Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2009

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ ΤΥΠΟΣ...

Τζόν Σουϊντον,
πρώην αρχισυντάκτης των New York Times, στην αποχαιρετηστήρια δεξίωση που έγινε προς τιμήν του πρίν βγεί στη σύνταξη.

Κάποιος απο τους παρευρισκόμενους έκανε πρόποση για τον ανεξάρτητο Τύπο.Ο Σουϊντο είπε:
«Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, σε αυτή τη περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας που να αποκαλείται ανεξάρτητος Τύπος. Το γνωρίζετε και το γνωρίζω. Ούτε ένας ανάμεσά σας θα τολμούσε να εκστομίσει μια έντιμη γνώμη. Και αν τολμούσατε να την εκφράσετε γνωρίζετε εκ των προτέρων ότι ποτέ δεν θα εμφανιζόταν τυπωμένη στο χαρτί. Πληρωνόμαστε αρκετά ώστε να κρατάμε την τίμια άποψή μας, έξω από την εφημερίδα για την οποία γράφω. Εσείς επίσης παίρνετε ικανοποιητικούς μισθούς για παρόμοιες υπηρεσίες. Και αν κάποιος τολμούσε ή ήταν τόσο τρελός ώστε να γράψει την τίμια γνώμη του, θα βρισκόταν πολύ σύντομα στο δρόμο….
Είναι δουλειά και καθήκον κάθε δημοσιογράφου να καταστρέφει την αλήθεια, να ψεύδεται, να διαστρεβλώνει, να εξυβρίζει, να κολακεύει γονυπετής το Μαμωνά και να πουλάει τη Πατρίδα του για τον άρτο τον επιούσιο….
Είμαστε υποτελείς. Όργανα των πλουσίων που βρίσκονται στο παρασκήνιο. Είμαστε καραγκιόζηδες. Αυτοί οι άνθρωποι κινούν τα νήματα και εμείς χορεύουμε στο ρυθμό τους. Ο χρόνος, η ζωής μας, οι ικανότητές μας είναι ιδιοκτησία αυτών των ανθρώπων. Είμαστε διανοούμενες πόρνες».
Πηγή « Η ανύποτη ιστορία της εργασίας», του Richard O. Bayer, εκδόσεις United Electrical, Radio & Machine Workers of America, NY 1979

Πλανητικό κράτος και Εκκλησία είναι ασυμβίβαστα

Από http://www.resaltomag.gr

Έχουμε υπογραμμίσει πολλές φορές ότι η οργή είναι κακός κλειδούχος στην πολιτική σκέψη και πράξη. Οι εισαγγελείς των ΜΜΕ και το καθεστωτικό παρακράτος επιχειρούν εκ νέου να αναζωπυρώσουν την οργή γύρω από το «σκάνδαλο» του Βατοπαιδίου. Επιχειρούν οι ποικίλοι εισαγγελείς (πολιτικοί και δημοσιογράφοι) να πείσουν την ελληνική κοινωνία ότι το Βατοπαίδιο είναι το κεντρικό πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας.
Η κατασκευασμένη οργή έναν και μόνο στόχο έχει: να εγκλωβίζει και να χειραγωγεί τη σκέψη μας προς την κατεύθυνση που θέλουν τα μεγάλα συμφέροντα και οι πλανητικοί μηχανισμοί εξουσίας.
Είναι ποτέ δυνατόν (αν σκεφτούμε νηφάλια) το Βατοπαίδιο και ακόμα χειρότερα οι μοναχοί Εφραίμ και Αρσένιος να είναι το υπαριθμόν ένα πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας; Είναι ποτέ δυνατόν τα εκκλησιαστικά «σκάνδαλα» (υπαρκτά ή κατασκευασμένα) να καταδυναστεύουν την κοινωνική και πολιτική ζωή μιας χώρας; Είναι ποτέ δυνατόν ένα απόστημα (εξωτερικό σύμπτωμα) της καπιταλιστικής διαπλοκής και σήψης να προσλαμβάνει τέτοιες αφηνιασμένες, ψυχωτικές διαστάσεις και να μεταβάλλεται από σύμπτωμα σε κεντρικό πολιτικό πρόβλημα;
Αυτή η δραματοποίηση του «συγκεκριμένου συμβάντος», η δαιμονοποίηση του Βατοπαιδίου και κατά σημειολογική επέκταση, ολόκληρου του Αγίου Όρους, του μοναχισμού και της Ορθοδοξίας δεν είναι «αθώα», χωρίς πολιτικό δόλο και καθεστωτικούς υπολογισμούς.
Δεν μπορεί, συνεπώς, να τυφλωνόμαστε από τον «σκανδαλισμό» της τελετουργικής και πολιτικής εμπορίας του βατοπαιδιανού «σκανδάλου» ή από το «θρησκευτικό σεχταρισμό» και να μην διακρίνουμε τα βαθύτερα και ουσιώδη χαρακτηριστικά αυτής της υστερικής δαιμονοποίησης των «αμαρτωλών» μοναχών.
Δεν μπορεί να χάνουμε από το οπτικό μας πεδίο το συνθετικό σύνολο της κυρίαρχης κοινωνικής και πολιτικής δομής, να απομονώνουμε τους δύο μοναχούς, να εστιάζουμε πάνω στο «έγκλημά» τους (όπως το «αποφάσισαν» και το πρόβαλλαν οι προπαγανδιστικές μήτρες του καθεστώτος) και να «ξερνάμε» όλη τη χολή μας.
Δεν είναι το Βατοπαίδιο και οι δύο μοναχοί το κοινωνικό καθεστώς, το κέντρο της Ελλάδας, οι κινητήριοι μοχλοί του καπιταλιστικού, ιμπεριαλιστικού γίγνεσθαι. Ούτε η ανατρεπτική θεωρία και πράξη μπορεί να έχει ως βάση τα εκκλησιαστικά συμπτώματα της σήψης και τις ενδοεκκλησιαστικές «διαφοροποιήσεις» και «αντιθέσεις».
Όσοι μένουν υστερικά προσηλωμένοι στο «σκάνδαλο» του Βατοπαιδίου ουσιαστικά επικαλύπτουν τα αίτια και τις κινητήριες λειτουργίες που γεννούν και γιγαντώνουν τα σκάνδαλα. Τοποθετούν κυριολεκτικά την πραγματικότητα με το κεφάλι προς τα κάτω, αθωώνουν το καθεστώς των πραγματικών ενόχων και μετατρέπουν ένα σύμπτωμα σε καθοριστικό αίτιο.
Κάθε σκάνδαλο είναι το αποτέλεσμα μιας λειτουργίας. Για να διερευνήσουμε αυτή τη λειτουργία πρέπει να γνωρίζουμε τον οργανισμό. Και πρώτα απ’ όλα το σκελετό και το μυϊκό σύστημα του οργανισμού. Είναι αδύνατον να αποκτήσουμε ορθή αντίληψη των πραγμάτων δίχως να έχουμε κατανοήσει τη γενική διάρθρωση του κοινωνικού οργανισμού: Τα οστά και τους μυς της κοινωνίας (καπιταλιστικές σχέσεις) και τα όργανα του κοινωνικού οργανισμού: Κράτος, κόμματα, θεσμοί, μηχανισμοί προπαγάνδας κ.λπ.
Το κεντρικό, συνεπώς, καθοριστικό ζήτημα δεν είναι το «απόστημα» της ασθένειας, αλλά ο ασθενής κοινωνικός οργανισμός. Είναι η καρκινώδης εστία και όχι οι μεταστάσεις του.
Και αυτό που έχει σαπίσει αθεράπευτα είναι το καπιταλιστικό σύστημα, τα όργανά του και όλες οι λειτουργίες του συστήματος και των οργάνων του. Όταν τα πάντα ρυθμίζονται από την αγορά της αχαλίνωτης κερδοσκοπίας, όταν το κυρίαρχο «αγαθό» είναι το χρήμα, τότε είναι αυτοί οι κυρίαρχοι αντικειμενικοί νόμοι που επιβάλλονται σε όλα τα κοινωνικά κύτταρα της κοινωνίας και οδηγούν τους ανθρώπους στην απληστία και στο έγκλημα.
Για να αντισταθεί κανείς σε αυτή τη λαίλαπα της αγοράς και του χρήματος δεν αρκεί μόνο να έχει συνείδηση των πραγμάτων. Ούτε αρκούν οι «θεϊκοί λόγοι» και οι προσευχές, γενικά η Πίστη στο Θεό!!!
Απαιτείται και συνειδητή δράση. Μια άλλη όχι μόνο φιλοσοφία, αλλά και πολιτική πρακτική. Μια Θεωρία και Πρακτική που να αναιρούν συνολικά το σύστημα, που να απελευθερώνουν από τις «δαγκάνες» του. Γιατί όταν αποτελείς θεσμικό ή ιδεολογικό γρανάζι του καθεστώτος υποτάσσεσαι και στους νόμους του, σαπίζεις μαζί με αυτό…
Οι διαχειριστές της Ορθοδοξίας και η γραφειοκρατική ιεραρχία της Εκκλησίας πάντα ήταν και είναι εντός του συστήματος: θεσμικό και πνευματικό γρανάζι του καπιταλιστικού κράτους. Οι διαπλοκές κράτους και εκκλησιαστικής γραφειοκρατίας είναι σταθερό και πάγιο φαινόμενο. Μέσα σε αυτό το καπιταλιστικό καθεστώς της άκρατης νέο-φιλελευθεροποίησης λειτούργησε και έδρασε η εξουσία της Εκκλησίας, διαπλεκόμενη με όλες τις λοιπές εξουσίες του καθεστώτος.
Και είναι φαρισαϊσμός ή έχουμε το δάκτυλο στο μάτι και δεν θέλουμε να δούμε ότι η «εκκλησιαστική οικονομία» δεν μπορεί παρά να είναι μια καπιταλιστική οικονομία που υπόκειται στους σιδερένιους νόμους της αγοράς. «Πνευματικές» οικονομικές οάσεις ή «σοσιαλιστικές» μέσα στον καπιταλισμό δεν μπορεί να υπάρξουν.
Το καθεστώς της «εκκλησιαστικής οικονομίας» λειτουργεί, και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, με τους καπιταλιστικούς νόμους.
Από πού ως που, π.χ., το χρηματιστηριακό εκκλησιαστικό κεφάλαιο αποτελεί μικρότερο «σκάνδαλο» από τις «μεσιτείες» του Βατοπαιδίου; Και από πού ως πού η ηγεσία π.χ. της Εκκλησιαστικής εξουσίας δεν διαπλέκεται με την «Πολιτεία» και λειτουργεί ενάντια στον οδοστρωτήρα της Νέας Τάξης; Είναι λιγότερο υπεύθυνη αυτή από τους δύο μοναχούς που τους έχουν στήσει στον τοίχο;
Ας βλέπουμε συνολικά το πρόβλημα και ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας.
Το πρόβλημα είναι γενικό και είναι δολίως παραπλανητικό να επικεντρώνεται με τέτοια γενική, καθεστωτική φρενοβλάβεια στο Βατοπαίδι.
Και πάνω σε αυτή τη γενική βάση πρέπει να αντιμετωπιστεί, γιατί εδώ βρίσκεται και η «αιχμή» για τη συνολική υποταγή της «εκκλησιαστικής οικονομίας» στις υπερεθνικές, πλανητικές σχέσεις. Από δω, ακόμα, ξεκινούν και οι «ιδέες» για «ενότητα» με το πλανητικό, κοσμικό κράτος: Τον Παπισμό.
Γιατί, όμως, σήμερα, ολόκληρο το καθεστώς με όλα τα κόμματά του και τα σκοταδιστικά μέσα προπαγάνδας κτυπούν το Βατοπαίδιο και σκούζουνε σαν «μωρές παρθένες»; Γιατί μια «φυσιολογική» καπιταλιστική λειτουργία δραματοποιείται και αναθεματίζεται τόσο υστερικά και γίνεται το μείζον πολιτικό ζήτημα της ελληνικής κοινωνίας; Γιατί τέτοιος άγριος κακουργηματικός λιθοβολισμός εναντίον δύο μοναχών που λειτούργησαν «καπιταλιστικά», όπως λειτουργεί το σύνολο της «εκκλησιαστικής οικονομίας»;
Ή μήπως τα οικονομικά εκκλησιαστικά «σκάνδαλα» (τα πασίγνωστα, αλλά επιλεκτικά και διατεταγμένα αποκαλυπτόμενα) περιορίζονται στο Βατοπαίδι;

Το γιατί το έχουμε αναλύσει πολλές φορές.

Συνοπτικά:
α) Το επιλεγμένο «σκάνδαλο» του Βατοπαιδίου αποτελεί την αιχμή του νεοταξικού πολιτικού παιχνιδιού που παίζεται σήμερα από τους πλανητικούς και εγχώριους μηχανισμούς εξουσίας: Επικάλυψης της καθεστωτικής σήψης, αποδόμησης και αναπαλαίωσης του πολιτικού σκηνικού σύμφωνα με τους όρους των Αμερικανών.
β). Επίσης το Βατοπέδιο ανοίγει και προλειαίνει το δρόμο για μια συνολικότερη και μετωπική επίθεση κατά της Εκκλησιαστικής περιουσίας και της Ορθοδοξίας γενικότερα.
Το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος σήμερα, αποτελεί πλανητικό γρανάζι των υπερεθνικών, ως εκ τούτου η «εκκλησιαστική οικονομία» πρέπει να υποταχθεί στους νόμους και τις ορέξεις των πολυεθνικών. Η δομή, συνεπώς, της εκκλησιαστικής εξουσίας (οικονομική, πολιτική και «εθνική») είναι ασυμβίβαστη με τα πλανητικά συμφέροντα και την κρατική δομή της ελληνικής κοινωνίας που υποτάσσεται ολοένα και πιο πολύ στην πλανητική κρατική δομή.
Ελληνικό πολυεθνικό κράτος και Ορθόδοξο «εκκλησιαστικό κράτος» δεν μπορούν πλέον να συνυπάρξουν. Να γιατί η Ορθοδοξία ως συνεκτικός εθνικός ιστός και η Εκκλησία ως «Ορθόδοξη εξουσία» έχουν μπει στο στόχαστρο της πλανητικής αυτοκρατορίας και των πολυεθνικών.
Να γιατί υστερικά όλοι διακρίνουν μόνο τα «σκάνδαλα» της εκκλησίας, ανακαλύπτουν καθημερινά ή κατασκευάζουν νέα και την ανάγουν σε «διάβολο» της κοινωνίας.
Να γιατί δεν πρέπει να χάνουμε το δάσος πίσω από το δέντρο, το Μέτωπο κατά της Εκκλησίας που προωθείται πίσω από τους μοναχούς Εφραίμ και Αρσένιο…
Οι αντικειμενικές «εξελίξεις» θα οξύνουν τις αντιθέσεις του Ορθόδοξου κλήρου με τις ηγετικές «γραφειοκρατικές κλίκες».
Τα επιλεγμένα και διατεταγμένα εκκλησιαστικά «σκάνδαλα» αποσκοπούν στο να συσκοτίσουν τα πράγματα και να στρέψουν το λαό και το Ορθόδοξο σώμα εναντίον αποδιοπομπαίων «τράγων», επικαλύπτοντας έτσι την ουσία της μετωπικής επίθεσης κατά της Εκκλησίας συνολικά.
Οι μηχανισμοί του κράτους και των πλανητικών μαφιόζων βγάζουν τα «σκάνδαλα», τα εμπορεύονται πολιτικά και προλειαίνουν το έδαφος ιδεολογικά.
Αυτοί οι μαφιόζικοι μηχανισμοί προκαλούν «ταπεινωτικές ήττες», με προσχήματα τους «αποδιοπομπαίους», εναντίον της Εκκλησίας ΣΥΝΟΛΙΚΑ.

Η Νέα Τάξη είναι ασυμβίβαστη

Από http://www.resaltomag.gr

Η νέα θρησκεία της παγκόσμια αγοράς θέλει την παγκόσμια ομοιομορφία: Την ισοπέδωση μέσα στην ομοιομορφία κάθε εθνικής, ιδεολογικής, πολιτικής και πολιτιστικής ταυτότητας. Την ισοπέδωση κάθε συλλογικότητας. Η θεότητα της νέας αυτής παγκόσμιας θρησκείας είναι ο ατομισμός, δηλαδή ο κομφορμισμός.
Η Νέα Τάξη επιδιώκει την αγελοποίηση του κόσμου, δηλαδή τη μετατροπή της ανθρώπινης κοινωνίας σε αγέλη ατόμων, σε ένα «μοναχικό πλήθος» πρόθυμο να δέχεται διαταγές, να κάνει ό,τι απαιτούν από αυτό, να εφαρμόζει καλά στην παγκόσμια μηχανή, χωρίς τριβή. Η Νέα Τάξη Πραγμάτων είναι εχθρικά ασυμφιλίωτη με κάθε συλλογικότητα, με κάθε τι που ενώνει τους ανθρώπους. Θέλει την κοινωνία διαιρεμένη όχι σε συλλογικές οντότητες που αντιστέκονται και αναπτύσσουν τη σκέψη και τη συνείδηση μέσω της διαπάλης των ιδεών και των οργανωμένων αγώνων, αλλά διαιρεμένη σε ανίσχυρα μεμονωμένα άτομα που να μπορούν να καθοδηγούνται χωρίς βία, να ποδηγετούνται χωρίς ηγέτες, να παρακινούνται χωρίς σκοπό. Η Νέα Τάξη είναι ασυμφιλίωτα εχθρική προς κάθε μορφή συλλογικής συνείδησης. Γι’ αυτό επιδιώκει την κατεδάφιση του έθνους-κράτους, των πολιτικών κομμάτων, των συνδικάτων, της Εκκλησίας.
Φυσικά, και η σοσιαλιστική σκέψη είναι εναντίον του έθνους-κράτους, των αστικών κομμάτων, των κρατικών συνδικάτων και της Εκκλησίας. Και εδώ ακριβώς μπερδεύονται οι φορμαλιστές του «αριστερού» λόγου. Δεν μπορούν να αντιληφθούν τη «διαφορά». Και όμως υπάρχει τεράστιο χάσμα μεταξύ της σοσιαλιστικής παγκοσμιοποίησης και της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.
Η σοσιαλιστική σκέψη έχει ως υποκείμενο της εξέλιξης την εργατική τάξη και το λαό, δηλαδή κοινωνικές και πολιτικές συλλογικότητες. Και, το σπουδαιότερο, το ξεπέρασμα τους έθνους-κράτους και άλλων συλλογικοτήτων το υποκαθιστά με άλλες μορφές συλλογικότητας, ανώτερες. Το σοσιαλιστικό κίνημα δεν αγωνίζεται για μια κοινωνία μεμονωμένων, ανταγωνιστικών ατόμων, αλλά για έναν κόσμο με ανώτερες μορφές κοινωνικής οργάνωσης και συλλογικής συνείδησης. Για έναν κόσμο που θα έχει ως βάση το συλλογικό άτομο, τη συμμετοχή και την αυτενέργεια του λαού.
Να γκρεμίσουμε, λοιπόν, το εθνικό κράτος που διαιρεί τους λαούς, να καταργήσουμε και την Εκκλησία. Αλλά αυτό δεν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα έξωθεν διαταγμάτων. Πρέπει να είναι το αποτέλεσμα των ίδιων των αγώνων του λαού, το αποτέλεσμα συλλογικής συνείδησης. Μια τέτοια συλλογική κοινωνική διαδικασία προωθεί την κοινωνία και τον άνθρωπο σε ανώτερες μορφές κοινωνικής οργάνωσης και συλλογικότητας. Μορφές που κρατούν όλα τα θετικά στοιχεία της παράδοσης, που ενώνουν τους ανθρώπους, μορφές που κρατούν όλες τις κατακτήσεις της συλλογικότητας της ανθρώπινης Ιστορίας, όλον τον πλούτο της πολιτιστικής και πολιτισμικής διαφορετικότητας.
Όταν όλα αυτά απειλούνται για να μετατραπεί ο άνθρωπος σε αγέλη και να ριχτεί στα έσχατα όρια της ταπείνωσης και της δουλικότητας, τότε είναι επαναστατικό να υπερασπιζόμαστε το έθνος-κράτος, ακόμα και την Εκκλησία, ακριβώς γιατί έχουν ενσωματώσει κάποιες κατακτήσεις των συλλογικών αγώνων και αξιών της ανθρωπότητας.
Όταν, π.χ., ο γερμανικός ιμπεριαλισμός είχε υπό την κατοχή του την Ελλάδα, ουδείς είχε διανοηθεί να κατηγορήσει ως εθνικιστικό τον αγώνα για την υπεράσπιση του εθνικού κράτους. Σήμερα, κάθε εκδήλωση που στρέφεται εναντίον των ιμπεριαλιστών της ΟΝΕ και της «Νέας Τάξης» στιγματίζεται από τους φορμαλιστές του «προοδευτικού» και «αριστερού» λόγου ως εθνικιστική.
Η Εκκλησία στον καπιταλισμό ήταν ταυτισμένη πλήρως με το καπιταλιστικό κράτος και έπαιζε το ρόλο της ιδεολογικής ποδηγέτησης των λαών. Ήταν η πνευματική και ηθική αγχόνη των λαών. Ως φορέας που ενσωμάτωνε μορφώματα συλλογικής συνείδησης, ιστορικές αξίες και παραδόσεις, αποτέλεσε μια ισχυρή δύναμη στην υπηρεσία του αστικού κράτους, αναχαιτιστική των εργατικών και λαϊκών αγώνων και των σοσιαλιστικών κινημάτων. Ήταν αντιδραστική η Εκκλησία, γιατί φυλάκιζε τις συλλογικές αξίες που ενσωμάτωνε, τις απομάκρυνε από το κοινωνικό γίγνεσθαι και τους λαϊκούς αγώνες, δεν επέτρεπε τον εμπλουτισμό τους από τα νέα συλλογικά λαϊκά μορφώματα, τις μετέτρεπε, με δύο λόγια, σε απολιθώματα.
Σήμερα, η Νέα Τάξη είναι ασυμβίβαστη με κάθε κοινωνικό, εθνικό και πνευματικό μόρφωμα λαϊκής συνοχής και συνείδησης συλλογικής, ακριβώς γιατί αποτελούν κύτταρα κοινωνικής αντίστασης στην ισοπεδωτική ομοιομορφία που θέλει να επιβάλει.
Γίνεται φανερό ότι η Νέα Τάξη είναι ασυμβίβαστη και με την Εκκλησία, γιατί είναι φορέας συλλογικότητας. Συνεπώς, στη σύγκρουση Εκκλησίας και Νέας Τάξης δεν μπορεί κανείς να είναι με τη Νέα Τάξη. Φυσικά δεν υπερασπίζεται το εκκλησιαστικό κατεστημένο. Υπερασπίζεται, όμως, τις συλλογικές μορφές συνείδησης, τις κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού και τις αξίες της αλληλεγγύης και της ενότητας των ανθρώπων που ενσωματώνει η Εκκλησία: Όλα δηλαδή τα φύτρα αντίστασης, συνοχής και ενότητας του λαού κατά του εφιάλτη της παγκοσμιοποιημένης ομοιομορφίας…

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΚΟΥΤΛΟΥΜΟΥΣΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

Η Ιερά Μονή μας, ανταποκρινόμενη στο επίμονο αίτημα πολλών προσκυνητών και αναλογιζόμενη την πονηρία των καιρών, λύει προς στιγμήν τη σιωπή της και προβαίνει στις ακόλουθες γενικές εκτιμήσεις, με αφορμή τον σκανδαλισμό που για πολύ καιρό ταλανίζει τις συνειδήσεις του κόσμου εξαιτίας του θορύβου που δημιουργήθηκε στα ΜΜΕ για δραστηριότητες μοναχών Αγιορείτικου καθιδρύματος. Σήμερα που η καπηλεία θεσμών, αρχών και αξιών αποτελεί προυπόθεση κοινωνικής ανόδου και καταξίωσης, με θλίψη συνειδητοποιούμε ότι πρέπει να μιλάμε για όσα κάποτε ήταν αυτονόητα.
1. Μοναχισμός είναι αποταγή του κόσμου και των πραγμάτων του κόσμου, γιʼ αυτό και μία από τις μοναστικές υποσχέσεις είναι η ακτημοσύνη. Όπου και να βρίσκεται ο μοναχός, οφείλει να καλλιεργεί μέσα του τη συνείδηση ότι δεν κατέχει τίποτε, ότι δεν κατέχεται από τίποτε, και ότι κάθε ατομική ιδιοκτησία αποτελεί σοβαρό παράπτωμα. Κοινοβιάτης μοναχός και ατομικός τραπεζικός λογαριασμός προς ιδίαν χρήση αποτελεί αντίφαση στους όρους και στην ουσία.
2. Μοναστήρι είναι ένα μικρό ή μεγάλο ίδρυμα, που φιλοξενεί ισοβίως ακτήμονες μοναχούς και συνάμα προσκυνητές. Σʼ αυτούς προσφέρει στέγη, τροφή, ένδυμα, σκεπάσματα, περίθαλψη. Έτσι είναι ταυτόχρονα μια οργανωμένη, αυτόνομη παραγωγική και οικονομική μονάδα, της οποίας αντικειμενικός στόχος δεν είναι βέβαια η μεγιστοποίηση ενός οικονομικού αγαθού, αλλά η τελειοποίηση των μελών της στην παραγωγικότητα και προσφορά της αγάπης. Η οικονομική βάση της εξασφαλίζει τη συνέχεια στο χρόνο, όπως άλλωστε και η πρώτη αποστολική κοινότητα των Ιεροσολύμων συντηρείτο από ένα κοινό ταμείο. Ατομικά ο μοναχός μπορεί να παραμείνει μοναχός και να διανύσει τον παρόντα βίο οπουδήποτε, στα βουνά, στις πόλεις, ως επαίτης ή φιλοξενούμενος ή σπηλαιώτης. Το μοναστήρι, όμως χωρίς σταθερή οικονομική βάση και αυτοδυναμία καταδικάζεται σε θάνατο, αφού κάποια στιγμή θα πάψει να συντηρεί μοναχούς, θα μεταβληθεί σε μουσείο, αλλά και μέχρι τότε θα είναι εξαρτημένο σε εξαρτήσεις. Το γνώριζαν καλά τούτο οι αυτοκράτορες, γι αυτό και προίκισαν τα μοναστήρια με γη, κειμήλια και χρυσόβουλλα επικυρωτικά γράμματα. Είναι λάθος να θέλουμε να επιβάλουμε σε ένα μοναστήρι την πτωχεία, που αποτελεί την προσωπική αρετή κάθε μοναχού. Η Μονή μας έχει και μέχρι σήμερα πικρή την πείρα της ανέχειας στην οποία οδήγησαν ληστρικές ενέργειες σε βάρος της, ανέχεια που έθεσε σε κίνδυνο τη λειτουργία και την συνέχειά της.
3. Η συντήρηση και αξιοποίηση της περιουσίας μιας μονής είναι ευθύνη κάθε αδελφότητας. Αυτή η αξιοποίηση δεν επιτρέπει βέβαια επιχειρηματικές δραστηριότητες που ωθούν σε ψυχωσική κατάσταση συνεχούς συσσώρευσης και επένδυσης πλούτου, πράγμα ασυμβίβαστο προς τη μοναχική φιλοσοφία. Και κινδυνεύει πάντοτε ο εκάστοτε επιφορτισμένος με την διοίκηση μοναχός να διολισθήσει σε τέτοιο πάθος, διότι η πνευματική ζωή, και μάλιστα η οριακή μοναστική ζωή, κρέμεται από μεταξωτά νήματα. Η ύπαρξη του μαμμωνά της αδικίας –του χρήματος- δικαιώνεται μόνο εφόσον χρησιμοποιείται για τις ανάγκες των δεομένων.
4. Η όποιας μορφής ηθική παρέκκλιση ενός ή περισσοτέρων μοναχών σήμερα προσφέρεται ως εφαλτήριο προώθησης των σχεδίων της ανερχόμενης νέας τάξης. Όλα φαίνονται να εντάσσονται σε ένα στημένο και βίαιο παιχνίδι, όπου επιστρατεύεται κάθε πονηρό σύστημα προαποφασισμένων συμπερασμάτων, κάθε έξυπνη στρεψοδικία. Η νέα τάξη, που επιδιώκει να διαμορφώσει μια παγκόσμια κοινότητα τρομοκρατημένων, επιχειρεί να υπονομεύσει τους θεσμούς και τις αξίες που αποτελούν το πνευματικό θεμέλιο ενός λαού και τον παράγοντα της πολιτισμικής του ενότητας. Το Άγιον Όρος, ως αυτοδιοίκητη μοναστική πολιτεία που επαγγέλλεται την ελευθερία του πνεύματος –αξονικού σημείου της Ορθοδοξίας – δεν μπορεί παρά να είναι ανεπιθύμητη παραφωνία σε μια ομογενοποιημένη και κατευθυνόμενη κοινωνία, που θα βρίσκεται στην απόλυτη διάθεση ελαχίστων ισχυρών, όσων σήμερα συγκεντρώνουν στα χέρια τους το κεφάλαιο και κάθε άλλη μορφή εξουσίας. Στην πορεία αυτή το Άγιον Όρος πρέπει να αποδυναμωθεί, να αλωθεί, έσωθεν και έξωθεν, με τη συνδρομή πολλών φθοροποιών δυνάμεων. Ότι δεν κατορθώσει το χρήμα, θα το κατορθώσει η παρερμηνεία της ιστορίας, η απόκρυψη της αλήθειας, η καπηλεία κι όλα όσα καθαγιάζει η λαϊκιστική προπαγάνδα.
5. Η εκκλησία, και ένα μοναστήρι, που αποτελεί σμικρογραφία της, πορεύεται δραματικά μέσα στην ιστορία. Τούτο σημαίνει ότι έχει τις πτώσεις και τις ανορθώσεις του, τις διολισθήσεις και τις πτήσεις, την προσέγγιση του παραδείσου και τους κλυδωνισμούς του διαβόλου. Όμως, όλα τα πλήγματα της ιστορίας αφορούν στο κέλυφος της Εκκλησίας και όχι στην ουσία της. Και ουσία της είναι η Χαρισματική παρουσία του Αγίου Πνεύματος που ζωογονεί τα μέλη και τους ιστούς του σώματος του Χριστού και παράγει καρπούς αγιότητας. Και η αγιότητα δεν χάνεται ούτε από το Άγιον Όρος, ούτε από τον κόσμο. Κάθε κρίση, κάθε ιστορική δοκιμασία, δίνει σε όλους την ευκαιρία της αυτοκριτικής και της ανασυγκρότησης, της επώδυνης κάθαρσης και επιστροφής στα ουσιώδη και αληθινά.
Το Άγιον Όρος δεν ανήκει σε κανέναν. Ακριβέστερα, δεν ανήκει σε κανέναν ασεβή, είτε μοναχό είτε κοσμικό. Είναι αιωνόβιος καρπός της συνέργιας του Θεού και των αγίων του. Ανήκει στην Μητέρα του Θεού και σε εκείνους που το αγίασαν μια για πάντα με τη ζωή τους πάλαι και επ΄ εσχάτων. Το αληθινό Άγιον Όρος είναι του αφανές πεντόσταγμα της αγιότητας που βιώνεται και σήμερα υπέρ της ζωής του κόσμου. Αν λοιπόν κάποιοι το θέλουμε ζωντανό και δραστικό, πρέπει να το προστατεύσουμε, όπως προστατεύουμε ένα θερμοκήπιο. Κι αν ακόμη οι σημερινοί μοναχοί είναι ανάξιοι της ιστορίας του, πρέπει να το προστατεύσουμε για τους επιγενεστέρους.

Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2009

Αλλαγή εποχής

του Τίμπορ Ντέσεφι

Οι λόγοι που ο κόσμος έφτασε σε μία κρίση τέτοιας έκτασης μπορεί να είναι πολύ διδακτικοί για το μέλλον. Αυτό που συμβαίνει εμπρός στα μάτια μας, είναι η κατάρρευση του καπιταλισμού των απορρυθμισμένων αγορών. Το παράδοξο με όσα συμβαίνουν σήμερα -παράδοξο που δεν είναι απαλλαγμένο από ηθική διάσταση- είναι πως οι επενδυτικές τράπεζες που σήμερα έχουν ανάγκη κρατικής στήριξης, αγωνίζονταν επί 30 χρόνια με νύχια και με δόντια για την αποδόμηση του κράτους. Εξίσου ειρωνική είναι η κάπως χιουμοριστική παρατήρηση πως με το πρόγραμμα εθνικοποιήσεών του, ο Τζορτζ Μπους (G.W. Bush), συνεισέφερε στην υπόθεση του σοσιαλισμού όσο κανείς άλλος από την εποχή του... Καρλ Μαρξ (Karl Marx).
Σπάζοντας σταδιακά τις αλυσίδες της ρύθμισής τους, οι χρηματοπιστωτικές αγορές υποτίθεται πως υλοποιούσαν την ιδεολογία της αποτελεσματικότητας. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, οι τιμές της αγοράς αντανακλούν όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες και δεν υπάρχει εναλλακτική λύση σε αυτή την οικονομική προσέγγιση: η πληροφορία φτάνει ισότιμα στους παράγοντες της αγοράς προκαλώντας δίκαιες διακυμάνσεις στις τιμές, οπότε δεν μπορεί να υπάρξει αθέμιτο κέρδος.
Μολοταύτα σήμερα ακόμα και οι νεοσυντηρητικοί αναγνωρίζουν πως η Ουολ Στριτ βιώνει ένα είδος γνωστικής διαταραχής: στην πραγματικότητα το σύστημα ουδέποτε λειτούργησε -και τελικά οι εμπορικές συναλλαγές που βασίζονταν στην (ασύμμετρη και παραπλανητική) πληροφόρηση κατάληξαν να μοιάζουν μάλλον με καζίνο, παρά με μηχανισμό που παρήγαγε δίκαιη κατανομή του πλούτου.
Πρακτικά, όλοι οι μηχανισμοί αυτορρύθμισης των χρηματοοικονομικών αγορών απέτυχαν παταγωδώς. Οι τραπεζικοί μηχανισμοί αξιολόγησης των κινδύνων απέτυχαν να συγκρατήσουν την κερδοσκοπική μανία, και όσοι καλούνταν να ελέγχουν και να ρυθμίζουν τα ολοένα και πιο πολύπλοκα χρηματοπιστωτικά προϊόντα απέτυχαν να σταθεροποιήσουν το επιχειρηματικό έδαφος κάτω από τα πόδια τους (όπως και απέτυχαν να ελέγξουν στοιχειωδώς τα χρηματιστήρια, εδώ που τα λέμε).
Η κοινωνική ευθύνη των επιχειρήσεων συνίσταται στη μεγέθυνση των κερδών τους: αυτό διακήρυσσε, με στεντόρεια φωνή, ο Μίλτον Φρίντμαν (Milton Friedman). Αυτή όμως η φιλοσοφική προσέγγιση δεν μπορεί πλέον να αγνοεί -ή να αδιαφορεί για- το πελώριο κοινωνικό και οικονομικό κόστος που προκαλεί. Η μεταρρύθμιση που απαιτείται δεν μπορεί να περιοριστεί στο να θέσει όρια στα λάφυρα των μάνατζερ ή στο να συστήνει επιτροπές ελέγχου των κρατικών δαπανών.
Το μεγάλο δίδαγμα της παρούσας κρίσης είναι πως το κοινωνικό κόστος και η διακινδύνευση της ελεύθερης λειτουργίας των αγορών θα πρέπει να συμπεριληφθούν εκ των προτέρων στους θεμελιώδεις υπολογισμούς του νέου οικονομικού συστήματος. Κάτι πρέπει να γίνει με τη μόνιμη τάση των αγορών να μεταθέτουν τις διακινδυνεύσεις και τις ζημίες τους στο κράτος όταν καταρρέουν, ενώ τις εποχές των παχιών αγελάδων να απεχθάνονται να μοιραστούν και να αναδιανείμουν τα παχυλά κέρδη τους.

Μετά το όργιο του καταναλωτικού ηδονισμού
Το σημερινό καταρρέον ήθος δεν το συνόψισε καλύτερα ο Ρόναλντ Ρέιγκαν (Ronald Reagan) ούτε καν η Μάργκαρετ Θάτσερ (Margaret Thatcher) αλλά –πράγμα μάλλον παράδοξο- ο Ντεγκ Σιάο Πινγκ (Deng Xiaoping): ο ηγέτης της Κίνας είχε δηλώσει στις αρχές της δεκαετίας του '80 πως «είναι τιμή να είναι κανείς πλούσιος», θέτοντας τις βάσεις για την εντυπωσιακή οικονομική εκτόξευση της Κίνας.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στη δύση. Η αξιακή μεταβολή εκεί συνέβη ως διττή διαδικασία, όπου η ανάδυση των μετα-υλιστικών αξιών -για την οποία τόσος λόγος έγινε από τους κοινωνιολόγους- επισκίαζε το γεγονός πως αυτό που κυριαρχούσε, ολοένα και περισσότερο, ήταν ο καταναλωτισμός.
Ο ανθρωπολογικός τύπος που αναδύθηκε από τον τρόπο ζωής που βασιζόταν στον καταναλωτισμό ονομάζεται -ή ονομάστηκε- «μεταβιομηχανικός», στην πραγματικότητα όμως εντασσόταν οργανικά στη λογική του καπιταλισμού-καζίνο. Ο πλουτισμός και η ευημερία διαμόρφωσε σε τόσο καθοριστικό βαθμό τις κοινωνικές αξίες, ώστε ένας από τους βασικούς λόγους των σοσιαλδημοκρατικών επιτυχιών της δεκαετίας του '90 ήταν ακριβώς πως τα κεντροαριστερά κόμματα υπερασπίστηκαν αυτό το νέο ήθος του πλούτου. Όπως είχε πει ο Τόνι Μπλερ (Tony Blair) «πραγματικά, δεν "καίγομαι" κιόλας να δω τον Ντέιβιντ Μπέκαμ (David Beckham) να κερδίζει λιγότερα χρήματα».
Είναι μια καταπληκτική φράση, στην οποία στριμώχνονται δύο ισχυρισμοί: πρώτον, υπονοείται πως τα υπέρογκα κέρδη οφείλονται σε καταπληκτικά επιτεύγματα -ποιος αλήθεια θα ήταν τόσο μίζερος ώστε να φθονεί το μισθό του λατρεμένου μέσου της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, που μόλις είχε οδηγήσει την ομάδα του στην κατάκτηση του ευρωπαϊκού κυπέλλου; Υπάρχει όμως και μια δεύτερη «στρώση» νοημάτων: συνδέοντας τα πλούτη με την ικανότητα, ο πρωθυπουργός υπονοεί πως αυτού του είδους τα λεφτά είναι καινούργια λεφτά -πράγμα όχι εντελώς λάθος. Πού αλήθεια βρίσκονταν εδώ και είκοσι πέντε μόνο χρόνια οι Ουόρεν Μπάφετ (Warren Buffet), Κάρλος Σλιμ Ελού (Carlos Slim Helú) και Μπιλ Γκέιτς (Bill Gates) για να κατονομάσουμε τους τρεις πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου σήμερα; Δεν ήταν πουθενά, πράγμα που σημαίνει πως η επιτυχία τους προκύπτει από τη σώρευση καινούργιων χρημάτων -η παραγωγή των οποίων ήταν κοινωνικά αποδεκτή.
Οι ιστοριογράφοι των «νέων Εργατικών» δεν παρέλειψαν να σημειώσουν πως η επιτυχία του Μπλερ τη δεκαετία του '90 προέκυψε και από την υποστήριξη των χρηματιστηριακών κύκλων, του Σίτι και της ελίτ των ΜΜΕ. Αλλά ήταν μια υποστήριξη αντεστραμμένη: στην πραγματικότητα, αυτές οι ελίτ εκτίμησαν πως μπορούσαν να στοιχηθούν δίπλα στους «νέους Εργατικούς» διότι το κόμμα αυτό έτρεφε ειλικρινή εκτίμηση προς το κερδοσκοπικό ήθος της δεκαετίας του '90. Η αλήθεια είναι πως η μοίρα και οι επιδόσεις των «νέων Εργατικών» και άλλων τριτοδρομικών κυβερνήσεων καθορίστηκαν σε σημαντικό βαθμό από αυτό το παράδοξο. Αν και με τις πολιτικές τους κατόρθωσαν πράγματι να μειώσουν σε σημαντικό βαθμό τις κοινωνικές ανισότητες -π.χ. καταπολέμησαν την παιδική φτώχεια ή υποστήριξαν τις λιγότερο ευνοημένες κοινωνικές ομάδες- τα επιτεύγματά τους αυτά εξαφανίστηκαν σχεδόν από το «πνεύμα των καιρών» όπως το παρουσίαζε η μαζική κουλτούρα, που ανταπάντησε με μια πλημμυρίδα μηνυμάτων που εκθείαζαν τον πλούτο.
Αυτή η λατρεία του πλούτου και της «μεγάλης ζωής» -που συνδυαζόταν μάλιστα με την περιφρόνηση προς την κοπιώδη, γεμάτη «αίμα και δάκρυα» παραδοσιακή εργασία- ταίριαζε «γάντι» με τη δραστηριότητα του χρηματιστηριακού κεφαλαίου ­-και δεν πολυανεχόταν αντιρρήσεις. Επιπλέον, η νέα αντίληψη δεν ήταν εντελώς αποκύημα της φαντασίας· στο κάτω-κάτω, όποιος είχε επενδύσει στα αμοιβαία κεφάλαια του Τζορτζ Σόρος (George Soros) κέρδιζε ετήσια, χωρίς να κουνήσει το δακτυλάκι του, σταθερά 30% του κεφαλαίου του, την ίδια στιγμή που στην παλιομοδίτικη «πραγματική οικονομία», ένα κέρδος της τάξης του 7-8% θεωρούνταν αξιοπρεπέστατο.
Κάπως έτσι αναδείχθηκε σε ήρωα των μοντέρνων καιρών ο χρηματιστής, ο ριψοκίνδυνος τύπος που «κάνει δουλειές» στην άλλη άκρη του κόσμου με όπλο μόνο το κινητό του. Από τη στιγμή που όποιος διέθετε την αναγκαία πληροφόρηση, τη γνώση και το πολιτιστικό κεφάλαιο μπορούσε να κερδίζει πελώρια ποσά πατώντας μερικά πλήκτρα, άλλαξε άρδην η κοινωνική εκτίμηση για το νόημα της εργασίας και των επενδύσεων, αλλά και για τις αξίες στις οποίες θεμελιώνονται αυτές.

Προς τα πού πνέουν οι ιδεολογικοί άνεμοι;
Όπως φαίνεται, η εποχή της ασυγκράτητης κερδοσκοπίας τελείωσε, και το τέλος της θα φέρει αλλαγές στην αξιακή συγκρότηση των ηγεμονικών κοινωνικών αντιλήψεων στις κοινωνίες μας. Ασφαλώς δεν πρόκειται να εξαφανιστεί η ανάγκη του ανθρώπου για ευημερία. Μάλλον όμως θα επιστρέψουμε σε μεγαλύτερη ταπεινοφροσύνη, του τύπου «κάλλιο πέντε και στο χέρι...» ή «ας έχουν τα παιδιά μου καλύτερη μοίρα από μένα».
Τη μέρα που ανακοινώθηκε η χρεοκοπία της τράπεζας «Λέμαν μπράδερς» ο Βρετανός οικονομολόγος Ουιλ Χάτον (Will Hutton) χαμογέλασε και είπε: «αυτή είναι η λαμπρότερη ημέρα για τη σοσιαλδημοκρατία!». Ο Χάτον δε το είπε αυτό από χαιρεκακία για τα δεινά των τραπεζιτών. Αυτό που είχε στο νου του ήταν πως πλέον η αριστερή σκέψη διεύρυνε τα περιθώρια κινήσεών της, και μπορούσε ξανά να αναπτύξει τη θεματολογία της αλληλέγγυας κοινωνίας, την ίδια ώρα που συντηρητικοί και φιλελεύθεροι μοιάζουν καταδικασμένοι στην αναδίπλωση και την ιδεολογική προσαρμογή. Το «μυστικό όπλο» της επιτυχίας του «τρίτου δρόμου» εξάλλου ήταν πως αφομοίωσε τον φιλελευθερισμό, που τον είδε ως μία επιτυχημένη οικονομική πρακτική, που κυριαρχούσε στη μαζική κουλτούρα.
Σήμερα από την άλλη, οι αχαλίνωτες αγορές και ο καταναλωτικός ηδονισμός, καθώς και η σύνδεσή τους, μοιάζει να βουλιάζουν. Μετά από πολλές δεκαετίες, επιτέλους η προοδευτική σκέψη έχει την ευκαιρία να αναλάβει θαρραλέες πρωτοβουλίες και να επιδείξει αυθεντική προγραμματική εφευρετικότητα, αντί απλά να αντιδρά «έξυπνα» στη συγκυρία.
Από πού όμως θα έπρεπε να ξεκινήσει αυτή η νέα προγραμματική εφευρετικότητα; Πολλοί θεωρούν πως η αντιμετώπιση της κρίσης περνά αυτονόητα από την αναζωογόνηση της παλιάς, καλής κεϊνσιανής οικονομίας. Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν ματαιοπονία. Ο ξέφρενος σημερινός κόσμος δεν πρόκειται να τιθασευτεί με τα παλιά εργαλεία, ούτε με την επιστροφή στο παρελθόν.
Εξίσου αδύνατη θα ήταν μία αντισυστημική αλλαγή, αν και σε ολόκληρο τον κόσμο έχει ξεκινήσει ένα κύμα αναβίωσης της αριστεράς. Την ίδια ώρα που στην Ουγγαρία το κοινό δονείται από τις πολεμικές κραυγές της κυρίαρχης «νεοφιλελεύθερης» κάστας των τελευταίων τριάντα ετών, αλλού είναι ήδη φανερό πως οι προοδευτικές δυνάμεις νιώθουν ισχυρή την πίεση της αριστεράς. Βέβαια, αυτό είναι μάλλον αναμενόμενο, ενώ κάθε λεπτό εξανεμίζονται δισεκατομμύρια δολάρια. Τη στιγμή που καταρρέουν εμβληματικοί τομείς της βιομηχανίας, όπως η αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία -κι ενώ η ανεργία εκτοξεύεται απότομα, μοιάζει αρκετά λογικό να προβάλλει η παραδοσιακή, προστατευτική λογική της παλιάς αριστεράς ως αξιόπιστη εναλλακτική λύση στις υπερβολές του ανεξέλεγκτου και ανήθικου καπιταλισμού.
Είναι μολοταύτα σημαντικό να μπορέσουμε να κάνουμε τη διάκριση μεταξύ των φαινομένων που απαξιώθηκαν από την κρίση και εκείνων των που θα εξακολουθούν να διαμορφώνουν τον κόσμο: οι διαδικασίες της «κοινωνίας της πληροφορίας» θα συνεχιστούν. Και δεν είναι λογικό να προσδοκούμε να ανακτά έδαφος η παραδοσιακή βιομηχανία εις βάρος των υπηρεσιών. Ούτε βέβαια θα δούμε να υλοποιείται έξαφνα η εργατική αυτοδιαχείριση. Και πάνω απ' όλα -εκτός βέβαια αν έχουμε κατακλυσμιαίες εξελίξεις- δεν πρόκειται να αντιστραφεί η τάση της παγκοσμιοποίησης.
Από την άλλη, το κράτος οφείλει να προσαρμοστεί. Υπάρχει ανάγκη για συστηματική ανανέωση στον τομέα των ελέγχων και των ρυθμίσεων, στην αλλαγή της θεσμικής συγκρότησης των κρατών, αλλά και για τεχνολογικές καινοτομίες και νέα χρήση της γνώσης.
Περισσότερο από ποτέ, σήμερα οφείλουμε να μάθουμε να ελέγχουμε τους πολύπλοκους μηχανισμούς της αγοράς, που η ίδια η αγορά δεν κατόρθωσε να τιθασεύσει. Θα πρέπει να βρούμε το δρόμο μας μέσα στον κυκεώνα των πολλαπλών επιστρώσεων των κεφαλαιακών συναλλαγών. Ο ρόλος του κράτους όμως δεν θα αυξηθεί μόνο στον τομέα της ρύθμισης των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, αλλά και στην αγορά εργασίας. Αυτό διακήρυξε εξάλλου ο Μπάρακ Ομπάμα (Barack Obama) επικαλούμενος το δικό του «νιου ντιλ», που θα φέρει όμως το διακριτό του χρώμα -το πράσινο.
Τα δημόσια έργα που θα κληθούν να απογειώσουν την οικονομία τούτη τη φορά δε θα επικεντρώνονται σε αυτοκινητοδρόμους που θα διασχίζουν πέρα-δώθε τη χώρα, αλλά σε επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ). Φυσικά το πρόβλημα με τις ΑΠΕ είναι πως απαιτείται ακόμα πολλή ανάπτυξη και πολυάριθμες καινοτομίες και εφευρέσεις πριν μπορέσουν να γίνουν ανταγωνιστικές με το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο.
Κοντολογίς, όσα πλήγματα κι αν έχει δεχθεί τελευταία ο καπιταλισμός, η έξοδος από την κρίση είναι δυνατή μόνο με την τεχνολογία που θα προέρθει από καινοτόμες ιδέες, που θα επιλεγούν από μία αγορά δημιουργικών, καινοτόμων επιχειρήσεων. Προκειμένου να αποκρούσουμε την επέλαση του χάους στον ξέφρενο κόσμο μας, θα χρειαστεί δίχως άλλο να αναστοχαστούμε πολλά. Κι όσο επώδυνη κι αν είναι αυτή η διαδικασία, ας μη μας φοβίζει.

Νευρικό – ενδοκρινικό σύστημα και «ψυχή»

του Γιάννη Βελίκη

Μεταξύ του σώματος και της «ψυχής» παρεμβάλλεται το νευρικό σύστημα. Το εξαιρετικό αυτό δημιούργημα της φύσης, είναι κατά κύριο λόγο υπεύθυνο γι’ όλα αυτά που σκεφτόμαστε και νιώθουμε. Σε συνδυασμό με το σύστημα των ορμονών (το ενδοκρινικό) μας κάνει, όπως και όλα τα θηλαστικά, έτοιμους στο να αναζητήσουμε τροφή, φίλους και ερωτικούς συντρόφους, να παλέψουμε για να υπερασπιστούμε το σπίτι μας, να μεγαλώσουμε σωστά τα παιδιά μας, να διαισθανόμαστε κινδύνους, να πενθούμε όταν χάνουμε δικούς μας, να δενόμαστε συναισθηματικά με ζώα κ.α.
Το νευρικό σύστημα επιτελεί εκπληκτικά πολλές λειτουργίες. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οργανώνεται και λειτουργεί ανάλογα με ένα κράτος! Παραδείγματα μπορούμε να βρούμε πολλά, όπως:
· Σπίτια: τα νευρικά κύτταρα, όπου το καθένα φροντίζει για την επιβίωση, διατροφή και ανάπτυξη του.
· Βουλή: στον προμετωπιαίο λοβό λαμβάνονται οι βασικές αποφάσεις τύπου Ναι /Όχι, αντίστοιχα με την ψηφοφορία της Βουλής.
· Σύνταγμα: υπάρχουν κανόνες που σπανίως καταπατούνται, όπως αυτοί που έχουν να κάνουν με την επιβίωση του οργανισμού (π.χ. όταν δεν αναπνέουμε, κάνουμε ότι μπορούμε για να το αποκαταστήσουμε), οι οποίοι παραμένουν ως έχουν για όλη τη ζωή.
· Στρατό: τόσο το ανοσοποιητικό σύστημα σε επίπεδο οργανισμού, όσο και το μυϊκό σε επίπεδο ατόμου, προστατεύουν όλον τον οργανισμό από εξωτερικές απειλές και επιθέσεις.
· ΜΜΕ με δημοσιογράφους: από τα άπειρα που συμβαίνουν σε έναν εγκέφαλο, κάθε στιγμή, δίνεται προσοχή σε λίγα μόνο γεγονότα, με ανάλογο τρόπο αυτού που συμβαίνει στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων και την επιλογή των θεμάτων στις εφημερίδες.
· Διαδίκτυο: τα σπίτια – κύτταρα είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους και επικοινωνούν.
· Πλανόδιους που πωλούν τρόφιμα και είδη σπιτιού: η κυκλοφορία του αίματος φέρνει χρήσιμες ύλες στην «αυλή» των κυττάρων και αυτά με ενεργειακό κόστος τις παραλαμβάνουν.
· E-mail: τα μηνύματα στέλνονται σε συγκεκριμένα κύτταρα – στόχους, τα οποία αφού «διαβάσουν» το μήνυμα, παρέμβουν ή όχι, το προωθούν σε άλλη ομάδα – στόχο για περαιτέρω προώθηση και αλλαγή.
· Τόπους διακοπών: ερεθισμός συγκεκριμένων περιοχών προκαλεί συναισθήματα ευφορίας και ξεκούρασης. Τέτοιος ερεθισμός μπορεί να γίνει με χρήση αλκοόλ, κατάλληλης μουσικής, spa κ.λπ.

Η βασική λειτουργία του νευρικού συστήματος είναι πολύ απλή και πραγματοποιείται σε τρία στάδια.
1. Προσλαμβάνει ερεθίσματα (πέντε αισθήσεις, πόνος, θερμοκρασία, στάση).
2. Επεξεργάζεται τα ερεθίσματα (μέσω πολύπλοκων δικτύων και κέντρων).
3. Απαντά στα ερεθίσματα (με κίνηση, δράση, λόγο, σκέψη κ.α.).
Διαφορετικά ερεθίσματα γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας από διαφορετικά εγκεφαλικά κέντρα. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
Αυτοσυντήρηση Αμυγδαλή + Ιππόκαμπος
Άγχος, φόβος Αμυγδαλή + Προμήκης Μυελός
Σεξουαλική διέγερση, ευχαρίστηση Έλικα προσαγωγίου + Διάφραγμα
Κοινωνική συμπεριφορά Υποθάλαμος + Πρόσθιος θάλαμος
Πλείστες άλλες συμπεριφορές προκαλούνται από συνδυασμούς νευροδιαβιβαστών (ουσιών του νευρικού συστήματος) και ορμονών. Μερικά παραδείγματα:
Α) Ορμόνες και Έρωτας.
Όταν ο Έρωτας εμφανίζεται….
· Η τεστοστερόνη των αντρών πέφτει ενώ των γυναικών ανεβαίνει, έτσι ώστε τα επίπεδα να συγκλίνουν. Οι άντρες «γλυκαίνουν» και οι γυναίκες συμπεριφέρονται πιο επιθετικά και κατακτητικά.
· Έκκριση Ντοπαμίνης. Η ντοπαμίνη κάνει τους ανθρώπους να απολαμβάνουν, να εκστασιάζονται και να παθιάζονται.
· PEA και Νοραδρεναλίνη (έως 3 μήνες). Συντελούν επίσης στην έξαρση πάθους και δυνατών συγκινήσεων.
· Ωκυτοκίνη (έως 18 – 30 μήνες). Η σημαντικότατη αυτή ορμόνη κρατά τα αρσενικά (χελιδόνια, ανθρώπους) έως και 30 μήνες στη φωλιά, προκειμένου τα μικρά να μπορούν να ζήσουν αυτόνομα. Για τα περισσότερα είδη, τότε σταματά και ο ρόλος του «πατέρα», ο οποίος και εγκαταλείπει τη φωλιά.
· Προλακτίνη. Η θέα των παιδιών προκαλεί στον «πατέρα» την έκκριση της συγκεκριμένης θηλυκής ορμόνης. Έτσι η συμπεριφορά του γίνεται πιο περιποιητική και η τεστοστερόνη του πέφτει, έτσι ώστε να μην επιθυμεί συνεύρεση με άλλα θηλυκά.
Β) Επιθετικότητα.
Η επιθετικότητα μπορεί να προκληθεί από:
· Κροταφική Επιληψία (επιθετικότητα, θρησκευτικές εμπειρίες).
· Απειλή της φωλιάς (θηλυκό / απόγονοι), και λιγότερο η απειλή της τροφής.
· Προσβολή αμυγδαλής (π.χ. η λύσσα που προσβάλλει την αμυγδαλή προκαλεί μαινόμενη βίαιη συμπεριφορά).
· Μειωμένη κυκλοφορία σεροτονίνης. Η μείωση της συγκεκριμένης ουσίας συσχετίζεται με επιθετικότητα (κάτι που μπορεί να προκληθεί και από τη μείωση των κοινωνικών επαφών), αυτοκτονικές τάσεις, βίαιες επιθέσεις και εμπρησμούς.
Γ) Από τα 13 του περίπου χρόνια, ο έφηβος που αναπτύσσεται σωματικά, οργανικά κι αλλάζει ψυχολογικά, είναι σε μία μετέωρη κατάσταση. Το σώμα διαφοροποιείται, οι ορμόνες του δημιουργούν εξάρσεις και μεταπτώσεις. Η υπόφυση λειτουργεί όλο και πιο πολύ και οι σεξουαλικές ορμόνες επηρεάζουν τον οργανισμό βαθύτατα. Οι σμηγματογόνοι αδένες εργάζονται εντατικά κι η εφίδρωση είναι αυξημένη. Ο έφηβος συχνά βιώνει ψυχική ένταση, άλλοτε θέλει να απομονώνεται και συχνά γίνεται επιθετικός.
Δ) Οι γυναίκες που έχουν ψηλά επίπεδα οιστρογόνων στο αίμα τους με αυξημένη γονιμότητα κατά τη διάρκεια του ορμονικού τους κύκλου, είναι ανταγωνιστικές και μειώνουν περισσότερο άλλες γυναίκες. Στη φάση του κύκλου τους με χαμηλότερα επίπεδα οιστρογόνων και μειωμένη γονιμότητα είναι λιγότερο επικριτικές για την εμφάνιση και ελκυστικότητα άλλων γυναικών.
Ε) Η πρόσληψη των θερμίδων εξαρτάται και καθορίζεται από το αίσθημα της πείνας, και το αίσθημα του κορεσμού. Το πρώτο είναι ένα αρχέγονο αίσθημα που εμφανίζεται με τη λειτουργία ενός νευρικού κέντρου που εντοπίζεται στον υποθάλαμο του εγκεφάλου, κατά την επίδραση ερεθισμάτων που ακόμα δεν είναι επακριβώς γνωστά και ξεκάθαρα. Το αίσθημα του κορεσμού είναι επίσης ένα αρχέγονο αίσθημα, και συνίσταται στην αίσθηση ότι έχουμε χορτάσει και δεν θέλουμε να συνεχίσουμε να τρώμε. Αυτό το αίσθημα, όπως και εκείνο της πείνας, εμφανίζεται με τη λειτουργία ενός άλλου νευρικού κέντρου, που και αυτό εντοπίζεται στον υποθάλαμο του εγκεφάλου.
ΣΤ) Στον άνθρωπο, ένα από τα σημαντικότερα ορμονικά συστήματα που επηρεάζουν κατά καίριο τρόπο, όχι μόνο την ανατομική κατασκευή του σώματος, αλλά και το μεταβολισμό και τη λειτουργία διαφόρων ιστών, οργάνων και συστημάτων, καθώς και τη ψυχολογία και τη συμπεριφορά του ατόμου, είναι εκείνο των γεννητικών ορμονών. Ιδιαίτερα στη γυναίκα, το σύστημα των γεννητικών ορμονών παρουσιάζει μέγιστο ενδιαφέρον, γιατί με κεντρικό άξονα αυτό το σύστημα, οικοδομείται τόσο η βιολογική υπόσταση της γυναίκας, όσο και η ψυχοσύνθεση και η ψυχολογία της συμπεριφοράς της ως μονάδας μέσα στον περίγυρό της και, γενικότερα, μέσα στο κοινωνικό σύνολο.
Ζ) Τέλος, οι επιπτώσεις από τη χρήση στεροειδή αναβολικών που έχουν ως κύριο συστατικό την τεστοστερόνη προκαλούν συμπτώματα στη συμπεριφορά του ατόμου που τα καταναλώνει είναι ανεξέλεγκτη επιθετικότητα, απότομες και συχνές αλλαγές της ψυχικής διάθεσης, ευερεθιστικότητα, επιθετικότητα, μείωση της ικανότητας κρίσης, προβλήματα ύπνου, ψευδαισθήσεις, παράνοια. Επίσης η κατάθλιψη μετά από τη διακοπή των στεροειδών αναβολικών έχει συσχετισθεί με αυτοκτονίες.
Απ’ όλα τα ανωτέρω παραδείγματα φαίνεται ότι πολλές αλλαγές στο βίωμα και στη συμπεριφορά μας προκαλούνται από την επίδραση ποικίλων ορμονών και μάλιστα ανεξάρτητα από τη θέληση μας. Σε αυτές τις συμπεριφορές εντάσσεται και αυτή της κυριαρχικότητας η οποία φαίνεται να έχει μεγάλη σχέση με το νευροδιαβιβαστή σεροτονίνη. Όλες αυτού του τύπου οι ρυθμιστικές διεργασίες έχουν διαμορφωθεί με το πέρασμα των αιώνων και έχουν «αποθηκευτεί» ως αυτόματες αντιδράσεις στις συμπεριφορές όλων των θηλαστικών. Εμείς οι άνθρωποι, ως θηλαστικά, σε λίγες περιπτώσεις και σε μικρό βαθμό κάθε φορά μπορούμε να αλλάξουμε κάποια από τις συμπεριφορές αυτές μέσω των ανώτερων γνωστικών λειτουργιών μας (σκέψη, κρίση, φαντασία κ.α.). Έτσι μπορούμε να πούμε ότι «η καρδιά είναι πιο δυνατή από τη λογική».
Η ψυχολογική μας συγκρότηση και η κοινωνική μας συμπεριφορά είναι τα κατεξοχήν αντικείμενα μελέτης της ψυχολογικής επιστήμης. Αυτά που νιώθουμε επηρεάζουν τη συμπεριφορά μας και αντίστροφα αυτά που αντιλαμβανόμαστε από το κοινωνικό μας περιβάλλον επηρεάζουν τα συναισθήματα μας. Υπάρχει σε μεγάλο βαθμό αλληλεξάρτηση, φυσικά όχι απόλυτη. Ένας από τους πιο πετυχημένους εμπορικά συγγραφείς ψυχολογικών βιβλίων, ο Goleman, με τη «Συναισθηματική Νοημοσύνη», εξέθεσε πολλούς τρόπους ώστε με την παρέμβαση της σκέψης να αποσυνδέουμε την επιρροή του κοινωνικού στο συναισθηματικό και αντίστροφα του συναισθηματικού στο κοινωνικό.
Αλλά ποιοι είναι οι κύριοι παράγοντες που καθορίζουν αυτά τα σπουδαιότατα τμήματα λειτουργίας της ψυχής μας; Ούτε λίγο, ούτε πολύ η απάντηση περιλαμβάνει τρεις βασικότατες μας ανάγκες: την ανάγκη για αγάπη, την ανάγκη για έλεγχο /κυριαρχικότητα και την ανάγκη για δύναμη. Οι λεπτομέρειες της συμπεριφοράς μας πάντα ανάγονται σε αυτούς τους τρεις καταλυτικούς πυλώνες της ψυχικής μας λειτουργίας.

Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2009

Η αντεθνική υστερία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

Ορφναίος Λαπίθης

Το πόσο υποκριτές ήταν ιδρυτές του ομοσπονδιακού εκτρωματικού κράτους που ακούει στο όνομα Ευρωπαϊκή Ένωση αποδεικνύεται από την εμμονή τους να αποσιωπήσουν την παγκόσμια ιστορία.
Με πρόσχημα τις καταστροφές που έγιναν στους δύο παγκοσμίους πολέμους ισχυρίστηκαν ότι η έννοια του έθνους εμπεριέχει τον σπόρο της επιθετικότητος και της πολεμικής συρράξεως. Οι εθνικές αξιώσεις στην Ευρώπη, είπαν, προκαλούν πολέμους. Ως λύση στο πρόβλημά τους πρότειναν την υποταγή όλων των ευρωπαϊκών εθνών σε ένα ομοσπονδιακό κράτος.
Άπαξ και το αναπόδεικτο επιχείρημά τους έγινε δεκτό, οι σάπιες ελίτ των ευρωπαϊκών εθνών επιδόθηκαν σε αγώνα δρόμου για το ποιός θα εξευτελίσει περισσότερο το έθνος του. Ποιός θα καταρρακώσει περισσότερο την εθνική του υπερηφάνεια ώστε όλοι να γίνουμε εθελόδουλοι του ομοσπονδιακού κράτους των Βρυξελλών.
Για να επιτευχθεί ο στόχος της διαλύσεως και αφομοιώσεως των ευρωπαϊκών εθνών οι επίδοξοι τύραννοι έπρεπε να κτυπήσουν με ψεύδη την έννοια του έθνους. Όλα τα επιχειρήματα πάνω στα οποία στηρίζουν την διάλυση των ευρωπαϊκών εθνών είναι σαθρά.
Κατηγορούν ψευδώς την Γερμανία, τον Χίτλερ και τους Ναζί ως υπαιτίους για τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η αλήθεια είναι ότι ο πόλεμος μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας μαινόταν επί 150 και πλέον χρόνια. Μεταξύ τους έγινε πόλεμος επί Ναπολέοντος, ξανά πόλεμος το «1871», και ξανά το «1914». Αν μελετήσει κάποιος ευρωπαϊκή ιστορία θα διαπιστώσει ότι το πιό επιθετικό κράτος ήταν η Γαλλία και όχι η Γερμανία. Οι πόλεμοι μεταξύ των Γαλλικών και Αγγλικών θρόνων μαίνοντο ακόμη και πρίν από το «1400».
Αναλύοντας τις αιτίες πολέμου διαπιστώνουμε ότι οι πόλεμοι διεξήγοντο για πολλούς λόγους, ασχέτους με την έννοια του έθνους. Κάποτε διεξάγονται και εθνικοί πόλεμοι, αλλά σε καμμία περίπτωση το έθνος δεν ευθύνεται για όλους τους πολέμους.
Γύρω στο «650» η βυζαντινή, η αραβοϊσλαμική και η περσική αυτοκρατορία πολεμούν μεταξύ τους. Οι αυτοκρατορίες ήταν πολυεθνικές. Τα έθνη που εμπεριείχαν ήταν υπόδουλα σε μία αυτοκρατορική εξουσία, ένα είδος ομοσπονδιακού κράτους. Αλλά η ομοσπονδιακή-αυτοκρατορική σύσταση δεν εμπόδισε σε τίποτε την μεταξύ τους σύγκρουση.
Λίγο αργότερα έχουμε την κάθοδο των Βίκινγκς στην βόρειο Ευρώπη. Κατακτούν την Αγγλία το «1066». Οι Βίκινγκς, νορμανδικό φύλο, διαπράττουν επιδρομές και λεηλασίες. Άλλοτε εργάζονται ως μισθοφόροι, άλλοτε ως έποικοι, άλλοτε ως έμποροι. Δεν υπήρχε κάποιο εθνικό σχέδιο των Βίκινγκς.
Το «1096» ξεκινούν οι χριστιανικές σταυροφορίες κατά του αραβο-ισλαμικού κόσμου με πολλά θύματα. Την ίδια εποχή ξεκινούν χριστιανικές σταυροφορίες προς τον Βορρά και την Ανατολή για εκχριστιανισθούν οι πολυθεϊστικοί λαοί της ανατολικής και βόρειας Ευρώπης. Σε αυτή την περίπτωση δεν φταίει σε τίποτε το έθνος, πρόκειται για θρησκευτικούς πολέμους.
Το «1200» εμφανίζονται οι Μογγόλοι στην ιστορία, αποτελούν σμήνος εθνών και ξεκινούν κατακτητικούς πολέμους. Εισβάλλουν στην Κίνα, στην Περσία, στην Ρωσσία. Και ιδρύουν μία αυτοκρατορία. Πάλι το έθνος δεν είναι η αιτία όλων αυτών των αυτοκρατορικών υπερποντίων κατακτήσεων.
Το «1517» ξεκινά στην Ευρώπη η προτεσταντική Μεταρρύθμιση. Επακολουθούν αιματηροί πόλεμοι μεταξύ καθολικών και προτεσταντών που λήγουν με την συνθήκη της Βεστφαλίας το «1648». Ήταν μία διαμάχη μεταξύ χριστιανικών αιρέσεων. Και πάλι το έθνος δεν ευθύνεται.
Μετά την συνθήκη της Βεστφαλίας έχουμε μία σειρά πολέμων μεταξύ της Αγγλικής, της Αυστριακής και της Ρωσσικής αυτοκρατορίας που διαρκούν δύο αιώνες. Ήταν πόλεμοι μεταξύ αυτοκρατοριών, και πάλι η έννοια του έθνους δεν ευθύνεται.
Το «1789» εκρήγνυται η Γαλλική επανάσταση και επακολουθεί πανευρωπαϊκός πόλεμος που φέρνει σε αντιπαράθεση την δημοκρατική ιδεολογία με την ιδεολογία των βασιλικών θρόνων της Ευρώπης. Τώρα η αιτία πολέμου ήταν κυρίως ιδεολογική.
Το «1917» ξεσπά η κομμουνιστική επανάσταση στην Ρωσσία. Επακολουθεί σειρά πολέμων σε όλο τον κόσμο, που λήγουν το «1990» με την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος. Και πάλι η ιδεολογία ήταν η αιτία πολέμου.
Στην δεκαετία του «1990» το ισλάμ ξεκινά μία σειρά πολέμων ανά τον κόσμο με σκοπό την ίδρυση του παγκοσμίου ισλαμικού χαλιφάτου. Εδώ ο πόλεμος είναι καθαρά θρησκευτικός και ιμπεριαλιστικός. Δεν έχει καμμία σχέση με την έννοια του έθνους.
Την ίδια εποχή στην Αφρική διαπράττονται γενοκτονίες μεταξύ μαύρων φυλών όπως στην Ρουάντα μεταξύ των Χούτου και των Τούτσι. Και πάλι δεν φταίει σε τίποτε η έννοια του έθνους.
Στην προχριστιανική αρχαιότητα κυριαρχούν οι πόλεμοι μεταξύ πόλεων-κρατών. Πόλεμοι μεταξύ ιταλικών πόλεων-κρατών διεξάγονται το «1400» στα χρόνια του Μακιαβέλλι. Σε άλλες εποχές διεξάγονται εμπορικοί πόλεμοι για τα μπαχαρικά.
Όντως σε ωρισμένες περιόδους έχουμε και εθνικούς πολέμους, όπως στην περίοδο των Βαλκανικών πολέμων όπου διαμελίζεται η οθωμανική αυτοκρατορία, ή όπως το «1990-2000» όπου διαμελίζεται η σοβιετική αυτοκρατορία. Αλλά ουδείς μπορεί να ψέξει τα υπόδουλα έθνη επειδή επαναστάτησαν κατά των καταπιεστών τους.
Διαπιστώνεται ότι σε όλους τους πολέμους υπάρχουν συλλογικές οντότητες ή συμφέροντα που προκαλούν τον πόλεμο. Άλλοτε η πόλη, άλλοτε η φυλή, άλλοτε η θρησκεία, άλλοτε η αυτοκρατορία, άλλοτε το έθνος, άλλοτε η πολιτική ιδεολογία, άλλοτε τα εμπορικά συμφέροντα. Αυτό όμως τί συνεπάγεται; Ότι θα επιτρέψουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση να καταργήσει τις θρησκείες, τις φυλές, τα έθνη, τις πόλεις, τις ιδεολογίες, τα εμπορικά συμφέροντα για να μην υπάρχουν πόλεμοι; Οι πόλεμοι διεξάγονται διότι οι αντίπαλοι θεωρούν ότι απειλείται η συλλογική τους ταυτότητα. Συνεπώς είναι ουτοπία να διδάσκει κάποιος ότι θα σταματήσουν οι πόλεμοι δια της ενώσεως των εθνών.
Παρουσιάζονται σοσιαλιστές που χωρίζουν τον κόσμο σε προλετάριους και αστούς, υποκλίνονται στον ταξικό πόλεμο, θέλουν να επιβάλλουν παγκόσμια κομμουνιστική δικτατορία, εν τούτοις κατηγορούν το έθνος για τα δεινά του πολέμου.
Παρουσιάζονται καπιταλιστές που χωρίζουν τον κόσμο σε παραγωγούς και καταναλωτές, επιβάλλουν βιαίως μία παγκόσμια αγορά, εν τούτοις κατηγορούν το έθνος για τα δεινά του πολέμου.
Παρουσιάζονται ισλαμιστές που διεξάγουν θρησκευτικό πόλεμο, αγωνίζονται να δημιουργήσουν το χαλιφάτο καταστρέφοντας όλα τα έθνη του κόσμου, εν τούτοις κατηγορούν το έθνος.
Όλοι αυτοί οι διεθνιστές θέλουν να αφανίσουν την εθνική, φυλετική, πολιτιστική, θρησκευτική, γλωσσική, οικονομική ποικιλία του κόσμου. Γι’ αυτό καταφέρονται με τόση μανία εναντίον του έθνους, του μορφώματος που εκφράζει αυτή την ποικιλία.
Το παράδειγμα της Γιουγκοσλαβίας δεν αποδεικνύει τίποτε κατά του έθνους. Η Γιουγκοσλαβία δεν ήταν έθνος-κράτος, ήταν πολυεθνικό ομοσπονδιακό κράτος. Σαν και αυτό που προσπαθεί να επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το παράδειγμα του ειρηνικού διαχωρισμού μεταξύ Τσεχίας και Σλοβακίας είναι πολύ πιό αντιπροσωπευτικό. Τσέχοι και Σλοβάκοι διαχωρίστηκαν χωρίς να χυθεί μία στάλα αίμα. Στην Γιουγκοσλαβία έφταιγε ο αμερικανικός και ο ισλαμικός παράγων για την αιματοχυσία.
Τέλος οι αντεθνικοί ιδρυτές της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αναφέρουν το παράδειγμα της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας για να αποστομώσουν τους υποστηρικτές των εθνών. Φορτίζουν αρνητικά την συγκεκριμένη περίοδο της ιστορίας προκειμένου να αμαυρώσουν την έννοια του έθνους. Αλλά δεν χρησιμοποιούν την ιστορική ανάλυση για να πείσουν, περιφέρουν μόνον άναρθρες υστερικές κραυγές.
Κατηγορούν τους εθνικοσοσιαλιστές για όλα τα δεινά του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου αλλά αποσιωπούν σε τί κατάσταση βρέθηκε το Γερμανικό έθνος μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Του επιβλήθηκαν επαχθείς πολεμικοί όροι με την Γαλλία να κατέχει παρανόμως σημαντικό τμήμα του γερμανικού εδάφους. Οι γερμανικές πλουτοπαραγωγικές πηγές ευρίσκοντο υπό τον έλεγχο των ξένων νικηφόρων δυνάμεων. Την ίδια εποχή μέσα στην Γερμανία ξεσπούν απανωτές κομμουνιστικές επαναστάσεις με χιλιάδες νεκρούς. Είχε προηγηθεί εσωτερική κομμουνιστική επανάσταση που κόστισε στην Γερμανία την νίκη στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Στα ανατολικά σύνορα της Γερμανίας έχει ορθωθεί ένας κομμουνιστικός γίγας που λέγεται Σοβιετική Ένωση και απειλεί την ασφάλεια της Γερμανίας και του ελεύθερου κόσμου. Η ανεργία και ο πληθωρισμός έχουν εξουθενώσει τον γερμανικό λαό. Οι μισοί γερμανοί πολίτες το «1930» είναι άνεργοι και πεινούν. Την ίδια στιγμή το εβραϊκό λόμπυ της Αμερικής κηρύσσει παγκόσμιο εμπορικό αποκλεισμό στα γερμανικά προϊόντα. Σε μία τέτοια κατάσταση που ο λαός λιμοκτονεί και κινδυνεύει από ανατολή και δύση, οι ξένες δυνάμεις απαγορεύουν στην Γερμανία να διατηρεί στρατό ικανό να υπερασπιστεί την εθνική της ασφάλεια.
Υπό αυτές τις ιστορικές συνθήκες, τις οποίες σκοπίμως αποσιωπούν οι δημαγωγοί του ομοσπονδιακού κράτους των Βρυξελλών, ανεπτύχθη ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός και εξερράγη ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Το παράλογο θα ήταν να μην εκραγεί με τόσα απανωτά εγκληματικά λάθη που διέπραξαν οι νικητές σύμμαχοι του πρώτου παγκοσμίου πολέμου εις βάρος των ηττημένων.
Η αντεθνική υστερία των Βρυξελλών έχει ένα και μόνον στόχο. Την κατάργηση των εθνικών ταυτοτήτων και την αφομοίωση των ευρωπαϊκών λαών σε ένα ομοσπονδιακό αυτοκρατορικό μόρφωμα, το οποίο θα διατηρεί μία επίφαση δημοκρατίας για να εξαπατά τους αφελείς. Όσοι λαμβάνουν τις αποφάσεις στο αυτοκρατορικό ομοσπονδιακό κράτος των Βρυξελλών ούτε εκλέγονται από τους λαούς, ούτε είναι υπόλογοι στους λαούς.
Το ομοσπονδιακό κράτος επιθυμεί να αφαιρέσει και την τελευταία ικμάδα αυτονομίας και ανεξαρτησίας από τους πολίτες. Έχει επιδοθεί σε μία μανιασμένη μαζική παραγωγή νόμων με σκοπό να ελέγχει κάθε δραστηριότητα των ευρωπαϊκών λαών. Τέτοιο παρεμβατισμό και ολοκληρωτικό έλεγχο θα τον ζήλευε ακόμη και το σοβιετικό υπερκράτος.
Δεν είναι τυχαίο ότι η πλειοψηφία των ιδρυτών του ομοσπονδιακού κράτους όπως ο Αλτιέρο Σπινέλλι ήταν κομμουνιστές, διεθνιστές και σοσιαλιστές.
Η αντεθνική τρομοκρατία του ομοσπονδιακού κράτους υλοποιείται με πληρωμένα τάγματα εφόδου που αυτοαποκαλούνται αντιφασίστες, ενώ πρόκειται για τους χειροτέρους αντεθνικούς και αντιλαϊκούς δικτάτορες. Η ιδεολογική αστυνομία των Βρυξελλών εμφανίζεται με τα ρόπαλα στους δρόμους και στα πανεπιστήμια, και προπηλακίζει τους λαούς της Ευρώπης που θέλουν να αυτονομηθούν από την δικτατορία των Βρυξελλών.
Αλλά η διεθνής συγκυρία στρέφεται εναντίον των ομοσπονδιακών ταγμάτων εφόδου. Οι απανωτές ήττες στα δημοψηφίσματα της Γαλλίας, της Ιρλανδίας και της Ολλανδίας προμηνύουν την διάλυση του ομοσπονδιακού κράτους. Ο άνεμος της εθνικής ελευθερίας αρχίζει να πνέει και πάλι στις καρδιές των ευρωπαϊκών εθνών.

Το κλειδί: προστασία μαρτύρων

του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Κάποιες δεκάδες χρόνια τώρα μοιάζει να μην υπάρχει πολίτης του ελλαδικού κράτους που δεν διερωτάται: Γιατί στη χώρα μας «γνωστοί - άγνωστοι» εγκληματίες (αναρχικοί, αντιεξουσιαστές, κουκουλοφόροι ή όποιας άλλης κατά καιρούς προσωνυμίας) είναι αδύνατο να συλληφθούν από την αστυνομία, αδύνατο να εφαρμοστούν σε αυτούς οι νόμοι, το Δίκαιο συντεταγμένης πολιτείας.
Μόλις προ ημερών: Η πλατεία Συντάγματος έρημη, περιμένει τη διαδήλωση που ανεβαίνει από τα Προπύλαια του Πανεπιστημίου. Στη γωνία της Σταδίου παρατεταγμένη ολόκληρη διμοιρία ΜΑΤ. Και στην απέναντι ακριβώς γωνία καταφθάνει ολιγάριθμη, ούτε εικοσάδα, ομάδα νεαρών. Με καλυμμένο το πρόσωπο, κράνη μοτοσικλετιστών, έτοιμες μολότωφ στο ένα χέρι και στο άλλο τσεκούρι ή λοστό ή πελώριο ρόπαλο. Από τη ζώνη τους κρέμεται μάσκα για τα δακρυγόνα. Απέχουν από τους αστυνομικούς όσα μέτρα είναι εκεί το φάρδος της Σταδίου – ελάχιστες δρασκελιές. Αλλά οι αστυνομικοί μόνο τους κοιτούν, δεν κινούνται. Ωσπου κάποιο τηλέφωνο χτυπάει και οι νεαροί φεύγουν τρέχοντας προς την Κλαυθμώνος.
Η ελλαδική ευφυΐα, τρεις δεκαετίες τώρα αναμασάει τα ίδια αφελή ερμηνευτικά στερεότυπα: Η αστυνομία είναι ανίκανη, δεν έχει την απαιτούμενη εκπαίδευση για να συλλάβει τους εγκληματίες. ΄Η: η αστυνομία δεν τους συλλαμβάνει, επειδή τους χρησιμοποιεί για να «ελέγχει»(!) τον αντιεξουσιαστικό χώρο. ΄Η: οι αστυνομικοί έχουν εντολή να μην τους συλλαμβάνουν, γιατί έτσι εκτονώνεται (όπως και με τον κρετινισμό των γηπέδων) μια περιθωριακή νεολαία.
Η αφέλεια των απαντήσεων γίνεται ευλογοφανέστερη από το γεγονός ότι η ανοχή της βίας, της τρομοκρατίας και του εγκλήματος δεν χαρακτηρίζει μόνο της αστυνομίας τη στάση. Ακόμα και όταν κάποιοι εγκληματίες συλληφθούν, θα αθωωθούν, κατά κανόνα, στο δικαστήριο. Μάρτυρες υπεράσπιστης θα συρρεύσουν μαζικά βουλευτές και κομματικά στελέχη της «προοδευτικής» παράταξης για να ανατρέψουν με ρητορικούς ακκισμούς κάθε λογική έννομης τάξης και κοινωνικής αυτοπροστασίας. Και οι ίδιοι οι μάρτυρες κατηγορίας αστυνομικοί θα σπεύσουν να ανακαλέσουν τις αρχικές ένορκες καταθέσεις τους.
Επιπλέον: Βλέπουμε οι πολίτες, χάρη στις δημοσιογραφικές κάμερες, ζωντανά αποτυπωμένο, αδιαμφισβήτητο το έγκλημα. Αστυνομικούς υπαλλήλους να λαμπαδιάζουν από βόμβες μολότωφ. Τους βλέπουμε να αμύνονται με πλαστικές ασπίδες και κλομπ απέναντι σε τσεκούρια, λοστούς, πελώρια ρόπαλα, σε βροχή από κομμάτια σπασμένο μάρμαρο που μεταφέρονται σε τσουβάλια για να εκσφενδονιστούν. Εμείς τα βλέπουμε, αρμόδιος εισαγγελέας δεν τα είδε ποτέ; Δεν θεωρεί την οπλοχρησία, τις αποτυπωμένες στο βίντεο απόπειρες ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, έγκλημα στυγερό;
Με βεβαιωμένο στην κινηματογραφική του αποτύπωση το έγκλημα, οι κατά τόπους αρμόδιοι για αυτεπάγγελτη παρέμβαση εισαγγελείς ολιγωρούν. Και δεν παραπέμπεται κανένας εισαγγελέας να λογοδοτήσει για παράβαση καθήκοντος. Δεν βρέθηκε τόσα χρόνια πολίτης να καταθέσει μήνυση για τον άτολμο και παραβάτη των όρκων του εισαγγελέα – όπως μήνυσε κάποτε τους πρωταίτιους της δικτατορίας και τους οδήγησε στο εδώλιο ο πολίτης Αλέξανδρος Λυκουρέζος.
Κατά χρέος αξιώματος ο εισαγγελέας θα όφειλε να έχει ασκήσει σε πάμπολλες περιπτώσεις δίωξη και εναντίον ψοφοδεών πρυτάνεων που αρνούνται ή αποφεύγουν να κινήσουν τη νόμιμη διαδικασία κλήσης της αστυνομίας, όταν μπροστά στα μάτια τους καταστρέφεται, δηώνεται, πυρπολείται κοινωνική περιουσία – κτίρια και εξοπλισμός των δημόσιων πανεπιστημίων, θησαυρίσματα ερευνητικού μόχθου καθηγητών και φοιτητών. Βέβαια, εκλεγμένοι με κομματικά αλισβερίσια είναι οι πρυτάνεις, είκοσι εφτά χρόνια τώρα, τρέμουν να καλέσουν τους «μπάτσους» μήπως και χαρακτηριστούν «συντηρητικοί» από τις προστάτιδες του εγκλήματος «προοδευτικές» δυνάμεις. Και απορούμε οι πολίτες, με ποια κριτήρια αξιοπιστίας καλούνται, κάθε τρεις και λίγο, αυτοί οι a priori συμβιβασμένοι να κάνουν «διάλογο» με κάθε κυβέρνηση για να λυθούν τα προβλήματα της παιδείας!
Εκεί, στη λειτουργία της Δικαιοσύνης, φαίνεται ότι πρέπει να αναζητηθεί η απάντηση στο γιατί, επί τριάντα χρόνια, μένουν ασύλληπτοι, ατιμώρητοι, ασύδοτοι οι αυτουργοί δημόσια τελούμενων εγκλημάτων, μάστιγα βίας και τρομοκρατίας της ελλαδικής κοινωνίας. Οχι γενικά και αόριστα η ευθύνη στη λειτουργία της Δικαιοσύνης, αλλά πολύ ειδικά και συγκεκριμένα: Στην άρνηση ή ολιγωρία των δικαστικών λειτουργών να εφαρμόσουν τον νόμο για την προστασία των μαρτύρων κατηγορίας.
Για κάθε ταραξία που συλλαμβάνεται, πρέπει δύο αστυνομικοί υπάλληλοι της ομάδας που τους συνέλαβε να συντάξουν γραπτή κατάθεση μαρτυρίας για την ενοχή τους. Ομως οι ίδιοι αυτοί υπάλληλοι πρέπει επιπλέον να εμφανιστούν και στο δικαστήριο, στη δημόσια δίκη των κατηγορουμένων, να απαντήσουν στις ερωτήσεις των δικαστών και της υπεράσπισης. Και εκεί στοχοποιούνται. Το κατεστημένο της «προοδευτικής» τρομοκρατίας είναι απίστευτα οργανωμένο: μέσα σε ελάχιστο χρόνο έχουν εντοπίσει το σπίτι του αστυφύλακα, την οικογένειά του, το σχολείο των παιδιών του, πού σταθμεύει το αυτοκίνητό του (αν τυχόν έχει).
Οταν ενεργεί ενταγμένος στη διμοιρία του και εκτελώντας εντολές, όπως και όταν συντάσσει τη μαρτυρική του κατάθεση, ο αστυνομικός νιώθει την ασφάλεια και προστασία του κρατικού θεσμού τον οποίο υπηρετεί. Στο δικαστήριο εγκαταλείπεται μόνος, ολοκληρωτικά εκτεθειμένος στην εκδικητικότητα και στο θανάσιμο μίσος του οργανωμένου εγκλήματος. Εξω από την αίθουσα η συμπαράσταση στους κατηγορούμενους ουρλιάζει: «Μπάτσοι, Γουρούνια, Δολοφόνοι». Σκέφτεται τα παιδιά του, τη γυναίκα του, τον βιοπορισμό του που τον κερδίζει εκτεθειμένος κάθε μέρα στον θάνατο, στο μίσος, στη χλεύη. Αναιρεί την κατάθεσή του, ποιος στη θέση του δεν θα έκανε το ίδιο; Και ο εγκληματίας αθωώνεται.
Οσους αυτουργούς δημόσιων εγκλημάτων κι αν συλλάβει η αστυνομία, στο δικαστήριο θα απαλλαγούν. Εννομη τάξη, αίσθημα ασφάλειας των πολιτών, ελευθερία στη μετακίνηση, στη λειτουργία της αγοράς, στα σχολειά και στα πανεπιστήμια δεν πρόκειται να υπάρξει, αν δεν λειτουργήσει ο νόμος προστασίας των μαρτύρων στα δικαστήρια. Στην Ελλάδα σήμερα η κρατική κυριαρχία (θεσμικά οργανωμένη κοινωνική αυτοπροστασία) είναι φανερά περιορισμένη, κολοβωμένη. Το κατεστημένο της «προοδευτικής» τρομοκρατίας ελέγχει αποφασιστικά, με εκπληκτική μεθοδικότητα, τη λειτουργία του πολιτεύματος. Οι αυτουργοί των εγκλημάτων μοιάζουν μάλλον θλιβερά θύματα ποικίλων εκφάνσεων της κοινωνικής νοσηρότητας, αλλά ο οίκτος δεν μπορεί από μόνος του να λειτουργήσει θεραπευτικά ούτε και στα ψυχιατρεία.
Μια δημοκρατική κοινωνία πολεμάει τις αρρώστιες της με τους θεσμούς της. Θεσμούς αστυνόμευσης, δικαιοκρισίας, σωφρονισμού. Η παράκαμψη του νόμου για την προστασία των μαρτύρων στα δικαστήρια και η ολιγωρία των εισαγγελέων είναι καίρια κοινωνικά εγκλήματα, καίρια υπονόμευση της δημοκρατίας.

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2009

Το Κοράνιο εναντίον του Ισλαμισμού

του Μαχμούντ Χουσεΐν

Νουβέλ Ομπσερβατέρ (ΝΟ): Το νέο σας δοκίμιο, υπό τον τίτλο «ας σκεφθούμε το Κοράνιο», συμπληρώνει το «αλ σίρα», στο οποίο ανασυνθέτατε τη ζωή του προφήτη Μωάμεθ και των συντρόφων του χάρη στα πρώτα μουσουλμανικά χρονικά. Εξηγήστε μας αυτήν την τάση επιστροφής στα ιερά κείμενα...
Μαχμούντ Χουσεΐν (Mahmoud Hussein. ΜΧ): Στην προσπάθειά μας να ανασυνθέσουμε τη ζωή του Προφήτη, με βάση τις μαρτυρίες των πρώτων του συνοδοιπόρων, χρειάστηκε να περάσουμε δέκα χρόνια βυθισμένοι στην Αραβία του 7ου αιώνα. Ο πυρήνας του εγχειρήματός μας ήταν να αποδώσουμε στον Προφήτη το ανθρώπινο πρόσωπό του -και το πλαίσιο, στο οποίο οδηγείται στην αποκάλυψη του Κορανίου.
Στις πολυάριθμες όμως διαλέξεις επ' ευκαιρία της έκδοσης αυτού του βιβλίου, πολύς κόσμος μας ζητούσε να του εξηγήσουμε, πριν απ' όλα «τι λέει το Κοράνιο». Σε ό,τι π.χ. αφορά τις πολεμικές επιχειρήσεις: υπάρχει τρόπος να δικαιολογήσουμε τις επιθέσεις αυτοκτονίας με βάση το Κοράνιο; H αποστασία τιμωρείται με θάνατο; Τι γίνεται με το λιθοβολισμό των γυναικών που μοιχεύουν; Με τη μαντίλα;
Αυτό που απαιτούσαν από εμάς ήταν κυρίως απλές, μονοσθενείς, ξεκάθαρες απαντήσεις, του τύπου ακριβώς που δεν ήμαστε σε θέση να δώσουμε! Για μας ήταν εξ αρχής σαφές πως για να κατανοήσουμε το νόημα των στίχων του Κορανίου έπρεπε πρώτα να τους θέσουμε στο ιστορικό τους πλαίσιο και πως δεν μπορούσαμε να διαβάζουμε ένα κείμενο του 7ου αιώνα λες κι είχε γραφτεί τον 21ο. Όταν όμως ήρθαμε σε επαφή με το κοινό, διαπιστώσαμε πως πολυάριθμοι πιστοί αρνούνταν να αποδεχτούν αυτή την προσέγγιση.

NO: Πώς εξηγείται αυτή η αδυναμία;
MX: Από το αξίωμα της κατά λέξη ερμηνείας που επισκιάζει το Ισλάμ. Πρόκειται για μία αντίληψη που άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά μετά το θάνατο του Προφήτη και έκτοτε δεν παύει να συσκοτίζει την αντίληψη των πιστών. Στηρίζεται σε ένα συλλογισμό που μοιάζει ακαταμάχητος: το Κοράνιο είναι ο λόγος του Θεού, άρα βρίσκεται εκτός χρόνου. Οι στίχοι του καταγράφηκαν άπαξ δια παντός, άρα θα πρέπει να τους διαβάζουμε κατά λέξη. Αυτό το «άρα» ήταν που μας έκανε έξω φρενών: μουσουλμάνος είναι όποιος θεωρεί πως το Κοράνιο είναι ο Λόγος του Θεού. Όποιος λοιπόν αμφιβάλει για τη κυριολεκτική αξία των στίχων του, αμφιβάλει πως είναι ο Λόγος του Θεού, «άρα» δεν είναι μουσουλμάνος!
Με αυτόν τον τρόπο ενσταλάζεται στις συνειδήσεις η ασυμβατότητα μεταξύ του νοήματος των άχρονων στίχων και της αδυναμίας να εφαρμοστούν σήμερα οι ξεπερασμένες εντολές τους, η ασυμβατότητα με άλλα λόγια μεταξύ της αποδοχής του Κορανίου και της προσωπικής σκέψης.

NO: Πώς να ξεπεραστεί αυτό το αδιέξοδο;
MX: Με μία ανάγνωση του Κορανίου χωρίς «εκ των προτέρων» παραδοχές. Τότε το Κοράνιο γίνεται αντιληπτό ως «μία υπερβατικότητα που εισέρχεται στο χρόνο». Η θεϊκή του υπόσταση είναι αξεδιάλυτη από την χρονικότητά του. Έτσι συνέβη: ο Θεός κατέγραψε το Λόγο του σε ένα συγκεκριμένο ανθρώπινο χωροχρόνο. Ο πιστός που προσπαθεί να μεταφερθεί σε άλλο χρόνο, καταδικάζεται απλά να χάσει την επαφή του με την πραγματικότητα. Αντιθέτως, αυτό που του ζητείται είναι να προσπαθήσει να ερμηνεύσει τους στίχους του. «Διαβάζω» το Κοράνιο θα πει πως το «κατανοώ». Που είναι εξάλλου το πρώτο καθήκον κάθε μουσουλμάνου.

NO: Χωρίς αναπλαισίωση, η κατανόησή του δεν είναι δυνατή...
MX: Ακριβώς. Μόνο που σήμερα δεν είναι πλέον επιτρεπτό αυτό που έκαναν στο παρελθόν κατά κόρον οι μεγάλοι μουσουλμάνοι απολογητές. Αυτός είναι ο λόγος που τονίζουμε πόσο σημαντικό είναι να «σκεφτούμε» το Κοράνιο, αντί να το επαναλαμβάνουμε μηχανικά, μένοντας στην επιφάνεια του περιεχομένου του. Αυτός είναι και ο λόγος που νιώσαμε την ανάγκη να επιστρέψουμε στους πρώτους αιώνες του Ισλάμ. Θελήσαμε να επισκεφθούμε στη στιγμή που γινόταν η αποκάλυψη, ανάμεσα στο 610 και το 632, με όχημα τις πλέον έγκυρες ερμηνείες. Παρατηρούμε λοιπόν πως εκείνη την εποχή ο Λόγος του Θεού διατυπωνόταν ανάλογα με τις περιστάσεις, που κάθε φορά άλλαζαν και πως η σχέση των μουσουλμάνων με το Θεό δεν έμοιαζε καθόλου με ό,τι φανταζόμαστε σήμερα.

NO: Δηλαδή;
MX: Μέσω του Μωάμεθ οι μουσουλμάνοι ρωτούσαν το Θεό εν πλήρη αφελεία, για όλα όσα τους απασχολούσαν στη ζωή τους, και ο Θεός τους απαντούσε. Μερικέ φορές μάλιστα έφταναν στο σημείο να εξεγείρονται με όσα τους έλεγε ο Θεός! Όταν επί παραδείγματι ο Μωάμεθ τους λέει πως ο Θεός θα κρίνει ακόμα και όσα σκέφτονται, οι πιστοί θυμώνουν. Βρίσκουν πως αυτό παραείναι απαιτητικό, πως δεν είναι δυνατό να καταδικαστούν για πράξεις που δε διέπραξαν. Μετά από αυτή την αντιπαράθεση, ο Θεός διαγράφει το συγκεκριμένο στίχο! Ο Θεός ακούει τους ανθρώπους, υπάρχει ένας διάλογος μεταξύ ουρανού και Γης. Κι αυτό είναι καταπληκτικό. Οι μουσουλμάνοι μπορούν να πείσουν το Θεό να αλλάξει άποψη! Προσφέροντάς τους αυτού τους είδους την ατομική ευθύνη, το Ισλάμ γίνεται έτσι πράγματι παράθυρο προς την ελευθερία. Καμία σχέση με τους σημερινούς πιστούς, που αντιλαμβάνονται το Κοράνι ως μια σειρά αμετακίνητων νόμων.

NO: Γιατί όμως αυτές οι περιπτώσεις «ανάκλησης», όπου ο Θεός αντικαθιστά ένα στίχο με κάποιον άλλο, μεταγενέστερο, κατάντησαν να θεωρούνται ταμπού;
MX: Οι θεολογικές συνέπειες της «ανάκλησης» ήταν τόσο σημαντικές, που τον περασμένο αιώνα βλέπουμε να εμφανίζονται φωνές που αρχίζουν να την αρνούνται. Η αλήθεια είναι πως η αποδοχή της έννοιας της «ανάκλησης» οδηγεί σε ένα Κοράνιο γεμάτο «πριν» και «μετά», βυθισμένο στη χρονικότητα, που σημαίνει πως οι στίχοι του δεν είναι απαραβίαστοι. Τους τέσσερις όμως πρώτους αιώνες, όλοι οι σχολιαστές του Κορανίου θεωρούσαν τις «ανακλήσεις» αυτονόητες. Ο Θεός μπορούσε να διατάξει την πλήρη κατάργηση ενός στίχου, ή απλώς να τον αποσύρει μεν από το Κοράνιο, αφήνοντας όμως ένα ίχνος του στη μνήμη των ανθρώπων, ακόμα και να διατηρήσει δύο εναλλακτικές εκδοχές μέσα στο Κείμενο! Έχουμε έτσι πλήθος αντιφατικών στίχων!

NO: Τα πράγματα μπερδεύονται κι άλλο αν σκεφτούμε πως δε γνωρίζουμε πια την αρχική σειρά των 6.236 στίχων του Κορανίου!
MΧ: Πράγμα που υπογραμμίζει τη σημασία των «συγκυριών της αποκάλυψης» (των «αζμπάμπ-αλ-νουζούλ»). Αλλά ακόμα κι αυτά τα κείμενα δεν καταυγάζουν όλες τις απορίες μας. Πόσο μάλλον που υπάρχουν στίχοι που κανείς δεν αναφέρει, και που εμφανίζονται αργά. Κοντολογίς, είναι αδύνατο να πούμε πως τα πράγματα είναι άσπρα ή μαύρα!

NO: Οι περισσότεροι μουσουλμάνοι αντιμετωπίζουν με αμηχανία το ζήτημα των «ανακλήσεων», λες και είναι κάτι που εξασθενεί το Ισλάμ...
MΧ: Στην πραγματικότητα πλήττει μόνο την κυρίαρχη, σχολιστική αντίληψη, αλλά σήμερα πια αυτά τα δύο συγχέονται. Οι σημερινοί μουσουλμάνοι αγνοούν τις υπέροχες συζητήσεις των πρώτων αιώνων, σχετικά με το Λόγο του Θεού, τη φύση του Θεού, του Προφήτη... Τον 9ο αιώνα, όλα τα μεγάλα προβλήματα είχαν ήδη τεθεί: ο Λόγος του Θεού π.χ. είναι λογικός; Η λογική είναι ξέχωρη ή σύμφυτη με το Θεό; Εξ ου και ο περίφημος διάλογος για το Κοράνιο: είναι κτιστό ή άκτιστο; Αυτή η συζήτηση οδήγησε στο σχίσμα μεταξύ «μουταζίλι», που πίστευαν στη λογική, και τους «χαναβαλίτες», εκπροσώπους της παράδοσης, που απέρριπταν με βιαιότητα κάθε άποψη περί ελεύθερης κριτικής από τους ανθρώπους. Το πρόβλημα είναι πως επικράτησαν αυτοί οι δεύτεροι, στη Βαγδάτη, κλείνοντας έναν αιώνα που είχε ξεκινήσει με μεταφράσεις του Αριστοτέλη...

NO: Αν όμως ο πιστός αποδεχτεί αυτή τη «χρονικότητα» του Κορανίου, πώς να ξεχωρίσει το σημαντικό από το ασήμαντο στο Λόγο του Θεού;
MX: Δεν υπάρχουν έτοιμες συνταγές για το πώς να είναι κανείς μουσουλμάνος και να εφαρμόζει το Κοράνιο. Ακόμα και ζώντος του Προφήτη, ο καθένας είχε τη δική του ερμηνεία. Εξ ου και οι πολυάριθμες διαφοροποιήσεις, οι σχολές σκέψης, οι συγκρούσεις... Ως πρώην μαρξιστές μπορούμε να κατανοήσουμε την επιθυμία να πιστέψει κανείς σε ένα δόγμα, αλλά στην περίπτωση μας ο δογματισμός απορρίπτεται από το ίδιο το Κοράνιο. Όποιος θέλει σήμερα να ακολουθήσει το παράδειγμα των μαθητών του Προφήτη, θα πρέπει να κάνει πρώτα το ανάποδο από ότι συστήνουν οι σχολαστικιστές. Σήμερα δεν έχει κανένα νόημα να ακολουθεί κανείς τους στίχους που υποβαθμίζουν κοινωνικά τη γυναίκα ή που απαιτούν από τους πιστούς να προασπίζουν το Ισλάμ με το ξίφος. Δεν είναι δυνατό σήμερα να επιφυλάσσουμε στους μη-μουσουλμάνους την τύχη που επιφυλασσόταν άλλοτε στους ειδωλολάτρες, που είχαν διώξει τον Προφήτη από τη Μέκκα! Ο πιστός πρέπει να πάψει να αναγκάζεται να κοροϊδεύει τον εαυτό του, παρακάμπτοντας ορισμένους στίχους που κατά τα άλλα θεωρεί πως είναι υποχρεωμένος να εφαρμόζει... Έτσι θα Ξαναβρεί την εσωτερική του ελευθερία, που εντέλει είναι και η μόνη εντολή που έχει νόημα.

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2009

Οργάνωση Terminal 119

Γράφει: Ο Κώστας Αθανασίου

Φερέφωνο του σιωνισμού και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στη χώρα μας

Η Ελλάδα εδώ και πάνω από 15 χρόνια ζει τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης. Οι συνέπειες αυτές δεν περιορίζονται στο γεωπολιτικό πεδίο, αλλά επεκτείνονται σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο. Και στον ιδεολογικό-πολιτικό τομέα έχουν υπάρξει σημαντικές αλλαγές, μεταβολές και μεταλλάξεις. Μεταξύ άλλων ο κλασσικός αναρχικός χώρος της δεκαετίας του '80, που στόχευε καθαρά στην αντικρατική πάλη, έχει υποσκελιστεί και συρρικνωθεί και τη θέση του έχει πάρει μία υπόπτου προελεύσεως κίνηση, η οποία αυτοπροσδιορίζεται ως "antifa", δηλαδή ως κίνηση «αντιφασιστών», «αντιρατσιστών» και «αντιναζί». Πρόκειται στην πραγματικότητα για δραστηριοποίηση παρακρατικών μηχανισμών που προσπαθούν μέσα από ποικίλες «παρεμβάσεις» να προπαγανδίσουν το πνεύμα του αντιπατριωτισμού και του κοσμοπολιτισμού και να προαγάγουν την εδραίωση της «πολυπολιτισμικής» κοινωνίας. Φθάνουν μάλιστα στο σημείο να συγκροτούν ομάδες κρούσης τραμπούκων που έχουν ως στόχο να επιβάλουν δια της βίας την «πολιτική ορθότητα»[i]. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς από πού εκπορεύεται αυτό το φαινόμενο. Η συνεχής πολεμική κατά των εθνών και τα κηρύγματα υπέρ της παγκοσμιοποίησης, σε συνδυασμό με τον πακτωλό χρημάτων που ρέουν συνεχώς υπέρ της «αντιρατσιστικής» εκστρατείας στη χώρα μας και σε όλη την Ευρώπη, καταδεικνύουν ότι πίσω απ' όλο αυτό το στήσιμο των προπαγανδιστικών αυτών μηχανισμών βρίσκονται οι ΗΠΑ και τα παγκόσμια κέντρα εξουσίας, τα οποία βρίσκουν στήριγμα στους εγχώριους υπηρέτες τους, στους ντόπιους λακέδες του ιμπεριαλισμού και του καπιταλισμού.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα φιλοαμερικανών «αντιεξουσιαστών» αποτελεί η περίπτωση της οργάνωσης Terminal 119, γνωστής για τα γεγονότα στην Αμάρυνθο Ευβοίας (19-11-2006). Τότε με αφορμή το «βιασμό» μίας Βουλγάρας μαθήτριας από συμμαθητές της, ομάδες μεταφερόμενων «ζηλωτών» από τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα «εξεστράτευσαν» στην Εύβοια με σκοπό ως «πεφωτισμένοι» να δώσουν ένα μάθημα στους «άξεστους» και διακατεχόμενους από «πατριαρχικές» και «σεξιστικές» αντιλήψεις χωρικούς για τις "politically incorrect" πεποιθήσεις τους, φωνάζοντας και γράφοντας υβριστικά συνθήματα εναντίον τους και βεβηλώνοντας το μνημείο των πεσόντων του χωριού, με συνέπεια να υποστούν από τους αγανακτισμένους κατοίκους άγριο ξυλοδαρμό[ii]. Οι ίδιοι δεν κρύβουν την πηγή προέλευσής τους. Ο αριθμός "119" αποτελεί σύμφωνα με τις διακηρύξεις τους «μία έμμεση συμβολική αναφορά στο τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτέμβρη του 2001 και τις τεράστιες πολιτικές ανακατατάξεις που προκάλεσε σε όλους τους τομείς της σύγχρονης πολιτικής»[iii]. Απροκάλυπτα λοιπόν δηλώνουν ότι σχετίζονται άμεσα με τον αμερικανικό παράγοντα, ο οποίος κατ' αυτούς όχι μόνο δεν είναι υπεύθυνος για πολλά από τα δεινά που μαστίζουν σήμερα την ανθρωπότητα, αλλά και αποτελεί «θύμα» της «τρομοκρατίας». Η ταύτιση εξάλλου των θέσεων του Terminal 119 με αυτές του State Department και του εκπροσώπου της εδώ αμερικανικής πρεσβείας είναι εκπληκτική: καταπολέμηση της «τρομοκρατίας», καταδίκη του αντιαμερικανισμού και του αντιμπεριαλισμού[iv], αλλά και του αντικαπιταλισμού[v], «ασφαλές» Ισραήλ[vi] κ.ά.

Η ρητορική του Terminal 119
Το Terminal 119 αποτελεί ουσιαστικά φερέφωνο προπαγάνδισης των θέσεων της αμερικανικής και κυρίως της ισραηλινής πολιτικής στη χώρα μας και έχει οργανωθεί κατά τα πρότυπα των "antifa" οργανώσεων της σημερινής Γερμανίας (π.χ. "Cafe Morgenland"). Είναι χαρακτηριστικό ότι ανησυχεί έντονα για τα (εν δυνάμει) πυρηνικά του Ιράν, δεν πράττει όμως το ίδιο και για τα (υπαρκτά) πυρηνικά όπλα του Ισραήλ. Πρωτίστως όμως θεωρεί ότι οι Παλαιστίνιοι και γενικότερα όσοι αγωνίζονται κατά της σιωνιστικής κατοχής και της αμερικανικής καταπίεσης είναι «ολοκληρωτιστές», «φασίστες» και «τρομοκράτες». Βαφτίζει δε το λαϊκό - εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της ένοπλης αντίστασης στο σιωνισμό και τον ιμπεριαλισμό (Χαμάς, Τζιχάντ, Χεζμπολλάχ) ως ολοκληρωτικό και τρομοκρατικό «τζιχαντισμό». Όχι μόνο προσπαθεί κατ' αυτόν τον τρόπο να αμφισβητήσει το νόμιμο δικαίωμα των λαών της Μέσης Ανατολής στην αντίσταση και την εθνική αυτοδιάθεση, αλλά και να εξουδετερώσει ιδεολογικά όλους όσοι στην Ευρώπη ασκούν κριτική στην πολιτική των ΗΠΑ και του Ισραήλ αναφορικά με το μεσανατολικό, κολλώντας τους την ετικέτα του «αντισημίτη», του «χιτλερικού» και του «ρατσιστή».
Προσπαθούν λοιπόν κάποιοι να μας αφαιρέσουν το νόμιμο δικαίωμά μας στην πάλη (ή έστω στην απλή κριτική) ενάντια στο σιωνισμό και τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό υπό το πρόσχημα του αγώνα κατά του αντισημιτισμού και του ρατσισμού. Παράλληλα δε αυτοί οι αυτόκλητοι υπερασπιστές των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και της «πολυπολιτισμικής» κοινωνίας στρέφονται κατά της πατρίδας μας και του λαού μας, του πολιτισμού και των παραδόσεών μας, δεδομένου ότι αυτές θεωρούνται «οπισθοδρομικές» και εκτρέφουν έναν «υφέρποντα φασισμό». Κατ' αυτούς λοιπόν ο λαός μας χρειάζεται μία ριζική «αναμόρφωση», ώστε να γίνει και αυτός "politically correct".
Στα πλαίσια αυτά προσπαθούν να μας δημιουργήσουν τύψεις και ενοχές που υποστηρίζουμε τους λαούς της Παλαιστίνης και του Λιβάνου στην πάλη τους για εθνική ανεξαρτησία, που συντασσόμαστε συναισθηματικά με τη Ρωσία στο νέο Ψυχρό Πόλεμο, που στραφήκαμε και στρεφόμαστε κατά των ΝΑΤΟϊκών επεμβάσεων σε Σερβία, Ιράκ και Ιράν, που δυσανασχετούμε με την ετσιθελική επιβολή της «πολυπολιτισμικής» κοινωνίας, που ακόμα εμμένουμε στην επιθυμία μας για εθνική αυτοδιάθεση και που εξακολουθούμε να νιώθουμε Έλληνες. Στόχος τους είναι να παραμένει πάντοτε στο απυρόβλητο το Ισραήλ και να μην αμφισβητείται ποτέ το μοντέλο της παγκοσμιοποίησης, δεδομένου ότι οποιαδήποτε τέτοιου είδους ενέργεια ή και απλή σκέψη αποτελεί κατ' αυτούς «κρυπτοναζισμό». Μέσα από τη δαιμονοποίηση της αντίστασης στον ιμπεριαλισμό και τη Νέα Τάξη προσπαθούν να μας αφοπλίσουν ιδεολογικά, ούτως ώστε τ' αφεντικά τους να δρουν ανενόχλητα, προάγοντας χωρίς περισπασμούς το «έργο» τους.
Ένας από τους προσφιλέστερους στόχους τους είναι βεβαίως η Εκκλησία, προφανώς λόγω του εθναρχικού της ιστορικά ρόλου, αλλά της ηθικής και πνευματικής επιρροής που ασκεί στην κοινωνία. Ωστόσο στο στόχαστρό τους βρίσκονται και πολιτικοί σχηματισμοί ολόκληρου του πολιτικού φάσματος, οι οποίοι αντιμάχονται τον ιμπεριαλισμό και την παγκοσμιοποίηση. Π.χ. το ΚΚΕ στηλιτεύεται συχνά ως αντισημιτικό[vii] (μαζί με τον ΛΑΟΣ), διότι δεν συναινεί στις ενέργειες των Ισραηλινών που αποσκοπούν στον αφανισμό του παλαιστινιακού λαού, αναπτύσσοντας αντικατοχική και αντιμπεριαλιστική δράση, ούτε συμμερίζεται την προβαλλόμενη από τους σιωνιστές θέση ότι τα αποκλειστικά σχεδόν θύματα του ναζισμού ήταν οι Εβραίοι (είναι γνωστό ότι οι Έλληνες κομμουνιστές έχουν ως σημείο αναφοράς τους την Εθνική Αντίσταση, αλλά και τη θυσία των 20.000.000 περίπου Σοβιετικών κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου). Η στάση αυτή των Ελλήνων πατριωτών -ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης- «χαλάει τη σούπα» της μονοπώλησης του «Ολοκαυτώματος» από τους Εβραίους και της συνεπακόλουθης επιχειρούμενης θυματοποίησης του ίδιου του κράτους του Ισραήλ. Ο ελληνικός λαός έχει το ηθικό παράστημα και δεν νομιμοποιεί τα ισραηλινά εγκλήματα κατά του παλαιστινιακού και του λιβανέζικου λαού (όπως πράττουν πολλοί σε χώρες της Δύσης ως πράξη «εξιλέωσης» των χριστιανικών κοινωνιών έναντι του κατατρεγμένου από τους ναζί «περιούσιου» λαού του Θεού). Αυτό είναι κάτι που τους ενοχλεί.
Στην υπηρεσία του σιωνισμού, του ιμπεριαλισμού και της Νέας Τάξης
Κάποιοι λοιπόν φαίνεται ότι βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία. Πρόκειται για ελληνόφωνους φιλοαμερικανούς «αντιεξουσιαστές», οι οποίοι κινούνται και δραστηριοποιούνται με έξωθεν οδηγίες. Οι τραμπούκοι αυτοί της Νέας Τάξης -ή «αμερικανοτσολιάδες» αν προτιμάτε- διακρίνονται για τις φιλοαμερικανικές, φιλοϊμπεριαλιστικές, φιλοσιωνιστικές, ατομικιστικές, αντιπατριωτικές και εθνοφοβικές θέσεις τους. Αναπτύσσουν έντονη φιλοϊμπεριαλιστική δράση, προπαγανδίζοντας τη νεοταξική ιδεολογία. Προσπαθούν να μας κάνουν να νιώθουμε άσχημα που δεν είμαστε «πολιτικά ορθοί», που πιστεύουμε στην πατρίδα, στο λαό και τον σοσιαλισμό, που εν τέλει νιώθουμε Έλληνες. Προσπαθούν να μας πείσουν ότι θα είχαν λυθεί όλα τα προβλήματα της κοινωνίας και της ανθρωπότητας, εάν αισθανόμασταν απλώς «πολίτες του κόσμου» ή ίσως ακόμη καλύτερα εάν ήμασταν ομοφυλόφιλοι[viii]. Όταν όμως διαπιστώσουν ότι οι προσπάθειές τους να μας προσεταιριστούν πέφτουν στο κενό, τότε καταφεύγουν στη βία (στην Ελλάδα υπάρχει σημαντικός αριθμός "antifa" συμμοριών) ή και κινούνται νομικά με σκοπό να μας τρομοκρατήσουν και να μας φιμώσουν[ix]. Είναι στην πραγματικότητα παρακρατικές δυνάμεις καταστολής.
Εμείς από την πλευρά μας μπορεί να μην είμαστε σε θέση να αποκόψουμε τον ομφάλιο λώρο της έξωθεν χρηματοδότησης και της γενικότερης ενίσχυσης και υπόθαλψής τους από διεθνή κέντρα εξουσίας, ωστόσο έχουμε τη δυνατότητα να τους αντιμετωπίσουμε. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να αποκαλύπτουμε την πραγματική τους φύση, τον πραγματικό τους ρόλο, το πραγματικό τους πρόσωπο, την πηγή εκπόρευσής τους. Μπορούμε να τους ξεμπροστιάζουμε και να τους ξεσκεπάζουμε ενώπιον της κοινής γνώμης. Γιατί εμείς είμαστε οι κύριοι αυτού του τόπου. Γιατί εμείς είμαστε ο λαός και αυτοί μία ελάχιστη μειοψηφία λακέδων του ιμπεριαλισμού, οι οποίοι θέλουν να διεισδύσουν στις μάζες και να διοχετεύσουν εκεί την αντεθνική και αντιλαϊκή τους ιδεολογία. Είναι εχθροί του λαού! Ας τους απομονώσουμε! Με τον τρόπο αυτό θα τους εξουδετερώσουμε.
--------------------------------------------------------------------------------

[i] «Ο ρόλος των antifa στη σύγχρονη καταστολή», http://www.mavroskrinosblogspot.com/, Κώστας Αποστολόπουλος, «Antifa: «κήρυκας» της τυφλής βίας», Ρεσάλτο, τ. 22 (Νοέμβριος 2007), σ. 10,
«Τα νέα τάγματα εφόδου», http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?t=1832
[ii] http://www.terminal119.gr/show.php?id=388
[iii] http://www.terminal119.gr
[iv] «Κάποιες θέσεις για τον αντί/αντιμπεριαλισμό», Terminal 119, τεύχος 1 (Ιούνης 2006 - Ιανουάριος 2007), σ. 111, Terminal 119, τεύχος 2 (Φλεβάρης - Ιούνης 2007), σ. 11.
[v] «Ποιος μίλησε για αντικαπιταλισμό;», Terminal 119, τεύχος 1, σ. 61.
[vi] «Ο εσωτερικός εχθρός και τα πυρηνικά του Ιράν», Terminal 119, τεύχος 1, σ. 13.
[vii] http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=552702, http://www.terminal119.gr/show.php?id=385. Έχουν φθάσει μάλιστα στο σημείο να καταδικάζουν τις εκδηλώσεις στη μνήμη των αθώων θυμάτων του βομβαρδισμού της Δρέσδης (13/14 - 2 - 1945), υποστηρίζοντας -εμμέσως πλην σαφώς- ότι ορθώς εξοντώθηκαν με φρικτό τρόπο σχεδόν 140.000 αμάχου πληθυσμού από τη βρετανική και αμερικανική αεροπορία, διότι στη Γερμανία υπήρχε το Άουσβιτς! Βλ. «Η κρυφή γοητεία του αριστερού αντισημιτισμού», http://www.terminal119.gr/show.php?id=362.
[viii] «Qeer», Tristero, σ. 83-84.
[ix] «Μία δίκη ορόσημο. Η απαρχή μία ιδεολογικής δικτατορίας», http://www.mavroskrinosblogspot.com/, Νίκος Πικρός, «Όχι στην ποινικοποίηση των ιδεών», Ρεσάλτο, τ. 24 (Ιανουάριος 2008), σ. 16.

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2009

Οικονομική κρίση: το μέλλον αρχίζει από τώρα

του 'Ανχελ Γκουρία

Θα φέρει το 2009 κάποιες ακτίνες ελπίδας που θα φωτίσουν το έρεβος και θα προοιωνίσουν το τέλος της σοβαρότερης χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης εδώ και δεκαετίες;
Σύμφωνα με το οικονομικό δελτίο του «οργανισμού οικονομικής συνεργασίας και ανάπτυξης» (ΟΟΣΑ) που εκδόθηκε στα τέλη του 2008, τα 21 από τα 30 κράτη-μέλη του οργανισμού βαδίζουν προς ύφεση, που θα διαρκέσει τουλάχιστο επί ένα έτος. Οι βιομηχανικές επενδύσεις θα μειωθούν κατά 5% τουλάχιστο και έως το 2010 θα έχουμε τουλάχιστο 8 εκατομμύρια νέους άνεργους. Πρόκειται για μία κοινωνική κρίση που πλήττει οικογένειες και κοινότητες σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ αναμένεται πως θα επηρεάσει ακόμα και τις αναδυόμενες οικονομίες.
Ο μειωμένος τιμάριθμος και η πτώση των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων προσφέρουν κάποια ανακούφιση, αλλά ενώ η οικονομία εξακολουθεί να νοσηλεύεται στην εντατική και το άγχος για το μέλλον να καταλαμβάνει τον κόσμο, τα πράγματα ίσως και να επιδεινωθούν.
Τους μήνες που έρχονται, η αποκατάσταση της ανάπτυξης, της σταθερότητας και της εμπιστοσύνης θα πρέπει να παραμείνουν η πρώτη πολιτική μας προτεραιότητα.
Ας το κατανοήσουν οι πάντες: για να έχουμε ευημερία και ανάπτυξη χρειαζόμαστε υγιείς χρηματοοικονομικές αγορές κι ενίσχυση ορισμένων ζωτικής σημασίας δημοσίων υπηρεσιών. Το 2008 μας θύμισε πόσο καταστροφικές μπορεί να γίνουν οι ανεξέλεγκτες αγορές.
Ο ΟΟΣΑ συνεργάζεται με κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς ώστε τέτοιες οικονομικές δυσλειτουργίες να μην επαναληφθούν ποτέ ξανά.
Η στρατηγική μας απάντηση, που εκτίθεται λεπτομερώς στο διαδίκτυο, αντιμετωπίζει την κρίση συνολικά, δίνοντας έμφαση στην οικονομία, την ανταγωνιστικότητα και τη διακυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένων των αλληλεπιδράσεών τους, αλλά και της ανάγκης για βιώσιμη ανάπτυξη στην πραγματική οικονομία.
Υπάρχουν έκτακτες περιστάσεις, που απαιτούν έκτακτη δράση: σήμερα, οι συνήθεις απαντήσεις δεν έχουν πια νόημα.
Η κρίση οδήγησε σε έναν νέο τρόπο σκέψης για τη ρύθμιση και τη λειτουργία των αγορών, για τη λογοδοσία και την ηθική -και για το τι είδος οικονομικό μοντέλο επιθυμούμε. Αν θέλουμε να δούμε βελτιωμένες επιχειρήσεις να ανθούν, ενώ θα προφυλάσσεται καλύτερα το δημόσιο συμφέρον σε μία ισχυρότερη, καθαρότερη και δικαιότερη παγκόσμια οικονομία, χρειάζεται να εκπονήσουμε καλύτερες πολιτικές, καλύτερους ελέγχους και καλύτερο θεσμικό πλαίσιο.
Δείτε αίφνης τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Προκειμένου να περισταλεί η υπερβολική διακινδύνευση και οι πιστωτικοί οργανισμοί να εξυπηρετούν καλύτερα τους πελάτες και τους μετόχους τους, εξετάζουμε σήμερα μια σειρά από παράγοντες στη λειτουργία τους.
Έτσι, εξετάζουμε με προσοχή ζητήματα όπως η σύνταξη των ισολογισμών, η φορολογία και η καλύτερη διάγνωση των κινδύνων της αγοράς. Αξιολογούμε την αβεβαιότητα των τραπεζικών επενδύσεων, το μέγεθός τους, τις ρυθμίσεις για τα αποθεματικά των τραπεζών κ.ο.κ.
Τέλος μελετούμε ευρύτερα ζητήματα, όπως ο τρόπος διοίκησης των τραπεζών που κινδυνεύουν, οι αμοιβές των στελεχών τους και πώς να πετύχουμε συμπεφωνημένες προδιαγραφές όπως τις αρχές του ΟΟΣΑ για τη διεύθυνση των επιχειρήσεων, τους ρυθμιστικούς κανόνες του μάνατζμεντ (regulatory management rules), τις προδιαγραφές αξιολόγησης (performance guidelines) κ.λπ.
Τους τελευταίους μήνες τα ασφαλιστικά ταμεία γνώρισαν μεγάλες πιέσεις, και ο ΟΟΣΑ θα ενθαρρύνει την εύρεση πιο αποτελεσματικών στρατηγικών για περισσότερη διαφοροποίηση στις τοποθετήσεις κρατικών και ιδιωτικών ασφαλιστικών συστημάτων, ώστε να μειωθεί η εξάρτηση των ταμείων από τις ριψοκίνδυνες χρηματοπιστωτικές αγορές.
Εργαζόμαστε επίσης ώστε να βελτιώσουμε την προστασία και την επαγρύπνηση των καταναλωτών πολύπλοκων τραπεζοπιστωτικών παραγώγων και για τον περιορισμό της συμπεριφοράς των επαγγελματιών του χρηματοπιστωτικού τομέα από ηθικές δεσμεύσεις και διεθνείς κανονισμούς.
Η ύπαρξη επιλογών είναι ένας αποδεδειγμένα αποτελεσματικός τρόπος προστασίας των καταναλωτών -και οι κυβερνήσεις θα πρέπει να προστατεύουν τον υγιή ανταγωνισμό.
Φυσικά για να έχουμε παγκόσμια ανάκαμψη, ο ανταγωνισμός είναι απαραίτητος, μαζί με τη διατήρηση ανοικτών αγορών για το εμπόριο και τις επενδύσεις και την εφαρμογή σταθερών, αντικυκλικών φορολογικών πολιτικών. Ενώ η ανεργία αυξάνει γοργά, η εμπειρία του ΟΟΣΑ σε πολιτικές δημιουργίας θέσεων απασχόλησης μπορεί επίσης να αποδειχθεί πολύτιμη.
Η ανάπτυξη είναι ζωτικής σημασίας, αλλά όχι οποιαδήποτε ανάπτυξη. Η παγκόσμια οικονομία απειλείται και από δομικά προβλήματα, όπως η κλιματική αλλαγή κι η φτώχεια, που χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης. Η κρίση μάλιστα μας διευκολύνει να προχωρήσουμε σε αυτή την κατεύθυνση· ενθαρρύνουμε τις κυβερνήσεις των σημαντικότερων κρατών-μελών του ΟΟΣΑ να θέσουν τ0 2009 την «πράσινη» οικονομία στον πυρήνα των πολιτικών τους για αντιμετώπιση της κρίσης.
Αυτή η προσέγγιση μπορεί να βοηθήσει και τις φτωχότερες οικονομίες. Αν εννοούμε όσα λέμε περί βιώσιμης ανάπτυξης, θα πρέπει να διπλασιάσουμε τις αναπτυξιακές μας προσπάθειες, παρά την ύφεση. Μία παγκόσμια συμφωνία για το εμπόριο κι επιτυχή κατάληξη του γύρου της Ντόχα είναι πια ορατή, κάτι που θα τονώσει το εμπόριο, τις επενδύσεις και την ανάπτυξη. Οι κυβερνήσεις οφείλουν να την προσυπογράψουν, για το καλό όλων μας.
Ένα είναι βέβαιο: οι απλόχερες κρατικές παρεμβάσεις των τελευταίων μηνών δεν μπορούν να συνεχιστούν επ' άπειρον. Επιβαρύνουν τους προϋπολογισμούς και η παρατεταμένη τους χρήση μπορεί να έχει βαριές παρενέργειες, όπως συμβαίνει με όλα τα δυνατά φάρμακα. Αυτός είναι ο λόγος που ο ΟΟΣΑ εκπονεί στρατηγικές που δεν θα επιτρέψουν την επαναφορά των ακατάλληλων ρυθμίσεων που ίσχυαν πριν την κρίση, αλλά θα επιτρέψει στις κυβερνήσεις να παρεμβαίνουν χωρίς να διακινδυνεύουμε να επανέρθουν τα πράγματα στην προηγούμενη κατάσταση μόλις επανέρθει η σταθερότητα.
Στο κινέζικο ωροσκόπιο το 2009 είναι το «έτος του βοδιού», που συμβολίζει την επιμονή και τη σκληρή δουλειά κι εμπνέει εμπιστοσύνη και δύναμη. Η κρίση πέτυχε να αιφνιδιάσει και να πανικοβάλει τις κυβερνήσεις, αλλά σαν το βόδι, θα πρέπει να ξανασταθούμε στα πόδια μας και να ξαναρχίσουμε δουλειά. Η μακροπρόθεσμη επιχείρηση για ένα καλύτερο αύριο αρχίζει από σήμερα.

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2009

Τα υπουργεία διανέμονται ως κομματικοί μπουναμάδες

του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Η υπεράσπιση της λογικής είναι χρέος άμυνας (αλλά και αντανακλαστικό άμυνας) προκειμένου να περισωθεί η ανθρωπιά του ανθρώπου. Χρέος, λοιπόν, ή και αυθόρμητη αντίδραση, να πούμε απερίφραστα ότι: Η καταστροφή, η λεηλασία, ο εμπρησμός ιδιωτικών καταστημάτων, αυτοκινήτων, πανεπιστημιακών και σχολικών κτηρίων δεν έχει την παραμικρή λογική σχέση με διαμαρτυρία για την οσοδήποτε βάναυση συμπεριφορά της αστυνομίας. Αλλά και ένας κυβερνητικός ανασχηματισμός που απλώς ανακυκλώνει την καμαρίλα του κομματικού αρχηγού, είναι βιασμός της λογικής να χαρακτηρίζεται «ριζική κυβερνητική αλλαγή», «ανατρεπτική πολιτική καινοτομία».
Ο παραλογισμός φοβίζει περισσότερο και από τη βία. Παράγει τη βία, πισωγυρίζει τον άνθρωπο στις ανεξέλεγκτες ορμές του, στη ζούγκλα. Πέντε χρόνια τώρα ο πρωθυπουργός αρνείται την κοινή λογική στη συγκρότηση της κυβέρνησής του –τη λογική της παραγωγής έργου, της διακονίας των κοινωνικών αναγκών, της αναμέτρησης με συγκεκριμένα προβλήματα. Δική του επιδίωξη, από την πρώτη στιγμή ώς σήμερα, είναι να πετύχει εσωκομματικές ισορροπίες και να κολακέψει εκλογικές περιφέρειες. Δεν διανοείται να ψάξει ποιος είναι ο ικανότερος, ο πιο καταρτισμένος και έτοιμος να αντιμετωπίσει το τάδε πρόβλημα, να παραγάγει έργο στον δείνα τομέα.
Μοιράζει τα υπουργεία σαν να πρόκειται για κομματικούς μπουναμάδες. Τα μοιράζει σε κοτζαμπάσηδες του κόμματος, σε συγγενείς, σε φιλαράκια. Τον έναν, από υπουργό της Αστυνομίας τον κάνει υπουργό Πολιτισμού, τον άλλον, από τη Δικαιοσύνη τον ξεπετάει στη Ναυτιλία, τον τρίτο, από τον Τουρισμό στην Παιδεία, την άλλη, από το δημαρχείο στην εξωτερική πολιτική. Πρόκειται μάλλον για μοιρασιά με τη λογική της εφόρμησης στην εξουσία, στον εύκολο πλουτισμό, στην εφήμερη δόξα. Δηλαδή για ανατριχιαστική πολιτική αλογία.
Γι’ αυτό και με τον ανασχηματισμό δεν αλλάζει τίποτα. Τι άλλαξε στην εκπαιδευτική πολιτική με το πέρασμα από την κυρία Γιαννάκου στον κύριο Στυλιανίδη, τι θα αλλάξει τώρα με την παράδοση της εκπαίδευσης των παιδιών μας σε έναν ακόμα προκλητικά άσχετον, τον κύριο Αρη; Ιδια ήταν και η λογική συγκρότησης των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, ίδιοι και οι στόχοι – ψηφοθηρικός λαϊκισμός, κολακεία της αγραμματοσύνης και να κυβερνάει «σύρριζα» ο αριστερίστικος καριερισμός. Είτε με ΠΑΣΟΚ είτε με Ν.Δ. ίδια η λογική του εκπαιδευτικού συστήματος, ετοιμάζει κουκουλοφόρους. Εκπαιδεύει τα μαθητούδια να συνδικαλίζονται, να εκβιάζουν με καταλήψεις, με αποκλεισμούς κεντρικών δρόμων, να καταστρέφουν και να καταρρυπαίνουν τους χώρους της σπουδής. Τα ποτίζει με την αλογία διεκδικήσεων και δικαιωμάτων δίχως αντίβαρο υποχρεώσεων και αξιολογικής κρίσης, έρμαια στη στρατολόγησή τους από τους επαγγελματίες της πολιτικής σε τάχα και «μαθητικό κίνημα».
Για να διασώσουμε τη λογική μας, δηλαδή την ανθρωπιά μας, είμαστε υποχρεωμένοι να βροντοφωνάξουμε ότι «ριζική κυβερνητική αλλαγή» και «ανατρεπτική πολιτική καινοτομία» θα ήταν ένας κυβερνητικός ανασχηματισμός με τόλμη ρήξεων. Να πάψει το σχολειό να είναι παίγνιο της κομματοκρατίας και του αριστερόσχημου φασισμού, εκκολαπτήριο κουκουλοφόρων. Να ανατραπεί από τα θεμέλια η λογική του σημερινού εκπαιδευτικού συστήματος, να αποκατασταθεί με συνέπεια αγωγή δημοκρατίας, σεβασμού των θεσμών, διάκρισης ποιοτήτων, αξιολογικής κρίσης και συνακόλουθης άμιλλας.
Μόνο ένας ανασχηματισμός ριζοσπαστικής αλλαγής προσώπων αλλά και πολιτικής θα είχε κάποιες πιθανότητες να αποτρέψει την επερχόμενη, σίγουρη πια, εκλογική πανωλεθρία του πρωθυπουργού και της κυβέρνησής του. Γιατί, λοιπόν, δεν τολμάει; Θα μπορούσε, τουλάχιστον, να ερευνήσει με δημοσκοπήσεις: τι θα κέρδιζε σε ψήφους ή τι θα έχανε, αν ξανάστηνε σχολειά με αυστηρή εκπαιδευτική λογική και πανεπιστήμια με ασυμβίβαστες απαιτήσεις σοβαρότητας των σπουδών και της έρευνας. Ποιο ποσοστό του πληθυσμού προτιμάει τη σημερινή εγκληματική καπηλεία του ακαδημαϊκού ασύλου, ποιο ποσοστό θα ήθελε να συνεχιστεί η τρέχουσα παράνοια: να οδηγούν οι δάσκαλοι (ο γυμνασιάρχης, ο γυμναστής) τα σκολιαρόπαιδα έξω από αστυνομικά τμήματα για να επιτεθούν με νεράτζια και πέτρες ουρλιάζοντας «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι».
Είναι περισσότερο από φανερό ότι ο σημερινός πρωθυπουργός έχει πολιτικά τελειώσει. Οι πολιτικές του ικανότητες εξαντλήθηκαν σε διανομές και αναδιανομές υπουργείων με κριτήρια παντελώς άσχετα προς οποιαδήποτε πολιτική στόχευση, κοινωνική σκοποθεσία, ιδεολογικό οραματισμό. Θα σταλεί να ιδιωτεύσει τόσο νέος, με δυσφόρητο φορτίο ντροπής για την ανικανότητα και την παταγώδη αποτυχία του. Και στον πολιτικό ορίζοντα δεν υπάρχουν δυνάμεις για να συγκρατήσουν ή να μεταπλάσουν τον παραλογισμό της βίας που κυοφορήθηκε, είκοσι εννέα ολόκληρα χρόνια, στα σχολειά και στα πανεπιστήμια.
Αναπότρεπτα ο αριστερόσχημος φασισμός, έτσι που καταλύει, σε καθημερινή βάση, την έννομη τάξη, θα προκαλέσει την εκκόλαψη του ακροδεξιού ομολόγου του με λυσιτελή προσχήματα. Και καμιά αστυνομία δεν είναι ικανή να αποτρέψει το αίμα της απευθείας σύγκρουσης των εκθηριωμένων από την ανικανότητα, τη φαυλότητα, την ιδιοτέλεια των επαγγελματιών της πολιτικής. Φυσικά, οι πρώτοι που θα πληρώσουν θα είναι, όπως πάντοτε, όσοι θα προσπαθήσουν να σώσουν τη λογική, δηλαδή την ανθρωπιά τους, μέσα στην παράνοια της σύγκρουσης των φασισμών.
Ισως τελευταία ελπίδα για ανάσχεση του εφιάλτη να ήταν ο κυβερνητικός ανασχηματισμός που επιχειρήθηκε πριν από λίγες μέρες. Ελπίδα ουτοπική, επιπόλαιη. Πώς θα μπορούσε ο επί πέντε χρόνια παντελώς ανυποψίαστος για τα ουσιώδη και δραματικά ανίκανος για ρήξεις πρωθυπουργός να μεταμορφωθεί σε ηγέτη; Πώς να αναστήσει ο κωματώδης το πεθαμένο, κοινωνικά και ιδεολογικά, τριάντα ατέλειωτα χρόνια, κόμμα του; Και όποιος βρίσκει υπερβολικούς τους χαρακτηρισμούς, ας μας θυμίσει έστω μία μόνη φορά, όταν το ΠΑΣΟΚ ήταν στην κυβέρνηση και ο «Συνασπισμός» στην εξουσία, που να αντιτάχθηκε η Ν.Δ. στην εκπαιδευτική τους πολιτική, στον «προοδευτικό» μηδενισμό τον εκκολάπτοντα κουκουλοφόρους.
Ο κύκλος της βίας είναι αναπότρεπτο να συνεχιστεί, ο Μινώταυρος ορέγεται αίμα. Γιατί και ο κύριος Αρης δεν έχει πολιτική να εφαρμόσει, δεν έχει πρόταση. «Διάλογο» εκλιπαρεί και αυτός, με επικοινωνιακά τσαλιμάκια να ψευτογελάσει τον Μινώταυρο. Και το ακόμα πιο απειλητικό: Η αδήριτα επερχόμενη εκλογική πανωλεθρία του πρωθυπουργού ανοίγει καινούργιο κύκλο παρακμιακής υποβάθμισης της ελληνικής κοινωνίας, τον κύκλο του διδύμου των επιγόνων Παπανδρέου και Μητσοτάκη. Η σε πείσμα κάθε λογικής αναρρίχηση και των δύο σε υψηλά ποσοστά της προτίμησης των ψηφοφόρων έχει εκθρέψει φιλύποπτα (όχι όμως και ασύστατα) σχόλια για δραστικές μεθόδους με τις οποίες ο «ξένος παράγων» μπορεί και ποδηγετεί την ελληνική κοινωνία. Πώς αλλιώς να ερμηνευτεί η παράκαμψη της εκπληκτικής ευφυΐας για χάρη της θλιβερής μετριότητας ή του έκτακτου διπλωματικού ταλέντου για χάρη της ευτελώς φιλομειδούς ανεπάρκειας.
Ο στροβιλώδης φαύλος κύκλος της αλογίας δεν ξεκίνησε στις 6 Δεκεμβρίου 2008. Απλώς πήρε καταιγιστικό χαρακτήρα η συγκομιδή των συνεπειών του πολιτικού μηδενισμού τριάντα χρόνων

Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2009

Κράτος, αγορά και κοινωνία. Το ζήτημα της ισορροπίας στη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής

του Γιώργου Κοντογιώργη

1. Η συζήτηση για τον χαρακτήρα της κρίσης που ανέκυψε πρόσφατα στο χρηματοπιστωτικό πεδίο εμφανίζεται από τους ειδικούς αναλυτές ως στενά οικονομική, δηλαδή ως έχουσα αυτοφυή αίτια που δεν συνδέονται με το ευρύτερο κοσμοσυστημικό περιβάλλον. Συγχρόνως, διαπιστώνεται ότι η κρίση νομιμοποίησης, που κατατρύχει το πολιτικό προσωπικό και τον θεσμικό του φορέα το κόμμα, μολονότι τις τελευταίες δεκαετίες εμφανίζει μια ραγδαία υποτροπίαση, αποφεύχθηκε επιμελώς να αγγίξει τη λογική του πολιτικού συστήματος, δηλαδή του κράτους. Όταν το 1996 σε διεθνές συνέδριο ανέπτυξα το θέμα «η κομματοκρατία ως πολιτικό σύστημα», προκειμένου να αναδείξω την συντελούμενη ιδιοποίηση του κράτους από το κόμμα και, μάλιστα, τη μετάλλαξη του κομματικού σε πολιτικό σύστημα, ο γάλλος συνάδελφος Pierre Avril μου αντέτεινε την παρατήρηση ότι η κριτική στο κόμμα οφείλει να ασκείται με τη δέουσα προσοχή διότι ισοδυναμεί με κριτική της δημοκρατίας. Ο Ολλανδός συνάδελφος, από την πλευρά του, διαπίστωνε περιχαρής ότι η χώρα του έλυσε το πρόβλημα της κομματικής ιδιοποίησης με τη συμμετοχή των ιδιωτών (επιχειρηματιών κλπ), στη λήψη των αποφάσεων του κράτους. Διερωτήθηκα μήπως με τη λύση αυτή αναιρείται η όποια, έμμεση έστω, αντιπροσωπευτική λογική του πολιτεύματος ή αν η κατάργηση της διαφθοράς συνδέθηκε είτε με τη νομιμοποίησή της είτε με τον προσεταιρισμό του κράτους από τους εμπλεκόμενους φορείς. Δεν έλαβα απάντηση.
Ωστόσο, εξακολουθώ να εμμένω στην άποψη ότι η κομματική ιδιοποίηση είναι αναπόφευκτη όταν το πολιτικό σύστημα δεν είναι θωρακισμένο εξ επόψεως ανταποκρισιμότητας προς την κοινωνία, όταν πιο συγκεκριμένα συντρέχει ένα καθεστώς ανισορροπίας μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. Η ανταποκρισιμότητα αυτή επιβεβαιώνεται εξ ορισμού στην περίπτωση που το σύστημα είναι αντιπροσωπευτικό ή δημοκρατικό. Η παραδοχή αυτή είναι από μόνη της επαρκής για να αχθεί κανείς στο συμπέρασμα ότι το πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας εδράζεται σαφώς σε μια προ-αντιπροσωπευτική αρχή.
Έκτοτε, η ιδιοποίηση του κράτους μετέβαλε χαρακτηριστικά και δυναμική καθώς μια νέα παράμετρος, η αγορά εμφανίσθηκε με απαιτητικό πρόσωπο στο προσκήνιο. Όντως, η ιδιοποίηση του κράτους από το κόμμα σήμερα παρουσιάζει ορισμένες ιδιαιτερότητες, οι οποίες σε σύγκριση με το παρελθόν την διαφοροποιούν τόσο ως προς το εύρος όσο και ως προς την πολυσημία της. Το κόμμα εμφανίζεται να έχει εταίρους στην ιδιοποίηση: τη διοίκηση και, ιδίως, ένα ευρύ φάσμα της ιδιωτικής σφαίρας, με σημαίνουσα την αγορά.
Και στις δύο περιπτώσεις η διαπλοκή, η ιδιοποίηση και η διαφθορά αποτελούν συμφυή γνωρίσματα του συστήματος, που συνομολογούν ότι το ισοζύγιο μεταξύ κράτους, αγοράς και κοινωνίας έχει συλλήβδην ανατραπεί σε βάρος της κοινωνίας ή, αλλιώς, υπέρ του κράτους, δηλαδή των συντελεστών του και των εταίρων τους στην αγορά. Το ερώτημα, επομένως, υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν είναι πως θα αποϊδιοποιηθεί το κράτος, αλλά πώς αυτό μαζί με τη σύνοικη ιδιοποίηση θα επιδείξει και μια σχετική ανταποκρισιμότητα στις προσδοκίες της κοινωνίας.
Σπεύδω ευθύς εξαρχής να ανακοινώσω την κατακλείδα του συμπεράσματός μου ότι η λεγόμενη προοδευτική νεοτερικότητα, προκειμένου να αποκαταστήσει την ανταποκρισιμότητα του κράτους με την κοινωνία, παρεισάγει το επιχείρημα της ηθικής δεοντολογίας, της ηθικής, εν προκειμένω, δέσμευσης της πολιτικής εξουσίας να μεριμνά για την επίλυση των προβλημάτων της κοινωνίας. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να μεταβάλει την κοινωνία σε πολιτική κατηγορία, να μεταλλάξει επομένως το πολιτικό σύστημα, ώστε να αποκτήσει αντιπροσωπευτικό πρόσημο.
2. Οι ανωτέρω επισημάνσεις αφήνουν να εννοηθεί ότι, κατά την εκτίμησή μου, η οικονομική κρίση που διέρχεται σήμερα ο κόσμος αποτελεί εκδήλωση και, συνεπώς, απόρροια των δομικών χαρακτηριστικών του συστήματος της νεοτερικότητας, της φάσης δηλαδή που βιώνει η εποχή μας.
Η τρέχουσα άποψη αποδίδει την κρίση στην υπερβολική αυτονομία που απέκτησε η αγορά, στο όνομα της αυτορύθμισης. Η αυτορύθμιση εξέθρεψε την ανευθυνότητα ορισμένων από τους συντελεστές της με συνέπεια την αρρυθμία της αγοράς και, εντέλει, την απορύθμιση.
Συγχρόνως, τα μέτρα που ελήφθησαν από τις κυβερνήσεις για τη σταθεροποίηση των αγορών ορίσθηκαν ως σοσιαλιστικά, θυμίζοντάς μας ότι ο σοσιαλισμός εξακολουθεί να προσεγγίζεται ως ταυτολογία του κρατισμού, της οικονομικής επέκτασης της ιδιοκτησίας του κράτους. Εξού και άλλοι βιάστηκαν να αναγγείλουν το τέλος του καπιταλισμού.
Το δίλημμα, ωστόσο, που εγείρεται με αφορμή την κρίση δεν αφορά στην απορύθμιση της αγοράς αυτή καθεαυτή, αλλά στο γεγονός ότι στη σχέση μεταξύ κράτους και αγοράς επήλθε μια καίρια ανατροπή της ισορροπίας υπέρ της αγοράς. Να υποθέσουμε άραγε ότι οι κυβερνήσεις θα αντλήσουν το αναγκαίο δίδαγμα από την κρίση και θα επαναφέρουν σε κάποιο βαθμό τον ρόλο του κράτους ή, μήπως, η παρέμβασή τους θα είναι απλώς σωστική του συστήματος και, κατά τούτο, μεταβατική προς τη κατεύθυνση της αποκατάστασης της «ομαλής» λειτουργίας της αγοράς;
Σπεύδω να επισημάνω ότι το δίλημμα κράτος ή αγορά συνέχεται με το διακύβευμα δυνάμει του οποίου επιχειρείται η ερμηνεία της κρίσης και η αναζήτηση μέτρων θεραπείας. Στο διλημματικό αυτό διακύβευμα –κράτος ή αγορά – διαπιστώσαμε, εντούτοις, ότι απουσιάζει η αιτιολογία του, ο σκοπός ή ο λόγος της ύπαρξής τους, δηλαδή η κοινωνία. Χωρίς αυτήν δεν συντρέχει λόγος ύπαρξης ούτε του κράτους ούτε της αγοράς.
Θα προσθέσω, επίσης, ότι η απουσία της κοινωνίας συνδυάζεται με μια άλλη σημαίνουσα απουσία, που είναι εκείνη του πολιτικού συστήματος. Για τη νεοτερικότητα το πολιτικό σύστημα δεν υπάρχει ως τέτοιο, αυτοτελώς, αποτελεί ουσιαστικά ταυτολογία του κράτους. Γι’ αυτό και μιλάμε είτε για τις πολιτικές του κράτους, είτε για το κράτος ενγένει προκειμένου να αναφερθούμε στο πολιτικό σύστημα. Θεωρείται αδιανόητος ο αποχωρισμός του πολιτικού συστήματος από το κράτος και συνεπώς μια διαφορετική θέσμισή του, πέραν του κράτους, όπως για παράδειγμα με όχημα την κοινωνία.
Οι προσεγγίσεις αυτές της έννοιας κράτος, και θα έλεγα της έννοιας οικονομία που ταυτίζεται επίσης εσφαλμένα με την αγορά, καθορίζουν και το πλαίσιο της προβληματικής για την ενγένει οργάνωση του κόσμου σήμερα.
Η φιλελεύθερη οπτική, στην οποία προσχώρησε αργότερα και η σοσιαλιστική ιδεολογία, σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης των προβλημάτων που συσσωρεύτηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, προέκρινε την έννοια της διακυβέρνησης, σε συνδυασμό με την ανάκληση της χεγκελιανής αντίληψης της «κοινωνίας πολιτών»1.
Η (νεο-)φιλελεύθερη εκδοχή της διακυβέρνησης προτείνει τον άτυπο συνεταιρισμό των εταίρων του κράτους με τις ομάδες πίεσης/συμφερόντων. Συγχρόνως, αξιώνει από το κράτος να εισαγάγει ως σκοπό της πολιτικής το συμφέρον της αγοράς και ως τρόπο λειτουργίας του τους νόμους της αγοράς2. Ως κατακλείδα της αντίληψης αυτής η ιδιωτική οικονομία αφήνεται να αυτορυθμισθεί σε ό,τι αφορά στη λειτουργία της και στη σχέση της με την κοινωνία. Ο πολίτης, στο πλαίσιο αυτό, εξομοιώνεται με τον καταναλωτή (ή τον φορέα της εργασίας), δεν θεωρείται όμως θεσμικός εταίρος του κράτους και, πολύ περισσότερο, της οικονομίας.
Αυτή η έννοια της διακυβέρνησης διδάσκει ότι η συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική οφείλει να γίνει όχι ευθέως, αλλά με τη διαμεσολάβηση των ομάδων (της λεγόμενης «κοινωνίας πολιτών») και των κομμάτων, δηλαδή με τη συνεύρεσή των τελευταίων στο επίπεδο της εξουσίας του κράτους.
Συμπληρωματικά προς την αντίληψη αυτή, δεν έχει πάψει να διακινείται και η άποψη ότι για να παίξει το κράτος τον πολιτικό του ρόλο πρέπει να διευρύνει το πεδίο της ιδιοκτησίας του. Η άποψη αυτή που, όπως είδαμε, συνδέθηκε με το σοσιαλιστικό πρόταγμα, δεν παύει να υιοθετείται και από την φιλελεύθερη θεωρία, η οποία συνδέει το εύρος της πολιτικής λειτουργίας του κράτους με το μέγεθος της ιδιοκτησίας του στα μέσα της παραγωγής. Στιγματίζοντας, όμως, ως σοσιαλιστική την, τουλάχιστον πέραν ορισμένου μέτρου, διεύρυνση της ιδιοκτησίας του κράτους στα μέσα παραγωγής, αξιώνει όπως αυτό περιορίζεται –και, συνακόλουθα, η πολιτική– σε ένα ρόλο ρυθμιστικό έως επικουρικό πάνω στην ιδιωτική ιδιοκτησία και την αγορά. Το λιγότερο κράτος συνδέεται με λιγότερη ιδιοκτησία του κράτους και όχι προφανώς με την ενγένει πολιτική του λειτουργία ή με το ανήκειν του πολιτικού του συστήματος. Το περισσότερο κράτος, από την πλευρά του, λογίζεται ως η κατακλείδα για τη συνάφειά του με το λαϊκό συμφέρον.
Ορισμένοι από τους Ευρωπαίους ηγέτες προέβαλαν την ανάγκη επανίδρυσης του οικονομικού συστήματος. Να δημιουργηθεί, είπαν, ένας καπιταλισμός που να υπηρετεί του πολίτες. Όπως όμως προκύπτει, τα μέτρα που προκρίνονται για την επίτευξη του σκοπού αυτού δεν αφορούν στην υπέρβαση του συστήματος με την εγκατάσταση έστω του κράτους σε ένα ρόλο επιδιαιτητή μεταξύ του δημοσίου και του ιδιωτικού συμφέροντος. Εστιάζονται αποκλειστικά στις υπερβολές που εκτιμάται ότι εξέθρεψαν την ανατροπή της ισορροπίας στο εσωτερικό της αγοράς και την, ως εκ τούτου, απορύθμισή της.
3. Το ερώτημα, ωστόσο, που εγείρεται είναι εάν το κράτος, δηλαδή η πολιτική τάξη, είναι σε θέση να εκπληρώσει πια τον ρυθμιστικό ρόλο που είχε στην εποχή της πολιτικής του κυριαρχίας και, μάλιστα, σε ένα περιβάλλον παγκοσμιοποίησης, όπου δεν ελέγχει τους εσωτερικούς συσχετισμούς και οι λειτουργίες του εξαρτώνται ευρέως από τον διεθνή παράγοντα.
Η διερώτηση αυτή συνδυάζεται με την άλλη παράμετρο που επικαλέσθηκα παραπάνω: τη διαρκώς ογκούμενη αμφισβήτηση των φορέων του κράτους, ιδιαίτερα δε του πολιτικού προσωπικού και του κομματικού συστήματος, εκ μέρους της κοινωνίας. Η κοινωνία προσάπτει, όντως, στους συντελεστές του κράτους ότι αντί να υπηρετούν την κοινωνία, διαπλέκονται με ισχυρά οικονομικά ή επικοινωνιακά ιδίως συμφέροντα/ομάδες, υποτάσσοντας τον δημόσιο χώρο στις προτεραιότητες αυτών των ιδίων και των συνεταίρων τους. Το κράτος μεταβάλλεται έτσι σε λάφυρο του κομματικού συστήματος και της αγοράς, απεμπολώντας τον προορισμό του.
Γιατί όμως να συμβαίνει αυτό αφού οι πολιτικοί άρχοντες ψηφίζονται από το λαό και όχι από τις δυνάμεις της διαπλοκής; Μια πρώτη απάντηση είναι ότι η βαρύτητα της ψήφου δεν ισοσταθμίζεται από τη βαρύτητα των δυνάμεων της διαπλοκής και ιδίως των «χορηγών» χρήματος ή επικοινωνίας. Δεν σημαίνει ότι η ψήφος υποκαθίσταται από τη θέληση των χορηγών, αλλά ότι το αποτέλεσμα της ψήφου εξαρτάται από την οικονομική δυνατότητα και την επικοινωνιακή εικόνα που το κόμμα και ο πολιτικός θα υφάνουν ενώπιον του ψηφοφόρου. Ακόμη και αν αγνοήσουμε προς στιγμήν το κίνητρο του πλουτισμού για τον πολιτικό, είναι δεδομένο ότι η εικόνα του και η επικοινωνία του με το λαό δεν είναι άμεση, δηλαδή αδιαμεσολάβητη.
Η μομφή λοιπόν εστιάζεται στο έλλειμμα αντιπροσώπευσης/ δημοκρατίας. Το κίνητρο εντούτοις του ελλείμματος αυτού έχει να κάμει με την αποτελεσματικότητα του κράτους, δηλαδή των πολιτικών του, στα πεδία του ενδιαφέροντος της κοινωνίας. Πιο συγκεκριμένα αφορούν σε ζητήματα όπως η αναδιανομή του οικονομικού προϊόντος, η προστασία της εργασίας και ενγένει η κοινωνική πρόνοια, καθώς και το λεγόμενο «κράτος δικαίου». Δεν υπεισέρχεται, επομένως, η παράμετρος της δομικής διάστασης του συστήματος την οποία θα ήγειρε προφανώς η διέλευση της κοινωνίας από την ατομική στην πολιτική ελευθερία. Διότι στην περίπτωση αυτή, η ελευθερία θα οριζόταν στο πεδίο της πολιτικής με τον ίδιο τρόπο που γίνεται αντιληπτή στην ιδιωτική σφαίρα, δηλαδή ως αυτονομία και όχι δικαίωμα.
Παρόλ’αυτά, δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι στη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής έχει επέλθει μια ουσιώδης μεταβολή. Άλλοτε, ο πολιτικός εξέπεμπε ένα σωτηριακό δηλαδή απελευθερωτικό μήνυμα προς την κοινωνία. Υποσχόταν στις μάζες να τους αποδώσει την ατομική ελευθερία ή, αργότερα, να τους την διασφαλίσει έναντι της απερχόμενης δεσποτείας και της ανερχόμενης αστικής τάξης. Ανελάμβανε επίσης να δημιουργήσει διά του κράτους τις προϋποθέσεις (έργα υποδομής, προστασία από τις τρίτες αστικές τάξεις κλπ.) που θα διευκόλυναν τα μέγιστα την «άνδρωση» της αστικής τάξης.
Το κράτος προσέφερε προστασία τόσο στο λαό όσο και στους αστούς. Ωστόσο, η συνάντηση της κοινωνίας με το κομματικό σύστημα (και το πολιτικό προσωπικό) γινόταν, οπωσδήποτε, εξωθεσμικά και συγκεκριμένα με τη διαμεσολάβηση της ιδεολογίας ή της ταξικής τους αναφοράς. Οι μεν αστοί/φιλελεύθεροι ψήφιζαν τα φιλελεύθερα κόμματα, οι δε φορείς της εργασίας και εξαρτημένοι από την εργοδοσία ψήφιζαν κατά το μάλλον ή ήττον σοσιαλιστικά. Ενόσω η σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής συντηρούσε μια στοιχειώδη ισορροπία στο επίπεδο των πολιτικών του κράτους, το διακύβευμα ως προς τον (μη αντιπροσωπευτικό) χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος δεν είχε λόγους να ταράξει τον πρωτο-ανθρωποκεντρικό ναρκισσισμό της νεοτερικότητας.
Το σχήμα αυτό ίσχυσε και ήταν ως ένα βαθμό αποτελεσματικό στην εποχή της μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό (στις κοινωνίες εν ελευθερία). Σήμερα η κοινωνία έχει απεξαρτηθεί από το δεσποτικό της παρελθόν, ο λαός χειραφετήθηκε υπό μια έννοια πολιτικά, απέκτησε εντέλει εμπειρία ανθρωποκεντρικής ζωής. Ως εκ τούτου, δεν επιζητεί την απελευθέρωσή του από τα κοινωνικά δεσμά της φεουδαρχίας -η οποία εξέλειπε-, αλλά τη διατήρηση της εργασιακής του εξάρτησης, την μη απόρριψή του από την οικονομική διαδικασία. Τέλος, ο αστός, έχοντας επίσης χειραφετηθεί έναντι του κράτους, αξιώνει εφεξής να εκπέσουν τα κρατικά εμπόδια ώστε να κινείται άνετα (τα κεφάλαιά του, το εργατικό δυναμικό κλπ.) στο σύνολο κοσμοσύστημα. Με άλλα λόγια, αξιώνει την αναμόρφωση της λογικής που διέπει τη λειτουργία του κράτους και, συγχρόνως, μια νέα ισορροπία που θα συνεκτιμά αναλόγως τη βαρύτητά της γνώμης του στις επιλογές της πολιτείας. Η λογική της αστικής τάξης είναι ότι ό,τι είναι καλό γι’ αυτήν είναι καλό και για την κοινωνία. Άρα ο σκοπός της αγοράς οφείλει κατ’αυτήν να γίνει και σκοπός του κράτους.
Ανάμεσα στις παραμέτρους που κάνουν εφικτή την πραγματική ανασύνταξη της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής σημαίνουσα θέση κατέχει το αναδυόμενο νέο τεχνοδικτυακό επικοινωνιακό περιβάλλον. Το περιβάλλον αυτό βραχυπρόθεσμα διευκόλυνε την αγορά να επωφεληθεί και να καλύψει το «κενό εξουσίας» τόσο στο ενδοκρατικό όσο και στο διακρατικό/κοσμοσυστημικό πεδίο. Μεσοπρόθεσμα όμως προόρισται να δημιουργήσει τις αντικειμενικές προϋποθέσεις όπου θα εγκατασταθεί στο επίπεδο της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας η νέα συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική και, εντέλει, η λειτουργία του πολιτικού συστήματος.
Εκδήλωση του φαινομένου αυτού αποτελεί η μετάλλαξη ήδη της πολιτικής συμπεριφοράς των πολιτών. Από τη μαζική πολιτικοποίηση του πρόσφατου μόλις παρελθόντος οδεύουμε σαφώς προς την πολιτική ατομικότητα. Διαπιστώνουμε ότι η σχέση του πολίτη με τον πολιτικό γίνεται ολοένα και περισσότερο διαλεκτική με όρους διαπραγμάτευσης από εκχωρητική, αγελαία και σωτηριακή που ήταν προηγουμένως. Ο πολίτης, στο πλαίσιο αυτό, δεν λειτουργεί εντούτοις συλλογικά. Διαπραγματεύεται κατά μόνας την ψήφο του με τον πολιτικό, γίνεται πελάτης του. Γεγονός που πρέπει να αποδοθεί όχι στον άκρατο υποτίθεται ατομικισμό που τον διακρίνει, αλλά στην απουσία του αναγκαίου θεσμικού υπόβαθρου που θα έκανε εφικτή τη σύνθεση της βούλησης των μελών της κοινωνίας και, κατ’επέκταση, την υποβολή του πολιτικού προσωπικού σ’αυτήν.
Την ίδια στιγμή, ο συνδυασμός αυτός του συστήματος της νεοτερικότητας -που συνάδει με το πρωτο-ανθρωποκεντρικό της στάδιο- με το αναδυόμενο τεχνοδικτυακό επικοινωνιακό περιβάλλον, συνέβαλε ώστε η διαχείριση του πεδίου της πολιτικής να μετατοπισθεί κατά το ουσιώδες στους συντελεστές των «μέσων ενημέρωσης». Μετατόπιση η οποία δημιουργεί από μόνη της μια μείζονος σημασίας δυσμορφία του πολιτικού συστήματος, αφού μεταβάλει τα «μέσα» από διαμετακομιστές της πολιτικής σε πρωτογενείς παραγωγούς της. Η πολιτική, στο πλαίσιο αυτό, από φαινόμενο που συγκροτεί και λειτουργεί την κοινωνία, γίνεται προϊόν προς κατανάλωση, οι δε πολίτες μετατρέπονται σε απλούς καταναλωτές του προϊόντος της πολιτικής.
Καταλήγουμε ότι το κόμμα μόλις κατάφερε να καταλάβει και να ελέγξει δίκην μονοπωλίου το κράτος διαπίστωσε ότι αυτό δεν ήταν αρκετό για να μονοπωλήσει και την πολιτική του λειτουργία. Βρέθηκε να κατέχει μια εκρηκτικής ισχύος εξουσία, θεσμικά αυτονομημένη και ουσιαστικά ανεξέλεγκτη, χωρίς να διαθέτει την προϋπόθεση να τη διαχειρισθεί με πρόσημο το δημόσιο συμφέρον. Προϋπόθεση η οποία θα αποτελούσε εντούτοις το αντισταθμιστικό επιχείρημα κατέναντι των διεκδικητών της πολιτικής βούλησης του κράτους. Μετέωρο ανάμεσα στην ανάγκη της ψήφου και στον πειρασμό της ιδιοποίησης, το κόμμα προσαρμόσθηκε στις μεταλλάξεις της οικονομίας, του επικοινωνιακού περιβάλλοντος και, εντέλει, των συσχετισμών στο επίπεδο του κράτους. Το πολιτικό προσωπικό απομακρύνθηκε από το κοινωνικό πεδίο με αποτέλεσμα το σύστημα της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους να μεταβληθεί σε σύστημα κομματικής κυριαρχίας επί του κράτους και δι’ αυτού επί της κοινωνίας. Το ζήτημα για το πολιτικό προσωπικό θα είναι εφεξής πώς να συνδυάσει τη λειτουργία του κράτους ως μηχανισμού πελατείας μέσω του οποίου αναμένει να χειραγωγήσει την κοινωνία και ως δημόσιου αγαθού το οποίο θα διαπραγματευθεί με τους διαπλεκόμενους εταίρους προκειμένου να αποκτήσει την χρειώδη οικονομική και επικοινωνιακή επιφάνεια. Ώστε, η αρχή της αυτονομίας του κράτους, που διέρχεται από τη μη αντιπροσωπευτική θεμελίωση του πολιτικού συστήματος, είναι υπόλογη για τον εκφυλισμό του σε μηχανισμό ιδιοποίησης της δημόσιας σφαίρας και ιδίως της πολιτικής διαδικασίας.

4. Από τις έως εδώ επισημάνσεις επιβεβαιώνεται η αρχική μου υπόθεση ότι η αμφισβήτηση και η κριτική που απευθύνεται στο πολιτικό προσωπικό ή στα στελέχη των επιχειρήσεων που εξέθρεψαν την αρρυθμία της αγοράς δεν αγγίζει το σύστημα. Δεν αποκλείεται η συζήτηση να εστιάζεται κάποιες φορές στο πώς το υπάρχον σύστημα της πολιτικής και της οικονομίας θα λειτουργήσει επωφελώς και/για την κοινωνία. Ωστόσο, η κοινωνία των πολιτών ή της εργασίας δεν υπεισέρχεται ως συντελεστής του. Ούτε όμως και η κοινωνία φαίνεται να αμφισβητεί τη μονοσήμαντη διαλεκτική της σχέσης (κράτος/πολιτική έναντι οικονομίας/αγοράς και αντιστρόφως) ή να διεκδικεί έναν θεσμικό λόγο σ’ αυτήν.
Εκείνο που προσάπτει η κοινωνία στο κράτος είναι η μη ανταποκρισιμότητα των πολιτικών του προς τις προσδοκίες και το συμφέρον της. Στην πραγματικότητα με το αίτημά της αυτό η κοινωνία θέτει, όπως ήδη υπαινίχθηκα, σε ηθικές βάσεις το έλλειμμα αντιπροσώπευσης. Το όποιο όμως αίτημα, με τον τρόπο που εγείρεται, έρχεται σε αντίθεση με τη λογική του πολιτεύματος. Αξιώνει από το πολιτικό προσωπικό να παραβεί τον Θεμελιώδη Χάρτη και να συμπεριφερθεί ως αντιπρόσωπος της κοινωνίας, ενώ ο ίδιος αυτός Χάρτης προνοεί ρητά ότι δεν επιθυμεί το σύστημα να είναι αντιπροσωπευτικό, ούτε θεσμικά ούτε ως προς τον σκοπό του.
Θα επιμείνω προκειμένου να γίνω πιο σαφής στο ζήτημα αυτό διότι εκτιμώ πως αποτελεί την καρδιά του σημερινού προβλήματος, που οδήγησε εξάλλου και στην ανατροπή της ισορροπίας ανάμεσα στο κράτος, την αγορά και την κοινωνία. Η μη αντιπροσωπευτική σημειολογία του κράτους προκύπτει από πολλά. Θα επικαλεστώ μόνο τρία στοιχεία που αναιρούν την αντιπροσωπευτική αρχή:
α) Το σύγχρονο κράτος ως φορέας της πολιτικής κυριαρχίας κατέχει κατά τρόπο αδιαίρετο όχι μόνο την ιδιότητα του εντολοδόχου αλλά και του εντολέα.
(β) Η κοινωνία ταξινομείται στην ιδιωτική σφαίρα, με μοναδικό πολιτικό ρόλο τη νομιμοποίηση με την ψήφο της του πολιτικού προσωπικού στην εξουσία του κράτους. Η κοινωνία δηλαδή δεν συγκροτεί πολιτική κατηγορία και, επομένως, δεν διαθέτει θεσμική υπόσταση ώστε να διαμορφώσει την πολιτική της βούληση.
(γ) Ως σκοπός του κράτους προκρίνεται η προαγωγή του γενικού συμφέροντος που συνάδει με το δημόσιο ή το εθνικό συμφέρον, όχι όμως με το κοινό συμφέρον της κοινωνίας. Επιπλέον, το γενικό, το εθνικό ή το δημόσιο συμφέρον καθορίζονται αυθεντικά, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, ως προς το περιεχόμενό τους από το κράτος. Όλα τα συντάγματα προνοούν ότι από την εκλογή του ο πολιτικός αυτονομείται από την κοινωνία, λειτουργεί κατά τη βούλησή του, «αντιπροσωπεύει το έθνος»3. Το έθνος όμως, λαμβάνεται μέριμνα ώστε να ερμηνευθεί ως «κατασκευή» του κράτους. Δεν αναγνωρίζεται ο πρωτογενής του χαρακτήρας προκειμένου να ορισθεί ως το ταυτοτικό γινόμενο της κοινωνικής συνείδησης. Και αυτό διότι έτσι μόνο θα δικαιολογηθεί η αξίωση του κράτους να ενσαρκώνει το πολιτικό σύστημα.
Το γεγονός αυτό γίνεται εμφανές όταν διαπιστώνει κανείς ότι το κόμμα, εκτιθέμενο στις εκλογές προτείνει προγράμματα δράσης στην κοινωνία, τα οποία μετά τις εκλογές τα εγκαταλείπει με την ίδια ευκολία που τα δημιούργησε. Ο επίσημος λόγος της νεοτερικότητας ερμηνεύει την ανακουλουθία αυτή ως φυσική συνέπεια της ασυμβατότητας των επιλογών/αναγκών της κοινωνίας με το γενικό/εθνικό συμφέρον, το οποίο εξειδικεύεται ως το αποτέλεσμα της αδυναμίας της κοινωνίας να συλλάβει την πολυπλοκότητα του πολιτικού διακυβεύματος και να εναρμονίσει τις ιδιοτελείς επιδιώξεις της μ’αυτό. Ο πραγματικός λόγος όμως είναι η ολιγαρχική σημειολογία της άρχουσας τάξης η οποία επιθυμεί διακαώς οι πολιτικές του κράτους να διαμορφώνονται σε συνάφεια με το ειδικό βάρος του συμφέροντός της. Ο λόγος αυτός συνδέεται εντούτοις με την επισήμανση ότι μέτρο για την αμφισβήτηση ή μη του κράτους αποτελούν οι πολιτικές του και όχι προφανώς η δομή του πολιτικού συστήματος, δηλαδή η ελευθερία. Στο μέτρο που το σύνολο κοσμοσύστημα σήμερα δεν γνωρίζει παρά το προσιδιάζον στην πρωτο-ανθρωποκεντρική του φάση πολιτικό σύστημα, διαπιστώνεται ότι το φαινόμενο αυτό είναι καθολικό. Όταν ο τωρινός αμερικανός αντιπρόεδρος Ντικ Τσένι, ρωτήθηκε γιατί υποστηρίζει τον πόλεμο στο Ιράκ αφού η πλειοψηφία δεν τον εγκρίνει απάντησε: «και λοιπόν;».
Η αμφισβήτηση της μη αντιπροσωπευτικής λειτουργίας του συγχρόνου πολιτικού συστήματος, χωρίς να συνοδεύεται από έναν αναστοχασμό της ελευθερίας -που θα επέφερε ο ορισμός της ως αυτονομίας και όχι ως δικαιώματος- εξηγεί από την άλλη γιατί το όλο ζήτημα τίθεται με ηθικούς/δεοντολογικούς όρους. Διαφορετικά, θα συνοδευόταν από την αυτονόητη παραδοχή ότι για να αποκτήσει ένα πολιτικό σύστημα αντιπροσωπευτικό πρόσημο οφείλει να εκχωρήσει την ιδιότητα του εντολέα στην κοινωνία. Να συγκροτηθεί η κοινωνία σε δήμο, δηλαδή σε πολιτειακά συντεταγμένο εταίρο του κράτους, αφού μόνον έτσι θα αποκτήσει πολιτική βούληση, και να αναλάβει η ίδια να καθορίζει τις πολιτικές οι οποίες έτσι θα εναρμονισθούν με το κοινό συμφέρον.
Δεν είναι του παρόντος να σταθούμε περισσότερο στην αιτιολογία της απόρριψης της αντιπροσωπευτικής αρχής από τη νεοτερικότητα. Θα πω μόνο ότι όλες οι σχετικές θεωρίες (της «πολυπλοκότητας», του «καταμερισμού των έργων», της αρμοδιότητας των «ειδικών» που κατέχουν το αντικείμενο, της μεγάλης κλίμακας του σύγχρονου κόσμου κ.α.) υποκρύπτουν γνωσιολογική άγνοια και μια προσπάθεια μετάθεσης του προβλήματος. Διαπιστώνεται όντως μια καθολική συμφωνία να αποκαλείται δημοκρατικό ένα προ-αντιπροσωπευτικό στη βάση του πολιτικό σύστημα, όπως το σημερινό, διότι έτσι μόνο δικαιολογείται η εγγραφή όλων στη χορεία των θιασωτών της δημοκρατίας. Η ίδια η Αριστερά, που επικαλείται την ταύτισή της με τον λαό, επιδιώκει την κηδεμονία του όχι την απελευθέρωσή του. Αισθάνεται την ίδια αποστροφή με τον φιλελευθερισμό στην ιδέα να αποδοθεί στο σώμα της κοινωνίας των πολιτών ακόμη και αυτή η ιδιότητα του εντολέα. Εξού και θεωρεί το έθνος -την ταυτοτική συνείδηση της κοινωνίας- και όχι το κυρίαρχο κράτος/σύστημα ως εχθρό της ελευθερίας. Με απλούστερη διατύπωση, όπως και ο φιλελευθερισμός, η Αριστερά δεν εξέρχεται από το πολιτειακό σχήμα που κληροδότησε στον μετα-φεουδαλικό κόσμο το «παλαιό καθεστώς» της ευρωπαϊκής ηπείρου.

5. Αυτό που έχει σημασία να υπογραμμισθεί εδώ είναι ότι το προ-αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα και το ομόλογο κομματικό σύστημα αντανακλούσαν και, ως εκ τούτου, εξυπηρετούσαν με συνέπεια τη φάση της μετάβασης από τη φεουδαρχία/δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό. Θεμελιώδης αρχής του προτάγματος αυτού αποτέλεσε η παραδοχή ότι τόσο το πολιτικό σύστημα όσο και το οικονομικό σύστημα συγκροτούνται με πρόσημο την ιδιοκτησία. Ο ιδιοκτήτης (το νομικό πλάσμα του κράτους ή ο κάτοχος των μέσων παραγωγής) κατέχει επίσης το σύστημα της πολιτικής ή της οικονομίας και όχι οι ουσιαστικοί συντελεστές του (οι εργαζόμενοι ή οι πολίτες)4. Στην πραγματικότητα το ανήκειν του (οικονομικο-κοινωνικού και πολιτικού) συστήματος στην ιδιοκτησία αποτελεί κληρονομιά της νεοτερικότητας από την προγενέστερη δεσποτεία, που κλήθηκε να την εναρμονίσει με τη νέα κοινωνία, της οποίας τα μέλη απέκτησαν ήδη ανθρωποκεντρική υπόσταση, έγιναν δηλαδή ελεύθερα στο ιδιωτικό πεδίο.
Το σύστημα της ιδιοκτησίας αποδέχεται ως συνομιλητές μόνο τους ιδιοκτήτες: την αγορά και το κράτος. Στην εποχή της μετάβασης το κράτος ήρθε συχνά αντιμέτωπο με την ιδιωτική σφαίρα. Αρχικά με το παλαιό δεσποτικό καθεστώς και αργότερα με την ιδιωτική (πρωτο-ανθρωποκεντρική) αγορά. Αυτό μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι την περίοδο αυτή η μεν κοινωνία συναντιόταν με την πολιτική στο επίπεδο της ιδεολογίας ή της ταξικής συνάφειας, η δε αγορά ήταν ακόμη εθνικά οροθετημένη και σε προφανή αδυναμία να αμφισβητήσει ευθέως την πρωτοκαθεδρία του κράτους.
Στις μέρες μας, όμως, κράτος και αγορά συμπλέουν σε μια αγαστή συνεργασία η οποία, παρά τις συγκυριακές της διακυμάνσεις ή τις αντιθέσεις των συντελεστών τους έχει ως πρόσημο το κοινό τους συμφέρον: τον εγκιβωτισμό της κοινωνίας στην ιδιωτική σφαίρα, δηλαδή τον αποκλεισμό της από τη διοίκηση του (οικονομικού και πολιτικού) συστήματος, ώστε να το νέμονται αδιατάρακτα. Το γεγονός ότι τόσο η αγορά όσο και το κράτος συμφωνούν να συναντώνται μέσω των συντελεστών τους –δηλαδή του πολιτικού/κομματικού προσωπικού και των ομάδων συμφερόντων– μακράν της κοινωνίας, αποκαλύπτει το είδος και το βάθος του σημερινού προβλήματος, αλλά και την κατεύθυνση της εξέλιξης.
Η κατεύθυνση αυτή δεν είναι προφανώς εκείνη που προέκριναν οι πολιτικοί θεράποντες του συστήματος -δηλαδή η παρέμβαση του κράτους- για την αποκατάσταση της εσωτερικής ισορροπίας της αγοράς. Η ισορροπία αυτή θα ανακτηθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Το κόστος όμως θα κληθεί, αναπόφευκτα, να καταβάλει προεχόντως το κοινωνικό σώμα. Σε κάθε περίπτωση, η εμμονή στην ιδιοκτησιακή συγκρότηση του συστήματος –ιδίως σε ό,τι αφορά στο ανήκειν του πολιτικού συστήματος στο κράτος– προόρισται απλώς να οδηγήσει στη γιγάντωση των ανισοτήτων και της αμφισβήτησης και, οπωσδήποτε, να προετοιμάσει το έδαφος για την επόμενη κρίση. Και τούτο διότι υπό τις κρατούσες συνθήκες η εξισορρόπηση της εξουσίας του κράτους με τη δύναμη της αγοράς είναι ανέφικτη.

6. Για να επιτευχθεί αυτό και, περαιτέρω, για να εναρμονισθεί η δημόσια διακυβέρνηση με το συμφέρον της κοινωνίας προϋποτίθεται η μεταβολή των πολιτικών συσχετισμών, οι οποίοι ανετράπησαν δραματικά υπέρ των κατόχων του οικονομικού συστήματος και του κράτους. Κατά τούτο, η αποκατάσταση των συσχετισμών υπέρ της κοινωνίας δεν μπορεί να διέλθει πια μέσα από το αυτόνομο κράτος/κόμμα, καθώς, όπως είδαμε, υπό τις παρούσες συνθήκες η εξωθεσμική τους συνάντηση αντίκειται στη λογική του πράγματος.
Η συνάντηση αυτή θα ήταν εφικτή μόνο στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος, η οποία όμως προϋποθέτει την αντιπροσωπευτική του υποστασιοποίηση. Η μεταβολή της κοινωνίας σε δήμο με την ανάληψη από αυτήν της ιδιότητας του εντολέα είναι η μόνη ικανή να θεραπεύσει το έλλειμμα αντιπροσώπευσης και να αναμορφώσει συγχρόνως τη δομή και τη λειτουργία του κομματικού συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό, το κόμμα, από ενσαρκωτής της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους και μέγας συντελεστής της ιδιοποίησής του, θα γίνει διαλακτής και τυπικός εντολοδόχος της κοινωνικής βούλησης.
Η σχέση μεταξύ κράτους και αγοράς θα ανασχηματισθεί επίσης ριζικά, αφού ο δήμος της κοινωνίας των πολιτών θα παρεμβληθεί ως άμεσος ρυθμιστής της αγοράς, δηλαδή ως ο καταστατικός παράγων που διαμορφώνει το κανονιστικό περιβάλλον και τους όρους λειτουργίας της οικονομίας. Το ζήτημα, στο πλαίσιο αυτό, θα είναι όχι η διεύρυνση της ιδιοκτησίας του κράτους, αλλά η εναρμόνιση και του κράτους και της αγοράς με το συμφέρον της κοινωνίας/δήμου. Όχι η κρατικοποίηση της οικονομίας, αλλά η κοινωνικοποίηση του πολιτικού συστήματος, η οποία θα επέλθει με την περιένδυση της κοινωνίας με την ιδιότητα του δήμου/εντολέα. Είναι εμφανές ωστόσο ότι η εξέλιξη αυτή, μολονότι δεν προβάλει, όπως είδαμε, ως προϋπόθεση τον αναστοχασμό της ελευθερίας από την πλευρά της κοινωνίας, θα θέσει επί τάπητος το διακύβευμά της. Και τούτο διότι μόνον έτσι θα διασφαλισθεί η ιδεολογική θωράκιση του αντιπροσωπευτικού προτάγματος.
Η μετάλλαξη αυτή της σχέσης μεταξύ πολιτικού συστήματος και κράτους θα αποτελέσει, από μιαν άλλη άποψη, την απάντηση στο διακύβευμα της «παγκοσμιοποίησης», όπου η μεν αγορά γίνεται ολοένα και περισσότερο οικουμενική, ενώ η πολιτική παραμένει εθνική, με αποτέλεσμα το κοσμοσυστημικό κανονιστικό πλαίσιο να διαφεύγει από την αρμοδιότητα του κράτους και να αφήνεται στα χέρια των διακρατικών σχέσεων ηγεμονίας. Οι σχέσεις αυτές με υπομόχλιο την λεγόμενη «κοινωνία πολιτών» και το πρόταγμα της «διακυβέρνησης», εισάγονται στο εσωτερικό πεδίο του κράτους, επιβαρύνοντας με τη σειρά τους τον κανονιστικού χαρακτήρα της πολιτικής διαδικασίας και, περαιτέρω, την αποξένωση του κράτους από την κοινωνία.
Με άλλα λόγια, η αποκατάσταση της ισορροπίας στην αγορά θα είναι διαφορετικής τάξεως εάν γίνει με βάση το γινόμενο της σχέσης της με το κράτος/σύστημα ή εάν θα διέλθει από την πολιτειακή συγκρότηση και, κατ’επέκταση, τη βουλησιακή χειραφέτηση της κοινωνίας. Η υπεισέλευση της κοινωνίας στην πολιτική διαδικασία θα έχει ως αποτέλεσμα την επαναφορά των πολιτικών του κράτους σε τροχιά απεξάρτησης από την αγορά και, ως εκ τούτου, τον αναπροσανατολισμό του σκοπού της πολιτικής με γνώμονα το κοινό συμφέρον. Ώστε, με την πολιτειακή συγκρότηση της κοινωνίας των πολιτών, η ευθύνη για τον καθορισμό της έννοιας και του συμφέροντος του έθνους θα περιέλθει μερικώς τουλάχιστον σ’αυτήν, αντί να αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους/συστήματος.
7. Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς το αντικειμενικώς ανέφικτο μιας τέτοιας εξέλιξης, τους κινδύνους που συνεπάγεται η εξάρτηση της πολιτικής από την «απαίδευτη» κοινωνία ή, έστω, την απορία του για το πώς της μετάλλαξης της κοινωνίας σε δήμο. Σπεύδω να υπογραμμίσω ότι όντως η εξέλιξη αυτή δεν είναι εφικτή στις μέρες μας. Δεν είναι εφικτή όχι για τους λόγους που επικαλείται η νεοτερικότητα (η κλίμακα, η πολυπλοκότης, η κατανομή των έργων, η κοινωνική αχειραφεσία κλπ), αλλά επειδή το πρωτο-ανθρωποκεντρικό στάδιο που διέρχεται ο κόσμος σήμερα δεν επιτρέπει καν τη γνωσιολογική υιοθεσία και, περαιτέρω, την προταγματική αναδοχή του αιτήματος. Η αντιπροσώπευση ως πολιτικό σύστημα δεν αποτελεί αίτημα της κοινωνίας στις μέρες μας. Θα έλεγα μάλιστα πως δεν υπεισέρχεται επίσης ως ζήτημα στο πεδίο του διαλογισμού της νεοτερικής σκέψης. Η νεοτερικότητα βαυκαλίζεται ότι πέτυχε το ακατόρθωτο: να συγκεντρώσει στο σύστημά της δυο φύσει ασύμβατες πολιτείες, την αντιπροσωπευτική και τη δημοκρατική, τη στιγμή που αυτό είναι απλώς προ-αντιπροσωπευτικό.
Από την άλλη, δεν πρέπει να νομισθεί ότι για να ανατραπεί η αγαστή συνεύρεση του κράτους με την αγορά και να αποκατασταθεί η ανταποκρισιμότητα της πολιτικής εξουσίας με το κοινό συμφέρον απαιτείται η πλήρης μεταφορά της ιδιότητας του εντολέα στην κοινωνία των πολιτών και, συνακόλουθα, η άμεση συγκρότησή της σε δήμο. Θα μπορούσε να επικαλεσθεί κανείς ορισμένες ήπιες μορφές θεσμικής συνάρτησης της πολιτικής από την κοινωνία, οι οποίες θα διελάμβαναν μια αντιπροσωπευτική προσομοίωση και όχι τη μετάλλαξη του πολιτικού συστήματος.
Αναφέρω ενδεικτικά κάποια παραδείγματα: (α) την καθιέρωση ενός περιοδικού, ανά εξάμηνο, απολογιστικού ελέγχου του πολιτικού προσωπικού από έναν «δειγματοληπτικό δήμο» συγκείμενο από συγκεκριμένο αριθμό κληρουμένων εκπροσώπων της εκλογικής του περιφέρειας. Ο δήμος αυτός θα ήταν σκόπιμο να έχει επίσης την αρμοδιότητα να εγκαλεί τον πολιτικό ή να τον αναπέμπει στο εκλογικό σώμα σε περίπτωση που θα έκρινε το έργο του ανεπαρκές.
(β) Τη δημιουργία ενός «τεχνοδικτυακού δήμου» (αρκεί ένα δημοσκοπικό δείγμα 3.000 πολιτών) που θα επιλέγεται δειγματοληπτικά από πολίτες του συνόλου της επικράτειας και «θα βουλεύεται» αποφαινόμενος για τα ζητήματα της ημερήσιας διάταξης της κυβέρνησης και της βουλής, θα εγείρει ζητήματα ή θα ελέγχει τους φορείς της κρατικής εξουσίας και τις πολιτικές τους. Κρίνεται αναγκαίο η πρόνοια αυτή να καλύπτει και τα κόμματα σε ό,τι αφορά στα προγράμματα που υποβάλουν κατά τις εκλογές και στις θέσεις ή προτάσεις τους στην περίοδο της διακυβέρνησης. Συγχρόνως δε θα ήταν σκόπιμο να υποχρεούνται τα κόμματα και, οπωσδήποτε, η κυβέρνηση να υποβάλουν απολογιστικά πεπραγμένα στον «τεχνοδικτυκό δήμο» και ασφαλώς την πρόθεσή της να αποστεί από τις δεσμεύσεις της, προκειμένου αυτός να διατυπώσει γνώμη. Σε κάθε περίπτωση, η γνώμη του «τεχνοδικτυακού δήμου» δεν χρειάζεται στο παρόν στάδιο να είναι δεσμευτική. Είναι προφανές όμως ότι το πολιτικό και ηθικό διακύβευμα της γνώμης του θα έχει εξαιρετική βαρύτητα στην πολιτική διαδικασία.
(γ) Την αναγνώριση στον πολίτη εννόμου συμφέροντος για την πολιτική και, κατ’επέκταση, δικαιώματος να αναφέρεται στη δικαιοσύνη για πολιτικές από τις οποίες βλάπτεται.
(δ) Την ολοσχερή κατάργηση της ασυλίας, που εισάγει ουσιαστικά το ανεύθυνο του πολιτικού για την πέραν της πολιτικής δράση του, και την υπαγωγή της πολιτικής λειτουργίας στη δικαιοσύνη σε ό,τι αφορά στην αντιστοιχία της με το κοινό συμφέρον.
(ε) Τέλος, την εξαίρεση των ΜΜΕ από την αρχή του ανήκειν του συστήματος στην ιδιοκτησία, με την εισαγωγή στη λειτουργία τους κανόνων δημοκρατικής νομιμότητας.
Η έκπληξη με την οποία ο αναγνώστης είναι βέβαιο ότι θα συνοδεύσει το άκουσμα των ιδεών αυτών, παρόλον ότι θα μπορούσε να συμφωνήσει με την αιτιολογία της κρίσης που διέρχεται ο σύγχρονος κόσμος, προϊδεάζει ότι οι νεοτερικές κοινωνίες θα συνεχίσουν μεσοπρόθεσμα να βιώνουν το παλαιό καθεστώς και να αναζητούν λύσεις που απλώς θα ανακυκλώνουν το πρόβλημα. Η λύση, επομένως, θα έλθει τη στιγμή που ο νεοτερικός άνθρωπος θα αντιληφθεί ότι ουτοπικό είναι το πρόταγμα που δεν αντιστοιχείται με την κοσμοσυστημική τυπολογία και όχι αυτό που απλώς εγγράφεται στην προοπτική της εξέλιξης.