεις με τον κόσμο. Στον έρωτα δεν είναι σπάνιο, μαζί με το αίσθημα της ένωσης με τον εραστή, να νιώθουμε και το αίσθημα της συμφιλίωσης με όλους τους ανθρώπους και με το σύμπαν, ένα αίσθημα παγκόσμιας αγάπης.
Ένα από τα χαρακτηριστικά φαινόμενα της ερωτικής εμπειρίας είναι η άμεση προσκόλληση στο αντικείμενο. Η παρουσία ή προσέγγιση του άλλου μας αιχμαλωτίζουν με ένταση και αμεσότητα που δεν συναντιούνται σε άλλες καταστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ερωτική σχέση «μαγεύει» τον ερωτευμένο και τον βασανίζει με την έμμονη ιδέα της εικόνας του άλλου. Αυτό το βίωμα έχει έναν αιφνίδιο, εξωπραγματικό, σχεδόν καταναγκαστικό χαρακτήρα. 
Επιστρέφοντας στις πρώτες εμπειρίες του βρέφους, εκείνες που δεν μπορεί να συγκρατήσει στη μνήμη, αλλά που έχουν αφήσει ανεξίτηλα ίχνη στον υπό διαμόρφωση εσωτερικό του κόσμο, μπορούμε να πούμε ότι το άγχος και ο φόβος του αποχωρισμού είναι ένα συνεχώς επανερχόμενο θέμα που ξεκινάει από τη στιγμή της γέννησης. Είναι θεμιτό να υποθέσουμε ότι στα πρώτα στάδια του έρωτα δημιουργείται η αυταπάτη πλήρωσης ενός βασικού, δομικού κενού. Αντικρίζοντας το αγαπημένο πρόσωπο, ο ερωτευμένος νιώθει ένα αίσθημα απίστευτης πληρότητας και συγχρόνως έχει την εντύπωση ότι ως εκείνη τη στιγμή ζούσε σε κατάσταση στέρησης. Η παρουσία του αγαπημένου προσώπου είναι πηγή ευεξίας που μοιάζει να έχει ανεξάντλητες δυνατότητες. Στην πραγματικότητα όμως, ο έρωτας ζει και τρέφεται απ' αυτό που συμβαίνει σε μας, μέσα μας. Το πρόσωπο στο οποίο έχει προσηλωθεί το βλέμμα και η επιθυμία μου αποκτά για μένα μοναδική σημασία. Μόνο εκείνο μπορεί να ανακαλέσει τις πιο ενδόμυχες, και ιδιαίτερες διαστάσεις μου. Η ζωτικότητα που δοκιμάζουμε όταν αγαπούμε πηγάζει από την ανανεωμένη διάθεση για «αναζήτηση» που προκαλεί και τρέφει το πάθος.
Η αναστάτωση και η επιθυμία που προκαλεί η όψη του άλλου μαρτυρούν πόσο επιτακτική είναι η ανάγκη να ενωθούμε ξανά με αυτό που έμοιαζε χαμένο και που τώρα εμφανίζεται με καινούργια και ακόμη πιο ελκυστικά χαρακτηριστικά.. Από τη συνάντηση δύο μοναδικοτήτων δεν μπορεί παρά να προκύψει μια ιδιαίτερη, ανεπανάληπτη σχέση. Να γιατί, όταν εκείνη η σχέση τελειώσει, είναι δικαιολογημένη η νοσταλγία, ο πόνος για κάτι που χάθηκε οριστικά, αφού καμιά νέα συνάντηση δεν θα μπορέσει ποτέ να ξαναζωντανέψει εκείνη την ίδια εμπειρία.
Υπάρχει πάντοτε ακόμη και στις πλέον εξελιγμένες ψυχικές συνθήκες μια ανεκπλήρωτη επιθυμία που ασφαλώς έχει τις καταβολές της στην παιδική ηλικία. Η επιθυμία να είμαστε αντικείμενα για κάποιον όπως ήμαστε για τους γονείς τη στιγμή που γεννηθήκαμε. Αυτό είναι μια πρωτογονική μνήμη που κουβαλούμε πάντοτε μέσα μας.
Αν ο άλλος αντιπροσωπεύει κάτι που λείπει από μένα, πρέπει να το αρπάξω, να το κλέψω από τον κόσμο, γιατί αυτό που επιθυμώ δεν μου προσφέρεται αυθόρμητα κι άρα πρέπει να το αποσπάσω με τη δύναμή μου. Μόλις αποκτήσουμε αυτό που μας δίνει το αίσθημα της πληρότητας, αρχίζουμε να αντιμετωπίζουμε με τρόμο, πόνο και αγωνία την πιθανότητα να το χάσουμε. Μπορεί κάλλιστα να υπάρχουν σχέσεις χωρίς έντονες φωτοσκιάσεις, χωρίς ρίγη και προαισθήματα, αλλά είναι άλλου τύπου. Ο έρωτας χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή της απομάκρυνσης και της επανεύρεσης, από την ανάγκη να επιβεβαιώσουμε το κεκτημένο, να λέμε «είσαι δικός μου για πάντα», ενώ την ίδια στιγμή μια φωνή μέσα μας ψιθυρίζει πως δεν είναι έτσι. Η ουσιαστική σχέση με τον άλλον δεν είναι κάτι που κερδίζεται μια κι έξω, αλλά απαιτεί συνεχή προσπάθεια».
 

Ο υγιής Έρωτας

 
Ο έρωτας για να έχει ελπίδες να επιβιώσει χρειάζεται δύο απαραίτητα συστατικά:
Α) να συμπληρώνει ο ένας τον άλλον. Ο Φρόιντ συνήθιζε να λέει ότι στα ζευγάρια η νεύρωση του ενός συμπληρώνει τη νεύρωση του άλλου και είχε απόλυτο δίκιο. Ωστόσο πέρα από τη συμπλήρωση των νευρώσεων χρειάζεται και η συμπλήρωση των ταμπεραμέντων (αργός – γρήγορος, ήρεμος – δυναμικός, σπάταλος – συντηρητικός, έντονη προσωπικότητα – ήπιος χαρακτήρας κ.λπ), ώστε παρά τις κορυφώσεις και τις έντονες στιγμές να επέρχεται ισορροπία. Είναι αυτό που η λαϊκή σοφία πήρε από τη Φυσική και λέει: τα ετερώνυμα έλκονται.
Β) να υπάρχει ταυτόχρονη εξέλιξη σε επίπεδο ανάπτυξης προσωπικότητας στο χρόνο (εδώ είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα των ζευγαριών):
Στις περιπτώσεις που δύο άνθρωποι δεν εξελίσσονται ή το κάνουν με παρόμοια ταχύτητα, ο αρχικός έρωτας παραμένει και συνεχίζει να αλληλοτροφοδοτείται.
Όταν όμως ο ένας από τους δύο αλλάζει με μεγαλύτερη ταχύτητα από τον άλλο, σύντομα θα μένει ακάλυπτος από τον άνθρωπο που παλιότερα αγάπησε και τώρα είναι ανεπαρκής! Γι αυτό άλλωστε, και σε περιπτώσεις που μόνο ο ένας από τους δύο ξεκινά ψυχοθεραπεία, συχνά μετά από ένα μεγάλο ή μικρό διάστημα χωρίζει… Έχει εξελιχθεί τόσο πολύ έναντι ενός ανθρώπου που παρέμεινε ίδιος και επομένως αναζητά πια ανθρώπους του καινούργιου του επιπέδου εξέλιξης. Και φυσικά σε αυτό το σημείο πορείας ενός ζευγαριού, η μόνη επιβίωση του ζευγαριού έγκειται στη συνειδητοποίηση της νέας κατάστασης από τον άνθρωπο που έμεινε πίσω και η ανάληψη δράσης από μέρους του ώστε να διεκδικήσει ξανά τον άνθρωπο του. Μόνο που αυτή η συμπεριφορά δεν είναι η συνήθης και αντί αυτής ξεκινούν οι απειλές και οι διακανονισμοί από αυτόν που έμεινε πίσω για το τι θα χάσει (οικονομικά, κοινωνικά κ.λπ.) αυτός που θα φύγει από το ζευγάρι, ή απειλές τύπου ότι θα αυτός που μείνει θα πάθει σοβαρή ασθένεια ή θα αυτοκτονήσει ή θα σκοτώσει το πρώην σύντροφο του, ή αρχίζουν τα παρακάλια (το γνωστό άσμα «λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω» κ.λπ.) με αποτέλεσμα να χαθεί για πάντα ο έρωτας… Συνεπώς, καλώς ή κακώς, έρωτας χωρίς συναγωνισμό στην εξέλιξη, και προσπάθεια συμπόρευσης κάθε στιγμή, δεν μπορεί στην πράξη να υπάρξει, όσο δυνατό και αν είναι το συναίσθημα του πρώτου καιρού που κεραυνοβόλησε τους δυο ερωτευμένους!